Το ΔΝΤ στην νέα DSA συνεχίζει να χαρακτηρίζει το ελληνικό χρέος εξαιρετικά μη βιώσιμο
Ιδιαίτερα αρνητική για την Ελλάδα και το χρέος αλλά και το τραπεζικό σύστημα παραμένει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο καθώς στην έκθεση βιωσιμότητας DSA συνεχίζει να χαρακτηρίζει ως εξαιρετικά μη βιώσιμο το ελληνικό χρέος ενώ ταυτόχρονα επισημαίνει ότι οι ελληνικές τράπεζες λόγω των προβληματικών δανείων θα χρειαστούν 10 δισεκ. τα οποία μπορεί και να μην επαρκούν.
Το διοικητικό Συμβούλιο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου ενέκρινε την Συμφωνία Επί της Αρχής για την Ελλάδα επιβεβαιώνοντας πλήρως πληροφορίες που είχε παρουσιάσει το bankingnews.gr νωρίτερα.
Να σημειωθεί ότι η απόφαση ήταν ομόφωνη καθώς και οι 24 εκτελεστικοί διευθυντές του ΔΝΤ έδωσαν το πράσινο φως για το προγράμμα με την Lagarde να αναλύει την σκοπιμότητα της Συμφωνίας Επί της Αρχής.
Ταυτόχρονα ενέκρινε και δυνητική συμμετοχή 1,6 δισεκ. ευρώ για την Ελλάδα.
Το ποσό των 1,6 δισεκ. ευρώ θα εκταμιευθεί εάν και εφόσον υπάρξει βιώσιμη λύση για το ελληνικό χρέος και εναπόκειται στην Ελλάδα εάν θα κάνει χρήση των κεφαλαίων αυτών.
Είναι γνωστό ότι η Ελλάδα δεν θα χρησιμοποιήσει τα κεφάλαια αυτά.
Οι ελληνικές τράπεζες θα χρειαστούν τουλάχιστον 10 δισεκ. ευρώ
Οι ελληνικές τράπεζες θα χρειαστούν επιπλέον 10 δισεκ. τα οποία μπορεί να μην επαρκούν αναφέρει στην έκθεση βιωσιμότητας DSA για το ελληνικό χρέος το ΔΝΤ.
Το εξαιρετικά υψηλό επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων και η χαμηλή ποιότητα των τραπεζών θα απαιτήσουν νέα κεφάλαια.
Τα υφιστάμενα τραπεζικά κεφάλαια αντιπροσωπεύουν μεγάλες ενδεχόμενες υποχρεώσεις για το κράτος, θέτοντας σοβαρό κίνδυνο για την βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Οι ελληνικές τράπεζες πρέπει να διαθέτουν ένα απόθεμα κεφαλαίων 10 δισ. ευρώ (5,5%% του ΑΕΠ του 2016) για να καλυφθούν πιθανές πρόσθετες ανάγκες τραπεζικής στήριξης, αλλά το ποσό αυτό μπορεί να μην είναι επαρκές.
Ως εκ τούτου, ολοκληρώνοντας την αναθεώρηση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών πολύ πριν από το τέλος του προγράμματος θα είναι ουσιαστικής σημασίας για τον προσδιορισμό των επιπτώσεων στη βιωσιμότητα του χρέους.
Οι ισολογισμοί των τραπεζών είναι αδύναμοι και παρουσιάζουν τον υψηλότερο λόγο μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL) στην ζώνη του ευρώ (49% στο τέλος Μαρτίου 2017).
Τα τραπεζικά κεφάλαια είναι χαμηλής ποιότητας (πάνω από τα μισά είναι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις) παρά τις τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις.
Οι τράπεζες συνεχίζουν να εμφανίζουν περιορισμένη ρευστότητα, απαιτώντας συνεχή εξάρτηση από την ELA.
Αυτές οι αδυναμίες είναι εμφανείς και η συνεχιζόμενη έλλειψη εμπιστοσύνης των καταθετών, επιβάλλει την διατήρηση των ελέγχων κεφαλαίου.
Ταυτόχρονα ο τραπεζικός δανεισμός παραμένει υπό πίεση για 8 συνεχόμενα έτη.
Η έκθεση DSA
Το βασικό σενάριο προβλέπει μείωση του δημοσίου χρέους στο 160% του ΑΕΠ το 2020, με τις χρηματοδοτικές ανάγκες να ανέρχονται στο 15%, 20% και 45% τα έτη 2028, 2033 και 2060 αντίστοιχα.
Βέβαια, ως αποτέλεσμα του υψηλού κόστους δανεισμού, αναφέρει το Ταμείο, το χρέος –αν και αναμένεται να μειωθεί στο 150%– θα φτάσει εν τέλει στο 195% το 2060.
Το Δ.Ν.Τ. μέσω και της Christine Lagarde, σημειώνει επίσης πως πρέπει τα πρωτογενή πλεονάσματα να μειωθούν στο 1,5% το συντ0ομότεο δυνατόν.
Η κα Lagarde τόνισε επίσης πως απαιτούνται για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα «ανανεωμένα» stress tests για τα περιουσιακά τους στοιχεία, για να εξασφαλίσουν οι τράπεζες ότι διαθέτουν επαρκή κεφαλαιοποίηση πριν από το τέλος του προγράμματος (μέσα του 2018).
Άκρως σημαντικό είναι και το ότι, όπως αποφάσισε το Ταμείο, θα υπάρξει μία νέα DSA για την Ελλάδα μόλις ολοκληρωθεί το γ' πρόγραμμα διάσωσης, στις 31 Αυγούστου 2018.
«Αναμένω ένα σχέδιο για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας του χρέους, που θα συμφωνηθεί σύντομα ανάμεσα στην Ελλάδα και τους Ευρωπαίους εταίρους της.
Ακόμη και με πλήρη εφαρμογή του προγράμματος, το χρέος δε μπορεί να καταστηθεί βιώσιμο.
Χρειάζεται περαιτέρω ελάφρυνση από τους Ευρωπαίους.
Τα προσφάτως νομοθετημένα μέτρα για φόρο εισοδήματος και συνταξιοδοτικές δαπάνες είναι κρίσιμα για τον προϋπολογισμό, στο πλαίσιο μίας πιο αναπτυξιακής πολιτικής», συμπλήρωσε η κα Lagarde.
Στα της DSA, αναφέρεται, πρώτον, μεγάλο μέρος του ελληνικού χρέους αποτελείται από δάνεια με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους.
1. Ο χρονικός ορίζοντας πληρωμής ομολόγων που καλύπτεται από την ανάλυση εκτείνεται στο 2080.
Η επίτευξη βιωσιμότητας του χρέους απαιτεί διατήρηση χαμηλών χρηματοδοτικών αναγκών (GFN) για μεγάλο χρονικό διάστημα, ώστε το χρέος να μειώνεται πριν από την Ελλάδα να επιστρέψει στις αγορές με μεγαλύτερη πρόσβαση.
Έτσι, οποιαδήποτε λύση αναδιάρθρωσης του χρέους θα πρέπει να επιτύχει δύο βασικούς στόχους.
Πρώτον, πρέπει να διατηρηθούν οι GFN ανάμεσα σε 15% και 20% (ετησίως).
Δεύτερον, θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι το χρέος οδεύει προς ένα «βιώσιμο» μονοπάτι.
2. Οι ακόλουθες υποθέσεις στηρίζουν τις βασικές προβλέψεις της DSA.
- Μακροοικονομικές παραδοχές: Όπως αναφέρεται στο κείμενο της παρούσας έκθεσης, το προσωπικό πλεόνασμα θα φθάσει το 1,7% και 2,2% αυτό το έτος και το 2018, αντίστοιχα.
Μετά την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος, θα έφτανε και το 3,5% του ΑΕΠ την περίοδο 2019-2022, πριν μειωθεί στο 1,5%.
Μετά ρυθμούς ανάπτυξης κοντά στο 2% και το 2017, το Ταμείο αναμένει μακροπρόθεσμη αύξηση της τάξης του 1% σε πραγματικούς όρους και 2,8% σε ονομαστικούς όρους.
- Ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών: Το εξαιρετικά υψηλό επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών και τα αδύναμα κεφάλαια αντιπροσωπεύουν μεγάλη ενδεχόμενες υποχρεώσεις για το κράτος, που αποτελούν σοβαρό κίνδυνο.
Το Ταμείο έχει θέσει ένα αποθεματικό της τάξης των 10 δισ. ευρώ (5,5% του ΑΕΠ) για την κάλυψη ενδεχόμενων πρόσθετων αναγκών, αλλά το ποσό αυτό δεν μπορεί να είναι επαρκές.
Επομένως, η ολοκλήρωση της επανεξέτασης της ποιότητας ενεργητικού των τραπεζών πριν από το τέλος του προγράμματος, θα είναι ουσιαστικής σημασίας για τη βιωσιμότητα του χρέους.
- Ιδιωτικοποιήσεις: Το Ταμείο αναμένει τα έσοδα από πωλήσεις κρατικών περιουσιακών στοιχείων να φτάσουν τα 2 δισ. ευρώ την περίοδο 2017 – 2030.
Οι προβλέψεις αυτές είναι ρεαλιστικές, δεδομένης της δυσκολίας της Ελλάδας στην επίτευξη των στόχων των ιδιωτικοποιήσεων, στο πλαίσιο προηγούμενων προγραμμάτων της.
- Επίσημα επιτόκια: Η Ελλάδα επωφελείται από τα πολύ χαμηλά ονομαστικά επίσημα επιτόκια (σταθμισμένος μέσος όρος της τάξης του 1%), που υποστηρίζονται από την εξαιρετική χαλάρωση των νομισματικών συνθηκών στη ζώνη του ευρώ.
Οι προβλέψεις για τις επίσημες τιμές μεσοπρόθεσμα είναι σε γενικές γραμμές παρόμοιες με εκείνες στην DSA του 2016.
Καθώς οι συνθήκες χρηματοδότησης εξομαλύνουν, τα επίσημα επιτόκια αναμένεται να επανέλθουν σε ιστορικούς μέσους όρους τους μακροπρόθεσμα.
Το μακροχρόνιο επιτόκιο μηδενικού κινδύνου υπολογίζεται στο 3,8%.
- Επιτόκια της αγοράς: Η Ελλάδα υποτίθεται ότι έχει πρόσβαση στις αγορές μέχρι το τέλος του προγράμματος με ένα αρχικό επιτόκιο 6%, αντανακλώντας την παρατεταμένη απουσία από τις αγορές, ένα αδύναμο ιστορικό στην παροχή δημοσιονομικών πλεονασμάτων, και μια σημαντική απειλή από το χρέος.
3. Χρέος.
Όπως προαναφέρθηκε, το βασικό σενάριο προβλέπει μείωση του δημοσίου χρέους στο 160% του ΑΕΠ το 2020, με τις χρηματοδοτικές ανάγκες να ανέρχονται στο 15%, 20% και 45% τα έτη 2028, 2033 και 2060 αντίστοιχα.
Βέβαια, ως αποτέλεσμα του υψηλού κόστους δανεισμού, αναφέρει το Ταμείο, το χρέος –αν και αναμένεται να μειωθεί στο 150%– θα φτάσει εν τέλει στο 195% το 2060.
4. Δεσμεύσεις ελάφρυνση του χρέους από το Eurogroup είναι ευπρόσδεκτες, αλλά δεν αρκούν για να την επίτευξη της βιωσιμότητας με βάση το βασικό σενάριο του Ταμείου.
Τον Μαΐου 2016 και τον Ιούνιο 2017, οι Ευρωπαίοι εταίροι συμφώνησαν σε μια ευρεία δέσμη μέτρων ελάφρυνσης του χρέους για την Ελλάδα σατ δάνεια του EFSF/ESM, με την επιφύλαξη της συνέχισης της εφαρμογής του προγράμματος.
Οι δεσμεύσεις αυτές συμβάλλουν στη βελτίωση του μακροπρόθεσμου πιστωτικού προφίλ της χώρας.
Ωστόσο, δεν φαίνονται επαρκή για την πλήρη αποκατάσταση της βιωσιμότητας του χρέους.
Έτσι, είναι αναγκαία μία επιπλέον ελάφρυνση, μέσω για παράδειγμα, επεκτάσεων της ωριμότητας και περιόδους χάριτος στα δάνεια των Ευρωπαίων.
Ένας αυτόματος μηχανισμός που συνδέει την αποπληρωμή του χρέους με την ανάπτυξη, θα βοηθούσε επίσης.
5. Το εξωτερικό χρέος αυξήθηκε πριν από την κρίση, αλλά από τότε σταθεροποιήθηκε σε ονομαστικούς όρους.
Το εξωτερικό χρέος της Ελλάδας σχεδόν διπλασιάστηκε από 96% του ΑΕΠ το 2004 σε 185% του ΑΕΠ το 2010, καθώς η χώρα χρησιμοποίησε τις εξωτερικές αποταμιεύσεις για τη χρηματοδότηση της ταχέως αναπτυσσόμενης εγχώριας ζήτησης.
Αν και ο δημόσιος τομέας αντιπροσώπευε το μεγαλύτερο μέρος του εξωτερικού χρέους καθ 'όλη τη διάρκεια της περιόδου, οι τράπεζες επέκτειναν επίσης το δανεισμό τους από το εξωτερικό.
Από το ξεκίνημα του προγράμματος το 2010, το χρέος αυξήθηκε σε σχέση με το ΑΕΠ, λόγω της συρρικνωμένης οικονομικής δραστηριότητας.
Το 2015, η σύνθεση των υποχρεώσεων έχει μετατοπιστεί κάπως από τις τράπεζες προς την κεντρική τράπεζα, λόγω των εκροών καταθέσεων και της επείγουσας βοήθειας για ρευστότητα στις ελληνικές τράπεζες, μια τάση που ανατράπηκε εν μέρει το 2016.
Από το 2016, περίπου το 63% του συνολικού χρέους υπολογίζεται από τη γενική κυβέρνηση και 20% από τις νομισματικές αρχές.
6. Η διεθνής επενδυτική θέση της Ελλάδας είναι η δεύτερη ασθενέστερη στην Ευρώπη, μετά την Ιρλανδία, στο -137% του ΑΕΠ.
Το εξωτερικό χρέος (246%) της Ελλάδας είναι υψηλότερο από ότι στις περισσότερες ευρωπαϊκές οικονομίες, με εξαίρεση το Βέλγιο, την Κύπρο, την Ιρλανδία, τη Μάλτα και τις Κάτω Χώρες.
Η ασθενής διεθνής επενδυτική θέση θα συνεχίσει να αποτελεί εμπόδιο στην ανάκαμψη, καθώς η διαθεσιμότητα εξωτερικών αποταμιεύσεων παραμένει περιορισμένη και πρέπει να κινητοποιηθούν οι εγχώριες αποταμιεύσεις για να δοθεί περιθώριο για επενδύσεις.
7. Το εξωτερικό χρέος προβλέπεται να μειωθεί σταδιακά σε περίπου 215% του ΑΕΠ το 2022.
Η βελτίωση αυτή θα προέλθει κυρίως από την προβλεπόμενη ανάκαμψη της ανάπτυξης και του πληθωρισμού.
Οι μεγαλύτερες εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων, οι οποίες σήμερα είναι χαμηλές σε σύγκριση με τις ομότιμες χώρες, θα αποτελέσουν σημαντική πηγή χρηματοδότησης που δεν θα δημιουργεί χρέη.
8. Οι μακροοικονομικές διαταραχές και οι αποκλίσεις πολιτικής ενδέχεται να οδηγήσουν σε δυσμενή δυναμική.
- Σοκ επιτοκίων: Οι συνέπειες των υψηλότερων αποδόσεων στα ελληνικά ομόλογα περιορίζονται από την σχεδόν αποκλειστική εξάρτηση της Ελλάδας από τη χρηματοδότηση των δανειστών.
Ένα σοκ επιτοκίων κατά 90 μονάδες βάσης θα επιδείνωνε τα έσοδα και θα οδηγούσε σε χρέος 10% πάνω από το βασικό σενάριο, το 2022.
- Σοκ ανάπτυξης: Η μείωση της μέσης ανάπτυξης κατά 2%, θα συνέχιζε μειώνει το χρέος, αλλά το 2022 θα ήταν υψηλότερο κατά 22%.
- Μεγαλύτερα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών.
Η ασθενής βελτίωση της ανταγωνιστικότητας που προέρχεται από την καθυστέρηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, θα μπορούσε να επηρεάσει τις εξαγωγές αρνητικά και να επιδεινώσει τις στοιχειώδεις προβολές του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Ο δείκτης του χρέους θα παρέμενε σε καθοδική πορεία, αλλά κατά 17% υψηλότερα το 2020.
Η δυναμική του χρέους θα ήταν χειρότερα κάτω από ένα συνδυασμό σοκ υψηλότερων επιτοκίων και χαμηλότερης ανάπτυξης, με το χρέος να φτάνει το 240% το 2022, 25% υψηλοτέρα από το βασικό σενάριο.
Πηγή: www.bankingnews.gr
www.worldenergynews.gr
Το διοικητικό Συμβούλιο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου ενέκρινε την Συμφωνία Επί της Αρχής για την Ελλάδα επιβεβαιώνοντας πλήρως πληροφορίες που είχε παρουσιάσει το bankingnews.gr νωρίτερα.
Να σημειωθεί ότι η απόφαση ήταν ομόφωνη καθώς και οι 24 εκτελεστικοί διευθυντές του ΔΝΤ έδωσαν το πράσινο φως για το προγράμμα με την Lagarde να αναλύει την σκοπιμότητα της Συμφωνίας Επί της Αρχής.
Ταυτόχρονα ενέκρινε και δυνητική συμμετοχή 1,6 δισεκ. ευρώ για την Ελλάδα.
Το ποσό των 1,6 δισεκ. ευρώ θα εκταμιευθεί εάν και εφόσον υπάρξει βιώσιμη λύση για το ελληνικό χρέος και εναπόκειται στην Ελλάδα εάν θα κάνει χρήση των κεφαλαίων αυτών.
Είναι γνωστό ότι η Ελλάδα δεν θα χρησιμοποιήσει τα κεφάλαια αυτά.
Οι ελληνικές τράπεζες θα χρειαστούν τουλάχιστον 10 δισεκ. ευρώ
Οι ελληνικές τράπεζες θα χρειαστούν επιπλέον 10 δισεκ. τα οποία μπορεί να μην επαρκούν αναφέρει στην έκθεση βιωσιμότητας DSA για το ελληνικό χρέος το ΔΝΤ.
Το εξαιρετικά υψηλό επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων και η χαμηλή ποιότητα των τραπεζών θα απαιτήσουν νέα κεφάλαια.
Τα υφιστάμενα τραπεζικά κεφάλαια αντιπροσωπεύουν μεγάλες ενδεχόμενες υποχρεώσεις για το κράτος, θέτοντας σοβαρό κίνδυνο για την βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Οι ελληνικές τράπεζες πρέπει να διαθέτουν ένα απόθεμα κεφαλαίων 10 δισ. ευρώ (5,5%% του ΑΕΠ του 2016) για να καλυφθούν πιθανές πρόσθετες ανάγκες τραπεζικής στήριξης, αλλά το ποσό αυτό μπορεί να μην είναι επαρκές.
Ως εκ τούτου, ολοκληρώνοντας την αναθεώρηση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών πολύ πριν από το τέλος του προγράμματος θα είναι ουσιαστικής σημασίας για τον προσδιορισμό των επιπτώσεων στη βιωσιμότητα του χρέους.
Οι ισολογισμοί των τραπεζών είναι αδύναμοι και παρουσιάζουν τον υψηλότερο λόγο μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL) στην ζώνη του ευρώ (49% στο τέλος Μαρτίου 2017).
Τα τραπεζικά κεφάλαια είναι χαμηλής ποιότητας (πάνω από τα μισά είναι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις) παρά τις τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις.
Οι τράπεζες συνεχίζουν να εμφανίζουν περιορισμένη ρευστότητα, απαιτώντας συνεχή εξάρτηση από την ELA.
Αυτές οι αδυναμίες είναι εμφανείς και η συνεχιζόμενη έλλειψη εμπιστοσύνης των καταθετών, επιβάλλει την διατήρηση των ελέγχων κεφαλαίου.
Ταυτόχρονα ο τραπεζικός δανεισμός παραμένει υπό πίεση για 8 συνεχόμενα έτη.
Η έκθεση DSA
Το βασικό σενάριο προβλέπει μείωση του δημοσίου χρέους στο 160% του ΑΕΠ το 2020, με τις χρηματοδοτικές ανάγκες να ανέρχονται στο 15%, 20% και 45% τα έτη 2028, 2033 και 2060 αντίστοιχα.
Βέβαια, ως αποτέλεσμα του υψηλού κόστους δανεισμού, αναφέρει το Ταμείο, το χρέος –αν και αναμένεται να μειωθεί στο 150%– θα φτάσει εν τέλει στο 195% το 2060.
Το Δ.Ν.Τ. μέσω και της Christine Lagarde, σημειώνει επίσης πως πρέπει τα πρωτογενή πλεονάσματα να μειωθούν στο 1,5% το συντ0ομότεο δυνατόν.
Η κα Lagarde τόνισε επίσης πως απαιτούνται για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα «ανανεωμένα» stress tests για τα περιουσιακά τους στοιχεία, για να εξασφαλίσουν οι τράπεζες ότι διαθέτουν επαρκή κεφαλαιοποίηση πριν από το τέλος του προγράμματος (μέσα του 2018).
Άκρως σημαντικό είναι και το ότι, όπως αποφάσισε το Ταμείο, θα υπάρξει μία νέα DSA για την Ελλάδα μόλις ολοκληρωθεί το γ' πρόγραμμα διάσωσης, στις 31 Αυγούστου 2018.
«Αναμένω ένα σχέδιο για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας του χρέους, που θα συμφωνηθεί σύντομα ανάμεσα στην Ελλάδα και τους Ευρωπαίους εταίρους της.
Ακόμη και με πλήρη εφαρμογή του προγράμματος, το χρέος δε μπορεί να καταστηθεί βιώσιμο.
Χρειάζεται περαιτέρω ελάφρυνση από τους Ευρωπαίους.
Τα προσφάτως νομοθετημένα μέτρα για φόρο εισοδήματος και συνταξιοδοτικές δαπάνες είναι κρίσιμα για τον προϋπολογισμό, στο πλαίσιο μίας πιο αναπτυξιακής πολιτικής», συμπλήρωσε η κα Lagarde.
Στα της DSA, αναφέρεται, πρώτον, μεγάλο μέρος του ελληνικού χρέους αποτελείται από δάνεια με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους.
1. Ο χρονικός ορίζοντας πληρωμής ομολόγων που καλύπτεται από την ανάλυση εκτείνεται στο 2080.
Η επίτευξη βιωσιμότητας του χρέους απαιτεί διατήρηση χαμηλών χρηματοδοτικών αναγκών (GFN) για μεγάλο χρονικό διάστημα, ώστε το χρέος να μειώνεται πριν από την Ελλάδα να επιστρέψει στις αγορές με μεγαλύτερη πρόσβαση.
Έτσι, οποιαδήποτε λύση αναδιάρθρωσης του χρέους θα πρέπει να επιτύχει δύο βασικούς στόχους.
Πρώτον, πρέπει να διατηρηθούν οι GFN ανάμεσα σε 15% και 20% (ετησίως).
Δεύτερον, θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι το χρέος οδεύει προς ένα «βιώσιμο» μονοπάτι.
2. Οι ακόλουθες υποθέσεις στηρίζουν τις βασικές προβλέψεις της DSA.
- Μακροοικονομικές παραδοχές: Όπως αναφέρεται στο κείμενο της παρούσας έκθεσης, το προσωπικό πλεόνασμα θα φθάσει το 1,7% και 2,2% αυτό το έτος και το 2018, αντίστοιχα.
Μετά την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος, θα έφτανε και το 3,5% του ΑΕΠ την περίοδο 2019-2022, πριν μειωθεί στο 1,5%.
Μετά ρυθμούς ανάπτυξης κοντά στο 2% και το 2017, το Ταμείο αναμένει μακροπρόθεσμη αύξηση της τάξης του 1% σε πραγματικούς όρους και 2,8% σε ονομαστικούς όρους.
- Ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών: Το εξαιρετικά υψηλό επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών και τα αδύναμα κεφάλαια αντιπροσωπεύουν μεγάλη ενδεχόμενες υποχρεώσεις για το κράτος, που αποτελούν σοβαρό κίνδυνο.
Το Ταμείο έχει θέσει ένα αποθεματικό της τάξης των 10 δισ. ευρώ (5,5% του ΑΕΠ) για την κάλυψη ενδεχόμενων πρόσθετων αναγκών, αλλά το ποσό αυτό δεν μπορεί να είναι επαρκές.
Επομένως, η ολοκλήρωση της επανεξέτασης της ποιότητας ενεργητικού των τραπεζών πριν από το τέλος του προγράμματος, θα είναι ουσιαστικής σημασίας για τη βιωσιμότητα του χρέους.
- Ιδιωτικοποιήσεις: Το Ταμείο αναμένει τα έσοδα από πωλήσεις κρατικών περιουσιακών στοιχείων να φτάσουν τα 2 δισ. ευρώ την περίοδο 2017 – 2030.
Οι προβλέψεις αυτές είναι ρεαλιστικές, δεδομένης της δυσκολίας της Ελλάδας στην επίτευξη των στόχων των ιδιωτικοποιήσεων, στο πλαίσιο προηγούμενων προγραμμάτων της.
- Επίσημα επιτόκια: Η Ελλάδα επωφελείται από τα πολύ χαμηλά ονομαστικά επίσημα επιτόκια (σταθμισμένος μέσος όρος της τάξης του 1%), που υποστηρίζονται από την εξαιρετική χαλάρωση των νομισματικών συνθηκών στη ζώνη του ευρώ.
Οι προβλέψεις για τις επίσημες τιμές μεσοπρόθεσμα είναι σε γενικές γραμμές παρόμοιες με εκείνες στην DSA του 2016.
Καθώς οι συνθήκες χρηματοδότησης εξομαλύνουν, τα επίσημα επιτόκια αναμένεται να επανέλθουν σε ιστορικούς μέσους όρους τους μακροπρόθεσμα.
Το μακροχρόνιο επιτόκιο μηδενικού κινδύνου υπολογίζεται στο 3,8%.
- Επιτόκια της αγοράς: Η Ελλάδα υποτίθεται ότι έχει πρόσβαση στις αγορές μέχρι το τέλος του προγράμματος με ένα αρχικό επιτόκιο 6%, αντανακλώντας την παρατεταμένη απουσία από τις αγορές, ένα αδύναμο ιστορικό στην παροχή δημοσιονομικών πλεονασμάτων, και μια σημαντική απειλή από το χρέος.
3. Χρέος.
Όπως προαναφέρθηκε, το βασικό σενάριο προβλέπει μείωση του δημοσίου χρέους στο 160% του ΑΕΠ το 2020, με τις χρηματοδοτικές ανάγκες να ανέρχονται στο 15%, 20% και 45% τα έτη 2028, 2033 και 2060 αντίστοιχα.
Βέβαια, ως αποτέλεσμα του υψηλού κόστους δανεισμού, αναφέρει το Ταμείο, το χρέος –αν και αναμένεται να μειωθεί στο 150%– θα φτάσει εν τέλει στο 195% το 2060.
4. Δεσμεύσεις ελάφρυνση του χρέους από το Eurogroup είναι ευπρόσδεκτες, αλλά δεν αρκούν για να την επίτευξη της βιωσιμότητας με βάση το βασικό σενάριο του Ταμείου.
Τον Μαΐου 2016 και τον Ιούνιο 2017, οι Ευρωπαίοι εταίροι συμφώνησαν σε μια ευρεία δέσμη μέτρων ελάφρυνσης του χρέους για την Ελλάδα σατ δάνεια του EFSF/ESM, με την επιφύλαξη της συνέχισης της εφαρμογής του προγράμματος.
Οι δεσμεύσεις αυτές συμβάλλουν στη βελτίωση του μακροπρόθεσμου πιστωτικού προφίλ της χώρας.
Ωστόσο, δεν φαίνονται επαρκή για την πλήρη αποκατάσταση της βιωσιμότητας του χρέους.
Έτσι, είναι αναγκαία μία επιπλέον ελάφρυνση, μέσω για παράδειγμα, επεκτάσεων της ωριμότητας και περιόδους χάριτος στα δάνεια των Ευρωπαίων.
Ένας αυτόματος μηχανισμός που συνδέει την αποπληρωμή του χρέους με την ανάπτυξη, θα βοηθούσε επίσης.
5. Το εξωτερικό χρέος αυξήθηκε πριν από την κρίση, αλλά από τότε σταθεροποιήθηκε σε ονομαστικούς όρους.
Το εξωτερικό χρέος της Ελλάδας σχεδόν διπλασιάστηκε από 96% του ΑΕΠ το 2004 σε 185% του ΑΕΠ το 2010, καθώς η χώρα χρησιμοποίησε τις εξωτερικές αποταμιεύσεις για τη χρηματοδότηση της ταχέως αναπτυσσόμενης εγχώριας ζήτησης.
Αν και ο δημόσιος τομέας αντιπροσώπευε το μεγαλύτερο μέρος του εξωτερικού χρέους καθ 'όλη τη διάρκεια της περιόδου, οι τράπεζες επέκτειναν επίσης το δανεισμό τους από το εξωτερικό.
Από το ξεκίνημα του προγράμματος το 2010, το χρέος αυξήθηκε σε σχέση με το ΑΕΠ, λόγω της συρρικνωμένης οικονομικής δραστηριότητας.
Το 2015, η σύνθεση των υποχρεώσεων έχει μετατοπιστεί κάπως από τις τράπεζες προς την κεντρική τράπεζα, λόγω των εκροών καταθέσεων και της επείγουσας βοήθειας για ρευστότητα στις ελληνικές τράπεζες, μια τάση που ανατράπηκε εν μέρει το 2016.
Από το 2016, περίπου το 63% του συνολικού χρέους υπολογίζεται από τη γενική κυβέρνηση και 20% από τις νομισματικές αρχές.
6. Η διεθνής επενδυτική θέση της Ελλάδας είναι η δεύτερη ασθενέστερη στην Ευρώπη, μετά την Ιρλανδία, στο -137% του ΑΕΠ.
Το εξωτερικό χρέος (246%) της Ελλάδας είναι υψηλότερο από ότι στις περισσότερες ευρωπαϊκές οικονομίες, με εξαίρεση το Βέλγιο, την Κύπρο, την Ιρλανδία, τη Μάλτα και τις Κάτω Χώρες.
Η ασθενής διεθνής επενδυτική θέση θα συνεχίσει να αποτελεί εμπόδιο στην ανάκαμψη, καθώς η διαθεσιμότητα εξωτερικών αποταμιεύσεων παραμένει περιορισμένη και πρέπει να κινητοποιηθούν οι εγχώριες αποταμιεύσεις για να δοθεί περιθώριο για επενδύσεις.
7. Το εξωτερικό χρέος προβλέπεται να μειωθεί σταδιακά σε περίπου 215% του ΑΕΠ το 2022.
Η βελτίωση αυτή θα προέλθει κυρίως από την προβλεπόμενη ανάκαμψη της ανάπτυξης και του πληθωρισμού.
Οι μεγαλύτερες εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων, οι οποίες σήμερα είναι χαμηλές σε σύγκριση με τις ομότιμες χώρες, θα αποτελέσουν σημαντική πηγή χρηματοδότησης που δεν θα δημιουργεί χρέη.
8. Οι μακροοικονομικές διαταραχές και οι αποκλίσεις πολιτικής ενδέχεται να οδηγήσουν σε δυσμενή δυναμική.
- Σοκ επιτοκίων: Οι συνέπειες των υψηλότερων αποδόσεων στα ελληνικά ομόλογα περιορίζονται από την σχεδόν αποκλειστική εξάρτηση της Ελλάδας από τη χρηματοδότηση των δανειστών.
Ένα σοκ επιτοκίων κατά 90 μονάδες βάσης θα επιδείνωνε τα έσοδα και θα οδηγούσε σε χρέος 10% πάνω από το βασικό σενάριο, το 2022.
- Σοκ ανάπτυξης: Η μείωση της μέσης ανάπτυξης κατά 2%, θα συνέχιζε μειώνει το χρέος, αλλά το 2022 θα ήταν υψηλότερο κατά 22%.
- Μεγαλύτερα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών.
Η ασθενής βελτίωση της ανταγωνιστικότητας που προέρχεται από την καθυστέρηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, θα μπορούσε να επηρεάσει τις εξαγωγές αρνητικά και να επιδεινώσει τις στοιχειώδεις προβολές του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Ο δείκτης του χρέους θα παρέμενε σε καθοδική πορεία, αλλά κατά 17% υψηλότερα το 2020.
Η δυναμική του χρέους θα ήταν χειρότερα κάτω από ένα συνδυασμό σοκ υψηλότερων επιτοκίων και χαμηλότερης ανάπτυξης, με το χρέος να φτάνει το 240% το 2022, 25% υψηλοτέρα από το βασικό σενάριο.
Πηγή: www.bankingnews.gr
www.worldenergynews.gr