Η πραγματικότητα έχει πλέον μεταβληθεί. Οι ηλεκτρονικές συναλλαγές έχουν παγιοποιηθεί και στο πεδίο των τραπεζικών συναλλαγών, πράγμα που συνεπάγεται αφ’ενός μεν αυξημένη, εκ μέρους των συναλλασσομένων, επιμέλεια, προς αποφυγή κινδύνων που δεν συνέτρεχαν προηγουμένως, πριν την παγίωση των η-συναλλαγών, και, επίσης, την ανάγκη λήψης μέτρων προστασίας των συναλλαγών, τόσο μέσω προβλέψεων – όπως ασφάλισης για την κάλυψη κινδύνων – όσο και μέσω διεκδίκησης αποζημίωσης, στην περίπτωση όπου η άλλη πλευρά δεν τήρησε τις υποχρεώσεις δέουσας επιμέλειας που την βαρύνουν.
Αναφέρομαι σε περίπτωση που δεν εκκρεμεί στα δικαστήρια, εμπίπτει όμως στ’ανωτέρω.
Α. Ελληνική εταιρεία (εφεξής η Εταιρεία) έδοσε εντολές σε ελληνική τράπεζα να διαβιβασθούν, μέσω εμβασμάτων, χρηματικά ποσά, συνολικά, περίπου, € 500.000, σε συγκεκριμένο τραπεζικό λογαριασμό, που ανήκει στην προμηθεύτρια της Εταιρείας, με την επωνυμία Χ, η οποία εδρεύει στην Ιταλία και τηρείτο, ο λογαριασμός της προμηθεύτριας Χ, στην τράπεζα «Ρ» που εδρεύει στο Βέλγιο, προς εξόφληση τιμολογίων εκδοθέντων από την ιταλική προμηθεύτρια της Εταιρείας.
Τα ποσά αυτά, με χρέωση των τραπεζικών λογαριασμών της Εταιρείας, πιστώθηκαν στον προαναφερόμενο λογαριασμό, πλην όμως τα τιμολόγια, εκδόσεως της Χ ιταλικής εταιρείας, δεν εξοφλήθηκαν, καθώς, όπως εκ των υστέρων η βελγική τράπεζα «Ρ» βεβαίωσε εγγράφως την Εταιρεία , ο τηρούμενος σ’αυτήν λογαριασμός της πίστωσης, ο οποίος είχε ανοιχθεί στην βελγική τράπεζα «Ρ», ανήκε όχι στην ιταλική προμηθεύτρια εταιρεία αλλά ανήκε σε άλλη εταιρεία, για την οποία, και κατ’εντολή της οποίας, ανοίχθηκε από την βελγική τράπεζα «Ρ» και ο λογαριασμός αυτός δεν ανήκε στην ιταλική εταιρεία Χ, πράγμα που, κατά τον χρόνο που έδοσε τις εντολές για τα συγκεκριμένα εμβάσματα, η Εταιρεία ουδόλως εγνώριζε, εξ ου και οι εντολές της δόθηκαν για την μεταφορά χρηματικών ποσών σε λογαριασμό ανήκοντα, εξ όσων γνώριζε η εντολέας Εταιρεία, στην προμηθεύτριά της ιταλική εταιρεία Χ.
Β.Ι. Εν όψει των ανωτέρω τίθεται ζήτημα, εκτός των άλλων και κατά πόσον υφίσταται νομική βάση αξίωσης του ανωτέρω ποσού από την Εταιρεία , κατά της βελγικής τράπεζας «Ρ».
ΙΙ.1. Μετά από διεξοδική έρευνα και ανάλυση, η απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα έχει, συνοπτικά, ως εξής και είναι θετική υπέρ των αξιώσεων της Εταιρείας, η οποία, πέραν της απόφασης για δικαστική διεκδίκηση των αξιώσεών της αυτών, ενδείκνυται να συνάψει και σχετική ασφαλιστική κάλυψη των ενδεχομένων μελλοντικών ζημιών της από αντίστοιχες παράνομες και ζημιογόνες ενέργειες τρίτων, όπως hackers κλπ.
2. Εφαρμοστέες εν προκειμένω είναι οι διατάξεις του Ενωσιακού δικαίου, συγκεκριμένα της Οδηγίας 2015/849/ΕΕ για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, όπως οι διατάξεις αυτές έχουν εισαχθεί στο βελγικό δίκαιο, καθώς η έδρα της Τράπεζας «Ρ» είναι στις Βρυξέλλες, όπου και συνέβησαν τα ένδικα πραγματικά περιστατικά, αφ’ενός, αφ’ετέρου δε έχει κριθεί αρμοδίως, ότι εφαρμοστέες δεν είναι αυτές καθ’εαυτές οι διατάξεις του ενωσιακού δικαίου που απορρέουν από κοινοτική οδηγία αλλά οι διατάξεις του εθνικού δικαίου, εν προκειμένω του βελγικού, οι οποίες ενσωματώνουν στο εθνικό δίκαιο την κοινοτική οδηγία, στην υπο εξέταση περίπτωση την Οδηγία 2015/849/ΕΕ.
Σύμφωνα με τις κατά τ’ανωτέρω εφαρμοστέες διατάξεις του βελγικού νόμου της 9 ΣΕΠ 2017 (loi 2017-09-18/06), προκειμένου να προλαμβάνονται ή και να καταστέλλονται οι νομιμοποιήσεις εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, τα πρόσωπα που έχουν σχετική υποχρέωση, ήτοι εν προκειμένω τα πιστωτικά ιδρύματα, έχουν υποχρέωση να λαμβάνουν μέτρα δέουσας επιμέλειας. Τα μέτρα αυτά συνίστανται στην εκτίμηση των χαρακτηριστικών στοιχείων του πελάτη του πιστωτικού ιδρύματος και στο αντικείμενο και στην φύση του αντικειμένου περιστασιακής συναλλαγής, της οποίας ζητείται η εκτέλεση από το πιστωτικό ίδρυμα (άρθρο 19 παρ. 1 εδαφ. 2 και άρθρο 34 παρ 1 εδάφ. Β’ του βελγικού νόμου). Η άσκηση δέουσας επιμέλειας από το πιστωτικό ίδρυμα (τράπεζα) είναι διαρκής υποχρεωσή του, ήτοι της τράπεζας (αρθρ. 35 παρ. 1 του βελγικού νόμου), και περιλαμβάνει, εκτός των άλλων μέτρων, και προσεκτική εξέταση από το πιστωτικό ίδρυμα των συναλλαγών που ο πελάτης του εκτελεί κατά την διάρκεια της συναλλακτικής σχέσης της τράπεζας με τον πελάτη, όπως προέλευση των χρηματικών ποσών που εμπλέκονται στην συναλλακτική σχέση, προς το σκοπό επαλήθευσης του ότι οι συναλλαγές που πραγματοποιεί ο πελάτης με την τράπεζα και, ιδίως, οι περιστασιακές συναλλαγές, είναι συμβατές με τα χαρακτηριστικά του πελάτη, με το αντικείμενο και την φύση των εν γένει συναλλακτικών σχέσεων του πελάτη μέσω της τράπεζας και, επίσης, ότι η συγκεκριμένη προς υλοποίηση συναλλαγή, ως προς το αντικείμενο και την φύση της συγκεκριμένης συναλλαγής που επιχειρείται από τον πελάτη ή, προφανώς, για λογαριασμό του πελάτη μέσω της τράπεζας, είναι συμβατή με τα χαρακτηριστικά του πελάτη και της αξιοπιστίας αυτού (αρθρ. 35 παρ. 1 του βελγικού νόμου).
Στην περίπτωση όπου η τράπεζα έχει λόγους να θεωρήσει ότι δεν έχει την δυνατότητα να ικανοποιήσει τις προαναφερόμενες υποχρεώσεις της, τότε αυτή – η τράπεζα – δεν μπορεί, ήτοι δεν επιτρέπεται να υλοποιήσει την επιδιωκόμενη συγκεκριμένη συναλλαγή, ιδίως στην περίπτωση όπου η συναλλαγή είναι περιστασιακή και δεν είναι συνήθης, ήτοι στο πλαίσιο των συχνών συναλλαγών της δικαιούχου του τραπεζικού λογαριασμού εταιρείας.
3. Στην περίπτωσή μας, η βελγική τράπεζα «Ρ» παρέβη τις ανωτέρω από την βελγική νομοθεσία σε αυτήν επιβαλλόμενες υποχρεώσεις, καθώς, αν και έλαβε από τις τράπεζες που διαβίβασαν σ’αυτήν τις εντολές πληρωμών, όλα τα στοιχεία, όπως και την επωνυμία της δικαιούχου των συγκεκριμένων πληρωμών, εν τούτοις πίστωσε τα συγκεκριμένα ποσά σε τραπεζικό λογαριασμό που η βελγική τράπεζα «Ρ» τηρούσε επ’ονόματι άλλης εταιρείας και όχι της ιταλικής εταιρείας Χ, που ήταν η δικαιούχος των πληρωμών διεθνής εταιρεία, με συγκεκριμένο, παγκοσμίως γνωστό, αντικείμενο παραγωγής προϊόντων.
4. Τέλος, δεδομένου ότι η ζημία της Εταιρείας από την παρά τον νόμο συμπεριφορά αυτή της βελγικής τράπεζας επήλθε στην Ελλάδα, καθώς οι λογαριασμοί της Εταιρείας που χρεώθηκαν με τα ένδικα ποσά τηρούνται στην Ελλάδα, τα ελληνικά Δικαστήρια έχουν την αρμοδιότητα να εκδικάσουν την υπόθεση αυτή, ήτοι την αξίωση της Εταιρείας κατά της βελγικής τράπεζας, για το ποσό των € 500.000, εφαρμόζοντας το βέλγικο δίκαιο και τις ανωτέρω αναφερόμενες προβλέψεις του επί των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης διαφοράς.
Γ. Ως προς το ενδεχόμενο ύπαρξης βασίμων και υλοποιήσιμων αξιώσεων της Εταιρείας κατά άλλων εμπλεκομένων μερών, λεκτέα τα εξής:
Δεδομένου ότι η Εταιρεία, ως χρήστης υπηρεσιών πληρωμής, έδοσε στην εμπλεκόμενη ελληνική τράπεζα, τόσο το αποκλειστικό μέσο ταυτοποίησης της συναλλαγής (αριθμός λογαριασμού – ΙΒΑΝ – του αποδέκτη) όσο και άλλα στοιχεία (εν προκειμένω, την επωνυμία του αποδέκτη της πληρωμής), εν τούτοις νομική ευθύνη της εδώ εμπλεκομένης ελληνικής τράπεζας, δεν μπορεί να θεμελιωθεί για την ζημία της Εταιρείας, καθώς αυτή τήρησε την εν προκειμένω κατά νόμον προϋπόθεση, ήτοι εκτέλεσε την πράξη πληρωμής, σύμφωνα με το από την Εταιρεία παρασχεθέν αποκλειστικό μέσο ταυτοποίησης του αποδέκτη της πληρωμής, κατ’εφαρμογή της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 και του Ν. 4537/2018, που εισήγαγε την Οδηγία αυτή στο ελληνικό δίκαιο, η οποία προβλέπει, επί υπηρεσιών πληρωμής ευθύνη της τράπεζας μόνο για μη τήρηση του αποκλειστικού μέσου ταυτοποίησης της συναλλαγής.
www.worldenergynews.gr