Θα προχωρήσει αποτελεσματικότερα η προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) στη χώρα, με μεγάλη διάχυση στις τοπικές κοινωνίες και στους πολίτες;
Τις τελευταίες μέρες η συζήτηση στη Βουλή αφορούσε σε αυτό ακριβώς το ερώτημα, μέσα από το σχετικό νομοσχέδιο για τις ΑΠΕ. Η ανάγκη επίσπευσης και απλοποίησης της διαδικασίας αδειοδότησης επιβάλλεται από τη σκληρή πραγματικότητα. Δε μπορούμε να απεξαρτηθούμε από τα εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα, όπως είναι το ρωσικό φυσικό αέριο, και τις αλυσίδες υπερκερδοσοπίας που τα συνοδεύουν, αν δεν ανεβάσουμε ταχύτητα στην αύξηση της διείσδυσης των ανανεώσιμων πηγών και της εξοικονόμησης ενέργειας.
Εάν όμως χρειαζόμαστε 5-7 χρόνια για την αδειοδότηση ενός αιολικού και 2-4 ενός φωτοβολταϊκού, τότε δεν πρόκειται ούτε το 2040 να απανθρακοποιήσουμε την παραγωγή ηλεκτρισμού στην Ελλάδα. Το πρόβλημα ενισχύεται από το εξαιρετικά δυσάρεστο γεγονός ότι δεν πρόκειται να αλλάξει σύντομα το χωροταξικό σχέδιο για τις ΑΠΕ (δόθηκε παράταση για ένα ακόμα χρόνο στη σχετική μελέτη). Το ίδιο ισχύει και για τις ειδικές περιβάλλοντος μελέτες για τις προστατευόμενες περιοχές. Το αποτέλεσμα είναι πάρα πολλές επενδύσεις, που είναι και στο Ταμείο Ανάκαμψης, να είναι μπλοκαρισμένες. Για άλλη μια φορά λοιπόν αντιμετωπίζεται η ενεργειακή αναπτυξιακή προοπτική της χώρας, μέσω της ανάπτυξης εγχώριων ανανεώσιμων πόρων, με τρόπο ελλιπή και πρόχειρο: δηλαδή δεν φτιάχνουμε νέο χωροταξικό για τις ΑΠΕ, δεν ακουμπάμε την περιβαλλοντική αδειοδότηση, και αλλάζουμε κάποια άλλα στάδια, τα οποία όμως δεν προκαλούν τις μεγάλες καθυστερήσεις.
Πρόκειται δηλαδή για μία ετεροχρονισμένη και αποσπασματική νομοθέτηση, χωρίς να υπάρχει πουθενά η συνολική στρατηγική.
Επιπλέον, λύνονται περιπτωσιολογικά επιμέρους θέματα μόνο συγκεκριμένων έργων. Για παράδειγμα, με το νομοσχέδιο προβλέπεται η κατασκευή 10 «πιλοτικών» πλωτών φ/β σταθμών συγκεκριμένης ισχύος. Πέρα από τον αυθαίρετο ορισμό του αριθμού και του μεγέθους τους, υπάρχει σειρά προβληματικών διατάξεων για απαλλαγή τους από περιβαλλοντική αδειοδότηση και λήψη πρότυπων περιβαλλοντικών δεσμεύσεων, ενώ επιτρέπεται η κατασκευή τους και μέσα σε θαλάσσιες ζώνες NATURA 2000, τη στιγμή που τα θαλάσσια οικοσυστήματα έχουν αυξημένες απαιτήσεις προστασίας και πολλές περιοχές NATURA δεν έχουν καν σχέδια διαχείρισης. Δημιουργούνται (πάλι) εξ αρχής επιφυλάξεις και αρνητικά ανακλαστικά στους πολίτες και τις τοπικές κοινωνίες, χωρίς να διασφαλίζεται κανείς έναντι τυχόν απρόβλεπτων επιπτώσεων.
Εξαιρετικά αρνητικό χαρακτήρα έχει επίσης η αύξηση της δυσκολίας που επιβάλλει το νομοσχέδιο στα μικρά και μεσαία έργα ΑΠΕ. Αυτά δηλαδή που φτιάχνουν οι ενεργειακές κοινότητες, οι μικρές τοπικές επιχειρήσεις καθώς και οι αγρότες και κτηνοτρόφοι. Ορίζονται εγγυητικές επιστολές με κλιμακούμενα ποσά για την διασφάλιση υλοποίησης των έργων ΑΠΕ, οι οποίες όμως επιβαρύνουν δυσανάλογα τα μικρά έργα σε σχέση με τα πολύ μεγάλα. Για πρώτη φορά θεσπίζεται η δυνατότητα περικοπών φορτίων στην έγχυση ενέργειας από «πράσινες» μονάδες ηλεκτροπαραγωγής. Για την αυξημένη διείσδυση στις ΑΠΕ θέλουμε ευρύχωρες διασυνδέσεις.
Αλλιώς θα βάζουμε ΑΠΕ και θα τις περικόπτουμε. Ποιος όμως φταίει για την κατάσταση που έχουν περιέλθει τα δίκτυα; Ποιος είναι ο λόγος που προχωράει τόσο αργά η διασύνδεση των νησιών μας; Ακόμα και σήμερα, δεν υπάρχει μελέτη από τους διαχειριστές των δικτύων (ΔΕΔΔΗΕ και ΑΔΜΗΕ), σε συνεργασία με την ΡΑΕ, στην οποία θα αποτυπώνεται η τρέχουσα ικανότητα του συστήματος και του δικτύου ηλεκτρισμού, για το τί μπορεί να απορροφήσει στο μέλλον και πόσες νέες επενδύσεις χρειάζονται. Γιατί δεν προχωράει ο σχεδιασμός μεγάλης ηλεκτρικής λεωφόρου για να μεταφέρει ενέργεια από την Ελλάδα προς την Κεντρική Ευρώπη ως έργο κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος, καθιστώντας την χώρα μας κόμβο παραγωγής και προώθησης καθαρής και φθηνής ενέργειας;
Σε κανένα από αυτά τα κρίσιμα θέματα για την ανάπτυξη των ΑΠΕ δεν υπάρχει απάντηση.
Ακόμα και στην αποθήκευση, η διαδικασία που προτείνεται ενισχύει την πολυπλοκότητα και τις καθυστερήσεις. Οι επενδυτές που έχουν διασφαλίσει άδειες για έργα αποθήκευσης καλούνται να υποβάλλουν εκ νέου πρόσθετα έγγραφα και δημιουργείται μια νέα σειρά προτεραιότητας, με βάση την ημερομηνία κατάθεσης είτε ενός καινούργιου φακέλου, είτε των συμπληρωματικών μελετών για μια παλιά άδεια. Είναι πραγματικά περίεργο γιατί σε μια διαδικασία που έχει καθυστερήσει τόσο, να χρειάζεται μια τέτοια προσέγγιση.
Η απάντηση λοιπόν στο ερώτημα που τέθηκε από την αρχή, μετά και την ψήφιση του νομοσχεδίου, είναι αρνητική. Ούτε οι ΑΠΕ προωθούνται αποτελεσματικά (εκτός από τις πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις που προδιαγράφονται), ούτε διάχυση προκύπτει στην κοινωνία, με όρους ενεργειακής δημοκρατίας.
Ο κ.Χάρης Δούκας είναι Αν. Καθηγητής ΕΜΠ, Γραμματέας Τομέα Ενέργειας ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής
www.worldenergynews.gr