Σύμφωνα με παράγοντες του κλάδου, για 2-3 χρόνια η μόνη εφικτή φόρμουλα άντλησης θα είναι ο παραδοσιακός εταιρικός δανεισμός, με εξαίρεση ίσως τους καθετοποιημένους «παίκτες»
Για 2-3 χρόνια από την έναρξη του Target Model, ακόμη κι αν υπάρξουν μικρομεσαίοι και μικροί επενδυτές που θα επιδιώξουν να αναπτύξουν νέα έργα ΑΠΕ χωρίς λειτουργική ενίσχυση, θα είναι ουσιαστικά αδύνατο να αντλήσουν τραπεζικό δανεισμό για την υλοποίηση των μονάδων.
Αυτό επισημαίνουν παράγοντες του κλάδου των ΑΠΕ, οι οποίοι τονίζουν πως, τουλάχιστον στην πρώτη φάση λειτουργίας των νέων χονδρεμπορικών αγορών, για τα έργα που προορίζονται για απευθείας συμμετοχή θα υπάρξει ένα εντελώς διαφορετικό «τοπίο» και σε σχέση με τη χρηματοδότησή τους. Επομένως, η άντληση κεφαλαίων από το τραπεζικό σύστημα θα αφορά λίγους επενδυτές – πρακτικά τους καθετοποιημένους «παίκτες» και όσες από τις μεγάλες εταιρείες του χώρου έχουν θετικό track record στην εξυπηρέτηση των υφιστάμενων δανειακών τους υποχρεώσεων.
Όπως συμπληρώνουν οι ίδιες πηγές, ο λόγος είναι ότι θα χρειαστεί ένα εύλογο χρονικό διάστημα ώστε να αποκτήσουν επαρκή ρευστότητα οι νέες χονδρεμπορικές αγορές, και να παγιωθούν σε επαρκή βαθμό οι αυξομοιώσεις τιμές διαπραγμάτευσης. Μέχρι τότε, ουσιαστικά τα έργα ΑΠΕ στο Target Model θα κινούνται σε εντελώς «αχαρτογράφητα ύδατα». Μία συνθήκη προφανώς σε πλήρη αντιδιαστολή με τα έργα με συμβάσεις FiT ή FiΡ, και τα οποία έχουν μακροχρόνιες εγγυημένες τιμές.
«Αδύνατη εξίσωση» το μακροχρόνιο business plan
Επομένως, θα είναι αδύνατον να εκπονηθεί ένα αξιόπιστο μακροχρόνιο business plan για μια μονάδα που προορίζεται να λειτουργήσει εκτός λειτουργικής ενίσχυσης, συμμετέχοντας απευθείας στο Χρηματιστήριο Ενέργειας. Κάτι που σημαίνει πως ο επενδυτής δεν θα μπορεί στην πράξη να διεκδικήσει δανεισμό μέσω Project Finance, δηλαδή με κύρια ή αποκλειστική πηγή αποπληρωμής τα προσδοκώμενα έσοδα του έργου.
Το ίδιο ισχύει και στην προοπτική σύναψης σύμβασης αγοραπωλησίας (PPA) με κάποιον προμηθευτή ή μεγάλο καταναλωτή, με δεδομένο κατ΄ αρχάς ότι η έλλειψη επαρκούς ιστορικού τιμών για τις χονδρεμπορικές αγορές καθιστά το λιγότερο επισφαλή τον προσδιορισμό του ύψους της αποζημίωσης του PPA. Ακόμη όμως κι αν ένας παραγωγός ΑΠΕ καταφέρει να συνάψει διμερές συμβόλαιο, είναι βέβαιο πως ο αγοραστής δεν θα θελήσει να δεσμευθεί με μία πολυετή σύμβαση, με δεδομένο ότι δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να προβλέψει πού θα κινηθούν οι τιμές στο Χρηματιστήριο Ενέργειας και επομένως αν το PPA θα τον συμφέρει σε βάθος χρόνου.
Παράλληλα, η έλλειψη επαρκούς ρευστότητας συνεπάγεται πως δεν θα έχει «ωριμάσει» ούτε η εγχώρια προθεσμιακή αγορά, ώστε να μπορούν να αντισταθμίσουν οι συμβαλλόμενοι το ρίσκο μέσω ενεργειακών παραγώγων (hedging). Όσον αφορά το πότε θα υπάρξει ικανοποιητική ρευστότητα, οι ίδιες πηγές μιλούν για ένα διάστημα τουλάχιστον διετίας – στο ίδιο μήκος κύματος με την περίοδο που προβλεπόταν για την ελάχιστη διάρκεια ισχύος του Μεταβατικού Μηχανισμού Βέλτιστης Ακρίβειας Πρόβλεψης, μέχρι τα έργα ΑΠΕ να αναλάβουν πλήρεις ευθύνες εξισορρόπησης.
Εργαλείο για εταιρείες με παρουσία και στην προμήθεια
Τα παραπάνω σημαίνουν στην πράξη ότι έως τότε το εργαλείο του Project Finance θα μπορούσε να αφορά μόνο τους παραγωγούς ΑΠΕ με διασφαλισμένη ζήτηση για την «πράσινη» ηλεκτροπαραγωγή των επενδύσεών τους. Επομένως, πρόκειται για μία χρηματοδοτική τεχνική μόνο για τους καθετοποιημένους «παίκτες» που δραστηριοποιούνται και στην προμήθεια (και μάλιστα υπό προϋποθέσεις) και οι οποίοι επομένως έχουν δεδομένο πελατολόγιο να καλύψουν.
Όσον αφορά τις επιχειρήσεις με αποκλειστική δραστηριότητα στον κλάδο των ΑΠΕ, η μόνη φόρμουλα για τραπεζικό δανεισμό θα είναι σε πρώτη φάση ο παραδοσιακός εταιρικός δανεισμός. Κι αυτό για εκείνες τις επιχειρήσεις του κλάδου που έχουν θετικό ιστορικό στις υφιστάμενες δανειακές υποχρεώσεις και στις οποίες το επιτρέπει ο ισολογισμός τους.
Επιστροφή στη δεκαετία του 2000
Όπως σημειώνουν χαρακτηριστικά οι παράγοντες του κλάδου, η παραπάνω κατάσταση θυμίζει πολύ τις αρχές της δεκαετίας του 2000, όπου το Project Finance είχε πολύ περιορισμένη εφαρμογή. Κάτι που άλλαξε στην πορεία, αφού χάρις στις εγγυημένες τιμές των συμβάσεων FiT και μετέπειτα FiP, επενδυτές και τράπεζες είχαν επαρκή και πολυετή «ορατότητα» για τα εκτιμώμενα έσοδα μίας μονάδας.
Έτσι, σήμερα το Project Finance αποτελεί το κύριο χρηματοδοτικό εργαλείο για τον κλάδο, έχοντας μάλιστα ανοίξει τις «πόρτες» των τραπεζικών ιδρυμάτων σε παραγωγούς όλων των μεγεθών. Είναι ενδεικτικό ότι το 2004 μόλις το 16% του δανεισμού προς τις ΑΠΕ είχε τη μορφή Project Finance, με το ποσοστό αυτό να έχει ανέβει σήμερα στο 52%.
Κώστας Δεληγιάννης
deligkos@worldenergynews.gr
www.worldenergynews.gr
Αυτό επισημαίνουν παράγοντες του κλάδου των ΑΠΕ, οι οποίοι τονίζουν πως, τουλάχιστον στην πρώτη φάση λειτουργίας των νέων χονδρεμπορικών αγορών, για τα έργα που προορίζονται για απευθείας συμμετοχή θα υπάρξει ένα εντελώς διαφορετικό «τοπίο» και σε σχέση με τη χρηματοδότησή τους. Επομένως, η άντληση κεφαλαίων από το τραπεζικό σύστημα θα αφορά λίγους επενδυτές – πρακτικά τους καθετοποιημένους «παίκτες» και όσες από τις μεγάλες εταιρείες του χώρου έχουν θετικό track record στην εξυπηρέτηση των υφιστάμενων δανειακών τους υποχρεώσεων.
Όπως συμπληρώνουν οι ίδιες πηγές, ο λόγος είναι ότι θα χρειαστεί ένα εύλογο χρονικό διάστημα ώστε να αποκτήσουν επαρκή ρευστότητα οι νέες χονδρεμπορικές αγορές, και να παγιωθούν σε επαρκή βαθμό οι αυξομοιώσεις τιμές διαπραγμάτευσης. Μέχρι τότε, ουσιαστικά τα έργα ΑΠΕ στο Target Model θα κινούνται σε εντελώς «αχαρτογράφητα ύδατα». Μία συνθήκη προφανώς σε πλήρη αντιδιαστολή με τα έργα με συμβάσεις FiT ή FiΡ, και τα οποία έχουν μακροχρόνιες εγγυημένες τιμές.
«Αδύνατη εξίσωση» το μακροχρόνιο business plan
Επομένως, θα είναι αδύνατον να εκπονηθεί ένα αξιόπιστο μακροχρόνιο business plan για μια μονάδα που προορίζεται να λειτουργήσει εκτός λειτουργικής ενίσχυσης, συμμετέχοντας απευθείας στο Χρηματιστήριο Ενέργειας. Κάτι που σημαίνει πως ο επενδυτής δεν θα μπορεί στην πράξη να διεκδικήσει δανεισμό μέσω Project Finance, δηλαδή με κύρια ή αποκλειστική πηγή αποπληρωμής τα προσδοκώμενα έσοδα του έργου.
Το ίδιο ισχύει και στην προοπτική σύναψης σύμβασης αγοραπωλησίας (PPA) με κάποιον προμηθευτή ή μεγάλο καταναλωτή, με δεδομένο κατ΄ αρχάς ότι η έλλειψη επαρκούς ιστορικού τιμών για τις χονδρεμπορικές αγορές καθιστά το λιγότερο επισφαλή τον προσδιορισμό του ύψους της αποζημίωσης του PPA. Ακόμη όμως κι αν ένας παραγωγός ΑΠΕ καταφέρει να συνάψει διμερές συμβόλαιο, είναι βέβαιο πως ο αγοραστής δεν θα θελήσει να δεσμευθεί με μία πολυετή σύμβαση, με δεδομένο ότι δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να προβλέψει πού θα κινηθούν οι τιμές στο Χρηματιστήριο Ενέργειας και επομένως αν το PPA θα τον συμφέρει σε βάθος χρόνου.
Παράλληλα, η έλλειψη επαρκούς ρευστότητας συνεπάγεται πως δεν θα έχει «ωριμάσει» ούτε η εγχώρια προθεσμιακή αγορά, ώστε να μπορούν να αντισταθμίσουν οι συμβαλλόμενοι το ρίσκο μέσω ενεργειακών παραγώγων (hedging). Όσον αφορά το πότε θα υπάρξει ικανοποιητική ρευστότητα, οι ίδιες πηγές μιλούν για ένα διάστημα τουλάχιστον διετίας – στο ίδιο μήκος κύματος με την περίοδο που προβλεπόταν για την ελάχιστη διάρκεια ισχύος του Μεταβατικού Μηχανισμού Βέλτιστης Ακρίβειας Πρόβλεψης, μέχρι τα έργα ΑΠΕ να αναλάβουν πλήρεις ευθύνες εξισορρόπησης.
Εργαλείο για εταιρείες με παρουσία και στην προμήθεια
Τα παραπάνω σημαίνουν στην πράξη ότι έως τότε το εργαλείο του Project Finance θα μπορούσε να αφορά μόνο τους παραγωγούς ΑΠΕ με διασφαλισμένη ζήτηση για την «πράσινη» ηλεκτροπαραγωγή των επενδύσεών τους. Επομένως, πρόκειται για μία χρηματοδοτική τεχνική μόνο για τους καθετοποιημένους «παίκτες» που δραστηριοποιούνται και στην προμήθεια (και μάλιστα υπό προϋποθέσεις) και οι οποίοι επομένως έχουν δεδομένο πελατολόγιο να καλύψουν.
Όσον αφορά τις επιχειρήσεις με αποκλειστική δραστηριότητα στον κλάδο των ΑΠΕ, η μόνη φόρμουλα για τραπεζικό δανεισμό θα είναι σε πρώτη φάση ο παραδοσιακός εταιρικός δανεισμός. Κι αυτό για εκείνες τις επιχειρήσεις του κλάδου που έχουν θετικό ιστορικό στις υφιστάμενες δανειακές υποχρεώσεις και στις οποίες το επιτρέπει ο ισολογισμός τους.
Επιστροφή στη δεκαετία του 2000
Όπως σημειώνουν χαρακτηριστικά οι παράγοντες του κλάδου, η παραπάνω κατάσταση θυμίζει πολύ τις αρχές της δεκαετίας του 2000, όπου το Project Finance είχε πολύ περιορισμένη εφαρμογή. Κάτι που άλλαξε στην πορεία, αφού χάρις στις εγγυημένες τιμές των συμβάσεων FiT και μετέπειτα FiP, επενδυτές και τράπεζες είχαν επαρκή και πολυετή «ορατότητα» για τα εκτιμώμενα έσοδα μίας μονάδας.
Έτσι, σήμερα το Project Finance αποτελεί το κύριο χρηματοδοτικό εργαλείο για τον κλάδο, έχοντας μάλιστα ανοίξει τις «πόρτες» των τραπεζικών ιδρυμάτων σε παραγωγούς όλων των μεγεθών. Είναι ενδεικτικό ότι το 2004 μόλις το 16% του δανεισμού προς τις ΑΠΕ είχε τη μορφή Project Finance, με το ποσοστό αυτό να έχει ανέβει σήμερα στο 52%.
Κώστας Δεληγιάννης
deligkos@worldenergynews.gr
www.worldenergynews.gr