Τα χειρότερα πέρασαν, αλλά η ανάκαμψη είναι αναιμική, η παραγωγικότητα και η αύξηση του εισοδήματος των νοικοκυριών παραμένουν υποτονικές
«Η Ελλάδα κατάφερε τελικά να διορθώσει τις μακροοικονομικές ανισορροπίες που προκάλεσαν την κρίση» τονίζει ο Νίκος Καραμούζης, πρώην πρόεδρος της Eurobank και νυν πρόεδρος της .
Σε άρθρο του στην Καθημερινή ο κ. Καραμούζης υπογραμμίζει πως η οικονομία ύστερα από τρία προγράμματα προσαρμογής, 288 δισ ευρώ επίσημη οικονομική βοήθεια και 160 δις ευρώ στήριξη ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών από την ΕΚΤ, σταδιακά ανακάμπτει».
«Η δημοσιονομικής σταθερότητα αποκαταστάθηκε, τα επιτόκια μειώνονται, οι οικονομικοί δείκτες, το εξωτερικό ισοζύγιο πληρωμών, το οικονομικό και επιχειρηματικό κλίμα και οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες στις αγορές βελτιώνονται».
Ο πρώην πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών σημειώνει ότι «τα χειρότερα πέρασαν, αλλά η ανάκαμψη είναι αναιμική, η παραγωγικότητα και η αύξηση του εισοδήματος των νοικοκυριών παραμένουν υποτονικές, η ανεργία, ενώ μειώνεται, παραμένει στο 18% (το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρωζώνη), και η φτώχεια βρίσκεται σε μη αποδεκτά επίπεδα. Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (ΝΡΕs) στον τραπεζικό τομέα, ύψους 82 δισ. ευρώ (43% των συνολικών δανείων), εξακολουθούν να αποτελούν βραχνά για την οικονομία και τις τράπεζες, ενώ οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων δεν έχουν αρθεί πλήρως και τα τραπεζικά επιτόκια δανεισμού εξακολουθούν να είναι τα υψηλότερα στην Ευρωζώνη. Επιπλέον, η πρόσβαση στις διεθνείς αγορές δεν είναι ακόμα απρόσκοπτη και με ανταγωνιστικά επιτόκια, ενώ η υπερφορολόγηση, το υψηλό κόστος ενέργειας και η υπερχρέωση των νοικοκυριών συμπιέζουν την καταναλωτική δαπάνη».
Όπως υποστηρίζει «αναγκαία προϋπόθεση για να εδραιωθεί η ανάκαμψη είναι να κατορθώσει η Ελλάδα να ακολουθήσει ταχύτερη και διατηρήσιμη αναπτυξιακή τροχιά - άνω του 3% ετησίως κατά τα προσεχή έτη.
Ας μην έχουμε αυταπάτες: ο στόχος αυτός είναι δύσκολος και απαιτούνται βαθιές μεταρρυθμίσεις στην οικονομία και το δημόσιο τομέα και τολμηρές πρωτοβουλίες οικονομικής πολιτικής, άρα ισχυρή πολιτική βούληση και ιδιοκτησία της μεταρρυθμιστικής διαδικασίας».
«Δυστυχώς, το διεθνές περιβάλλον σε συνδυασμό με τους μακροχρόνιους παράγοντες καθορισμού των ρυθμών ανάπτυξης διαμορφώνονται δυσμενώς για την Ελλάδα.
Ήτοι, συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού, απαξιωμένο κεφαλαιουχικό απόθεμα και υποτονική αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής.
Δεδομένων όλων αυτών, πρέπει να πυροδοτήσουμε ένα άνευ προηγουμένου αναπτυξιακό, επενδυτικό και εξαγωγικό σοκ, ένα ενάρετο κύκλο ισχυρής ανάπτυξης, απασχόλησης, ευκαιριών και προοπτικής για την πλειοψηφία των πολιτών».
Οπως τονίζει, οι εξαγωγές έχουν βελτιωθεί σημαντικά, κοντά στο 35% του ΑΕΠ, αλλά υπολείπονται σημαντικά ακόμα του μέσου όρου της Ευρωζώνης και οι ξένες επενδύσεις, παρά τη βελτίωση, κοντά στο 2% του ΑΕΠ τα τελευταία χρόνια, πρέπει να προσεγγίσουν το 5% του ΑΕΠ ετησίως για να κάνουν τη μετρήσιμη διαφορά.
Ωστόσο, η μεγάλη πρόκληση είναι η κατάρρευση των ιδιωτικών επενδύσεων, που έπεσαν στο 1/3 των προ κρίσης επιπέδων, ενώ ως ποσοστό τους κυμαίνονται σήμερα γύρω στο 12% του ΑΕΠ, πολύ κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (γύρω στο 20%) και τα ιστορικά επίπεδα της Ελλάδας. Η νέα αναπτυξιακή εποχή θα έλθει μόνο με τη θεαματική ανάκαμψη των ιδιωτικών, ξένων και δημοσίων επενδύσεων.
Η Ελλάδα χρειάζεται επίσης επειγόντως νέο μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής
Κατά τον Ν. Καραμούζη «ένα πρώτο αποφασιστικό βήμα είναι η εμπροσθοβαρής επίλυση των προβλημάτων στον τραπεζικό τομέα.
Η ανάπτυξη χωρίς απρόσκοπτη τραπεζική χρηματοδότηση και ανταγωνιστικά επιτόκια θα παραμείνει αναιμική.
Παρά την πρόοδο που έχει συντελεστεί, ως τα επόμενα stress tests του Α’ εξαμήνου του 2020 απαιτείται ταχύτατη μείωση των NPEs, αποκατάσταση θετικής πιστωτικής επέκτασης, άρση όλων των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, πλήρης αποκατάσταση της πρόσβασης των τραπεζών στις διεθνείς αγορές, ολοκλήρωση του ρόλου του ΤΧΣ με πλήρη ιδιωτικοποίηση των τραπεζών και βελτίωση της κουλτούρας των πληρωμών.
Για να επιταχυνθεί η μείωση των NPEs χωρίς αναταράξεις, είναι καλοδεχούμενος ένας κρατικός μηχανισμός (APS) με εγγυήσεις, ως συμπλήρωμα και όχι υποκατάστατο των λύσεων που θα βασίζονται στην αγορά».
Παράλληλα, υποστηρίζει ότι «η Ελλάδα χρειάζεται επίσης επειγόντως νέο μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής.
Οι υπερβολικά υψηλοί φορολογικοί συντελεστές μειώνουν τα κίνητρα για εργασία, αποταμίευση και επενδύσεις, ενθαρρύνοντας τη φοροδιαφυγή και τη μεταφορά των δραστηριοτήτων, αλλά και των ανθρώπων, στο εξωτερικό».
Οι χαμηλότεροι φορολογικοί συντελεστές και η αναγκαία μείωση των ασφαλιστικών εισφορών πρέπει να συνδεθούν με μετρήσιμες αντισταθμιστικές δημοσιονομικές πρωτοβουλίες, συμπεριλαμβανομένου του εξορθολογισμού των δημόσιων δαπανών, των ιδιωτικοποιήσεων, της διεύρυνσης της φορολογικής βάσης, της συρρίκνωσης των αναποτελεσματικών δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών, της εξωτερικής ανάθεσης ορισμένων δημόσιων υπηρεσιών και της αποτελεσματικής καταπολέμησης της φοροδιαφυγής. Ένα πρώτο βήμα, μπορεί να είναι η καθιέρωση υποχρεωτικών ηλεκτρονικών πληρωμών για όλες τις νομισματικές συναλλαγές των εταιρειών, καταργώντας κατ’ ουσίαν τις πληρωμές σε μετρητά.
Η ταχύτερη ανάπτυξη θα οδηγήσει στη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους
Ο ίδιος εκτιμά ότι «η ταχύτερη ανάπτυξη είναι ο καλύτερος δρόμος προς τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους και τη δημοσιονομική σταθερότητα.
Η σημερινή υποχρέωση για επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022 και 2,2% κατά μέσο όρο έως το 2060 αποτελεί σημαντικό εμπόδιο.
Η δέσμευση αυτή πρέπει να μειωθεί στο 1,75% του ΑΕΠ ετησίως, υπό δύο προϋποθέσεις: να εφαρμοσθούν πρώτα μετρήσιμες, εμπροσθοβαρείς, φιλοαναπτυξιακές μεταρρυθμίσεις και ο δημοσιονομικός “χώρος” που θα δημιουργηθεί από τους χαμηλότερους στόχους να χρησιμοποιηθεί για την επιτάχυνση των δημόσιων επενδύσεων ή / και τη μείωση φόρων και εισφορών με τον πιο φιλοαναπτυξιακό τρόπο».
Όπως γράφει «επιπροσθέτως, πρέπει να προχωρήσουμε στην καθιέρωση πλέγματος μεσοπρόθεσμων φορολογικών και άλλων κινήτρων που θα ενθαρρύνουν τις επιχειρήσεις να μοιράζουν το μέρισμα της επιτυχίας τους και στους εργαζόμενους (π.χ. ιδιωτικά συνταξιοδοτικά προγράμματα, ασφάλειες ζωής, νοσοκομειακή κάλυψη, πρόνοιες για εργαζόμενες μητέρες, μακροχρόνιες μεταβλητές αμοιβές).
Όλα αυτά δηλαδή που ορίζουν έναν ιδιωτικό κοινωνικό μισθό και που συμβάλλουν καθοριστικά στην κοινωνική συνοχή».
Και συνεχίζει λέγοντας:
Οι φιλοαναπτυξιακές μεταρρυθμίσεις πρέπει να στοχεύσουν στην αναδιάρθρωση της προβληματικής δημόσιας διοίκησης, στην αντιμετώπιση της αναποτελεσματικότητας απονομής της δικαιοσύνης, στην αποκατάσταση της πλήρους βιωσιμότητας του συνταξιοδοτικού συστήματος με ενίσχυση των κεφαλαιοποιητικών χαρακτηριστικών του, στην ενίσχυση του ανταγωνισμού και της ευελιξίας των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών και στη μείωση του διοικητικού βάρους στο επιχειρείν.
Καθοριστικής σημασίας ο τομέας της ενέργειας
Οι δημόσιες επενδύσεις θα πρέπει να επικεντρωθούν στα δίκτυα μεταφοράς και διανομής ενέργειας, στις γενικές και κοινωνικές υποδομές, στην ψηφιακή αναβάθμιση, στις μεταφορές και στις τηλεπικοινωνίες, κυρίως μέσω της επιτάχυνσης των συμπράξεων δημοσίου και ιδιωτικού τομέα.
Ο τομέας της ενέργειας θα αποτελέσει τη μεγαλύτερη πρόκληση για την ελληνική κυβέρνηση.
Τα σοβαρά προβλήματα της ΔΕΗ, οι καθυστερήσεις στις ιδιωτικοποιήσεις και οι υποχρεώσεις που έχουν αναληφθεί έναντι των πιστωτών, τα αντιτιθέμενα επιχειρηματικά συμφέροντα και η σύγκρουση παραγωγών και καταναλωτών ενέργειας, απαιτούν τη διαμόρφωση ολοκληρωμένου σχεδίου.
Η Ελλάδα πρέπει επίσης να επιταχύνει τις προσπάθειές της για να ανοίξει την ενεργειακή της αγορά στον ανταγωνισμό και τις εναλλακτικές πηγές ενέργειας.
Ο κύριος στόχος πρέπει να είναι η μείωση του υψηλού τελικού κόστους ενέργειας που αντιμετωπίζουν κυρίως οι Έλληνες παραγωγοί, μεταξύ άλλων λόγω των μη συνδεόμενων με την ενέργεια επιβαρύνσεων του τιμολογίου.
Η χώρα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει ένα ακόμα σημαντικό εμπόδιο για την ανάπτυξη: τη δραματική συρρίκνωση των εγχώριων αποταμιεύσεων και των επενδύσεων.
Για να καλυφθεί αυτό το κενό, πρέπει να διαμ0ορφωθεί ελκυστικό πλαίσιο για την προσέλκυση επενδύσεων και μαζική εισροή κεφαλαίων, συμπεριλαμβανομένου του επαναπατρισμού ελληνικών χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων από το εξωτερικό.
Πρέπει να επιταχυνθούν οι ιδιωτικοποιήσεις και η εμπορική αξιοποίηση μεγάλων δημόσιων εκτάσεων και ακινήτων, με προ-εγκεκριμένες χρήσεις γης και αδειοδοτήσεις, έχοντας άρει κάθε γραφειοκρατικό εμπόδιο.
Για παράδειγμα, ένα ελκυστικό πλαίσιο μπορεί να μετατρέψει τον Πειραιά σε σημαντικό διεθνές κέντρο ναυτιλίας και υπηρεσιών εφοδιαστικής αλυσίδας.
Όλοι οι πόροι από τα διαρθρωτικά ταμεία της Ε.Ε. (24 δισ. ευρώ διαθέσιμα για την Ελλάδα) θα πρέπει να κατευθυνθούν στην ενίσχυση των εξαγωγών, της επιχειρηματικότητας και των επενδύσεων, κυρίως εταιριών μεσαίας και μικρής κεφαλαιοποίησης.
Οι μισθολογικές αυξήσεις στον ιδιωτικό τομέα πρέπει να συνδέονται με τις βελτιώσεις της παραγωγικότητας, έτσι ώστε να διατηρηθούν τα κέρδη στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Οι συγχωνεύσεις εταιρειών πρέπει να ενθαρρυνθούν για να ενισχυθούν οι εξαγωγικές δυνατότητες της οικονομίας
Σύμφωνα πάντα με τον γνωστό τραπεζίτη «για να ξεπεραστεί ο διαχρονικός σκεπτικισμός των αγορών, τα παραπάνω πρέπει να συνδυαστούν με συνταγματικές αλλαγές που να αποσκοπούν στη διασφάλιση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, στην εισαγωγή ιδιωτικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, στην ανεξάρτητη εκλογή διοικήσεων εποπτικών και ρυθμιστικών αρχών και στην εδραίωση της δέσμευσης στην οικονομία της αγοράς».
Και ο κ. Καραμούζης καταλήγει λέγοντας οτι το σχέδιο δράσης για την επίτευξη γρήγορης και βιώσιμης ανάπτυξης είναι δύσκολο αλλά εφικτό.
Οι επόμενοι μήνες θα καθορίσουν εάν η ηγεσία της χώρας είναι έτοιμη να ανταποκριθεί στην πρόκληση.
www.bankingnews.gr
www.worldenergynews.gr
Σε άρθρο του στην Καθημερινή ο κ. Καραμούζης υπογραμμίζει πως η οικονομία ύστερα από τρία προγράμματα προσαρμογής, 288 δισ ευρώ επίσημη οικονομική βοήθεια και 160 δις ευρώ στήριξη ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών από την ΕΚΤ, σταδιακά ανακάμπτει».
«Η δημοσιονομικής σταθερότητα αποκαταστάθηκε, τα επιτόκια μειώνονται, οι οικονομικοί δείκτες, το εξωτερικό ισοζύγιο πληρωμών, το οικονομικό και επιχειρηματικό κλίμα και οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες στις αγορές βελτιώνονται».
Ο πρώην πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών σημειώνει ότι «τα χειρότερα πέρασαν, αλλά η ανάκαμψη είναι αναιμική, η παραγωγικότητα και η αύξηση του εισοδήματος των νοικοκυριών παραμένουν υποτονικές, η ανεργία, ενώ μειώνεται, παραμένει στο 18% (το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρωζώνη), και η φτώχεια βρίσκεται σε μη αποδεκτά επίπεδα. Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (ΝΡΕs) στον τραπεζικό τομέα, ύψους 82 δισ. ευρώ (43% των συνολικών δανείων), εξακολουθούν να αποτελούν βραχνά για την οικονομία και τις τράπεζες, ενώ οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων δεν έχουν αρθεί πλήρως και τα τραπεζικά επιτόκια δανεισμού εξακολουθούν να είναι τα υψηλότερα στην Ευρωζώνη. Επιπλέον, η πρόσβαση στις διεθνείς αγορές δεν είναι ακόμα απρόσκοπτη και με ανταγωνιστικά επιτόκια, ενώ η υπερφορολόγηση, το υψηλό κόστος ενέργειας και η υπερχρέωση των νοικοκυριών συμπιέζουν την καταναλωτική δαπάνη».
Όπως υποστηρίζει «αναγκαία προϋπόθεση για να εδραιωθεί η ανάκαμψη είναι να κατορθώσει η Ελλάδα να ακολουθήσει ταχύτερη και διατηρήσιμη αναπτυξιακή τροχιά - άνω του 3% ετησίως κατά τα προσεχή έτη.
Ας μην έχουμε αυταπάτες: ο στόχος αυτός είναι δύσκολος και απαιτούνται βαθιές μεταρρυθμίσεις στην οικονομία και το δημόσιο τομέα και τολμηρές πρωτοβουλίες οικονομικής πολιτικής, άρα ισχυρή πολιτική βούληση και ιδιοκτησία της μεταρρυθμιστικής διαδικασίας».
«Δυστυχώς, το διεθνές περιβάλλον σε συνδυασμό με τους μακροχρόνιους παράγοντες καθορισμού των ρυθμών ανάπτυξης διαμορφώνονται δυσμενώς για την Ελλάδα.
Ήτοι, συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού, απαξιωμένο κεφαλαιουχικό απόθεμα και υποτονική αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής.
Δεδομένων όλων αυτών, πρέπει να πυροδοτήσουμε ένα άνευ προηγουμένου αναπτυξιακό, επενδυτικό και εξαγωγικό σοκ, ένα ενάρετο κύκλο ισχυρής ανάπτυξης, απασχόλησης, ευκαιριών και προοπτικής για την πλειοψηφία των πολιτών».
Οπως τονίζει, οι εξαγωγές έχουν βελτιωθεί σημαντικά, κοντά στο 35% του ΑΕΠ, αλλά υπολείπονται σημαντικά ακόμα του μέσου όρου της Ευρωζώνης και οι ξένες επενδύσεις, παρά τη βελτίωση, κοντά στο 2% του ΑΕΠ τα τελευταία χρόνια, πρέπει να προσεγγίσουν το 5% του ΑΕΠ ετησίως για να κάνουν τη μετρήσιμη διαφορά.
Ωστόσο, η μεγάλη πρόκληση είναι η κατάρρευση των ιδιωτικών επενδύσεων, που έπεσαν στο 1/3 των προ κρίσης επιπέδων, ενώ ως ποσοστό τους κυμαίνονται σήμερα γύρω στο 12% του ΑΕΠ, πολύ κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (γύρω στο 20%) και τα ιστορικά επίπεδα της Ελλάδας. Η νέα αναπτυξιακή εποχή θα έλθει μόνο με τη θεαματική ανάκαμψη των ιδιωτικών, ξένων και δημοσίων επενδύσεων.
Η Ελλάδα χρειάζεται επίσης επειγόντως νέο μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής
Κατά τον Ν. Καραμούζη «ένα πρώτο αποφασιστικό βήμα είναι η εμπροσθοβαρής επίλυση των προβλημάτων στον τραπεζικό τομέα.
Η ανάπτυξη χωρίς απρόσκοπτη τραπεζική χρηματοδότηση και ανταγωνιστικά επιτόκια θα παραμείνει αναιμική.
Παρά την πρόοδο που έχει συντελεστεί, ως τα επόμενα stress tests του Α’ εξαμήνου του 2020 απαιτείται ταχύτατη μείωση των NPEs, αποκατάσταση θετικής πιστωτικής επέκτασης, άρση όλων των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, πλήρης αποκατάσταση της πρόσβασης των τραπεζών στις διεθνείς αγορές, ολοκλήρωση του ρόλου του ΤΧΣ με πλήρη ιδιωτικοποίηση των τραπεζών και βελτίωση της κουλτούρας των πληρωμών.
Για να επιταχυνθεί η μείωση των NPEs χωρίς αναταράξεις, είναι καλοδεχούμενος ένας κρατικός μηχανισμός (APS) με εγγυήσεις, ως συμπλήρωμα και όχι υποκατάστατο των λύσεων που θα βασίζονται στην αγορά».
Παράλληλα, υποστηρίζει ότι «η Ελλάδα χρειάζεται επίσης επειγόντως νέο μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής.
Οι υπερβολικά υψηλοί φορολογικοί συντελεστές μειώνουν τα κίνητρα για εργασία, αποταμίευση και επενδύσεις, ενθαρρύνοντας τη φοροδιαφυγή και τη μεταφορά των δραστηριοτήτων, αλλά και των ανθρώπων, στο εξωτερικό».
Οι χαμηλότεροι φορολογικοί συντελεστές και η αναγκαία μείωση των ασφαλιστικών εισφορών πρέπει να συνδεθούν με μετρήσιμες αντισταθμιστικές δημοσιονομικές πρωτοβουλίες, συμπεριλαμβανομένου του εξορθολογισμού των δημόσιων δαπανών, των ιδιωτικοποιήσεων, της διεύρυνσης της φορολογικής βάσης, της συρρίκνωσης των αναποτελεσματικών δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών, της εξωτερικής ανάθεσης ορισμένων δημόσιων υπηρεσιών και της αποτελεσματικής καταπολέμησης της φοροδιαφυγής. Ένα πρώτο βήμα, μπορεί να είναι η καθιέρωση υποχρεωτικών ηλεκτρονικών πληρωμών για όλες τις νομισματικές συναλλαγές των εταιρειών, καταργώντας κατ’ ουσίαν τις πληρωμές σε μετρητά.
Η ταχύτερη ανάπτυξη θα οδηγήσει στη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους
Ο ίδιος εκτιμά ότι «η ταχύτερη ανάπτυξη είναι ο καλύτερος δρόμος προς τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους και τη δημοσιονομική σταθερότητα.
Η σημερινή υποχρέωση για επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022 και 2,2% κατά μέσο όρο έως το 2060 αποτελεί σημαντικό εμπόδιο.
Η δέσμευση αυτή πρέπει να μειωθεί στο 1,75% του ΑΕΠ ετησίως, υπό δύο προϋποθέσεις: να εφαρμοσθούν πρώτα μετρήσιμες, εμπροσθοβαρείς, φιλοαναπτυξιακές μεταρρυθμίσεις και ο δημοσιονομικός “χώρος” που θα δημιουργηθεί από τους χαμηλότερους στόχους να χρησιμοποιηθεί για την επιτάχυνση των δημόσιων επενδύσεων ή / και τη μείωση φόρων και εισφορών με τον πιο φιλοαναπτυξιακό τρόπο».
Όπως γράφει «επιπροσθέτως, πρέπει να προχωρήσουμε στην καθιέρωση πλέγματος μεσοπρόθεσμων φορολογικών και άλλων κινήτρων που θα ενθαρρύνουν τις επιχειρήσεις να μοιράζουν το μέρισμα της επιτυχίας τους και στους εργαζόμενους (π.χ. ιδιωτικά συνταξιοδοτικά προγράμματα, ασφάλειες ζωής, νοσοκομειακή κάλυψη, πρόνοιες για εργαζόμενες μητέρες, μακροχρόνιες μεταβλητές αμοιβές).
Όλα αυτά δηλαδή που ορίζουν έναν ιδιωτικό κοινωνικό μισθό και που συμβάλλουν καθοριστικά στην κοινωνική συνοχή».
Και συνεχίζει λέγοντας:
Οι φιλοαναπτυξιακές μεταρρυθμίσεις πρέπει να στοχεύσουν στην αναδιάρθρωση της προβληματικής δημόσιας διοίκησης, στην αντιμετώπιση της αναποτελεσματικότητας απονομής της δικαιοσύνης, στην αποκατάσταση της πλήρους βιωσιμότητας του συνταξιοδοτικού συστήματος με ενίσχυση των κεφαλαιοποιητικών χαρακτηριστικών του, στην ενίσχυση του ανταγωνισμού και της ευελιξίας των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών και στη μείωση του διοικητικού βάρους στο επιχειρείν.
Καθοριστικής σημασίας ο τομέας της ενέργειας
Οι δημόσιες επενδύσεις θα πρέπει να επικεντρωθούν στα δίκτυα μεταφοράς και διανομής ενέργειας, στις γενικές και κοινωνικές υποδομές, στην ψηφιακή αναβάθμιση, στις μεταφορές και στις τηλεπικοινωνίες, κυρίως μέσω της επιτάχυνσης των συμπράξεων δημοσίου και ιδιωτικού τομέα.
Ο τομέας της ενέργειας θα αποτελέσει τη μεγαλύτερη πρόκληση για την ελληνική κυβέρνηση.
Τα σοβαρά προβλήματα της ΔΕΗ, οι καθυστερήσεις στις ιδιωτικοποιήσεις και οι υποχρεώσεις που έχουν αναληφθεί έναντι των πιστωτών, τα αντιτιθέμενα επιχειρηματικά συμφέροντα και η σύγκρουση παραγωγών και καταναλωτών ενέργειας, απαιτούν τη διαμόρφωση ολοκληρωμένου σχεδίου.
Η Ελλάδα πρέπει επίσης να επιταχύνει τις προσπάθειές της για να ανοίξει την ενεργειακή της αγορά στον ανταγωνισμό και τις εναλλακτικές πηγές ενέργειας.
Ο κύριος στόχος πρέπει να είναι η μείωση του υψηλού τελικού κόστους ενέργειας που αντιμετωπίζουν κυρίως οι Έλληνες παραγωγοί, μεταξύ άλλων λόγω των μη συνδεόμενων με την ενέργεια επιβαρύνσεων του τιμολογίου.
Η χώρα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει ένα ακόμα σημαντικό εμπόδιο για την ανάπτυξη: τη δραματική συρρίκνωση των εγχώριων αποταμιεύσεων και των επενδύσεων.
Για να καλυφθεί αυτό το κενό, πρέπει να διαμ0ορφωθεί ελκυστικό πλαίσιο για την προσέλκυση επενδύσεων και μαζική εισροή κεφαλαίων, συμπεριλαμβανομένου του επαναπατρισμού ελληνικών χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων από το εξωτερικό.
Πρέπει να επιταχυνθούν οι ιδιωτικοποιήσεις και η εμπορική αξιοποίηση μεγάλων δημόσιων εκτάσεων και ακινήτων, με προ-εγκεκριμένες χρήσεις γης και αδειοδοτήσεις, έχοντας άρει κάθε γραφειοκρατικό εμπόδιο.
Για παράδειγμα, ένα ελκυστικό πλαίσιο μπορεί να μετατρέψει τον Πειραιά σε σημαντικό διεθνές κέντρο ναυτιλίας και υπηρεσιών εφοδιαστικής αλυσίδας.
Όλοι οι πόροι από τα διαρθρωτικά ταμεία της Ε.Ε. (24 δισ. ευρώ διαθέσιμα για την Ελλάδα) θα πρέπει να κατευθυνθούν στην ενίσχυση των εξαγωγών, της επιχειρηματικότητας και των επενδύσεων, κυρίως εταιριών μεσαίας και μικρής κεφαλαιοποίησης.
Οι μισθολογικές αυξήσεις στον ιδιωτικό τομέα πρέπει να συνδέονται με τις βελτιώσεις της παραγωγικότητας, έτσι ώστε να διατηρηθούν τα κέρδη στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Οι συγχωνεύσεις εταιρειών πρέπει να ενθαρρυνθούν για να ενισχυθούν οι εξαγωγικές δυνατότητες της οικονομίας
Σύμφωνα πάντα με τον γνωστό τραπεζίτη «για να ξεπεραστεί ο διαχρονικός σκεπτικισμός των αγορών, τα παραπάνω πρέπει να συνδυαστούν με συνταγματικές αλλαγές που να αποσκοπούν στη διασφάλιση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, στην εισαγωγή ιδιωτικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, στην ανεξάρτητη εκλογή διοικήσεων εποπτικών και ρυθμιστικών αρχών και στην εδραίωση της δέσμευσης στην οικονομία της αγοράς».
Και ο κ. Καραμούζης καταλήγει λέγοντας οτι το σχέδιο δράσης για την επίτευξη γρήγορης και βιώσιμης ανάπτυξης είναι δύσκολο αλλά εφικτό.
Οι επόμενοι μήνες θα καθορίσουν εάν η ηγεσία της χώρας είναι έτοιμη να ανταποκριθεί στην πρόκληση.
www.bankingnews.gr
www.worldenergynews.gr