Στο δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 2000 η μη συνετή δημοσιονομική πολιτική και η απώλεια ανταγωνιστικότητας είχαν δημιουργήσει τεράστια «δίδυμα ελλείμματα» και προβλήματα χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να βρεθεί στο επίκεντρο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, με τις αγορές και τους αναλυτές να προβλέπουν, τόσο το 2012 όσο και το 2015, την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ (Grexit).
Πώς λοιπόν η Ελλάδα κατάφερε να γίνει «success story»; Κατά τη γνώμη μου αυτό μπορεί να εξηγηθεί από έξι παράγοντες:
(α) Επώδυνη εγχώρια δημοσιονομική και διαρθρωτική προσαρμογή κατά τη διάρκεια των τριών προγραμμάτων προσαρμογής.
(β) Ισχυρή βούληση για παραμονή της χώρας στη ζώνη του ευρώ.
(γ) Γενναιόδωρη αναχρηματοδότηση χρέους με πολύ ευνοϊκούς όρους.
(δ) Εξαίρεση (waiver) των ελληνικών ομολόγων από τα κριτήρια επιλεξιμότητας του Ευρωσυστήματος για όσο διάστημα η Ελλάδα δεν είχε πιστοληπτική αξιολόγηση στην επενδυτική κατηγορία.
(ε) Γενναιόδωρη στήριξη από το ευρωπαϊκό μέσο ανάκαμψης NGEU (RRF).
(στ) Ορθόδοξες δημοσιονομικές, χρηματοπιστωτικές και διαρθρωτικές πολιτικές, ακολουθούνται τα τελευταία χρόνια.
To κεφάλαιο ανάπτυξη
Η ελληνική οικονομία συνεχίζει να αναπτύσσεται και κατά τη διάρκεια του 2024 με ρυθμό αρκετά υψηλότερο από αυτόν της ζώνης του ευρώ. Η αγορά εργασίας διατηρεί τη δυναμική της και τα δημοσιονομικά μεγέθη βελτιώνονται. Ο γενικός πληθωρισμός είναι χαμηλότερος σε σύγκριση με τους υψηλούς ρυθμούς του 2023.
Τα επόμενα χρόνια, η ελληνική οικονομία αναμένεται ότι θα συνεχίσει να καταγράφει υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης σε σύγκριση με τη ζώνη του ευρώ. Η εξέλιξη αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς ενισχύει τη διαδικασία σύγκλισης του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας προς τα μέσα επίπεδα της ΕΕ. Οι κύριες κινητήριες δυνάμεις της οικονομικής δραστηριότητας θα συνεχίσουν να είναι οι επενδυτικές δαπάνες, χάρη και στη συμβολή των ευρωπαϊκών πόρων, και ιδίως του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF), καθώς και η ιδιωτική κατανάλωση, λόγω της αύξησης του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος χάρη στην άνοδο της απασχόλησης και στη μείωση του πληθωρισμού.
Παρά όμως τις αδιαμφισβήτητες θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, δεν πρέπει να αγνοούμε και τις οικονομικές προκλήσεις που έχουμε μπροστά μας. Η σημαντικότερη εξ αυτών είναι το μεγάλο έλλειμμα στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών που καταγράφει σήμερα η χώρα (6,2% του ΑΕΠ το 2023), παρά την πολύ σημαντική δημοσιονομική προσαρμογή και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας σε όρους κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος.
Η κυριότερη αιτία είναι ότι η Ελλάδα υπολείπεται σε όρους διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας έναντι των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών, παρά τη σημαντική βελτίωση των τελευταίων ετών. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τον δείκτη παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας του ελβετικού ινστιτούτου IMD για το 2024, η Ιρλανδία βρίσκεται στην 4η θέση, η Πορτογαλία στην 36η και η Ελλάδα στην 47η. (Συγκρίνω την Ελλάδα με την Ιρλανδία και την Πορτογαλία, επειδή το 1974, έτος αποκατάστασης της Δημοκρατίας στην Ελλάδα και την Πορτογαλία, αυτές οι τρεις χώρες ήταν παρόμοιες ως προς την ανταγωνιστικότητα και άλλα χαρακτηριστικά της οικονομίας τους).
Αντίστοιχη εικόνα προκύπτει αν εξετάσει κανείς τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, η οποία κατασκευάζει έξι δείκτες συνολικής διακυβέρνησης για περισσότερες από 200 χώρες για την περίοδο 1996–2022. Η Ελλάδα υπολείπεται έναντι της Πορτογαλίας και της Ιρλανδίας για όλο το διάστημα και σε κάθε επιμέρους δείκτη. Συνεπώς, και παρά την πρόοδο των τελευταίων χρόνων, η Ελλάδα έχει απόσταση να διανύσει για να φτάσει τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών.
Η διαρκής υστέρηση που εμφανίζει η χώρα σε όλους τους ανωτέρω δείκτες μεταφράζεται σε χαμηλότερη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα και εξηγεί το μεγαλύτερο μέρος του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Το υπόλοιπο μέρος εξηγείται από το γεγονός ότι ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης της Ελλάδας είναι υψηλότερος από αυτόν των εμπορικών εταίρων της. Σε συνδυασμό με το χαμηλότερο επίπεδο επενδύσεων, η σχετικά χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα αναπόφευκτα επηρεάζει δυσμενώς την παραγωγικότητα και το βιοτικό επίπεδο μακροπρόθεσμα.
Οι επενδύσεις
Ο ρόλος των επενδύσεων είναι καθοριστικός για τη μελλοντική πορεία της οικονομίας, την αλλαγή του αναπτυξιακού προτύπου με έμφαση στην αύξηση της παραγωγικότητας, την καινοτομία, την αύξηση της παραγωγής των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, την αποτελεσματική αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και τη διευκόλυνση της πράσινης μετάβασης. Η αύξηση της παραγωγής διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών οδηγεί στην αύξηση των εξαγωγών, σε υποκατάσταση εισαγωγών και άρα στη μείωση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών.
Οι επενδυτικές δαπάνες μπορούν να στηρίξουν την οικονομική ανάπτυξη, είτε αφορούν βελτιώσεις στις υποδομές, την εκπαίδευση και την υγεία, είτε επενδύσεις σε παραγωγικό εξοπλισμό, μηχανήματα, καθώς και σε άυλα στοιχεία ενεργητικού και σε τεχνολογίες αιχμής, περιλαμβανομένων αυτών που προωθούν τον πράσινο μετασχηματισμό του ενεργειακού τομέα. Υπάρχουν σημαντικές συνέργειες μεταξύ των επενδύσεων σε υλικό και άυλο κεφάλαιο, οι οποίες θα πρέπει να αξιοποιηθούν πλήρως. Ειδικότερα, η ταυτόχρονη επένδυση σε νέες τεχνολογίες και σε ανθρώπινο κεφάλαιο με ψηφιακές δεξιότητες οδηγεί στη μέγιστη δυνατή μακροχρόνια αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας.
Οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, ως αποτέλεσμα της έντονης αύξησης των επενδύσεων τη τριετία 2021-2023. Οι επιχειρηματικές επενδύσεις έχουν ανακάμψει πλήρως και έχουν επανέλθει στα προ του 2010 επίπεδα. Από την άλλη πλευρά, οι επενδύσεις σε κατοικίες είναι χαμηλές, εντούτοις αυξάνονται με ταχύ ρυθμό λόγω της ισχυρής ζήτησης από πλευράς εγχώριων επενδυτών, καθώς και επενδυτών από χώρες της ΕΕ αλλά και από τρίτες χώρες στο πλαίσιο του προγράμματος Golden Visa. Οι συνολικές επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένουν όμως χαμηλότερες από το μέσο όρο της ΕΕ (15,2%, έναντι 22,0% στην ΕΕ το 2023).
Πρώτον, οι πόροι του RRF θα πρέπει εγκαίρως να εισπραχθούν και να εκταμιευθούν προς τον ιδιωτικό τομέα: Μέχρι στιγμής, το ποσοστό απορρόφησης των πόρων του RRF είναι ικανοποιητικό (51% από συνολικό ποσό 36 δισεκ. ευρώ) και η Ελλάδα καταλαμβάνει μία από τις πρώτες θέσεις στη σχετική κατάταξη των χωρών της ΕΕ. Σχετικά με το δανειακό σκέλος του RRF, ικανοποιητική πρόοδος έχει συντελεστεί και ως προς την υπογραφή συμβάσεων δανείων. Ωστόσο, οι εκταμιεύσεις των επιχορηγήσεων προς τους τελικούς δικαιούχους προχωρούν με βραδύτερο ρυθμό.
Θα πρέπει επίσης να υλοποιηθεί ένα ευρύ φάσμα φιλόδοξων μεταρρυθμίσεων με στόχο τη βελτίωση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές θα πρέπει να αποσκοπούν στην εξάλειψη διαρθρωτικών αδυναμιών, όπως οι καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, η γραφειοκρατία στη δημόσια διοίκηση και το έλλειμμα ψηφιακών δεξιοτήτων. Ταυτόχρονα όμως, είναι αναγκαίο να εξαλειφθούν οι εναπομείνασες περιοριστικές πρακτικές που εμποδίζουν την ανταγωνιστική λειτουργία των αγορών, με την κατάργηση των φραγμών εισόδου και το άνοιγμα των αγορών αγαθών και υπηρεσιών στον ανταγωνισμό.
Οι μεταρρυθμίσεις θα συμβάλουν και στην προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων και θα διευκολύνουν τη μεγαλύτερη συμμετοχή των ελληνικών επιχειρήσεων στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας. Αυτό με τη σειρά του θα συμβάλει στην υιοθέτηση καινοτόμων μεθόδων παραγωγής και νέων τεχνολογιών, που θα επιτρέψουν στις ελληνικές επιχειρήσεις να παράγουν προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας και έντασης γνώσης.
Οι τράπεζες
Είναι απαραίτητος ένας υγιής τραπεζικός τομέας που είναι σε θέση να παρέχει χρηματοδότηση σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Την τελευταία δεκαετία τα θεμελιώδη μεγέθη του τραπεζικού τομέα έχουν βελτιωθεί σημαντικά. Ειδικότερα, έχουν βελτιωθεί η κερδοφορία, η ρευστότητα, η κεφαλαιακή επάρκεια και η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών, ενώ η αποεπένδυση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) από τη συμμετοχή του στο μετοχικό κεφάλαιο των τεσσάρων συστημικών τραπεζών έχει σχεδόν ολοκληρωθεί.
Ωστόσο, απαιτείται περαιτέρω ενίσχυση της ανθεκτικότητας του τραπεζικού τομέα, μεταξύ άλλων με την ποσοτική και ποιοτική βελτίωση της κεφαλαιακής βάσης των ελληνικών τραπεζών, την περαιτέρω μείωση του δείκτη των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ώστε να συγκλίνει προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, και με τη βελτίωση των προσφερόμενων υπηρεσιών στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Έτσι ο τραπεζικός τομέας θα μπορεί να συμβάλει ακόμα περισσότερο στη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.
Η τραπεζική χρηματοδότηση των επενδυτικών αναγκών των επιχειρήσεων θα μπορούσε να ενισχυθεί περαιτέρω με τη χρήση όλων των εθνικών και ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών εργαλείων, όπως του RRF, της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ), της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD) και της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας (EAT).
Θα πρέπει να υπάρξει διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησης: Εκτός από την τραπεζική χρηματοδότηση, θα πρέπει να διερευνηθούν δυνατότητες χρήσης όλων των διαθέσιμων μορφών ιδιωτικής χρηματοδότησης των επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης στις κεφαλαιαγορές. Τα κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών (venture capital), τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια (private equity), η συμμετοχική χρηματοδότηση (crowdfunding), οι επιχειρηματικοί άγγελοι (business angels), οι επιταχυντές νεοφυών επιχειρήσεων (startup accelerators) και οι μικροχρηματοδοτήσεις (microfinance) μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη των επενδυτικών αναγκών των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που δεν διαθέτουν επαρκή πάγια στοιχεία ενεργητικού ως εξασφαλίσεις για τη λήψη τραπεζικών δανείων.
Πολιτική συναίνεση
Η υλοποίηση των παραπάνω προτάσεων μπορεί να βελτιώσει τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα και ταυτόχρονα να συμβάλει στην ενίσχυση του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης και στη μετάβαση της οικονομίας σε ένα βιώσιμο, ανταγωνιστικό παραγωγικό πρότυπο, με έμφαση στην επιχειρηματικότητα, την ανταγωνιστικότητα και την εξωστρέφεια. Άμεση προτεραιότητα αποτελεί η έγκαιρη αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων και ειδικά αυτών που σχετίζονται με τον RRF για την ενίσχυση ων επενδύσεων σε ανθρώπινο κεφάλαιο, πράσινη ενέργεια και ψηφιακές τεχνολογίες, διευκολύνοντας την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση.
Σε ένα ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον, η ουσιαστική και αποτελεσματική υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων περνά μέσα από τη δημιουργία ευρύτερων πολιτικών συναινέσεων. Παρά τη σημαντική πρόοδο που έχει επιτευχθεί, το θέμα της προώθησης των διαρθρωτικών αλλαγών δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ταμπού από τις πολιτικές δυνάμεις. Η ευρύτερη πολιτική συναίνεση μπορεί να ενισχύσει τη λογοδοσία αλλά και την ιδιοκτησία (ownership) των μεταρρυθμίσεων και να προσφέρει μακροχρόνιες λύσεις.
Μια στρατηγική τεχνοκρατικής προσέγγισης στην πολιτική διακυβέρνηση, που να βασίζεται σε μετρήσιμα αποτελέσματα, συστηματική αξιολόγηση και συγκριτική ανάλυση με την υπόλοιπη Ευρώπη, καθώς και στην αναζήτηση πραγματικών συναινέσεων στο κοινωνικό πεδίο, αποτελεί βασικό παράγοντα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων σε μια σειρά από κρίσιμα πεδία πολιτικής. Η εμμονή σε ιδεοληπτικές προσεγγίσεις θέτει προσκόμματα στην εφαρμογή δοκιμασμένων λύσεων σε τομείς όπως η φοροδιαφυγή, η αντιμετώπιση της ανομίας και ατιμωρησίας, η απόκλιση από τα εκπαιδευτικά δεδομένα της υπόλοιπης Ευρώπης, η καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης.
Μόνο μια άρτια τεκμηριωμένη πολιτική μπορεί να προσφέρει βιώσιμες λύσεις και να οδηγήσει τη χώρα σε μια νέα εποχή ανάπτυξης και ευημερίας.
Όσον αφορά τα δημόσια οικονομικά, τα οποία είναι και πρέπει να παραμείνουν η πρώτη προτεραιότητά μας, δεδομένων των δημοσιονομικών προκλήσεων που έχουμε μπροστά μας και της ανάγκης διατήρησης της δημοσιονομικής μας αξιοπιστίας, θα ήθελα να επισημάνω ότι βρισκόμαστε ακόμα στα αρχικά στάδια εφαρμογής του νέου Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ). Το αναθεωρημένο δημοσιονομικό πλαίσιο επιβάλλει έλεγχο στην αύξηση των καθαρών δαπανών της κυβέρνησης, ενώ παράλληλα συνεπάγεται ότι οποιοσδήποτε δημοσιονομικός χώρος δημιουργηθεί από την πλευρά των εσόδων θα χρησιμοποιηθεί για τη μείωση του δημόσιου χρέους.
Οι νέες αυτές συνθήκες δημιουργούν περιθώρια για προσέγγιση και σύνθεση μεταξύ των πολιτικών κομμάτων προς την κατεύθυνση συναινετικών αποφάσεων σχετικά με την προτεραιοποίηση των δημοσίων δαπανών και επενδύσεων, τη βελτίωση της αποδοτικότητάς τους, την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής (με στόχο τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης) και τη διασφάλιση δικαιότερης κατανομής των φορολογικών βαρών.
Στο σημείο αυτό θέλω να αναφερθώ πιο αναλυτικά στο δυσανάλογα μεγάλο βάρος των αμυντικών δαπανών που φέρει ο Έλληνας φορολογούμενος σε σχέση με τους φορολογούμενους όλων των άλλων χωρών-μελών της ζώνης του ευρώ και το οποίο σχετίζεται με την προστασία των ευρωπαϊκών συνόρων και κυρίως με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις
Αυτές οι δαπάνες, που αφορούν κατά βάση εισαγόμενο εξοπλισμό, επιβαρύνουν οικονομικά μόνο τους Έλληνες φορολογούμενους. Αυτό που απουσιάζει σήμερα είναι μια συνεκτική και αποτελεσματική ευρωπαϊκή πολιτική ασφάλειας στον τομέα της άμυνας (κάτι τέτοιο άλλωστε επισημαίνεται και στην Έκθεση Ντράγκι), προκειμένου να μεγιστοποιήσουμε τα οφέλη όταν επενδύουμε στην άμυνα και να ελαχιστοποιήσουμε τα δυσανάλογα κόστη που συνεπάγονται οι αμυντικοί εξοπλισμοί (μέσα από αμυντικές συμπαραγωγές κ.λπ.). Ταυτόχρονα, πρέπει να συνεχιστεί η προσπάθεια εύρεσης σημείων σύγκλισης σε ό,τι αφορά με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, οι οποίες επηρεάζουν σημαντικά τις οικονομικές και κοινωνικές επιδόσεις της Ελλάδας, τη σταθερότητα και την ασφάλειά της.
Είναι πολύ σημαντικό γεγονός ότι ο ελληνοτουρκικός διάλογος που ξεκίνησε το 2023 έχει ήδη αποφέρει σημαντικά αποτελέσματα σε ό,τι αφορά τις παραβιάσεις στο Αιγαίο, τον περιορισμό των μεταναστευτικών ροών και την οικονομική συνεργασία. Πάνω απ’ όλα όμως, έχει δημιουργήσει ένα πλαίσιο σταθερότητας και ασφάλειας στους πολίτες. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι, ενώ πριν από δύο χρόνια τα ελληνοτουρκικά αποτέλεσαν, μαζί με την ακρίβεια, τη μεγαλύτερη ανησυχία των πολιτών, σήμερα, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, οι πολίτες ενδιαφέρονται χωρίς να ανησυχούν. Αυτό έχει μια πολύ σημαντική αντανακλαστική ωφέλεια για τη σταθερότητα και την προοπτική της ελληνικής οικονομίας.
Και, κατά την άποψή μου, θα ήταν ευχής έργον να υπάρξει συμφωνία για τη διευθέτηση της διαφοράς μας με την Τουρκία ως προς την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών, γεγονός που αναμφίβολα θα δημιουργήσει τις συνθήκες για μακρά και βιώσιμη ειρήνη, για οικονομική ανάπτυξη και ευημερία στην περιοχή και ειδικά στη χώρα μας.
Η πολυπλοκότητα των σύγχρονων κοινωνιών, χαρακτηριζόμενη από συχνές κρίσεις, πολυδιάστατα προβλήματα, έντονες αβεβαιότητες, παγκοσμιοποίηση και την αυξανόμενη παρουσία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, έχει καταστήσει, κατά την άποψή μου, τις παραδοσιακές πολιτικές ιδεολογίες, όπως η αριστερά και η δεξιά, ανεπαρκείς για να περιγράψουν τις σύγχρονες πολιτικές αντιπαραθέσεις. Επομένως, η διάκριση αριστερά-δεξιά φαντάζει πλέον μάλλον αναχρονιστική.
Αντιθέτως, στις σύγχρονες δημοκρατίες, η κρίσιμη διαφορά βρίσκεται μεταξύ φιλελεύθερων και λαϊκίστικων πολιτικών, όπως αποτυπώθηκε στην Ελλάδα με την κατάρρευση του δικομματικού συστήματος και την άνοδο νέων πολιτικών σχηματισμών το 2012.
Οι πολίτες οφείλουν να απαιτούν από τα παραδοσιακά, αλλά και τα νέα κόμματα, έναν ελάχιστο βαθμό ανταλλαγής απόψεων και συγκλίσεων. Και εάν αυτό απαιτεί θεσμικές μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού συστήματος, όπως τροποποιήσεις του Συντάγματος, αυτές οι αλλαγές θα πρέπει να δρομολογηθούν τα επόμενα χρόνια.
Όσο ευρύτερες είναι οι πολιτικές θεματικές επί των οποίων τα κόμματα καταφέρνουν να συμφωνήσουν, τόσο πιο πολύ βελτιώνονται οι οικονομικές προοπτικές, συμβάλλοντας στην ενίσχυση της ευημερίας. Άλλωστε ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός περιλαμβάνει σε μεγάλο βαθμό και τη σύγκλιση απόψεων ως προς την κατεύθυνση που θα πρέπει να ακολουθήσουν οι εθνικές οικονομικές πολιτικές στο πλαίσιο της ΟΝΕ.
Δυστυχώς όμως σήμερα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, παρά την παράδοση πολιτικών συναινέσεων και συνεργασιών, παρατηρείται άνοδος του αντισυστημικού λαϊκισμού, με την εμπιστοσύνη των πολιτών στις ικανότητες των δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων να υποχωρεί.. Θα ήθελα να τονίσω ότι μια τέτοια πολιτική μεταστροφή προς ένα διχασμένο και κατακερματισμένο πολιτικό τοπίο στην Ελλάδα, που ήδη πέρασε μια μεγάλη και επώδυνη οικονομική κρίση, θα είχε καταστροφικές κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις.
Ωστόσο, με την επώδυνη εμπειρία της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, πιστεύω ότι τα «συστημικά» ελληνικά πολιτικά κόμματα αναγνωρίζουν ως αυτονόητους πυλώνες την πολιτική και οικονομική σταθερότητα και την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας. Αυτό το γεγονός δημιουργεί μια μοναδική ευκαιρία για την καλλιέργεια μιας κουλτούρας συναίνεσης στη χώρα μας.
Μια συναινετική πολιτική κουλτούρα διευκολύνει τον επιμερισμό του πολιτικού κόστους και, κατά συνέπεια, την εφαρμογή αναγκαίων και ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων. Κατά την άποψή μου, η συναίνεση γύρω από την οικονομία πρέπει να περιλαμβάνει τέσσερα βασικά στοιχεία: Πρώτον, τη δέσμευση για δημοσιονομική υπευθυνότητα, με τη συνέχιση της δημιουργίας πρωτογενών κυκλικά διορθωμένων δημοσιονομικών πλεονασμάτων της τάξεως του 2% του ΑΕΠ ετησίως. Δεύτερον, τη δέσμευση για τη διασφάλιση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, δηλαδή τη διατήρηση της ευρωστίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και την προστασία των καταθέσεων. Τρίτον, τη δέσμευση για οικονομική σύγκλιση μέσα από την εξάλειψη του επενδυτικού κενού, και για την προώθηση των κατάλληλων μεταρρυθμίσεων και την αναβάθμιση των θεσμών. Τέταρτον, την ένταξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων και την προώθηση της θετικής οικονομικής ατζέντας στη θεματολογία της.
www.worldenergynews.gr