Η Ουάσιγκτον δεν πρέπει να αποδιώξει την Άγκυρα
Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Τουρκία βρίσκονται σε πορεία σύγκρουσης.
Παρόλο που οι δύο χώρες υπήρξαν σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ εδώ και περίπου 70 χρόνια, η εταιρική σχέση επιδεινώθηκε σταδιακά τα τελευταία χρόνια, καθώς η Ουάσιγκτον διερωτάται εάν μπορεί να βασίζεται στην Τουρκία και η Άγκυρα φοβάται ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τις ανησυχίες της για την ασφάλειά της.
Τους τελευταίους έξι μήνες, όμως, οι σχέσεις έκαναν μια πραγματική βουτιά προς τα κάτω.
Τον Ιούλιο, η Τουρκία αγόρασε προηγμένα ρωσικά συστήματα αεροπορικής άμυνας παρά τις αντιρρήσεις των ΗΠΑ, και τον Οκτώβριο στόχευσε συριακές κουρδικές πολιτοφυλακές που συμμάχησαν με τις Ηνωμένες Πολιτείες στο πλαίσιο μιας εισβολής στην βόρεια Συρία.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες απάντησαν και στις δύο εξελίξεις με αγανάκτηση και μια σειρά τιμωρητικών μέτρων: Η κυβέρνηση του προέδρου των ΗΠΑ, Donald Trump, αρνήθηκε να παραδώσει προηγμένα μαχητικά αεροσκάφη F-35 στην Τουρκία, επέβαλε κυρώσεις σε ανώτερους Τούρκους αξιωματούχους, και αύξησε τους δασμούς στις εξαγωγές χάλυβα της Τουρκίας, ενώ το Κογκρέσο προώθησε μια νομοθεσία που θα μπορούσε επιβάλλει ισχυρές κυρώσεις στην αμυντική βιομηχανία της Τουρκίας, ζήτησε την διερεύνηση των οικονομικών του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, και ψήφισε με συντριπτική πλειοψηφία ψήφισμα -για πρώτη φορά και στα δύο σώματα του Κογκρέσου- αναγνωρίζοντας την σφαγή Αρμενίων το 1915 από την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως γενοκτονία.
Κάποιοι στην Ουάσιγκτον αμφισβητούν τώρα την συνέχιση της συμμετοχής της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, παρόλο που η συμμαχία δεν διαθέτει μηχανισμό για την απομάκρυνση ενός μέλους της.
Η Τουρκία, με την σειρά της, επέμεινε οργισμένα ότι δεν θα υποχωρήσει.
Έχει απειλήσει να αγοράσει ακόμα περισσότερο ρωσικό αμυντικό εξοπλισμό, να προβεί σε αντίποινα εναντίον των αυξήσεων των δασμών των ΗΠΑ και να απελάσει τις δυνάμεις των ΗΠΑ από δύο κρίσιμες στρατιωτικές βάσεις στην Τουρκία.
Η τελευταία αυτή απειλή ώθησε τις Ηνωμένες Πολιτείες να διερευνήσουν τη μετακίνηση στρατηγικών πόρων από την Τουρκία και την επέκταση της αμυντικής συνεργασίας με την Ελλάδα και μερικούς από τους ανταγωνιστές της Τουρκίας στον Κόλπο, όπως η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Λιγότερο από μια δεκαετία πριν, η διοίκηση του προέδρου των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα -στην οποία υπηρετήσαμε- φιλοδοξούσε να οικοδομήσει μια «υποδειγματική εταιρική σχέση» με την Τουρκία.
Υπάρχει υψηλό κόστος για την αντιμετώπιση της Τουρκίας ως αντίπαλο, συμπεριλαμβανομένης της ώθησης της Άγκυρας πιο κοντά στους αντιπάλους των ΗΠΑ όπως το Ιράν και η Ρωσία.
Για να αποφευχθεί ένα τόσο καταστρεπτικό αποτέλεσμα, τόσο η διοίκηση όσο και το Κογκρέσο πρέπει να κατανοήσουν καλύτερα τις ρίζες της σύγκρουσης μεταξύ Τουρκίας και Ηνωμένων Πολιτειών και να αποφύγουν αντιπαραγωγικές ενέργειες που θα οδηγήσουν τις δύο χώρες να απομακρυνθούν περισσότερο μεταξύ τους. Κάποιο επίπεδο έντασης με την Άγκυρα είναι αναπόφευκτο, δεδομένων των σημερινών διαφωνιών, των συσσωρευμένων δυσαρεσκειών και των εθνικιστικών αισθημάτων των πολιτών και των νομοθετών και στις δύο χώρες.
Αλλά οι έξυπνες πολιτικές μπορούν να περιορίσουν τις ζημιές και να διατηρήσουν την δυνατότητα καλύτερων σχέσεων στο μέλλον.
Αυξάνοντας την απόσταση
Αν και οι δύο χώρες έχουν μακρούς καταλόγους παραπόνων, οι δυο πιο άμεσες πηγές έντασης είναι η αγορά ρωσικού στρατιωτικού εξοπλισμού από την Τουρκία και η εισβολή της στην βόρεια Συρία.
Η επιθυμία των ΗΠΑ να τιμωρήσουν την Άγκυρα για αυτές τις ενέργειες είναι ασφαλώς κατανοητή.
Ο Ερντογάν κατηγορούσε συνεχώς την διοίκηση Ομπάμα για παραμέληση των τουρκικών αεροπορικών αμυντικών αναγκών και για την «άρνηση» να πωλήσει πυραύλους Patriot στην Τουρκία, μύθους που τον βοήθησαν να οικοδομήσει εγχώρια στήριξη για την αγορά του ρωσικού συστήματος αεροπορικής άμυνας S-400 και επέτρεψε στον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, να κατηγορεί τον προκάτοχό του για αμέλεια.
Κανένας από τους δυο ισχυρισμούς δεν είναι ακριβής.
Υπό την αιγίδα του ΝΑΤΟ, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους ανέπτυξαν Πάτριοτ -καλύπτοντας το κόστος της ανάπτυξης με δικά τους έξοδα- στα νότια σύνορα της Τουρκίας το 2013, παρόλο που η απειλή των επιθέσεων με πυραύλους από την Συρία ήταν περιορισμένη.
Η Ουάσινγκτον προσφέρθηκε επίσης να πουλήσει τους Πάτριοτ στην Τουρκία με όρους τόσο ευνοϊκούς όσο αυτούς που προσέφερε σε οποιαδήποτε άλλη χώρα, αλλά στην συνέχεια υπαναχώρησε λόγω των απαιτήσεων του Ερντογάν για την τιμολόγηση και τη μεταφορά τεχνολογίας.
Επιπλέον, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι ήταν σαφείς από την αρχή ότι το ρωσικό σύστημα S-400 διαθέτει ένα εξελιγμένο λογάριθμο ραντάρ και τεχνητής νοημοσύνης που με την πάροδο του χρόνου θα μπορούσε να συλλέξει πληροφορίες σχετικά με τα F-35, απειλώντας την αποτελεσματικότητα ενός αεροσκάφους που έχει ήδη κοστίσει στους Αμερικανούς προγραμματιστές του εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια.
Ο ισχυρισμός της Τουρκίας ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ποτέ δεν προειδοποίησαν για αυτή την ασυμβατότητα απλώς δεν είναι αλήθεια.
Το χάσμα μεταξύ Άγκυρας και Ουάσινγκτον για την Συρία είναι ακόμα ευρύτερο.
Έχοντας συνεργαστεί στενά με μια φατρία Σύρων Κούρδων μαχητών εδώ και χρόνια στον αγώνα κατά του Ισλαμικού Κράτους, γνωστού και ως ISIS, πολλοί αξιωματούχοι και στρατιώτες των ΗΠΑ περιέπεσαν σε αγωνία παρακολουθώντας τον Τραμπ να δίνει στον Ερντογάν πράσινο φως για να σαρώσει στην βόρεια Συρία.
Η εισβολή της Τουρκίας έχει μετατρέψει χιλιάδες κατοίκους σε πρόσφυγες, ενίσχυσε περαιτέρω το Ιράν και την Ρωσία στην Συρία και άφησε τους Κούρδους πρώην εταίρους των Ηνωμένων Πολιτειών να μην έχουν άλλη επιλογή παρά να δημιουργήσουν στενότερους δεσμούς με το καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ υπό όρους ευνοϊκούς για το καθεστώς.
Ταυτόχρονα, οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ δεν μπορούν να παριστάνουν ότι δεν κατανοούν τα κίνητρα πίσω από την δράση της Τουρκίας.
Η σφοδρή αντίθεση της Άγκυρας για την υποστήριξη των ΗΠΑ προς τις Μονάδες Λαϊκής Προστασίας (YPG) -την συριακή κουρδική ομάδα που βοήθησε στις μάχες στο μεγαλύτερο τμήμα της εκστρατείας κατά του ISIS στην βόρεια Συρία- ήταν ξεκάθαρη από την αρχή.
Οι σχέσεις των YPG με το Κουρδικό Εργατικό Κόμμα (PKK) στην Τουρκία, που τόσο η Άγκυρα όσο και η Ουάσιγκτον θεωρούν τρομοκρατική οργάνωση, σήμαινε ότι η Τουρκία δεν επρόκειτο ποτέ να σταθεί παθητικά καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες εξόπλιζαν και εκπαίδευαν μια ομάδα την οποία θεωρούσε ως υπαρξιακή απειλή. Αφού δεν κατάφερε να επιτύχει μια συμφωνία με την Άγκυρα για κοινή στρατιωτική δράση στην Συρία το 2014, η Ουάσινγκτον συνεργάστηκε με τις YPG παρά τις κραυγαλέες τουρκικές αντιρρήσεις.
Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι δήλωσαν ότι η συνεργασία με τις YPG θα είναι «προσωρινή, συναλλακτική και τακτική», αλλά η σχέση άρχισε να αναπτύσσει στοιχεία μονιμότητας -ειδικά καθώς οι Ειδικές Δυνάμεις των ΗΠΑ σχημάτισαν δεσμούς με τους Κούρδους ομολόγους τους στα χαρακώματα και οι διπλωμάτες των ΗΠΑ υποστήριξαν τις δραστηριότητες ανασυγκρότησης σε κουρδικές περιοχές της Συρίας.
Παρόλο που υπήρξε μια διπλωματική διαδικασία για να αντιμετωπιστούν οι ανησυχίες ασφαλείας της Άγκυρας, ο Ερντογάν έγινε ανυπόμονος με τον ρυθμό των συνομιλιών και έθεσε το θέμα στον Τραμπ σε ένα τηλεφώνημα τον Οκτώβριο, στο οποίο ο πρόεδρος συγκατατέθηκε στην τουρκική στρατιωτική επέμβαση.
Το κογκρέσο αύξησε την ένταση
Στο σημείο αυτό, εκείνο που έχει απομείνει από την διμερή σχέση στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ασταθή προσωπική σχέση μεταξύ των δύο απρόβλεπτων και λαϊκιστών προέδρων, εκ των οποίων αμφότεροι είναι επιρρεπείς σε συναισθηματικές εκρήξεις και ακανόνιστες διαδικασίες λήψης αποφάσεων.
Ο Τραμπ ταλαντεύτηκε ευρέως μεταξύ του να εκφράζει την συμπάθεια για την θέση της Τουρκίας και τον θαυμασμό του για τον Ερντογάν, και των απειλών να «καταστρέψει και να εξαλείψει» την τουρκική οικονομία και να προειδοποιεί τον Ερντογάν να μην «είναι ανόητος!».
Τελικά, προσπαθώντας να διατηρήσει στενούς δεσμούς με την Άγκυρα, απομακρύνθηκε από τις απόψεις πολλών συμβούλων του και μελών του Κογκρέσου και από τα δύο κόμματα.
Ο Ερντογάν, με την σειρά του, φαίνεται να πιστεύει ότι ο Τραμπ θα προστατεύσει την Τουρκία από την οργή του Κογκρέσου και τις σοβαρές ποινές -όπως έκανε μέχρι στιγμής ο πρόεδρος των ΗΠΑ αρνούμενος την εφαρμογή των κυρώσεων που εντέλλεται το Κογκρέσο και [εκφράζοντας] δημόσια συμπάθεια για τις τουρκικές θέσεις- αλλά αυτό θα μπορούσε να είναι ένας επικίνδυνος λάθος υπολογισμός.
Παρά την συνάντηση της 13ης Νοεμβρίου στον Λευκό Οίκο κατά την διάρκεια της οποίας το Τραμπ και ο Ερντογάν φάνηκαν εγκάρδιοι -και μετά από αυτό ο Τραμπ έλεγε ότι ήταν «μεγάλος θαυμαστής» του Τούρκου προέδρου- οι σχέσεις φαίνεται να επιδεινώνονται περαιτέρω.
Στις 9 και 17 Δεκεμβρίου αντίστοιχα, η Βουλή των Αντιπροσώπων και η Γερουσία ψήφισαν με συντριπτική πλειοψηφία ένα νομοσχέδιο αμυντικής εξουσιοδότησης που κάλεσε την διοίκηση του Trump να επιβάλει κυρώσεις στην Τουρκία βάσει του νόμου του 2017 για την Αντιμετώπιση των Αντιπάλων της Αμερικής μέσω Κυρώσεων (Countering America’s Adversaries Through Sanctions Act, CAATSA), ο οποίος στοχεύει στο να αποτρέπει χώρες από την αγορά αμυντικού εξοπλισμού από την Ρωσία λόγω της παρέμβασής της στις αμερικανικές εκλογές του 2016.
Στις 11 Δεκεμβρίου, η Επιτροπή Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας ψήφισε 18-4 υπέρ μιας ξεχωριστής δέσμης κυρώσεων, παρόμοια με εκείνη που είχε ήδη εγκρίνει η Βουλή για να τιμωρήσει την Άγκυρα για τις ενέργειες στις οποίες προέβη στην Συρία ουσιαστικά με την ευλογία του Trump.
Η Γερουσία θα μπορούσε σύντομα να ψηφίσει το πακέτο κυρώσεων.
Η επιβολή κυρώσεων στην αμυντική βιομηχανία της Τουρκίας θα μπορούσε να παρακινήσει την Άγκυρα να αγοράσει ακόμα περισσότερο ρωσικό αμυντικό εξοπλισμό –ακριβώς το αποτέλεσμα που αποσκοπεί να αποτρέψει τόσο ο CAATSA όσο και η νέα νομοθεσία- πράγμα που με την σειρά του θα οδηγήσει σχεδόν σίγουρα σε πρόσθετες κυρώσεις από τις ΗΠΑ, περαιτέρω αντίποινα από την Τουρκία, και έναν φαύλο κύκλο έντασης και δυσαρέσκειας.
Επιπλέον, οι κυρώσεις που προτείνει το Κογκρέσο δεν θα κάνουν τίποτα για να αντιστρέψουν την παρέμβαση της Τουρκίας στην Συρία ή να σταματήσουν την λειτουργία του πυραυλικού συστήματος S-400. Θα κρατήσουν την Άγκυρα και την Ουάσινγκτον σε διαφωνία, η οποία μπορεί να προκαλέσει μόνο ζημιές στις ΗΠΑ στην περιοχή.
Κρατώντας την Τουρκία στη σωστή πλευρά
Για να βρουν μια καλύτερη πορεία προς τα εμπρός, οι δύο πρόεδροι θα πρέπει να αναθέσουν στους κορυφαίους διπλωμάτες τους να εξερευνήσουν πρακτικές λύσεις μακριά από την λάμψη της πολιτικής.
Ο νέος αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Stephen Biegun, ο πρέσβυς στην Τουρκία, David Satterfield, και ο Ειδικός Αντιπρόσωπος για την Εμπλοκή της Συρίας, James Jeffrey, ένας πρώην πρέσβυς στην Τουρκία, θα μπορούσαν να συνεργαστούν με Τούρκους ομολόγους που επιθυμούν επίσης να διατηρήσουν την σχέση.
Το άνοιγμα ενός τέτοιου διαλόγου δεν αποκλείει σκληρότερες επιλογές.
Η Τουρκία είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα αναπτύξει το σύστημα S-400 και αυτή η ενέργεια θα πρέπει να επιφέρει σταθερή απάντηση των ΗΠΑ.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να εφαρμόσουν τον CAATSA –ο οποίος, στο κάτω-κάτω, είναι ήδη νόμος- αλλά τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, θα μπορούσε να αποφύγει τα σκληρότερα μέτρα της νομοθεσίας, όπως η άρνηση των αδειών εξαγωγής για αμυντικές πωλήσεις.
Η διοίκηση Trump δεν πρέπει να συμβιβαστεί στο ζήτημα του ασυμβίβαστου με το F-35: Εάν η Τουρκία αναπτύξει το σύστημα και καταστήσει το ραντάρ του πλήρως λειτουργικό, θα πρέπει να παραμείνει αποκλεισμένη από το πρόγραμμα των F-35.
Ακόμα και σε αυτό το σενάριο, όμως, η Ουάσινγκτον πρέπει να εργαστεί για να απομονώσει την ζημιά με το να προσπαθήσει να διατηρήσει την ευρύτερη αμυντική σχέση και να διασφαλίσει ότι η Τουρκία θα παραιτηθεί από άλλες σημαντικές αμυντικές αγορές από την Ρωσία.
Πρέπει να συνεχιστούν ξεχωριστές συζητήσεις με την Άγκυρα για το μέλλον της Συρίας. Αν και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν χάσει σημαντική επιρροή στο πεδίο μετά την απόσυρσή τους και την ανάληψη από την Ρωσία εδαφών που προηγουμένως ελέγχονταν από τις YPG, εξακολουθεί να έχει δυνάμεις στην Συρία και πρέπει να συνεχίσει να υποστηρίζει τις προσπάθειες για την ανάπτυξη βιώσιμων διευθετήσεων διακυβέρνησης και ασφάλειας στην χώρα.
Έχοντας επιτρέψει στην Τουρκία να εισβάλει στην Συρία για να εμποδίσει την δημιουργία μιας αυτόνομης κουρδικής οντότητας, ο Trump θα πρέπει να χρησιμοποιήσει την σχέση του με τον Ερντογάν για να ενθαρρύνει την επανάληψη των ειρηνικών συνομιλιών της Τουρκίας με το ΡΚΚ, κάτι που είναι ο μόνος τρόπος επίλυσης τους ευρύτερου κουρδικού ζητήματος.
Το Κογκρέσο μπορεί να διαδραματίσει ακόμη σημαντικότερο ρόλο όταν πρόκειται για την Συρία. Οι νομοθέτες πρέπει να σκεφθούν προσεκτικά τι επιδιώκουν να επιτύχουν με τις κυρώσεις που σχετίζονται με την Συρία πέραν του απλώς να κατσαδιάσουν τον Ερντογάν ή τον Τραμπ.
Ο σκοπός των κυρώσεων θα πρέπει να είναι η αποτροπή μελλοντικής κακής συμπεριφοράς, όχι μόνο η έκφραση οργής για παλαιότερες παραβάσεις.
Είτε αρέσει είτε όχι, η Τουρκία πήγε στην βόρεια Συρία με την ευλογία του Trump.
Το Κογκρέσο θα πρέπει να χρησιμοποιήσει την απειλή μελλοντικών κυρώσεων για να προωθήσει πρακτικούς, εφικτούς στόχους.
Για παράδειγμα, το Κογκρέσο θα μπορούσε να εγκρίνει κυρώσεις που θα τεθούν σε ισχύ εάν η Τουρκία ή οι δυνάμεις που υποστηρίζονται από την Τουρκία διαπράξουν παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εισέλθουν σε κυρίως κουρδικού πληθυσμού πόλεις ή στείλουν δυνάμεις πέρα από την συμφωνημένη «ασφαλή ζώνη» στα σύνορα μεταξύ Συρίας και Τουρκίας.
Η στοχοθέτηση των κυρώσεων με αυτόν τον τρόπο μπορεί να αποφέρει θετικά αποτελέσματα, ενώ η σύνδεσή τους με μαξιμαλιστικούς αλλά ευσεβείς στόχους, όπως η ταχεία απόσυρση της Τουρκίας από την Συρία, όπως απαιτεί η ισχύουσα νομοθεσία, μόνο θα τροφοδοτήσει τον κύκλο των αντιποίνων.
Αντ' αυτού, οι ΗΠΑ μπορούν να προσφέρουν κίνητρα για καλύτερη συμπεριφορά (όπως η ανανέωση της προσφοράς για πώληση Patriots εάν επιλυθεί το αδιέξοδο με τους S-400).
Ταυτόχρονα, θα πρέπει να επιδιώξει να ενισχύσει τις λιγότερο αμφισβητούμενες πτυχές της σχέσης (συμπεριλαμβανομένων των προσπαθειών για την επέκταση του εμπορίου), και να διατηρήσει τα ανθρώπινα δικαιώματα στην διμερή ατζέντα.
Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να ληφθούν αυτά τα μέτρα που στηρίζουν μακροπρόθεσμους δεσμούς.
Οι εθνικοί ηγέτες δεν παραμένουν στην θέση τους αιωνίως. Πράγματι, ύστερα από εκτεταμένες απώλειες για το κόμμα του Ερντογάν στις δημοτικές εκλογές του περασμένου έτους και την πρόσφατη δημιουργία νέων κομμάτων από πρώην συμμάχους του, οι Τούρκοι ξεκίνησαν για πρώτη φορά σε περισσότερο από μια δεκαετία να φαντάζονται ένα μέλλον υπό διαφορετική ηγεσία.
Ο Trump αντιμετωπίζει επίσης εκλογές τον Νοέμβριο, αυξάνοντας την προοπτική νέας ηγεσίας και στις δύο πλευρές, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια νέα αρχή.
Η Τουρκία είναι μια στρατηγικά τοποθετημένη μουσουλμανικής πλειοψηφίας χώρα με τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό στο ΝΑΤΟ.
Όσο έμφορτες και αν είναι οι σχέσεις προς το παρόν, τα συμφέροντα των ΗΠΑ θα υποφέρουν εάν η σχέση μεταξύ των δύο χωρών διαλυθεί εντελώς, ή εάν η Τουρκία γίνει πραγματικός αντίπαλος των Ηνωμένων Πολιτειών.
Οι μόνοι δρώντες που θα επωφεληθούν από μια βαθύτερη ρήξη είναι εκείνοι -συμπεριλαμβανομένων του Ιράν και της Ρωσίας- που θέλουν να απομακρύνουν την Τουρκία από τις Δυτικές δυνάμεις.
Αυτό είναι ένα αποτέλεσμα που οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να επιδιώξουν να αποφύγουν.
Philip H. Gordon (Ανώτερος συνεργάτης για την Εξωτερική Πολιτική των ΗΠΑ στην έδρα Mary και David Boies στο Council on Foreign Relations) και Amanda Sloat (Ανώτερη συνεργάτις στην έδρα Robert Bosch στο ίδρυμα Brookings)
Παρόλο που οι δύο χώρες υπήρξαν σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ εδώ και περίπου 70 χρόνια, η εταιρική σχέση επιδεινώθηκε σταδιακά τα τελευταία χρόνια, καθώς η Ουάσιγκτον διερωτάται εάν μπορεί να βασίζεται στην Τουρκία και η Άγκυρα φοβάται ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τις ανησυχίες της για την ασφάλειά της.
Τους τελευταίους έξι μήνες, όμως, οι σχέσεις έκαναν μια πραγματική βουτιά προς τα κάτω.
Τον Ιούλιο, η Τουρκία αγόρασε προηγμένα ρωσικά συστήματα αεροπορικής άμυνας παρά τις αντιρρήσεις των ΗΠΑ, και τον Οκτώβριο στόχευσε συριακές κουρδικές πολιτοφυλακές που συμμάχησαν με τις Ηνωμένες Πολιτείες στο πλαίσιο μιας εισβολής στην βόρεια Συρία.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες απάντησαν και στις δύο εξελίξεις με αγανάκτηση και μια σειρά τιμωρητικών μέτρων: Η κυβέρνηση του προέδρου των ΗΠΑ, Donald Trump, αρνήθηκε να παραδώσει προηγμένα μαχητικά αεροσκάφη F-35 στην Τουρκία, επέβαλε κυρώσεις σε ανώτερους Τούρκους αξιωματούχους, και αύξησε τους δασμούς στις εξαγωγές χάλυβα της Τουρκίας, ενώ το Κογκρέσο προώθησε μια νομοθεσία που θα μπορούσε επιβάλλει ισχυρές κυρώσεις στην αμυντική βιομηχανία της Τουρκίας, ζήτησε την διερεύνηση των οικονομικών του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, και ψήφισε με συντριπτική πλειοψηφία ψήφισμα -για πρώτη φορά και στα δύο σώματα του Κογκρέσου- αναγνωρίζοντας την σφαγή Αρμενίων το 1915 από την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως γενοκτονία.
Κάποιοι στην Ουάσιγκτον αμφισβητούν τώρα την συνέχιση της συμμετοχής της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, παρόλο που η συμμαχία δεν διαθέτει μηχανισμό για την απομάκρυνση ενός μέλους της.
Η Τουρκία, με την σειρά της, επέμεινε οργισμένα ότι δεν θα υποχωρήσει.
Έχει απειλήσει να αγοράσει ακόμα περισσότερο ρωσικό αμυντικό εξοπλισμό, να προβεί σε αντίποινα εναντίον των αυξήσεων των δασμών των ΗΠΑ και να απελάσει τις δυνάμεις των ΗΠΑ από δύο κρίσιμες στρατιωτικές βάσεις στην Τουρκία.
Η τελευταία αυτή απειλή ώθησε τις Ηνωμένες Πολιτείες να διερευνήσουν τη μετακίνηση στρατηγικών πόρων από την Τουρκία και την επέκταση της αμυντικής συνεργασίας με την Ελλάδα και μερικούς από τους ανταγωνιστές της Τουρκίας στον Κόλπο, όπως η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Λιγότερο από μια δεκαετία πριν, η διοίκηση του προέδρου των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα -στην οποία υπηρετήσαμε- φιλοδοξούσε να οικοδομήσει μια «υποδειγματική εταιρική σχέση» με την Τουρκία.
Υπάρχει υψηλό κόστος για την αντιμετώπιση της Τουρκίας ως αντίπαλο, συμπεριλαμβανομένης της ώθησης της Άγκυρας πιο κοντά στους αντιπάλους των ΗΠΑ όπως το Ιράν και η Ρωσία.
Για να αποφευχθεί ένα τόσο καταστρεπτικό αποτέλεσμα, τόσο η διοίκηση όσο και το Κογκρέσο πρέπει να κατανοήσουν καλύτερα τις ρίζες της σύγκρουσης μεταξύ Τουρκίας και Ηνωμένων Πολιτειών και να αποφύγουν αντιπαραγωγικές ενέργειες που θα οδηγήσουν τις δύο χώρες να απομακρυνθούν περισσότερο μεταξύ τους. Κάποιο επίπεδο έντασης με την Άγκυρα είναι αναπόφευκτο, δεδομένων των σημερινών διαφωνιών, των συσσωρευμένων δυσαρεσκειών και των εθνικιστικών αισθημάτων των πολιτών και των νομοθετών και στις δύο χώρες.
Αλλά οι έξυπνες πολιτικές μπορούν να περιορίσουν τις ζημιές και να διατηρήσουν την δυνατότητα καλύτερων σχέσεων στο μέλλον.
Αυξάνοντας την απόσταση
Αν και οι δύο χώρες έχουν μακρούς καταλόγους παραπόνων, οι δυο πιο άμεσες πηγές έντασης είναι η αγορά ρωσικού στρατιωτικού εξοπλισμού από την Τουρκία και η εισβολή της στην βόρεια Συρία.
Η επιθυμία των ΗΠΑ να τιμωρήσουν την Άγκυρα για αυτές τις ενέργειες είναι ασφαλώς κατανοητή.
Ο Ερντογάν κατηγορούσε συνεχώς την διοίκηση Ομπάμα για παραμέληση των τουρκικών αεροπορικών αμυντικών αναγκών και για την «άρνηση» να πωλήσει πυραύλους Patriot στην Τουρκία, μύθους που τον βοήθησαν να οικοδομήσει εγχώρια στήριξη για την αγορά του ρωσικού συστήματος αεροπορικής άμυνας S-400 και επέτρεψε στον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, να κατηγορεί τον προκάτοχό του για αμέλεια.
Κανένας από τους δυο ισχυρισμούς δεν είναι ακριβής.
Υπό την αιγίδα του ΝΑΤΟ, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους ανέπτυξαν Πάτριοτ -καλύπτοντας το κόστος της ανάπτυξης με δικά τους έξοδα- στα νότια σύνορα της Τουρκίας το 2013, παρόλο που η απειλή των επιθέσεων με πυραύλους από την Συρία ήταν περιορισμένη.
Η Ουάσινγκτον προσφέρθηκε επίσης να πουλήσει τους Πάτριοτ στην Τουρκία με όρους τόσο ευνοϊκούς όσο αυτούς που προσέφερε σε οποιαδήποτε άλλη χώρα, αλλά στην συνέχεια υπαναχώρησε λόγω των απαιτήσεων του Ερντογάν για την τιμολόγηση και τη μεταφορά τεχνολογίας.
Επιπλέον, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι ήταν σαφείς από την αρχή ότι το ρωσικό σύστημα S-400 διαθέτει ένα εξελιγμένο λογάριθμο ραντάρ και τεχνητής νοημοσύνης που με την πάροδο του χρόνου θα μπορούσε να συλλέξει πληροφορίες σχετικά με τα F-35, απειλώντας την αποτελεσματικότητα ενός αεροσκάφους που έχει ήδη κοστίσει στους Αμερικανούς προγραμματιστές του εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια.
Ο ισχυρισμός της Τουρκίας ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ποτέ δεν προειδοποίησαν για αυτή την ασυμβατότητα απλώς δεν είναι αλήθεια.
Το χάσμα μεταξύ Άγκυρας και Ουάσινγκτον για την Συρία είναι ακόμα ευρύτερο.
Έχοντας συνεργαστεί στενά με μια φατρία Σύρων Κούρδων μαχητών εδώ και χρόνια στον αγώνα κατά του Ισλαμικού Κράτους, γνωστού και ως ISIS, πολλοί αξιωματούχοι και στρατιώτες των ΗΠΑ περιέπεσαν σε αγωνία παρακολουθώντας τον Τραμπ να δίνει στον Ερντογάν πράσινο φως για να σαρώσει στην βόρεια Συρία.
Η εισβολή της Τουρκίας έχει μετατρέψει χιλιάδες κατοίκους σε πρόσφυγες, ενίσχυσε περαιτέρω το Ιράν και την Ρωσία στην Συρία και άφησε τους Κούρδους πρώην εταίρους των Ηνωμένων Πολιτειών να μην έχουν άλλη επιλογή παρά να δημιουργήσουν στενότερους δεσμούς με το καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ υπό όρους ευνοϊκούς για το καθεστώς.
Ταυτόχρονα, οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ δεν μπορούν να παριστάνουν ότι δεν κατανοούν τα κίνητρα πίσω από την δράση της Τουρκίας.
Η σφοδρή αντίθεση της Άγκυρας για την υποστήριξη των ΗΠΑ προς τις Μονάδες Λαϊκής Προστασίας (YPG) -την συριακή κουρδική ομάδα που βοήθησε στις μάχες στο μεγαλύτερο τμήμα της εκστρατείας κατά του ISIS στην βόρεια Συρία- ήταν ξεκάθαρη από την αρχή.
Οι σχέσεις των YPG με το Κουρδικό Εργατικό Κόμμα (PKK) στην Τουρκία, που τόσο η Άγκυρα όσο και η Ουάσιγκτον θεωρούν τρομοκρατική οργάνωση, σήμαινε ότι η Τουρκία δεν επρόκειτο ποτέ να σταθεί παθητικά καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες εξόπλιζαν και εκπαίδευαν μια ομάδα την οποία θεωρούσε ως υπαρξιακή απειλή. Αφού δεν κατάφερε να επιτύχει μια συμφωνία με την Άγκυρα για κοινή στρατιωτική δράση στην Συρία το 2014, η Ουάσινγκτον συνεργάστηκε με τις YPG παρά τις κραυγαλέες τουρκικές αντιρρήσεις.
Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι δήλωσαν ότι η συνεργασία με τις YPG θα είναι «προσωρινή, συναλλακτική και τακτική», αλλά η σχέση άρχισε να αναπτύσσει στοιχεία μονιμότητας -ειδικά καθώς οι Ειδικές Δυνάμεις των ΗΠΑ σχημάτισαν δεσμούς με τους Κούρδους ομολόγους τους στα χαρακώματα και οι διπλωμάτες των ΗΠΑ υποστήριξαν τις δραστηριότητες ανασυγκρότησης σε κουρδικές περιοχές της Συρίας.
Παρόλο που υπήρξε μια διπλωματική διαδικασία για να αντιμετωπιστούν οι ανησυχίες ασφαλείας της Άγκυρας, ο Ερντογάν έγινε ανυπόμονος με τον ρυθμό των συνομιλιών και έθεσε το θέμα στον Τραμπ σε ένα τηλεφώνημα τον Οκτώβριο, στο οποίο ο πρόεδρος συγκατατέθηκε στην τουρκική στρατιωτική επέμβαση.
Το κογκρέσο αύξησε την ένταση
Στο σημείο αυτό, εκείνο που έχει απομείνει από την διμερή σχέση στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ασταθή προσωπική σχέση μεταξύ των δύο απρόβλεπτων και λαϊκιστών προέδρων, εκ των οποίων αμφότεροι είναι επιρρεπείς σε συναισθηματικές εκρήξεις και ακανόνιστες διαδικασίες λήψης αποφάσεων.
Ο Τραμπ ταλαντεύτηκε ευρέως μεταξύ του να εκφράζει την συμπάθεια για την θέση της Τουρκίας και τον θαυμασμό του για τον Ερντογάν, και των απειλών να «καταστρέψει και να εξαλείψει» την τουρκική οικονομία και να προειδοποιεί τον Ερντογάν να μην «είναι ανόητος!».
Τελικά, προσπαθώντας να διατηρήσει στενούς δεσμούς με την Άγκυρα, απομακρύνθηκε από τις απόψεις πολλών συμβούλων του και μελών του Κογκρέσου και από τα δύο κόμματα.
Ο Ερντογάν, με την σειρά του, φαίνεται να πιστεύει ότι ο Τραμπ θα προστατεύσει την Τουρκία από την οργή του Κογκρέσου και τις σοβαρές ποινές -όπως έκανε μέχρι στιγμής ο πρόεδρος των ΗΠΑ αρνούμενος την εφαρμογή των κυρώσεων που εντέλλεται το Κογκρέσο και [εκφράζοντας] δημόσια συμπάθεια για τις τουρκικές θέσεις- αλλά αυτό θα μπορούσε να είναι ένας επικίνδυνος λάθος υπολογισμός.
Παρά την συνάντηση της 13ης Νοεμβρίου στον Λευκό Οίκο κατά την διάρκεια της οποίας το Τραμπ και ο Ερντογάν φάνηκαν εγκάρδιοι -και μετά από αυτό ο Τραμπ έλεγε ότι ήταν «μεγάλος θαυμαστής» του Τούρκου προέδρου- οι σχέσεις φαίνεται να επιδεινώνονται περαιτέρω.
Στις 9 και 17 Δεκεμβρίου αντίστοιχα, η Βουλή των Αντιπροσώπων και η Γερουσία ψήφισαν με συντριπτική πλειοψηφία ένα νομοσχέδιο αμυντικής εξουσιοδότησης που κάλεσε την διοίκηση του Trump να επιβάλει κυρώσεις στην Τουρκία βάσει του νόμου του 2017 για την Αντιμετώπιση των Αντιπάλων της Αμερικής μέσω Κυρώσεων (Countering America’s Adversaries Through Sanctions Act, CAATSA), ο οποίος στοχεύει στο να αποτρέπει χώρες από την αγορά αμυντικού εξοπλισμού από την Ρωσία λόγω της παρέμβασής της στις αμερικανικές εκλογές του 2016.
Στις 11 Δεκεμβρίου, η Επιτροπή Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας ψήφισε 18-4 υπέρ μιας ξεχωριστής δέσμης κυρώσεων, παρόμοια με εκείνη που είχε ήδη εγκρίνει η Βουλή για να τιμωρήσει την Άγκυρα για τις ενέργειες στις οποίες προέβη στην Συρία ουσιαστικά με την ευλογία του Trump.
Η Γερουσία θα μπορούσε σύντομα να ψηφίσει το πακέτο κυρώσεων.
Η επιβολή κυρώσεων στην αμυντική βιομηχανία της Τουρκίας θα μπορούσε να παρακινήσει την Άγκυρα να αγοράσει ακόμα περισσότερο ρωσικό αμυντικό εξοπλισμό –ακριβώς το αποτέλεσμα που αποσκοπεί να αποτρέψει τόσο ο CAATSA όσο και η νέα νομοθεσία- πράγμα που με την σειρά του θα οδηγήσει σχεδόν σίγουρα σε πρόσθετες κυρώσεις από τις ΗΠΑ, περαιτέρω αντίποινα από την Τουρκία, και έναν φαύλο κύκλο έντασης και δυσαρέσκειας.
Επιπλέον, οι κυρώσεις που προτείνει το Κογκρέσο δεν θα κάνουν τίποτα για να αντιστρέψουν την παρέμβαση της Τουρκίας στην Συρία ή να σταματήσουν την λειτουργία του πυραυλικού συστήματος S-400. Θα κρατήσουν την Άγκυρα και την Ουάσινγκτον σε διαφωνία, η οποία μπορεί να προκαλέσει μόνο ζημιές στις ΗΠΑ στην περιοχή.
Κρατώντας την Τουρκία στη σωστή πλευρά
Για να βρουν μια καλύτερη πορεία προς τα εμπρός, οι δύο πρόεδροι θα πρέπει να αναθέσουν στους κορυφαίους διπλωμάτες τους να εξερευνήσουν πρακτικές λύσεις μακριά από την λάμψη της πολιτικής.
Ο νέος αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Stephen Biegun, ο πρέσβυς στην Τουρκία, David Satterfield, και ο Ειδικός Αντιπρόσωπος για την Εμπλοκή της Συρίας, James Jeffrey, ένας πρώην πρέσβυς στην Τουρκία, θα μπορούσαν να συνεργαστούν με Τούρκους ομολόγους που επιθυμούν επίσης να διατηρήσουν την σχέση.
Το άνοιγμα ενός τέτοιου διαλόγου δεν αποκλείει σκληρότερες επιλογές.
Η Τουρκία είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα αναπτύξει το σύστημα S-400 και αυτή η ενέργεια θα πρέπει να επιφέρει σταθερή απάντηση των ΗΠΑ.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να εφαρμόσουν τον CAATSA –ο οποίος, στο κάτω-κάτω, είναι ήδη νόμος- αλλά τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, θα μπορούσε να αποφύγει τα σκληρότερα μέτρα της νομοθεσίας, όπως η άρνηση των αδειών εξαγωγής για αμυντικές πωλήσεις.
Η διοίκηση Trump δεν πρέπει να συμβιβαστεί στο ζήτημα του ασυμβίβαστου με το F-35: Εάν η Τουρκία αναπτύξει το σύστημα και καταστήσει το ραντάρ του πλήρως λειτουργικό, θα πρέπει να παραμείνει αποκλεισμένη από το πρόγραμμα των F-35.
Ακόμα και σε αυτό το σενάριο, όμως, η Ουάσινγκτον πρέπει να εργαστεί για να απομονώσει την ζημιά με το να προσπαθήσει να διατηρήσει την ευρύτερη αμυντική σχέση και να διασφαλίσει ότι η Τουρκία θα παραιτηθεί από άλλες σημαντικές αμυντικές αγορές από την Ρωσία.
Πρέπει να συνεχιστούν ξεχωριστές συζητήσεις με την Άγκυρα για το μέλλον της Συρίας. Αν και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν χάσει σημαντική επιρροή στο πεδίο μετά την απόσυρσή τους και την ανάληψη από την Ρωσία εδαφών που προηγουμένως ελέγχονταν από τις YPG, εξακολουθεί να έχει δυνάμεις στην Συρία και πρέπει να συνεχίσει να υποστηρίζει τις προσπάθειες για την ανάπτυξη βιώσιμων διευθετήσεων διακυβέρνησης και ασφάλειας στην χώρα.
Έχοντας επιτρέψει στην Τουρκία να εισβάλει στην Συρία για να εμποδίσει την δημιουργία μιας αυτόνομης κουρδικής οντότητας, ο Trump θα πρέπει να χρησιμοποιήσει την σχέση του με τον Ερντογάν για να ενθαρρύνει την επανάληψη των ειρηνικών συνομιλιών της Τουρκίας με το ΡΚΚ, κάτι που είναι ο μόνος τρόπος επίλυσης τους ευρύτερου κουρδικού ζητήματος.
Το Κογκρέσο μπορεί να διαδραματίσει ακόμη σημαντικότερο ρόλο όταν πρόκειται για την Συρία. Οι νομοθέτες πρέπει να σκεφθούν προσεκτικά τι επιδιώκουν να επιτύχουν με τις κυρώσεις που σχετίζονται με την Συρία πέραν του απλώς να κατσαδιάσουν τον Ερντογάν ή τον Τραμπ.
Ο σκοπός των κυρώσεων θα πρέπει να είναι η αποτροπή μελλοντικής κακής συμπεριφοράς, όχι μόνο η έκφραση οργής για παλαιότερες παραβάσεις.
Είτε αρέσει είτε όχι, η Τουρκία πήγε στην βόρεια Συρία με την ευλογία του Trump.
Το Κογκρέσο θα πρέπει να χρησιμοποιήσει την απειλή μελλοντικών κυρώσεων για να προωθήσει πρακτικούς, εφικτούς στόχους.
Για παράδειγμα, το Κογκρέσο θα μπορούσε να εγκρίνει κυρώσεις που θα τεθούν σε ισχύ εάν η Τουρκία ή οι δυνάμεις που υποστηρίζονται από την Τουρκία διαπράξουν παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εισέλθουν σε κυρίως κουρδικού πληθυσμού πόλεις ή στείλουν δυνάμεις πέρα από την συμφωνημένη «ασφαλή ζώνη» στα σύνορα μεταξύ Συρίας και Τουρκίας.
Η στοχοθέτηση των κυρώσεων με αυτόν τον τρόπο μπορεί να αποφέρει θετικά αποτελέσματα, ενώ η σύνδεσή τους με μαξιμαλιστικούς αλλά ευσεβείς στόχους, όπως η ταχεία απόσυρση της Τουρκίας από την Συρία, όπως απαιτεί η ισχύουσα νομοθεσία, μόνο θα τροφοδοτήσει τον κύκλο των αντιποίνων.
Αντ' αυτού, οι ΗΠΑ μπορούν να προσφέρουν κίνητρα για καλύτερη συμπεριφορά (όπως η ανανέωση της προσφοράς για πώληση Patriots εάν επιλυθεί το αδιέξοδο με τους S-400).
Ταυτόχρονα, θα πρέπει να επιδιώξει να ενισχύσει τις λιγότερο αμφισβητούμενες πτυχές της σχέσης (συμπεριλαμβανομένων των προσπαθειών για την επέκταση του εμπορίου), και να διατηρήσει τα ανθρώπινα δικαιώματα στην διμερή ατζέντα.
Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να ληφθούν αυτά τα μέτρα που στηρίζουν μακροπρόθεσμους δεσμούς.
Οι εθνικοί ηγέτες δεν παραμένουν στην θέση τους αιωνίως. Πράγματι, ύστερα από εκτεταμένες απώλειες για το κόμμα του Ερντογάν στις δημοτικές εκλογές του περασμένου έτους και την πρόσφατη δημιουργία νέων κομμάτων από πρώην συμμάχους του, οι Τούρκοι ξεκίνησαν για πρώτη φορά σε περισσότερο από μια δεκαετία να φαντάζονται ένα μέλλον υπό διαφορετική ηγεσία.
Ο Trump αντιμετωπίζει επίσης εκλογές τον Νοέμβριο, αυξάνοντας την προοπτική νέας ηγεσίας και στις δύο πλευρές, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια νέα αρχή.
Η Τουρκία είναι μια στρατηγικά τοποθετημένη μουσουλμανικής πλειοψηφίας χώρα με τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό στο ΝΑΤΟ.
Όσο έμφορτες και αν είναι οι σχέσεις προς το παρόν, τα συμφέροντα των ΗΠΑ θα υποφέρουν εάν η σχέση μεταξύ των δύο χωρών διαλυθεί εντελώς, ή εάν η Τουρκία γίνει πραγματικός αντίπαλος των Ηνωμένων Πολιτειών.
Οι μόνοι δρώντες που θα επωφεληθούν από μια βαθύτερη ρήξη είναι εκείνοι -συμπεριλαμβανομένων του Ιράν και της Ρωσίας- που θέλουν να απομακρύνουν την Τουρκία από τις Δυτικές δυνάμεις.
Αυτό είναι ένα αποτέλεσμα που οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να επιδιώξουν να αποφύγουν.
Philip H. Gordon (Ανώτερος συνεργάτης για την Εξωτερική Πολιτική των ΗΠΑ στην έδρα Mary και David Boies στο Council on Foreign Relations) και Amanda Sloat (Ανώτερη συνεργάτις στην έδρα Robert Bosch στο ίδρυμα Brookings)
www.bankingnews.gr
www.worldenergynews.gr