Οι δανειστές επιμένουν στους σκληρούς όρους, η ΔΕΗ υποστηρίζει ότι θα χάσει το 80% του συνόλου της παραγωγής της και η κυβέρνηση ελπίζει σε πολτική λύση.
Σε απόλυτο αδιέξοδο βρίσκεται η υπόθεση των δημοπρασιών ηλεκτρικής ενέργειας τύπου ΝΟΜΕ, με την κυβέρνηση να ελπίζει σε πολιτική λύση στο Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου, τη διοίκηση της ΔΕΗ να απευθύνει έκλυση για αντιμετώπιση του ζητήματος «με όπλο τη λογική» και τους εκπροσώπους των δανειστών να επιμένουν στη δημοπράτηση αυξημένων ποσοτήτων το 2017 προκειμένου να εμπεδωθεί το άνοιγμα της αγοράς.
Οι συζητήσεις που γίνονται όλες τις τελευταίες ημέρες σε επίπεδο τεχνικών κλιμακίων τόσο στην Αθήνα, όσο και στις Βρυξέλες δεν επιτρέπουν κανένα περιθώριο αισιοδοξίας.
Τι υποστηρίζουν οι δανειστές
Οι δανειστές παραμένουν αμετακίνητοι στη θέση τους ότι έως το τέλος του 2017 η ΔΕΗ θα πρέπει να χάσει το 20% του μεριδίου της στη λιανική αγορά ηλεκτρισμού, με βάση υπολογισμού το μερίδιο που κατείχε τον Αύγουστο του 2015, δηλαδή 95,24%.
Υποστηρίζουν επίσης, ότι για να επιτευχθεί αυτό, δεν αρκεί η δημοπράτηση ποσοτήτων ηλεκτρισμού που να αντιστοιχούν στο 12% του μεριδίου της ΔΕΗ όπως καταγράφεται στη σχετική υπουργική απόφαση, αλλά θα πρέπει να επαναληφθεί η δημοπράτηση των ποσοτήτων του 2016, δηλαδή επιπλέον 8%.
Επιμένουν μάλιστα, ότι η αθροιστική δημοπράτηση ποσοτήτων θα πρέπει να συνεχιστεί και στα επόμενα έτη εφαρμογής του μηχανισμού και συγκεκριμένα ότι το 2018 θα πρέπει να δημοπρατηθούν ποσότητες ηλεκτρισμού που να αντιστοιχούν στο 8%+12%+13% και το 2019 στο 8%+12%+13%+13%.
Οι δανειστές πιέζουν προς αυτή την κατεύθυνση διότι θεωρούν ότι μόνο έτσι θα εμπεδωθεί το άνοιγμα της αγοράς, δηλαδή η μεταφορά μεριδίων της ΔΕΗ στους ιδιώτες προμηθευτές θα είναι οριστική και δεν θα υπάρξουν πισωγυρίσματα.
Θεωρούν μάλιστα ότι υπάρχει σημαντική καθυστέρηση στην εφαρμογή των μέτρων που έχουν συμφωνηθεί εδώ και ενάμισι χρόνο, από το καλοκαίρι του 2015 με το πρώτο Μνημόνιο, όπου αναφερόταν σαφώς πως «από την 1.1.2020 καμία επιχείρηση (δηλαδή η ΔΕΗ) δεν επιτρέπεται να παράγει ή να εισάγει ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας που υπερβαίνει το 50% του συνόλου της ηλεκτρικής ενέργειας από εγχώριες μονάδες παραγωγής και εισαγωγές, σε ετήσια βάση.»
Επικαλούνται ακόμη το συμπληρωματικό Μνημόνιο (αγγλικό κείμενο αναρτημένο στην ιστοσελίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής) που συμφώνησαν με την ελληνική κυβέρνηση τον Ιούνιο του 2016 και το οποίο επίσης αναφέρει σαφώς ότι η ΔΕΗ θα πρέπει έως το τέλος του 2017 να έχει απολέσει το 20% του μεριδίου της τόσο στη χονδρική όσο και στη λιανική αγορά ηλεκτρισμού.
Ένα επιπλέον σημαντικό στοιχείο στην όλη διελκυστίνδα, είναι το γεγονός ότι οι δανειστές θεωρούν πως η τιμή εκκίνησης των δημοπρασιών (37,37 ευρώ ανά MWh) είναι υψηλή και θα πρέπει να αναθεωρηθεί προς τα κάτω με βάση τις μειωμένες τιμές ρύπων για το 2016, αλλά και το κόστος παραγωγής της ΔΕΗ το οποίο θεωρούν ότι είναι χαμηλότερο από αυτό που χρησιμοποιήθηκε ως βάση για τον προσδιορισμό της τιμής εκκίνησης.
Μάλιστα σε αυτό το σημείο επικαλούνται και την τιμή που συμφωνήθηκε μεταξύ της ΔΕΗ και της Αλουμίνιον της Ελλάδος, δηλαδή περίπου 31,6 ευρώ MWh.
Τι υποστηρίζει η κυβέρνηση
Η επιχειρηματολογία της ελληνικής πλευράς βασίζεται στο ότι οι απαιτήσεις των δανειστών δεν προβλέπονται από τους νόμους που έχουν ψηφιστεί.
Μάλιστα η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι oι δανειστές, βάζουν επιπλέον απαιτήσεις στο τραπέζι και ότι αυτό θα έχει τεράστιες συνέπειες για τη ΔΕΗ αλλά και για την ίδια την αγορά.
Όπως έλεγαν χαρακτηριστικά κυβερνητικοί παράγοντες, οι δανειστές ταυτίζουν τη μείωση του μεριδίου της ΔΕΗ στη λιανική με τα προϊόντα ΝΟΜΕ και αυτό θα οδηγήσει σε εξάρτηση της απελευθέρωσης από προϊόντα αντιστάθμισης κινδύνου, δηλαδή από προϊόντα που σχεδιάστηκαν για να δώσουν μια φθηνότερη βάση στους ιδιώτες προμηθευτές, αλλά όχι για να στηρίξουν σε αυτά το σύνολο της δραστηριότητας τους.
Μια τέτοια εξέλιξη πέραν του ότι θα αποτελούσε ένα ακόμη χτύπημα στην οριακή βιωσιμότητα της ΔΕΗ, αναδεικνύει παράλληλα το ερώτημα του τι θα γίνει στην αγορά το 2019 όταν λήξει η περίοδος εφαρμογής των δημοπρασιών.
Σε αυτό το σημείο τίθεται το ερώτημα εάν η επόμενη απαίτηση των δανειστών θα είναι η πώληση μονάδων παραγωγής της ΔΕΗ.
Όπως έλεγαν χαρακτηριστικά οι ίδιοι παράγοντες το ζήτημα αυτό δεν έχει τεθεί επί του παρόντος επισήμως στο τραπέζι των συζητήσεων, αλλά έχουν όλο το χρόνο για να το θέσουν στη διάρκεια του 2017.
Τι απαντά η ΔΕΗ
Από την πλευρά της η ΔΕΗ υποστηρίζει ότι η εφαρμογή των δημοπρασιών τύπου ΝΟΜΕ κατά τον τρόπο με τον οποίο απαιτούν οι δανειστές, θα οδηγήσει σε απώλεια του 80% του συνόλου της παραγωγής της ΔΕΗ και όχι μόνο της λιγνιτικής και υδροηλεκτρικής.
Μάλιστα ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της επιχείρησης Μανόλης Παναγιωτάκης, μιλώντας χθες (29 Νομεβρίου 2016) στο συνέδριο του Ελληνοαμερικανικού Επιμελητηρίου, αναφέρθηκε σε κατ΄ ευφημισμό ΝΟΜΕ, σημειώνοντας ότι με τις νέες απαιτήσεις των εκπροσώπων των θεσμών, το μοντέλο πόρρω απέχει από το Γαλλικό ΝΟΜΕ και ότι η λιγνιτική και υδροηλεκτρική παραγωγή της ΔΕΗ κάποιες ώρες δεν θα επαρκεί.
Υπογράμμισε μάλιστα, ότι η ΔΕΗ θα υποχρεώνεται να παράγει ηλεκτρική ενέργεια με φυσικό αέριο ή να αγοράζει, για να τη διαθέτει με ζημία μέσω των δημοπρασιών.
«Το μόνο σίγουρο» είπε ο κ. Παναγιωτάκης, είναι ότι η ΔΕΗ θα δεχθεί καίριο πλήγμα. Ελπίζω τελικά να επικρατήσει η λογική.»
Κάλεσε μάλιστα τους δανειστές να προσεγγίσουν το τα προβλήματα της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας ολιστικά και με όπλο τη λογική, σημειώνοντας ότι είναι πολύ επικίνδυνο το θέμα να αντιμετωπίζεται στα ασφυκτικά πλαίσια της δημοσιονομικής προσαρμογής και με απολυτότητες ή κοντόφθαλμες πολιτικές μπορεί να προκαλέσουν ανεπανόρθωτες ζημίες.
Και όλα αυτά σε μια περίοδο που η ΔΕΗ αντιμετωπίζει μείζονα προβλήματα και ο κίνδυνος κατάρρευσης βρίσκεται προ των πυλών.
Όλοι πρέπει να αναλάβουμε τις ευθύνες μας είπε ο κ. Παναγιωτάκης, ο οποίος γνωρίζει πως ο κίνδυνος να "σκάσει" η ΔΕΗ, δεν αφορά μόνο την επιχείρηση αλλά το σύνολο της χώρας.
Όπως έχει πει ο ίδιος άλλωστε, οι χώρες δεν χρεοκοπούν μόνο από τις τράπεζες, αλλά ενίοτε και από την ενέργεια.
Όσο δε για το σχέδιο του να πουλήσει χαρτοφυλάκια λιανικής (το οποιό είναι αποφασισμένος να εφαρμόσει) απορρίπτεται από τους δανειστές.
Και τούτο διότι θεωρούν πως δεν είναι αποτελεσματικό μέσο μείωσης του μεριδίου της στη λιανική αγορά.
Η ΔΕΗ επιδιώκει στα προς διάθεση χαρτοφυλάκια να συμπεριλάβει μίγμα πελατών που θα ανταποκρίνεται στο συνολικό μίγμα πελατών της, δηλαδή τόσο τα κερδοφόρα όσο και τα ζημιογόνα τμήματα.
Και βεβαίως οι δανειστές γνωρίζουν ότι κάτι τέτοιο είναι αμφίβολο ότι θα οδηγήσει σε μείωση του μεριδίου της, καθώς οι ιδιώτες προμηθευτές δεν έχουν κανέναν λόγο να αγοράσουν ζημιογόνα τμήματα της αγοράς όταν μπορούν να περιμένουν.
Οι συζητήσεις που γίνονται όλες τις τελευταίες ημέρες σε επίπεδο τεχνικών κλιμακίων τόσο στην Αθήνα, όσο και στις Βρυξέλες δεν επιτρέπουν κανένα περιθώριο αισιοδοξίας.
Τι υποστηρίζουν οι δανειστές
Οι δανειστές παραμένουν αμετακίνητοι στη θέση τους ότι έως το τέλος του 2017 η ΔΕΗ θα πρέπει να χάσει το 20% του μεριδίου της στη λιανική αγορά ηλεκτρισμού, με βάση υπολογισμού το μερίδιο που κατείχε τον Αύγουστο του 2015, δηλαδή 95,24%.
Υποστηρίζουν επίσης, ότι για να επιτευχθεί αυτό, δεν αρκεί η δημοπράτηση ποσοτήτων ηλεκτρισμού που να αντιστοιχούν στο 12% του μεριδίου της ΔΕΗ όπως καταγράφεται στη σχετική υπουργική απόφαση, αλλά θα πρέπει να επαναληφθεί η δημοπράτηση των ποσοτήτων του 2016, δηλαδή επιπλέον 8%.
Επιμένουν μάλιστα, ότι η αθροιστική δημοπράτηση ποσοτήτων θα πρέπει να συνεχιστεί και στα επόμενα έτη εφαρμογής του μηχανισμού και συγκεκριμένα ότι το 2018 θα πρέπει να δημοπρατηθούν ποσότητες ηλεκτρισμού που να αντιστοιχούν στο 8%+12%+13% και το 2019 στο 8%+12%+13%+13%.
Οι δανειστές πιέζουν προς αυτή την κατεύθυνση διότι θεωρούν ότι μόνο έτσι θα εμπεδωθεί το άνοιγμα της αγοράς, δηλαδή η μεταφορά μεριδίων της ΔΕΗ στους ιδιώτες προμηθευτές θα είναι οριστική και δεν θα υπάρξουν πισωγυρίσματα.
Θεωρούν μάλιστα ότι υπάρχει σημαντική καθυστέρηση στην εφαρμογή των μέτρων που έχουν συμφωνηθεί εδώ και ενάμισι χρόνο, από το καλοκαίρι του 2015 με το πρώτο Μνημόνιο, όπου αναφερόταν σαφώς πως «από την 1.1.2020 καμία επιχείρηση (δηλαδή η ΔΕΗ) δεν επιτρέπεται να παράγει ή να εισάγει ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας που υπερβαίνει το 50% του συνόλου της ηλεκτρικής ενέργειας από εγχώριες μονάδες παραγωγής και εισαγωγές, σε ετήσια βάση.»
Επικαλούνται ακόμη το συμπληρωματικό Μνημόνιο (αγγλικό κείμενο αναρτημένο στην ιστοσελίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής) που συμφώνησαν με την ελληνική κυβέρνηση τον Ιούνιο του 2016 και το οποίο επίσης αναφέρει σαφώς ότι η ΔΕΗ θα πρέπει έως το τέλος του 2017 να έχει απολέσει το 20% του μεριδίου της τόσο στη χονδρική όσο και στη λιανική αγορά ηλεκτρισμού.
Ένα επιπλέον σημαντικό στοιχείο στην όλη διελκυστίνδα, είναι το γεγονός ότι οι δανειστές θεωρούν πως η τιμή εκκίνησης των δημοπρασιών (37,37 ευρώ ανά MWh) είναι υψηλή και θα πρέπει να αναθεωρηθεί προς τα κάτω με βάση τις μειωμένες τιμές ρύπων για το 2016, αλλά και το κόστος παραγωγής της ΔΕΗ το οποίο θεωρούν ότι είναι χαμηλότερο από αυτό που χρησιμοποιήθηκε ως βάση για τον προσδιορισμό της τιμής εκκίνησης.
Μάλιστα σε αυτό το σημείο επικαλούνται και την τιμή που συμφωνήθηκε μεταξύ της ΔΕΗ και της Αλουμίνιον της Ελλάδος, δηλαδή περίπου 31,6 ευρώ MWh.
Τι υποστηρίζει η κυβέρνηση
Η επιχειρηματολογία της ελληνικής πλευράς βασίζεται στο ότι οι απαιτήσεις των δανειστών δεν προβλέπονται από τους νόμους που έχουν ψηφιστεί.
Μάλιστα η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι oι δανειστές, βάζουν επιπλέον απαιτήσεις στο τραπέζι και ότι αυτό θα έχει τεράστιες συνέπειες για τη ΔΕΗ αλλά και για την ίδια την αγορά.
Όπως έλεγαν χαρακτηριστικά κυβερνητικοί παράγοντες, οι δανειστές ταυτίζουν τη μείωση του μεριδίου της ΔΕΗ στη λιανική με τα προϊόντα ΝΟΜΕ και αυτό θα οδηγήσει σε εξάρτηση της απελευθέρωσης από προϊόντα αντιστάθμισης κινδύνου, δηλαδή από προϊόντα που σχεδιάστηκαν για να δώσουν μια φθηνότερη βάση στους ιδιώτες προμηθευτές, αλλά όχι για να στηρίξουν σε αυτά το σύνολο της δραστηριότητας τους.
Μια τέτοια εξέλιξη πέραν του ότι θα αποτελούσε ένα ακόμη χτύπημα στην οριακή βιωσιμότητα της ΔΕΗ, αναδεικνύει παράλληλα το ερώτημα του τι θα γίνει στην αγορά το 2019 όταν λήξει η περίοδος εφαρμογής των δημοπρασιών.
Σε αυτό το σημείο τίθεται το ερώτημα εάν η επόμενη απαίτηση των δανειστών θα είναι η πώληση μονάδων παραγωγής της ΔΕΗ.
Όπως έλεγαν χαρακτηριστικά οι ίδιοι παράγοντες το ζήτημα αυτό δεν έχει τεθεί επί του παρόντος επισήμως στο τραπέζι των συζητήσεων, αλλά έχουν όλο το χρόνο για να το θέσουν στη διάρκεια του 2017.
Τι απαντά η ΔΕΗ
Από την πλευρά της η ΔΕΗ υποστηρίζει ότι η εφαρμογή των δημοπρασιών τύπου ΝΟΜΕ κατά τον τρόπο με τον οποίο απαιτούν οι δανειστές, θα οδηγήσει σε απώλεια του 80% του συνόλου της παραγωγής της ΔΕΗ και όχι μόνο της λιγνιτικής και υδροηλεκτρικής.
Μάλιστα ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της επιχείρησης Μανόλης Παναγιωτάκης, μιλώντας χθες (29 Νομεβρίου 2016) στο συνέδριο του Ελληνοαμερικανικού Επιμελητηρίου, αναφέρθηκε σε κατ΄ ευφημισμό ΝΟΜΕ, σημειώνοντας ότι με τις νέες απαιτήσεις των εκπροσώπων των θεσμών, το μοντέλο πόρρω απέχει από το Γαλλικό ΝΟΜΕ και ότι η λιγνιτική και υδροηλεκτρική παραγωγή της ΔΕΗ κάποιες ώρες δεν θα επαρκεί.
Υπογράμμισε μάλιστα, ότι η ΔΕΗ θα υποχρεώνεται να παράγει ηλεκτρική ενέργεια με φυσικό αέριο ή να αγοράζει, για να τη διαθέτει με ζημία μέσω των δημοπρασιών.
«Το μόνο σίγουρο» είπε ο κ. Παναγιωτάκης, είναι ότι η ΔΕΗ θα δεχθεί καίριο πλήγμα. Ελπίζω τελικά να επικρατήσει η λογική.»
Κάλεσε μάλιστα τους δανειστές να προσεγγίσουν το τα προβλήματα της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας ολιστικά και με όπλο τη λογική, σημειώνοντας ότι είναι πολύ επικίνδυνο το θέμα να αντιμετωπίζεται στα ασφυκτικά πλαίσια της δημοσιονομικής προσαρμογής και με απολυτότητες ή κοντόφθαλμες πολιτικές μπορεί να προκαλέσουν ανεπανόρθωτες ζημίες.
Και όλα αυτά σε μια περίοδο που η ΔΕΗ αντιμετωπίζει μείζονα προβλήματα και ο κίνδυνος κατάρρευσης βρίσκεται προ των πυλών.
Όλοι πρέπει να αναλάβουμε τις ευθύνες μας είπε ο κ. Παναγιωτάκης, ο οποίος γνωρίζει πως ο κίνδυνος να "σκάσει" η ΔΕΗ, δεν αφορά μόνο την επιχείρηση αλλά το σύνολο της χώρας.
Όπως έχει πει ο ίδιος άλλωστε, οι χώρες δεν χρεοκοπούν μόνο από τις τράπεζες, αλλά ενίοτε και από την ενέργεια.
Όσο δε για το σχέδιο του να πουλήσει χαρτοφυλάκια λιανικής (το οποιό είναι αποφασισμένος να εφαρμόσει) απορρίπτεται από τους δανειστές.
Και τούτο διότι θεωρούν πως δεν είναι αποτελεσματικό μέσο μείωσης του μεριδίου της στη λιανική αγορά.
Η ΔΕΗ επιδιώκει στα προς διάθεση χαρτοφυλάκια να συμπεριλάβει μίγμα πελατών που θα ανταποκρίνεται στο συνολικό μίγμα πελατών της, δηλαδή τόσο τα κερδοφόρα όσο και τα ζημιογόνα τμήματα.
Και βεβαίως οι δανειστές γνωρίζουν ότι κάτι τέτοιο είναι αμφίβολο ότι θα οδηγήσει σε μείωση του μεριδίου της, καθώς οι ιδιώτες προμηθευτές δεν έχουν κανέναν λόγο να αγοράσουν ζημιογόνα τμήματα της αγοράς όταν μπορούν να περιμένουν.