Την απόσυρση των δύο άρθρων (16-17) του υπό διαβούλευση Εθνικού Κλιματικού Νόμου, που επηρεάζουν άμεσα την επιχειρηματική δραστηριότητα, καθώς προβλέπουν ότι μια σειρά έργων και δραστηριοτήτων υποχρεούνται σε μείωση των εκπομπών κατά 30% έως το 2030 σε σχέση με το 2022, ζητεί η Ένωση Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας ,ΕΒΙΚΕΝ με επιστολή της προς τον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστα Σκρέκα.
Πρόκειται για την πρώτη επίσημη αντίδραση της επιχειρηματικής κοινότητας στο νομοσχέδιο που προωθεί η κυβέρνηση και το οποίο σύμφωνα με πληροφορίες έχει προκαλέσει τις αντιδράσεις μεγάλης μερίδας επιχειρήσεων, καθώς πέραν των βιομηχανικών εγκαταστάσεων επηρεάζει άμεσα τους τομείς των συστημάτων περιβαλλοντικών υποδομών, τις τουριστικές εγκαταστάσεις και τα έργα αστικής ανάπτυξης, κτιριακού τομέα, αθλητισμού και αναψυχής, τις πτηνοκτηνοτροφικές εγκαταστάσεις και τις υδατοκαλλιέργειες.
Πέραν της μείωσης των εκπομπών των επιχειρήσεων όλων των κλάδων κατά 30% έως το 2030 σε σχέση με το 2022, το νομοσχέδιο αυξάνει τις απαιτήσεις για την έκδοση Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων ενώ προβλέπει την επιβολή σημαντικών προστίμων από το 2025 και μετά, εφόσον δεν επιτυγχάνονται οι δεσμευτικοί στόχοι.
Ποιοί κλάδοι δηλώνουν ότι πλήττονται
Έτσι στο ΥΠΕΝ φθάνουν το ένα μετά το άλλο τα μηνύματα από εκπροσώπους διαφόρων κλάδων του επιχειρηματικού κόσμου για τις αρνητικές επιπτώσεις που θα έχει στο κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων ο συγκεκριμένος νόμος. Έντονες είναι οι αντιδράσεις τόσο από τον τουριστικό τομέα, όσο και από το τραπεζικό σύστημα, αλλά και από τις εμπορικές και βιομηχανικές επιχειρήσεις οι οποίες στο σύνολο τους επηρεάζονται από τις προβλέψεις του νομοσχεδίου τόσο σε επίπεδο κόστους όσο και από πλευράς γραφειοκρατίας.
Ενδεικτική του κλίματος είναι η επιστολή της ΕΒΙΚΕΝ που θέτει κατ΄ αρχην το ζήτημα της ενεργειακής κρίσης, η οποία όπως αναφέρει έχει δυσμενέστερες για τις ελληνικές επιχειρήσεις σε σχέση με τους ευρωπαίους ανταγωνιστές τους. Προσθέτει δε ότι ακόμη και εάν η κρίση εξομαλυνθεί σε μερικούς μήνες, δεν διαφαίνεται ότι οι τιμές ενέργειας θα επανέλθουν στα προηγούμενα επίπεδα.
H Eλλάδα δεν έχει ακόμη εντάξει στο εθνικό σχέδιο Ανάκαμψης ειδικά προγράμματα στήριξης του «πράσινου» μετασχηματισμού
Ως εκ τούτου, αναφέρει η ΕΒΙΚΕΝ, «θεωρούμε ότι η κατάθεση του συγκεκριμένου σχεδίου νόμου είναι χρονικά άκαιρη». Χαρακτηρίζει ως αδιαμφισβήτητη ανάγκη τη μετάβαση σε καθαρές μορφές ενέργειας και την απεξάρτηση της οικονομίας μας από τα ορυκτά καύσιμα, μέρος της οποίας αποτελεί και ο «πράσινος» μετασχηματισμός της βιομηχανίας, αλλά προσθέτει ότι η μετάβαση, για την οποία απαιτούνται σημαντικές επενδύσεις, δεν μπορεί να επιτευχθεί ταχύτερα από την εξασφάλιση των πόρων και της απαραίτητης τεχνολογίας. Σημειώνει ότι η Ελλάδα σε αντίθεση με πολλές ευρωπαϊκές χώρες, δεν έχει ακόμη εντάξει στο εθνικό σχέδιο Ανάκαμψης ειδικά προγράμματα στήριξης του «πράσινου» μετασχηματισμού της βιομηχανίας και προσθέτει ότι πέραν της αξιολόγησης της πορείας προς την κλιματική ουδετερότητα, θα πρέπει να αξιολογούνται και οι κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις των πολιτικών που έχουν επιλεγεί στην προσπάθεια καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής.
Υπέρμετρη επιβάρυνση
Επιπλέον, σύμφωνα με την ΕΒΙΚΕΝ η υλοποίηση των εθνικών στόχων οφείλει να εντάσσεται και να συμβαδίζει με την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της συνδρομής στη μείωση των ευρωπαϊκών και παγκόσμιων εκπομπών δεδομένου ότι η στοχοθεσία είναι συλλογική και κάθε Κ-Μ συμβάλει στον παγκόσμιο στόχο σύμφωνα με τις δικές τους δυνατότητες και προοπτικές μείωσης εκπομπών.
Η Ένωση επισημαίνει ότι το εγχειρίδιο ανάλυσης συνεπειών ρύθμισης που συνοδεύει το σχέδιο νόμου είναι ελλιπές καθώς δεν περιλαμβάνει μια εμπεριστατωμένη ανάλυση των επιπτώσεων στους τομείς της οικονομίας μας και ειδικότερα στη βιομηχανία της χώρας που εντάσσεται ήδη στις ρυθμίσεις του ETS.
Και καταλήγει τονίζοντας ότι «η μείωση των εκπομπών της βιομηχανίας, προϋποθέτει σημαντικές επενδύσεις, είναι προφανές ότι θα πρέπει να προηγηθεί η θέσπιση προγραμμάτων στήριξης ανάλογων με εκείνων που έχουν ανακοινώσει τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη».
Από τα παραπάνω προκύπτει σαφώς ότι:
(α) η υποχρέωση μείωσης εκπομπών CO2 κατά 30% από το 2023 έως το 2030 αποτελεί υπέρμετρη επιβάρυνση για τη βιομηχανία, η οποία -μέσω της νέας Οδηγίας ETS- υποχρεούται σε μείωση εκπομπών 61% έως το 2030 σε σχέση με τα επίπεδα 2005.
(β) το ποσοστό μείωσης (30%) είναι δυσανάλογα υψηλό σε σχέση με τον εθνικό στόχο μείωσης εκπομπών CO2 για την Ελλάδα.
www.worldenergynews.gr
ΕΒΙΚΕΝ: Ελλιπής ο Κλιματικός Νόμος - Πλήττει την βιομηχανία, τι πρέπει να αποσυρθεί
Χωρίς τις αναγκαίες μελέτες και προγράμματα στήριξης του πράσινου μετασχηματισμού οι στόχοι είναι ανέφικτοι