Άρθρο του βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας, Κωστή Χατζηδάκη
Η χαοτική κατάσταση που επικρατεί στην Βρετανία με επίκεντρο το Brexit αποτελεί μια μικρογραφία των δυναμικών που έχουν δημιουργηθεί στην Ευρώπη σήμερα.
Δυναμικών που είναι αποτέλεσμα των πολλαπλών κρίσεων που βιώνει η ήπειρος, αλλά και των λανθασμένων χειρισμών τόσο των Βρυξελλών, όσο και των εθνικών κυβερνήσεων.
Δυναμικών που έχουν οδηγήσει στην άνοδο των λαϊκιστών σε όλη την Ευρώπη, δίνοντάς τους την δυνατότητα να επηρεάζουν τις εξελίξεις.
Δυναμικών που απειλούν ευθέως το μέλλον του ευρωπαϊκού εγχειρήματος.
Τι είδαμε στην Βρετανία;
Είδαμε τον θυμό που δημιουργεί η μαζική απώλεια των θέσεων εργασίας που μεταφέρθηκαν σε χώρες με φθηνό εργατικό δυναμικό. Παράλληλα, είδαμε έντονες μεταναστευτικές ροές για τις οποίες δεν υπήρχε η κατάλληλη προετοιμασία, οι οποίες σε συνδυασμό με την άνοδο του ισλαμικού εξτρεμισμού, δημιούργησαν φόβο στις κοινωνίες.
Τέτοιες ραγδαίες αλλαγές είναι φυσικό να γεννήσουν ανασφάλεια για το μέλλον.
Επιπλέον, η αδυναμία αποκόλλησης από στερεότυπα του παρελθόντος -κυρίως το ένδοξο παρελθόν της βρετανικής αυτοκρατορίας- παρουσίαζε ανέκαθεν ως ανεπιθύμητο συμβιβασμό τις διεθνείς συσσωματώσεις όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδιαίτερα από την σκοπιά των μεγαλύτερων σε ηλικία Βρετανών.
Η κατάσταση αυτή αποτέλεσε, φυσικά, βούτυρο στο ψωμί των λαϊκιστών, οι οποίοι παρουσίασαν την Ευρωπαϊκή Ένωση ως ενσάρκωση όλων των δεινών της παγκοσμιοποίησης.
Οι αφετηρίες τους ήταν διαφορετικές. Σ
ε αρκετές περιπτώσεις ήταν καθαρά ξενοφοβικές, ακολουθώντας τα χνάρια ηγετών όπως η Λεπέν που ανήλθαν ρίχνοντας λάδι στην φωτιά της μισαλλοδοξίας.
Σε άλλες περιπτώσεις, η γραμμή υπέρ του Brexit τόνιζε την ανάγκη προάσπισης των εθνικών οικονομικών συμφερόντων απέναντι στις δυνάμεις του διεθνισμού.
Μια τέτοιας μορφής επιχειρηματολογία βρήκε προφανώς απήχηση σε εθνικιστές, αλλά και σε ακροαριστερούς που οραματίζονταν την προοπτική οικοδόμησης του σοσιαλισμού εντός των τειχών (μια προσέγγιση που βαφτίστηκε «Lexit», από την συνένωση των λέξεων «left» και «exit»).
Ανεξαρτήτως επί μέρους πτυχών, το αφήγημα του Brexit διαπνεόταν από το μοτίβο που αποτελεί σήμα-κατατεθέν των λαϊκιστών: Υποσχόταν την γη της επαγγελίας.
Τη μαγική λύση για όλα τα προβλήματα που καθιστούσε περιττή οποιαδήποτε επαφή με την πραγματικότητα.
Παράλληλα, φυσικά, οι «Leavers» δεν δίστασαν να χρησιμοποιήσουν στοιχεία που ήταν οφθαλμοφανώς ψευδή. Ενδεικτικός αυτής της προσέγγισης ήταν ο ισχυρισμός ότι η Βρετανία θα εξοικονομούσε 350 εκατομμύρια λίρες την εβδομάδα, τις οποίες, δήθεν, έδινε στην Ευρωπαϊκή Ένωση και θα μπορούσε να τις χρησιμοποιήσει για να χρηματοδοτήσει το δημόσιο σύστημα υγείας.
Το εν λόγω σλόγκαν έλαβε ιδιαίτερη δημοσιότητα όταν τοποθετήθηκε σε πούλμαν, με τον όρο «Brexit bus» να συμβολίζει, πλέον, στον βρετανικό δημόσιο διάλογο, τις ψεύτικες υποσχέσεις των υποστηρικτών του Brexit -κάτι σαν το δικό μας «Πρόγραμμα Θεσσαλονίκης».
Η κατάληξη και πάλι θα μπορούσε να είναι διαφορετική, όμως, αν το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα είχε δείξει καλύτερα αντανακλαστικά. Αν αντιλαμβανόταν όχι μόνο το μέγεθος της αγανάκτησης των ψηφοφόρων, αλλά και το γεγονός ότι η αγανάκτηση αυτή είχε βάση στα προσωπικά τους βιώματα: Ότι οι υποστηρικτές του Brexit δεν ήταν, δηλαδή, απλά μια επί μέρους μερίδα γραφικών / ρατσιστών / αδαών, αλλά ένας σημαντικός όγκος πολιτών που ένιωθε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση εξέφραζε έναν κόσμο που προχωρά και τους αφήνει πίσω.
Αντ’ αυτού είδαμε μια υπεροπτική στάση να υιοθετείται, όχι μόνο από τους εκπροσώπους του πολιτικού κατεστημένου, αλλά και από εκπροσώπους της πανεπιστημιακής κοινότητας και των media.
Μια στάση που συνδύαζε τον ελιτισμό με τον εκφοβισμό, δηλαδή έλεγε ουσιαστικά: «Δεν είστε αρκετά μορφωμένοι για να καταλάβετε την καταστροφή που θα δημιουργήσει το Brexit», επιβεβαιώνοντας, στα μάτια πολλών, το παραδοσιακό αφήγημα περί λονδρέζικων ελίτ που βλέπουν απαξιωτικά τον μέσο Βρετανό, και συσπειρώνοντας, φυσικά, περαιτέρω τους αντιπάλους, όπως συνέβη, για παράδειγμα με την δήλωση της Χίλαρυ Κλίντον περί κάποιων «deplorables» που ψηφίζουν Τραμπ.
Στην καλύτερη περίπτωση, η επιχειρηματολογία των Remainers εστίαζε σε μια τεχνοκρατικής υφής υπεράσπιση των πλεονεκτημάτων της συμμετοχής στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία φυσικά δεν είχε καμία ελπίδα να αγγίξει τον μέσο ψηφοφόρο.
Μπροστά σε μια τέτοια προσέγγιση, το αφήγημα που συμπυκνωνόταν στο σλόγκαν της καμπάνιας του του Leave «Take back control» είχε ξεκάθαρη υπεροχή.
Έκανε απευθείας επίκληση στον πληγωμένο εγωισμό των ψηφοφόρων.
«Δεν έχετε πια έλεγχο της ζωής σας.
Σας τον πήρε το πολιτικό σύστημα και η παγκοσμιοποίηση.
Μην ακούτε τους καταστροφολόγους.
Ψηφίζοντας Leave ξαναπαίρνετε την τύχη σας στα χέρια σας, όπως σας αξίζει».
Και έτσι μια ολόκληρη χώρα έπαιξε το μέλλον της στα ζάρια, επιλέγοντας μια πορεία χωρίς πυξίδα. Την στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, παραμένει απολύτως αβέβαιη η έκβαση αυτής της διαδικασίας.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι αυτοί που υπόσχονταν ότι η έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση θα οδηγήσει σε κήπους με τριαντάφυλλα πλέον σιωπούν, ενώ η συζήτηση στο βρετανικό κοινοβούλιο περιστρέφεται γύρω από το πώς θα εξασφαλιστούν οι μικρότερες δυνατές απώλειες για την χώρα, με μηδαμινή πρόοδο σε κομβικά ζητήματα όπως αυτό των συνόρων με την Ιρλανδία.
Το «Brexit Chaos» αποτελεί, πλέον, έναν από τους πιο πολυχρησιμοποιημένους όρους σε τίτλους πολιτικής αρθρογραφίας και συνοψίζει απόλυτα την πολιτική κατάσταση της χώρας.
Οι λαϊκιστές είναι καλοί στα σλόγκαν, αλλά ανίκανοι το να προσφέρουν λύσεις, πραγματικές λύσεις στα προβλήματα των πολιτών.
Δυστυχώς, στην Ελλάδα δεν περιμέναμε το Brexit για να το μάθουμε αυτό.
Διότι πριν 4 χρόνια ήρθε στην εξουσία ένα κόμμα που υποσχέθηκε ότι με το πάτημα ενός κουμπιού θα άλλαζε όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά τον κόσμο. «Η ελπίδα έρχεται» ήταν το σλόγκαν.
Και ο βαθμός επαφής με την πραγματικότητα αντίστοιχος με αυτόν των Leavers.
Και τι δεν ακούσαμε ότι θα συμβεί όταν γίνει κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ: Κατάργηση μνημονίων με έναν νόμο και ένα άρθρο, επαναφορά 13ης σύνταξης, τέλος στον ΕΝΦΙΑ, θα ήταν, μεταξύ άλλων, τα άμεσα αποτελέσματα. Αλλά αυτά ήταν μόνο εντός των τειχών.
Γιατί σε διεθνές επίπεδο, θα κάναμε μια ευρωπαϊκή διάσκεψη για το χρέος που θα άλλαζε τα δημοσιονομικά δεδομένα.
Όποιος έλεγε ότι, πολύ απλά, δεν υπήρχαν ούτε τα χρήματα, αλλά ούτε και η διαπραγματευτική ισχύς για να πραγματοποιηθούν αυτές οι υποσχέσεις ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, καταστροφολόγος, και στην χειρότερη εκφραστής των πιο σκοτεινών διεθνών συμφερόντων.
Η γη της επαγγελίας ήταν μπροστά μας, και το μόνο που χρειαζόμασταν για να την φτάσουμε ήταν να ψηφίσουμε ΣΥΡΙΖΑ.
Έτσι, το πρώτο εξάμηνο του 2015 ολόκληρος ο πλανήτης παρακολούθησε τους κυρίους Τσίπρα και Βαρουφάκη να διεξάγουν αυτό που οι ίδιοι αποκάλεσαν «περήφανη διαπραγμάτευση» με τους εταίρους, η οποία πρακτικά μεταφράστηκε σε απόλυτη απόρριψη των αιτημάτων τους -ένα σενάριο το οποίοι οι ίδιοι, φυσικά, παρουσίαζαν προεκλογικά ως αδύνατο.
Και φτάσαμε στο δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015, με κλειστές τις τράπεζες και τα σενάρια περί Grexit να είναι πιο έντονα από ποτέ.
Τελικά, με την άνευ όρων στήριξη της ευρωπαϊκής αντιπολίτευσης, η χώρα μας φρέναρε ένα βήμα πριν πέσει στον γκρεμό.
Η ζημιά, όμως, που κλήθηκε να πληρώσει ο ελληνικός λαός ήταν τεράστια.
Η οικονομία μας, που είχε επιστρέψει στην ανάπτυξη το 2014, ξανακύλησε στην ύφεση, νέα αχρείαστα μέτρα λιτότητας επιβλήθηκαν, και δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ κατασχέσεων χάθηκαν από τις τράπεζες, οδηγώντας τα ιδρύματα σε τρίτη ανακεφαλαιοποίηση.
Ο Κλάους Ρέγκλινγκ, ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, εκτιμά το κόστος του πρώτου εξαμήνου του 2015 μεταξύ 86 και 200 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Σήμερα, 4 χρόνια μετά τον ερχομό του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, η οικονομία βρίσκεται ακόμα σε καθεστώς παράλυσης, με την ανταγωνιστικότητα να πέφτει, τις επενδύσεις σε χαμηλά επίπεδα, τις τράπεζες και την ΔΕΗ να αντιμετωπίζουν μεγάλες δυσκολίες και, συνολικά, την εμπιστοσύνη να παραμένει απούσα.
Το αποτέλεσμα είναι ότι αδυνατούμε να πυροδοτήσουμε την αναπτυξιακή έκρηξη που έχουμε ανάγκη για την δημιουργία εισοδήματος και νέων θέσεων εργασίας σε μεγάλη κλίμακα.
Αυτό ήταν το κόστος του λαϊκισμού για την χώρα μας.
Όπως συνέβη και στην περίπτωση του Brexit, οι λαϊκιστές υποσχέθηκαν τα πάντα χωρίς να είναι σε θέση να πραγματοποιήσουν τίποτα.
Αν υπάρχει ένα θετικό από όλη αυτή την ιστορία, είναι ότι πάθαμε και μάθαμε.
Ζήσαμε από πρώτο χέρι τι γίνεται όταν αναλαμβάνουν την εξουσία αυτοί οι οποίοι δηλώνουν γνώστες μαγικών συνταγών που μπορούν να δώσουν λύσεις σε όλα τα προβλήματα.
Στη μάχη κατά του λαϊκισμού, λοιπόν, έχουμε ένα μεγάλο πλεονέκτημα σε σχέση με άλλες χώρες.
Αυτό δεν συνεπάγεται, όμως, πως η μάχη αυτή έχει κερδηθεί εκ των προτέρων.
Οι λαϊκιστές διαθέτουν ακόμη βέλη στη φαρέτρα τους.
Ένα από αυτά είναι η διαστρέβλωση της πραγματικότητας.
Ή, για την ακρίβεια, η οικοδόμηση μιας εικονικής πραγματικότητας, στην οποία δεν διστάζουν να προβούν ακόμα και σε περιπτώσεις που μπορεί εύκολα να αποδειχθεί ότι δεν λένε αλήθεια.
Το είχα ζήσει από πρώτο χέρι στη Βουλή, στις 18 Μαρτίου 2015.
Τότε, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, αναφερόμενος στην εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ -ένα πακέτο μεταρρυθμίσεων για την καταπολέμηση στρεβλώσεων στην αγορά την οποία είχα φέρει ως υπουργός- με είχε κατηγορήσει, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι υπέκλεψα (!) την σφραγίδα του ΟΟΣΑ, για να φέρω δικές μου παρεμβάσεις.
Συγκεκριμένα, είπε, αυτολεξεί, πως «ήταν η εργαλειοθήκη του κ. Χατζηδάκη και όχι η εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ»!
Τι και αν είχε έρθει στις 27/11/2013 ο επικεφαλής του ΟΟΣΑ κ. Γκουρία στην Αθήνα και παρουσίασε μαζί μου τη μελέτη αυτή.
Τι και αν η εργαλειοθήκη υπήρχε αναρτημένη στο site του ΟΟΣΑ!
Τι και αν η κυβέρνηση του κ. Τσίπρα παρήγγειλε, στην συνέχεια, ακόμη μια εργαλειοθήκη!
Δεν είχε καμία σημασία!
Σε τέτοιες περιπτώσεις, λοιπόν, δεν μιλάμε απλά για παραποίηση των γεγονότων.
Μιλάμε για δημιουργία «εναλλακτικών γεγονότων».
Μια τακτική που γίνεται όλο και πιο δημοφιλής στους κόλπους των λαϊκιστών.
«Η οικονομία πηγαίνει καλά γιατί έτσι σας λέμε εμείς.
Μην βλέπετε το πορτοφόλι σας, τους τραπεζικούς σας λογαριασμούς, τις δυσκολίες στην καθημερινότητά σας».
Βεβαίως, το χαρακτηριστικό όσων υιοθετούν τέτοια προσέγγιση είναι ότι δεν τους νοιάζει που αυτά τα οποία λένε μπορεί να αποδείξει κανείς εύκολα ότι είναι ψέματα.
Ποντάρουν στο γεγονός ότι θα εντυπωθούν στη συνείδηση ενός τμήματος του πληθυσμού ως αλήθεια.
Και αν κάποιος ισχυριστεί το αντίθετο;
Τότε εξυπηρετεί συμφέροντα.
Και αυτό με φέρνει στο δεύτερο «όπλο» των λαϊκιστών.
Την διχαστική προσέγγιση. «Ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν».
«Ή μαζί μας ή εναντίον μας». Με άλλα λόγια, η λογική του εμφύλιου πετροπόλεμου.
Τι και αν είχε ολέθριες συνέπειες για την χώρα μας σε όλη την σύγχρονη ιστορία της;
Αν εξυπηρετεί το μικροκομματικό τους συμφέρον, οι λαϊκιστές δεν θα διστάσουν σε τίποτα προκειμένου να φανατίσουν το εκλογικό σώμα.
Πώς αντιμετωπίζουμε, λοιπόν, τον λαϊκισμό;
Προφανώς, εύκολη συνταγή δεν υπάρχει.
Υπάρχει, όμως, μια μεγάλη παγίδα που οφείλουμε να αποφύγουμε: Να υιοθετήσουμε λαϊκίστικες πρακτικές.
Διότι, ας είμαστε ειλικρινείς, ο λαϊκισμός «πουλάει» βραχυπρόθεσμα.
Κάνει πιο εύκολα πρωτοσέλιδα.
Παίρνει περισσότερα κλικ.
Βγάζει περισσότερο κόσμο στους δρόμους.
Όμως, όπως είδαμε και στην Ελλάδα, ο λαϊκισμός γυρνάει μπούμερανγκ και στην χώρα, αλλά και στους ίδιους τους λαϊκιστές.
Από την άλλη, όπως έχουμε δει επίσης τα τελευταία χρόνια, είναι σημαντικό να μείνουμε μακριά από ελιτίστικες προσεγγίσεις. Δεν μπορούμε να προσεγγίζουμε τον λαό με υπεροψία.
Ούτε πρόκειται να κερδίσουμε τις καρδιές των πολιτών κάνοντας επίκληση αποκλειστικά στην αυθεντία των τεχνοκρατών.
Πρέπει να εξηγούμε τις αλλαγές που προτείνουμε και τα οφέλη που δημιουργούν για όλους, λαμβάνοντας υπόψη και συναισθηματικές αντιδράσεις που πιθανώς γεννούν.
Μόνο έτσι θα δημιουργήσουμε τις αναγκαίες συμμαχίες για να προωθήσουμε και να υλοποιήσουμε στην πράξη τις αλλαγές που έχουμε ανάγκη.
Στη μάχη αυτή δεν είμαστε μόνοι μας.
Αντιθέτως.
Έχουμε μαζί μας την σιωπηλή πλειοψηφία που, παρότι έχει βιώσει πολλές απογοητεύσεις, συνεχίζει να πιστεύει ότι η Ελλάδα αξίζει κάτι καλύτερο.
Και όσον αφορά στην οικονομία μας, αλλά και όσον αφορά στο πολιτικό μας ήθος.
Αυτή την πλειοψηφία οφείλουμε να εκφράσουμε.
Άλλωστε, η πρόοδος της χώρας μας σε όλους τους τομείς βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την ποιότητα της δημοκρατίας της.
Για αυτό και η ήττα του λαϊκισμού είναι τόσο επιτακτική ανάγκη.
Διότι θα είναι το πρώτο μεγάλο βήμα για την οικοδόμηση της Ελλάδας που δικαιούμαστε και αξίζουμε.
Κωστής Χατζηδάκης
www.bankingnews.gr
www.worldenergynews.gr
Δυναμικών που είναι αποτέλεσμα των πολλαπλών κρίσεων που βιώνει η ήπειρος, αλλά και των λανθασμένων χειρισμών τόσο των Βρυξελλών, όσο και των εθνικών κυβερνήσεων.
Δυναμικών που έχουν οδηγήσει στην άνοδο των λαϊκιστών σε όλη την Ευρώπη, δίνοντάς τους την δυνατότητα να επηρεάζουν τις εξελίξεις.
Δυναμικών που απειλούν ευθέως το μέλλον του ευρωπαϊκού εγχειρήματος.
Τι είδαμε στην Βρετανία;
Είδαμε τον θυμό που δημιουργεί η μαζική απώλεια των θέσεων εργασίας που μεταφέρθηκαν σε χώρες με φθηνό εργατικό δυναμικό. Παράλληλα, είδαμε έντονες μεταναστευτικές ροές για τις οποίες δεν υπήρχε η κατάλληλη προετοιμασία, οι οποίες σε συνδυασμό με την άνοδο του ισλαμικού εξτρεμισμού, δημιούργησαν φόβο στις κοινωνίες.
Τέτοιες ραγδαίες αλλαγές είναι φυσικό να γεννήσουν ανασφάλεια για το μέλλον.
Επιπλέον, η αδυναμία αποκόλλησης από στερεότυπα του παρελθόντος -κυρίως το ένδοξο παρελθόν της βρετανικής αυτοκρατορίας- παρουσίαζε ανέκαθεν ως ανεπιθύμητο συμβιβασμό τις διεθνείς συσσωματώσεις όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδιαίτερα από την σκοπιά των μεγαλύτερων σε ηλικία Βρετανών.
Η κατάσταση αυτή αποτέλεσε, φυσικά, βούτυρο στο ψωμί των λαϊκιστών, οι οποίοι παρουσίασαν την Ευρωπαϊκή Ένωση ως ενσάρκωση όλων των δεινών της παγκοσμιοποίησης.
Οι αφετηρίες τους ήταν διαφορετικές. Σ
ε αρκετές περιπτώσεις ήταν καθαρά ξενοφοβικές, ακολουθώντας τα χνάρια ηγετών όπως η Λεπέν που ανήλθαν ρίχνοντας λάδι στην φωτιά της μισαλλοδοξίας.
Σε άλλες περιπτώσεις, η γραμμή υπέρ του Brexit τόνιζε την ανάγκη προάσπισης των εθνικών οικονομικών συμφερόντων απέναντι στις δυνάμεις του διεθνισμού.
Μια τέτοιας μορφής επιχειρηματολογία βρήκε προφανώς απήχηση σε εθνικιστές, αλλά και σε ακροαριστερούς που οραματίζονταν την προοπτική οικοδόμησης του σοσιαλισμού εντός των τειχών (μια προσέγγιση που βαφτίστηκε «Lexit», από την συνένωση των λέξεων «left» και «exit»).
Ανεξαρτήτως επί μέρους πτυχών, το αφήγημα του Brexit διαπνεόταν από το μοτίβο που αποτελεί σήμα-κατατεθέν των λαϊκιστών: Υποσχόταν την γη της επαγγελίας.
Τη μαγική λύση για όλα τα προβλήματα που καθιστούσε περιττή οποιαδήποτε επαφή με την πραγματικότητα.
Παράλληλα, φυσικά, οι «Leavers» δεν δίστασαν να χρησιμοποιήσουν στοιχεία που ήταν οφθαλμοφανώς ψευδή. Ενδεικτικός αυτής της προσέγγισης ήταν ο ισχυρισμός ότι η Βρετανία θα εξοικονομούσε 350 εκατομμύρια λίρες την εβδομάδα, τις οποίες, δήθεν, έδινε στην Ευρωπαϊκή Ένωση και θα μπορούσε να τις χρησιμοποιήσει για να χρηματοδοτήσει το δημόσιο σύστημα υγείας.
Το εν λόγω σλόγκαν έλαβε ιδιαίτερη δημοσιότητα όταν τοποθετήθηκε σε πούλμαν, με τον όρο «Brexit bus» να συμβολίζει, πλέον, στον βρετανικό δημόσιο διάλογο, τις ψεύτικες υποσχέσεις των υποστηρικτών του Brexit -κάτι σαν το δικό μας «Πρόγραμμα Θεσσαλονίκης».
Η κατάληξη και πάλι θα μπορούσε να είναι διαφορετική, όμως, αν το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα είχε δείξει καλύτερα αντανακλαστικά. Αν αντιλαμβανόταν όχι μόνο το μέγεθος της αγανάκτησης των ψηφοφόρων, αλλά και το γεγονός ότι η αγανάκτηση αυτή είχε βάση στα προσωπικά τους βιώματα: Ότι οι υποστηρικτές του Brexit δεν ήταν, δηλαδή, απλά μια επί μέρους μερίδα γραφικών / ρατσιστών / αδαών, αλλά ένας σημαντικός όγκος πολιτών που ένιωθε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση εξέφραζε έναν κόσμο που προχωρά και τους αφήνει πίσω.
Αντ’ αυτού είδαμε μια υπεροπτική στάση να υιοθετείται, όχι μόνο από τους εκπροσώπους του πολιτικού κατεστημένου, αλλά και από εκπροσώπους της πανεπιστημιακής κοινότητας και των media.
Μια στάση που συνδύαζε τον ελιτισμό με τον εκφοβισμό, δηλαδή έλεγε ουσιαστικά: «Δεν είστε αρκετά μορφωμένοι για να καταλάβετε την καταστροφή που θα δημιουργήσει το Brexit», επιβεβαιώνοντας, στα μάτια πολλών, το παραδοσιακό αφήγημα περί λονδρέζικων ελίτ που βλέπουν απαξιωτικά τον μέσο Βρετανό, και συσπειρώνοντας, φυσικά, περαιτέρω τους αντιπάλους, όπως συνέβη, για παράδειγμα με την δήλωση της Χίλαρυ Κλίντον περί κάποιων «deplorables» που ψηφίζουν Τραμπ.
Στην καλύτερη περίπτωση, η επιχειρηματολογία των Remainers εστίαζε σε μια τεχνοκρατικής υφής υπεράσπιση των πλεονεκτημάτων της συμμετοχής στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία φυσικά δεν είχε καμία ελπίδα να αγγίξει τον μέσο ψηφοφόρο.
Μπροστά σε μια τέτοια προσέγγιση, το αφήγημα που συμπυκνωνόταν στο σλόγκαν της καμπάνιας του του Leave «Take back control» είχε ξεκάθαρη υπεροχή.
Έκανε απευθείας επίκληση στον πληγωμένο εγωισμό των ψηφοφόρων.
«Δεν έχετε πια έλεγχο της ζωής σας.
Σας τον πήρε το πολιτικό σύστημα και η παγκοσμιοποίηση.
Μην ακούτε τους καταστροφολόγους.
Ψηφίζοντας Leave ξαναπαίρνετε την τύχη σας στα χέρια σας, όπως σας αξίζει».
Και έτσι μια ολόκληρη χώρα έπαιξε το μέλλον της στα ζάρια, επιλέγοντας μια πορεία χωρίς πυξίδα. Την στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, παραμένει απολύτως αβέβαιη η έκβαση αυτής της διαδικασίας.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι αυτοί που υπόσχονταν ότι η έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση θα οδηγήσει σε κήπους με τριαντάφυλλα πλέον σιωπούν, ενώ η συζήτηση στο βρετανικό κοινοβούλιο περιστρέφεται γύρω από το πώς θα εξασφαλιστούν οι μικρότερες δυνατές απώλειες για την χώρα, με μηδαμινή πρόοδο σε κομβικά ζητήματα όπως αυτό των συνόρων με την Ιρλανδία.
Το «Brexit Chaos» αποτελεί, πλέον, έναν από τους πιο πολυχρησιμοποιημένους όρους σε τίτλους πολιτικής αρθρογραφίας και συνοψίζει απόλυτα την πολιτική κατάσταση της χώρας.
Οι λαϊκιστές είναι καλοί στα σλόγκαν, αλλά ανίκανοι το να προσφέρουν λύσεις, πραγματικές λύσεις στα προβλήματα των πολιτών.
Δυστυχώς, στην Ελλάδα δεν περιμέναμε το Brexit για να το μάθουμε αυτό.
Διότι πριν 4 χρόνια ήρθε στην εξουσία ένα κόμμα που υποσχέθηκε ότι με το πάτημα ενός κουμπιού θα άλλαζε όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά τον κόσμο. «Η ελπίδα έρχεται» ήταν το σλόγκαν.
Και ο βαθμός επαφής με την πραγματικότητα αντίστοιχος με αυτόν των Leavers.
Και τι δεν ακούσαμε ότι θα συμβεί όταν γίνει κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ: Κατάργηση μνημονίων με έναν νόμο και ένα άρθρο, επαναφορά 13ης σύνταξης, τέλος στον ΕΝΦΙΑ, θα ήταν, μεταξύ άλλων, τα άμεσα αποτελέσματα. Αλλά αυτά ήταν μόνο εντός των τειχών.
Γιατί σε διεθνές επίπεδο, θα κάναμε μια ευρωπαϊκή διάσκεψη για το χρέος που θα άλλαζε τα δημοσιονομικά δεδομένα.
Όποιος έλεγε ότι, πολύ απλά, δεν υπήρχαν ούτε τα χρήματα, αλλά ούτε και η διαπραγματευτική ισχύς για να πραγματοποιηθούν αυτές οι υποσχέσεις ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, καταστροφολόγος, και στην χειρότερη εκφραστής των πιο σκοτεινών διεθνών συμφερόντων.
Η γη της επαγγελίας ήταν μπροστά μας, και το μόνο που χρειαζόμασταν για να την φτάσουμε ήταν να ψηφίσουμε ΣΥΡΙΖΑ.
Έτσι, το πρώτο εξάμηνο του 2015 ολόκληρος ο πλανήτης παρακολούθησε τους κυρίους Τσίπρα και Βαρουφάκη να διεξάγουν αυτό που οι ίδιοι αποκάλεσαν «περήφανη διαπραγμάτευση» με τους εταίρους, η οποία πρακτικά μεταφράστηκε σε απόλυτη απόρριψη των αιτημάτων τους -ένα σενάριο το οποίοι οι ίδιοι, φυσικά, παρουσίαζαν προεκλογικά ως αδύνατο.
Και φτάσαμε στο δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015, με κλειστές τις τράπεζες και τα σενάρια περί Grexit να είναι πιο έντονα από ποτέ.
Τελικά, με την άνευ όρων στήριξη της ευρωπαϊκής αντιπολίτευσης, η χώρα μας φρέναρε ένα βήμα πριν πέσει στον γκρεμό.
Η ζημιά, όμως, που κλήθηκε να πληρώσει ο ελληνικός λαός ήταν τεράστια.
Η οικονομία μας, που είχε επιστρέψει στην ανάπτυξη το 2014, ξανακύλησε στην ύφεση, νέα αχρείαστα μέτρα λιτότητας επιβλήθηκαν, και δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ κατασχέσεων χάθηκαν από τις τράπεζες, οδηγώντας τα ιδρύματα σε τρίτη ανακεφαλαιοποίηση.
Ο Κλάους Ρέγκλινγκ, ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, εκτιμά το κόστος του πρώτου εξαμήνου του 2015 μεταξύ 86 και 200 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Σήμερα, 4 χρόνια μετά τον ερχομό του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, η οικονομία βρίσκεται ακόμα σε καθεστώς παράλυσης, με την ανταγωνιστικότητα να πέφτει, τις επενδύσεις σε χαμηλά επίπεδα, τις τράπεζες και την ΔΕΗ να αντιμετωπίζουν μεγάλες δυσκολίες και, συνολικά, την εμπιστοσύνη να παραμένει απούσα.
Το αποτέλεσμα είναι ότι αδυνατούμε να πυροδοτήσουμε την αναπτυξιακή έκρηξη που έχουμε ανάγκη για την δημιουργία εισοδήματος και νέων θέσεων εργασίας σε μεγάλη κλίμακα.
Αυτό ήταν το κόστος του λαϊκισμού για την χώρα μας.
Όπως συνέβη και στην περίπτωση του Brexit, οι λαϊκιστές υποσχέθηκαν τα πάντα χωρίς να είναι σε θέση να πραγματοποιήσουν τίποτα.
Αν υπάρχει ένα θετικό από όλη αυτή την ιστορία, είναι ότι πάθαμε και μάθαμε.
Ζήσαμε από πρώτο χέρι τι γίνεται όταν αναλαμβάνουν την εξουσία αυτοί οι οποίοι δηλώνουν γνώστες μαγικών συνταγών που μπορούν να δώσουν λύσεις σε όλα τα προβλήματα.
Στη μάχη κατά του λαϊκισμού, λοιπόν, έχουμε ένα μεγάλο πλεονέκτημα σε σχέση με άλλες χώρες.
Αυτό δεν συνεπάγεται, όμως, πως η μάχη αυτή έχει κερδηθεί εκ των προτέρων.
Οι λαϊκιστές διαθέτουν ακόμη βέλη στη φαρέτρα τους.
Ένα από αυτά είναι η διαστρέβλωση της πραγματικότητας.
Ή, για την ακρίβεια, η οικοδόμηση μιας εικονικής πραγματικότητας, στην οποία δεν διστάζουν να προβούν ακόμα και σε περιπτώσεις που μπορεί εύκολα να αποδειχθεί ότι δεν λένε αλήθεια.
Το είχα ζήσει από πρώτο χέρι στη Βουλή, στις 18 Μαρτίου 2015.
Τότε, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, αναφερόμενος στην εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ -ένα πακέτο μεταρρυθμίσεων για την καταπολέμηση στρεβλώσεων στην αγορά την οποία είχα φέρει ως υπουργός- με είχε κατηγορήσει, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι υπέκλεψα (!) την σφραγίδα του ΟΟΣΑ, για να φέρω δικές μου παρεμβάσεις.
Συγκεκριμένα, είπε, αυτολεξεί, πως «ήταν η εργαλειοθήκη του κ. Χατζηδάκη και όχι η εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ»!
Τι και αν είχε έρθει στις 27/11/2013 ο επικεφαλής του ΟΟΣΑ κ. Γκουρία στην Αθήνα και παρουσίασε μαζί μου τη μελέτη αυτή.
Τι και αν η εργαλειοθήκη υπήρχε αναρτημένη στο site του ΟΟΣΑ!
Τι και αν η κυβέρνηση του κ. Τσίπρα παρήγγειλε, στην συνέχεια, ακόμη μια εργαλειοθήκη!
Δεν είχε καμία σημασία!
Σε τέτοιες περιπτώσεις, λοιπόν, δεν μιλάμε απλά για παραποίηση των γεγονότων.
Μιλάμε για δημιουργία «εναλλακτικών γεγονότων».
Μια τακτική που γίνεται όλο και πιο δημοφιλής στους κόλπους των λαϊκιστών.
«Η οικονομία πηγαίνει καλά γιατί έτσι σας λέμε εμείς.
Μην βλέπετε το πορτοφόλι σας, τους τραπεζικούς σας λογαριασμούς, τις δυσκολίες στην καθημερινότητά σας».
Βεβαίως, το χαρακτηριστικό όσων υιοθετούν τέτοια προσέγγιση είναι ότι δεν τους νοιάζει που αυτά τα οποία λένε μπορεί να αποδείξει κανείς εύκολα ότι είναι ψέματα.
Ποντάρουν στο γεγονός ότι θα εντυπωθούν στη συνείδηση ενός τμήματος του πληθυσμού ως αλήθεια.
Και αν κάποιος ισχυριστεί το αντίθετο;
Τότε εξυπηρετεί συμφέροντα.
Και αυτό με φέρνει στο δεύτερο «όπλο» των λαϊκιστών.
Την διχαστική προσέγγιση. «Ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν».
«Ή μαζί μας ή εναντίον μας». Με άλλα λόγια, η λογική του εμφύλιου πετροπόλεμου.
Τι και αν είχε ολέθριες συνέπειες για την χώρα μας σε όλη την σύγχρονη ιστορία της;
Αν εξυπηρετεί το μικροκομματικό τους συμφέρον, οι λαϊκιστές δεν θα διστάσουν σε τίποτα προκειμένου να φανατίσουν το εκλογικό σώμα.
Πώς αντιμετωπίζουμε, λοιπόν, τον λαϊκισμό;
Προφανώς, εύκολη συνταγή δεν υπάρχει.
Υπάρχει, όμως, μια μεγάλη παγίδα που οφείλουμε να αποφύγουμε: Να υιοθετήσουμε λαϊκίστικες πρακτικές.
Διότι, ας είμαστε ειλικρινείς, ο λαϊκισμός «πουλάει» βραχυπρόθεσμα.
Κάνει πιο εύκολα πρωτοσέλιδα.
Παίρνει περισσότερα κλικ.
Βγάζει περισσότερο κόσμο στους δρόμους.
Όμως, όπως είδαμε και στην Ελλάδα, ο λαϊκισμός γυρνάει μπούμερανγκ και στην χώρα, αλλά και στους ίδιους τους λαϊκιστές.
Από την άλλη, όπως έχουμε δει επίσης τα τελευταία χρόνια, είναι σημαντικό να μείνουμε μακριά από ελιτίστικες προσεγγίσεις. Δεν μπορούμε να προσεγγίζουμε τον λαό με υπεροψία.
Ούτε πρόκειται να κερδίσουμε τις καρδιές των πολιτών κάνοντας επίκληση αποκλειστικά στην αυθεντία των τεχνοκρατών.
Πρέπει να εξηγούμε τις αλλαγές που προτείνουμε και τα οφέλη που δημιουργούν για όλους, λαμβάνοντας υπόψη και συναισθηματικές αντιδράσεις που πιθανώς γεννούν.
Μόνο έτσι θα δημιουργήσουμε τις αναγκαίες συμμαχίες για να προωθήσουμε και να υλοποιήσουμε στην πράξη τις αλλαγές που έχουμε ανάγκη.
Στη μάχη αυτή δεν είμαστε μόνοι μας.
Αντιθέτως.
Έχουμε μαζί μας την σιωπηλή πλειοψηφία που, παρότι έχει βιώσει πολλές απογοητεύσεις, συνεχίζει να πιστεύει ότι η Ελλάδα αξίζει κάτι καλύτερο.
Και όσον αφορά στην οικονομία μας, αλλά και όσον αφορά στο πολιτικό μας ήθος.
Αυτή την πλειοψηφία οφείλουμε να εκφράσουμε.
Άλλωστε, η πρόοδος της χώρας μας σε όλους τους τομείς βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την ποιότητα της δημοκρατίας της.
Για αυτό και η ήττα του λαϊκισμού είναι τόσο επιτακτική ανάγκη.
Διότι θα είναι το πρώτο μεγάλο βήμα για την οικοδόμηση της Ελλάδας που δικαιούμαστε και αξίζουμε.
Κωστής Χατζηδάκης
www.bankingnews.gr
www.worldenergynews.gr