ΑΦΙΕΡΩΜΑO κομβικός ρόλος της Ελλάδας για
Φυσικό Αέριο και LNG
Η τρέχουσα ενεργειακή κρίση χαρακτηρίζεται πλέον ως η μεγαλύτερη των τελευταίων 50 ετών, ίσως πολύ μεγαλύτερη από τις πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετίας του 1970.
Στο επίκεντρο της βρίσκεται το φυσικό αέριο το οποίο συμπαρασύρει τις τιμές του ηλεκτρισμού, τροφοδοτώντας τον πληθωρισμό και οδηγώντας σε οικονομική ασφυξία τους πολίτες και τις επιχειρήσεις της Ευρώπης.
Το ξέσπασμα της ενεργειακής κρίσης στα μέσα του 2021 αποδίδεται σε μια σειρά από παράγοντες όπως η απότομη ανάκαμψη των οικονομιών μετά τα lockdown της πανδημίας, η αύξηση της ζήτησης του LNG στις Ασιατικές αγορές και ο περιορισμός της προσφοράς του στην Ευρώπη, η μείωση της παραγωγής φυσικού αερίου στη Βόρειο θάλασσα και την Ολλανδία, οι μισογεμάτες αποθήκες αερίου στην Ευρώπη, η καθυστέρηση στην έναρξη λειτουργίας του αγωγού Nord Stream 2 και η επιλογή της Ρωσίας να μην αυξήσει τις προμήθειες πέραν των συμβολαιοποιημένων ποσοτήτων.
Από τις αρχές του 2022 και μετά την έκρηξη του Ρώσο- Ουκρανικού πολέμου τα πράγματα ξέφυγαν από κάθε έλεγχο. Η λειτουργία του Nord Stream 2 ακυρώθηκε, ενώ οι Ρώσοι διέκοψαν την παροχή αερίου και από Nord Stream 1. Σταδιακά περιόρισαν στο ελάχιστο τις παραδόσεις προς την Κεντρική Ευρώπη, και επί του παρόντος ρωσικό αέριο φθάνει μέσω Τουρκίας, μόνο στις χώρες των Βαλκανίων, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις το 2023 θα είναι η χρονιά της πλήρους διακοπής της τροφοδοσίας της ΕΕ με φυσικό ρωσικό αέριο.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο οι τιμές του φυσικού αερίου από 20 ευρώ/MWh κατά μέσο όρο τη δεκαετία 2010-2020 έφθασαν στα 100 ευρώ/MWh στο τέλος του 2021 και στα 350 ευρώ/MWh τον Αύγουστο του 2022. Εν συνεχεία αποκλιμακώθηκαν σημαντικά κυρίως λόγω των καλών καιρικών συνθηκών αλλά και της υψηλής πληρότητας των ευρωπαϊκών αποθηκών η οποία επετεύχθη με τις εισαγωγές LNG.
Σήμερα πλέον λίγες μόνο ημέρες πριν την εκπνοή του 2022 η κρίση δείχνει και πάλι τα δόντια της με τις τιμές του φυσικού αερίου να κινούνται μεταξύ 105 -150 ευρώ/MWh, παρουσιάζοντας μεγάλη μεταβλητότητα αλλά και να δημιουργούν προσδοκίες εκτόνωσης τουλάχιστον προσωρινά. H Eυρωπαϊκή Ένωση μετά από 9 μήνες διαπραγματεύσεων, επιτέλους αποφάσισε να παρέμβει και ενέκρινε την υιοθέτηση Μηχανισμού διόρθωσης των τιμών, με την επιβολή πλαφόν στα 180 ευρώ/MWh.To ερώτημα που τίθεται πλέον είναι εάν ο μηχανισμός αυτός ο οποίος συνάντησε την ισχυρότατη αντίδραση των χωρών του Βορρά, κάποιες από τις οποίες δεν τον ψήφισαν, θα λειτουργήσει αποτελεσματικά για την συγκράτηση των τιμών.
Η αναπόφευκτη επιδείνωση των καιρικών συνθηκών τροφοδοτεί τις ανησυχίες για την ταχύτητα αδειάσματος των ευρωπαϊκών αποθηκών υπενθυμίζοντας ότι η κρίση δεν έχει τελειώσει και κανένας δεν μπορεί να προβλέψει με βεβαιότητα την εξέλιξη της.
Καθώς εντείνονται οι ανησυχίες για την ενεργειακή προμήθεια στην Ευρώπη αυξάνεται το ενδιαφέρον για το υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) και την χρήση του ως εναλλακτικού καυσίμου στην ευρωπαϊκή και την ελληνική ενεργειακή αγορά.
Η εναλλακτική λύση του LNG
Το LNG λόγω της μεγάλης ευελιξίας που διαθέτει στην μεταφορά και την αποθήκευση, αναδεικνύεται ως μια σοβαρή εναλλακτική λύση για την εξασφάλιση της επάρκειας ενεργειακής τροφοδοσίας. Ενός παράγοντα που έχει επανέλθει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και των ανησυχιών, καθώς η Ευρώπη το 2022 κατάφερε μεν να υποκαταστήσει τα 155 bcm (2021) που εισήγαγε από την Ρωσία, όμως αυτό θα πρέπει να συνεχίσει να το κάνει και τα επόμενα χρόνια.
Το 2022 εισήγαγε 50 bcm LNG και γέμισε τις αποθήκες της βοηθούμενη και από τη μειωμένη κατά 40 bcm ζήτηση από την Κίνα. Τι θα γίνει όμως εάν η ασιατική ζήτηση αυξηθεί απότομα;
Η Ευρώπη χρειάζεται επιπλέον 50 bcm LNG ετησίως τουλάχιστον έως το 2030 και η εξασφάλιση τους θεωρείται ένα μεγάλο εγχείρημα, όχι μόνο λόγω της αυξημένης ζήτησης αλλά και εξαιτίας των επενδύσεων που απαιτούνται για την αεριοποίηση και την αποθήκευση του.
Η αγορά LNG ήταν 523 bcm το 2021 και η Ευρώπη εισήγαγε 108 bcm (συμπεριλαμβανομένου του Ην. Βασιλείου και της Τουρκίας). Οι συνδυασμένες εισαγωγές LNG του Πακιστάν, της Ταϊλάνδης, του Μπαγκλαντές, της Ινδονησίας, της Σιγκαπούρης και της Μαλαισίας ήταν 40 bcm το 2021. Η Βόρεια και η Νότια Αμερική μαζί εισήγαγαν 26 bcm.
Είναι σαφές ότι ο ανταγωνισμός Ευρώπης και Ασίας για την προσέλκυση επάρκειας LNG είναι αυτός που θα χαρακτηρίσει την πορεία της παγκόσμιας αγοράς τα επόμενα χρόνια και η στρατηγική των προμηθειών εκτιμάται ότι θα πρέπει να είναι μοιρασμένη μεταξύ των μακροχρονίων και των βραχυχρονίων συμβολαίων για να υπάρξει ασφάλεια τροφοδοσίας και εξομάλυνση των τιμών.
Tα δεδομένα για την Ελλάδα
Σε ότι αφορά την Ελλάδα το 2022 καταγράφηκε έκρηξη των εισαγωγών LNG με τη Ρεβυθούσα να αποτελεί την κύρια πύλη εισόδου φυσικού αερίου στη χώρα κατά το α’ ενιάμηνο του 2022, καλύπτοντας το 42,62% του συνόλου των εισαγωγών.
Εκτιμάται δε ότι η κατανάλωση φυσικού αερίου πρόκειται να αυξηθεί περαιτέρω τα επόμενα χρόνια, φθάνοντας τα 10 bcm το 2025, καθώς θα προχωρά με γρήγορους ρυθμούς ο εξηλεκτρισμός του ενεργειακού συστήματος. Mέσα σε αυτό το περιβάλλον, οι μεγάλοι ενεργειακοί όμιλοι της χώρας, όπως οι ΔΕΠΑ και Mytilineos, αλλά και οι ΔΕΗ, Elpedison και Motor Oil έχουν αδράξει την ευκαιρία και εισάγουν σημαντικές ποσότητες LNG, οι οποίες μάλιστα επανεξάγονται σε γειτονικές χώρες, όπως η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Σερβία και άλλες. Η αγορά του LNG φαίνεται ότι θα αποτελέσει ένα σημαντικό πεδίο δραστηριοποίησης για τους ελληνικούς ομίλους και τα επόμενα χρόνια, καθώς θα αυξάνονται οι ανάγκες, τόσο στην εγχώρια αγορά, όσο και στην αγορά των Βαλκανίων.
Έτσι, για να εξυπηρετηθεί ο κομβικός ρόλος του LNG τα επόμενα χρόνια, προγραμματίζεται ο υπερδιπλασιασμός έως το 2024 της αποθηκευτικής ικανότητας της χώρας, με την προσθήκη δυο νέων πλωτών μονάδων FSRU, αυτής της Αλεξανδρούπολης (170.000 κμ) και αυτής της Dioriga Gas της Motor Οil στους Αγίους Θεόδωρους (210.000 κμ) που θα προστεθούν στην υπάρχουσα δυναμικότητα του τερματικού της Ρεβυθούσας (225.000 κμ).
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το εθνικό σύστημα διπλασιάζει σχεδόν την ικανότητα μεταφοράς αερίου αφού τα δυο FSRU θα μπορούν να εγχύσουν συνολικά στο σύστημα περί τα 8 bcm τον χρόνο.Βεβαίως όπως έγινε και το 2022 με την αύξηση των εισαγωγών LNG οι επιπλέον ποσότητες σε μεγάλο βαθμό θα κατευθυνθούν στις αγορές των Βόρειων γειτόνων της χώρας όπως η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Σερβία, η Β. Μακεδονία, το Κόσοβο έως και την Ουκρανία.
Η ταχεία ολοκλήρωση των αναγκαίων υποδομών εξασφαλίζει την μετατροπή της χώρας σε κόμβο μεταφοράς LNG και η εξέλιξη αυτή είναι μείζονος σημασίας όχι μόνο για οικονομικούς αλλά και για γεωπολιτικούς λόγους.
Οι χρηματοδοτήσεις
Τα project του φυσικού αερίου ήταν μέχρι πρόσφατα παγωμένα ως προς την χρηματοδότησή τους, όλα άλλαξαν όμως μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο Eduard Rujis της Blackrock στο πρόσφατο συνέδριο του World LNG Summit κανένας γερμανικός επενδυτικός φορέας δεν θα επένδυε σε projects υποδομών τρια χρόνια πριν, τώρα όμως το σύνολο των συνταξιοδοτικών ταμείων είναι έτοιμα για τέτοιες κινήσεις, καθώς το φυσικό αέριο αναγνωρίζεται σαν το καύσιμο του ενεργειακού μετασχηματισμού.
Πόσο χρόνο έχουμε μπροστά όμως, διερωτάται. Περί τα 27 χρόνια μέχρι το 2050, οπότε και έχει προσδιοριστεί ο χρόνος για την πράσινη μετάβαση;
Υπολογίζεται ότι ένας τερματικός σταθμός LNG με τις επενδύσεις του θα χρειασθεί 34 χρόνια για να αποσβεστεί.
Ένα FSRU από την άλλη πλευρά, πολύ γρηγορότερα σε 15 -20 χρόνια θα έχει ολοκληρώσει την απόσβεση.
Παράλληλα ένα σύγχρονο πλοίο μεταφοράς LNG θα χρειαζόταν περίπου 25 χρόνια.
Η προτεραιότητα όμως τώρα, είναι η ενεργειακή επάρκεια και αυτό θα οριοθετήσει την πορεία των επενδύσεων.
Ήδη στην Ασία πρέπει να υπάρχουν 30 FSRU και αυτά θα ανέβουν σε 50.
Το βασικό κριτήριο για τους επνδυτές είναι τα μακροπρόθεσμα συμβόλαια που είναι σε ισχύ σε αυτόν τον επιχειρηματικό τομέα.
Οι επενδυτές είναι διατεθειμένοι να προχωρήσουν σε τέτοιες επενδύσεις, όπως και σε εταιρίες κοινής ωφέλειας που υπόκεινται σε ρυθμιζόμενο πλαίσιο ακόμα και σε αγωγούς φυσικού αερίου, που εξασφαλίζουν ένα IRR της τάξης του 7-8% και μερισματικές αποδόσεις της τάξης του 5-6%. Η ΕΕ δημιουργεί τέτοιες προϋποθέσεις, για παράδειγμα διαμέσου των διασυνδέσεων. Βέβαια σε τέτοιες επενδύσεις και για μια 5ετία ενδέχεται κανείς να πρέπει να υποστηρίζει κεφαλαιακά την αρχική του τοποθέτηση.
Είναι σαφές ότι τα projects που αφορούν το LNG και το φυσικό αέριο έχουν περάσει στις βασικές επιλογές των χρηματοδοτήσεων.
www.worldenergynews.gr
Η τρέχουσα ενεργειακή κρίση χαρακτηρίζεται πλέον ως η μεγαλύτερη των τελευταίων 50 ετών, ίσως πολύ μεγαλύτερη από τις πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετίας του 1970.
Στο επίκεντρο της βρίσκεται το φυσικό αέριο το οποίο συμπαρασύρει τις τιμές του ηλεκτρισμού, τροφοδοτώντας τον πληθωρισμό και οδηγώντας σε οικονομική ασφυξία τους πολίτες και τις επιχειρήσεις της Ευρώπης.
Το ξέσπασμα της ενεργειακής κρίσης στα μέσα του 2021 αποδίδεται σε μια σειρά από παράγοντες όπως η απότομη ανάκαμψη των οικονομιών μετά τα lockdown της πανδημίας, η αύξηση της ζήτησης του LNG στις Ασιατικές αγορές και ο περιορισμός της προσφοράς του στην Ευρώπη, η μείωση της παραγωγής φυσικού αερίου στη Βόρειο θάλασσα και την Ολλανδία, οι μισογεμάτες αποθήκες αερίου στην Ευρώπη, η καθυστέρηση στην έναρξη λειτουργίας του αγωγού Nord Stream 2 και η επιλογή της Ρωσίας να μην αυξήσει τις προμήθειες πέραν των συμβολαιοποιημένων ποσοτήτων.
Από τις αρχές του 2022 και μετά την έκρηξη του Ρώσο- Ουκρανικού πολέμου τα πράγματα ξέφυγαν από κάθε έλεγχο. Η λειτουργία του Nord Stream 2 ακυρώθηκε, ενώ οι Ρώσοι διέκοψαν την παροχή αερίου και από Nord Stream 1. Σταδιακά περιόρισαν στο ελάχιστο τις παραδόσεις προς την Κεντρική Ευρώπη, και επί του παρόντος ρωσικό αέριο φθάνει μέσω Τουρκίας, μόνο στις χώρες των Βαλκανίων, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις το 2023 θα είναι η χρονιά της πλήρους διακοπής της τροφοδοσίας της ΕΕ με φυσικό ρωσικό αέριο.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο οι τιμές του φυσικού αερίου από 20 ευρώ/MWh κατά μέσο όρο τη δεκαετία 2010-2020 έφθασαν στα 100 ευρώ/MWh στο τέλος του 2021 και στα 350 ευρώ/MWh τον Αύγουστο του 2022. Εν συνεχεία αποκλιμακώθηκαν σημαντικά κυρίως λόγω των καλών καιρικών συνθηκών αλλά και της υψηλής πληρότητας των ευρωπαϊκών αποθηκών η οποία επετεύχθη με τις εισαγωγές LNG.
Σήμερα πλέον λίγες μόνο ημέρες πριν την εκπνοή του 2022 η κρίση δείχνει και πάλι τα δόντια της με τις τιμές του φυσικού αερίου να κινούνται μεταξύ 105 -150 ευρώ/MWh, παρουσιάζοντας μεγάλη μεταβλητότητα αλλά και να δημιουργούν προσδοκίες εκτόνωσης τουλάχιστον προσωρινά. H Eυρωπαϊκή Ένωση μετά από 9 μήνες διαπραγματεύσεων, επιτέλους αποφάσισε να παρέμβει και ενέκρινε την υιοθέτηση Μηχανισμού διόρθωσης των τιμών, με την επιβολή πλαφόν στα 180 ευρώ/MWh.To ερώτημα που τίθεται πλέον είναι εάν ο μηχανισμός αυτός ο οποίος συνάντησε την ισχυρότατη αντίδραση των χωρών του Βορρά, κάποιες από τις οποίες δεν τον ψήφισαν, θα λειτουργήσει αποτελεσματικά για την συγκράτηση των τιμών.
Η αναπόφευκτη επιδείνωση των καιρικών συνθηκών τροφοδοτεί τις ανησυχίες για την ταχύτητα αδειάσματος των ευρωπαϊκών αποθηκών υπενθυμίζοντας ότι η κρίση δεν έχει τελειώσει και κανένας δεν μπορεί να προβλέψει με βεβαιότητα την εξέλιξη της.
Καθώς εντείνονται οι ανησυχίες για την ενεργειακή προμήθεια στην Ευρώπη αυξάνεται το ενδιαφέρον για το υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) και την χρήση του ως εναλλακτικού καυσίμου στην ευρωπαϊκή και την ελληνική ενεργειακή αγορά.
Η εναλλακτική λύση του LNG
Το LNG λόγω της μεγάλης ευελιξίας που διαθέτει στην μεταφορά και την αποθήκευση, αναδεικνύεται ως μια σοβαρή εναλλακτική λύση για την εξασφάλιση της επάρκειας ενεργειακής τροφοδοσίας. Ενός παράγοντα που έχει επανέλθει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και των ανησυχιών, καθώς η Ευρώπη το 2022 κατάφερε μεν να υποκαταστήσει τα 155 bcm (2021) που εισήγαγε από την Ρωσία, όμως αυτό θα πρέπει να συνεχίσει να το κάνει και τα επόμενα χρόνια.
Το 2022 εισήγαγε 50 bcm LNG και γέμισε τις αποθήκες της βοηθούμενη και από τη μειωμένη κατά 40 bcm ζήτηση από την Κίνα. Τι θα γίνει όμως εάν η ασιατική ζήτηση αυξηθεί απότομα;
Η Ευρώπη χρειάζεται επιπλέον 50 bcm LNG ετησίως τουλάχιστον έως το 2030 και η εξασφάλιση τους θεωρείται ένα μεγάλο εγχείρημα, όχι μόνο λόγω της αυξημένης ζήτησης αλλά και εξαιτίας των επενδύσεων που απαιτούνται για την αεριοποίηση και την αποθήκευση του.
Η αγορά LNG ήταν 523 bcm το 2021 και η Ευρώπη εισήγαγε 108 bcm (συμπεριλαμβανομένου του Ην. Βασιλείου και της Τουρκίας). Οι συνδυασμένες εισαγωγές LNG του Πακιστάν, της Ταϊλάνδης, του Μπαγκλαντές, της Ινδονησίας, της Σιγκαπούρης και της Μαλαισίας ήταν 40 bcm το 2021. Η Βόρεια και η Νότια Αμερική μαζί εισήγαγαν 26 bcm.
Είναι σαφές ότι ο ανταγωνισμός Ευρώπης και Ασίας για την προσέλκυση επάρκειας LNG είναι αυτός που θα χαρακτηρίσει την πορεία της παγκόσμιας αγοράς τα επόμενα χρόνια και η στρατηγική των προμηθειών εκτιμάται ότι θα πρέπει να είναι μοιρασμένη μεταξύ των μακροχρονίων και των βραχυχρονίων συμβολαίων για να υπάρξει ασφάλεια τροφοδοσίας και εξομάλυνση των τιμών.
Tα δεδομένα για την Ελλάδα
Σε ότι αφορά την Ελλάδα το 2022 καταγράφηκε έκρηξη των εισαγωγών LNG με τη Ρεβυθούσα να αποτελεί την κύρια πύλη εισόδου φυσικού αερίου στη χώρα κατά το α’ ενιάμηνο του 2022, καλύπτοντας το 42,62% του συνόλου των εισαγωγών.
Εκτιμάται δε ότι η κατανάλωση φυσικού αερίου πρόκειται να αυξηθεί περαιτέρω τα επόμενα χρόνια, φθάνοντας τα 10 bcm το 2025, καθώς θα προχωρά με γρήγορους ρυθμούς ο εξηλεκτρισμός του ενεργειακού συστήματος. Mέσα σε αυτό το περιβάλλον, οι μεγάλοι ενεργειακοί όμιλοι της χώρας, όπως οι ΔΕΠΑ και Mytilineos, αλλά και οι ΔΕΗ, Elpedison και Motor Oil έχουν αδράξει την ευκαιρία και εισάγουν σημαντικές ποσότητες LNG, οι οποίες μάλιστα επανεξάγονται σε γειτονικές χώρες, όπως η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Σερβία και άλλες. Η αγορά του LNG φαίνεται ότι θα αποτελέσει ένα σημαντικό πεδίο δραστηριοποίησης για τους ελληνικούς ομίλους και τα επόμενα χρόνια, καθώς θα αυξάνονται οι ανάγκες, τόσο στην εγχώρια αγορά, όσο και στην αγορά των Βαλκανίων.
Έτσι, για να εξυπηρετηθεί ο κομβικός ρόλος του LNG τα επόμενα χρόνια, προγραμματίζεται ο υπερδιπλασιασμός έως το 2024 της αποθηκευτικής ικανότητας της χώρας, με την προσθήκη δυο νέων πλωτών μονάδων FSRU, αυτής της Αλεξανδρούπολης (170.000 κμ) και αυτής της Dioriga Gas της Motor Οil στους Αγίους Θεόδωρους (210.000 κμ) που θα προστεθούν στην υπάρχουσα δυναμικότητα του τερματικού της Ρεβυθούσας (225.000 κμ).
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το εθνικό σύστημα διπλασιάζει σχεδόν την ικανότητα μεταφοράς αερίου αφού τα δυο FSRU θα μπορούν να εγχύσουν συνολικά στο σύστημα περί τα 8 bcm τον χρόνο.Βεβαίως όπως έγινε και το 2022 με την αύξηση των εισαγωγών LNG οι επιπλέον ποσότητες σε μεγάλο βαθμό θα κατευθυνθούν στις αγορές των Βόρειων γειτόνων της χώρας όπως η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Σερβία, η Β. Μακεδονία, το Κόσοβο έως και την Ουκρανία.
Η ταχεία ολοκλήρωση των αναγκαίων υποδομών εξασφαλίζει την μετατροπή της χώρας σε κόμβο μεταφοράς LNG και η εξέλιξη αυτή είναι μείζονος σημασίας όχι μόνο για οικονομικούς αλλά και για γεωπολιτικούς λόγους.
Οι χρηματοδοτήσεις
Τα project του φυσικού αερίου ήταν μέχρι πρόσφατα παγωμένα ως προς την χρηματοδότησή τους, όλα άλλαξαν όμως μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο Eduard Rujis της Blackrock στο πρόσφατο συνέδριο του World LNG Summit κανένας γερμανικός επενδυτικός φορέας δεν θα επένδυε σε projects υποδομών τρια χρόνια πριν, τώρα όμως το σύνολο των συνταξιοδοτικών ταμείων είναι έτοιμα για τέτοιες κινήσεις, καθώς το φυσικό αέριο αναγνωρίζεται σαν το καύσιμο του ενεργειακού μετασχηματισμού.
Πόσο χρόνο έχουμε μπροστά όμως, διερωτάται. Περί τα 27 χρόνια μέχρι το 2050, οπότε και έχει προσδιοριστεί ο χρόνος για την πράσινη μετάβαση;
Υπολογίζεται ότι ένας τερματικός σταθμός LNG με τις επενδύσεις του θα χρειασθεί 34 χρόνια για να αποσβεστεί.
Ένα FSRU από την άλλη πλευρά, πολύ γρηγορότερα σε 15 -20 χρόνια θα έχει ολοκληρώσει την απόσβεση.
Παράλληλα ένα σύγχρονο πλοίο μεταφοράς LNG θα χρειαζόταν περίπου 25 χρόνια.
Η προτεραιότητα όμως τώρα, είναι η ενεργειακή επάρκεια και αυτό θα οριοθετήσει την πορεία των επενδύσεων.
Ήδη στην Ασία πρέπει να υπάρχουν 30 FSRU και αυτά θα ανέβουν σε 50.
Το βασικό κριτήριο για τους επνδυτές είναι τα μακροπρόθεσμα συμβόλαια που είναι σε ισχύ σε αυτόν τον επιχειρηματικό τομέα.
Οι επενδυτές είναι διατεθειμένοι να προχωρήσουν σε τέτοιες επενδύσεις, όπως και σε εταιρίες κοινής ωφέλειας που υπόκεινται σε ρυθμιζόμενο πλαίσιο ακόμα και σε αγωγούς φυσικού αερίου, που εξασφαλίζουν ένα IRR της τάξης του 7-8% και μερισματικές αποδόσεις της τάξης του 5-6%. Η ΕΕ δημιουργεί τέτοιες προϋποθέσεις, για παράδειγμα διαμέσου των διασυνδέσεων. Βέβαια σε τέτοιες επενδύσεις και για μια 5ετία ενδέχεται κανείς να πρέπει να υποστηρίζει κεφαλαιακά την αρχική του τοποθέτηση.
Είναι σαφές ότι τα projects που αφορούν το LNG και το φυσικό αέριο έχουν περάσει στις βασικές επιλογές των χρηματοδοτήσεων.
www.worldenergynews.gr