Αθροιστικά, την πενταετία 2026-2030 η Ελλάδα θα επιβαρύνει την ατμόσφαιρα με 257 εκατ. τόνους CO2eq μειώνοντας τις εκπομπές της κατά 145 εκατ. τόνους
Η νέα ανάλυση που δημοσίευσε σήμερα (4/12) το Green Tank υπολογίζει τους πρώτους τομεακούς προϋπολογισμούς άνθρακα με βάση τις προβλέψεις του ΕΣΕΚ, δείχνοντας ότι την πενταετία 2026-2030 η Ελλάδα θα επιβαρύνει την ατμόσφαιρα με 257 εκατ. τόνους Cο2, μειώνοντας τις εκπομπές της κατά 145 εκατ. τόνους (-36%) συγκριτικά με την περίοδο 2018-2022.
Σύμφωνα πάντα με την ανάλυση, σημαντική είναι σε αυτή την κατεύθυνση η συμβολή της παραγωγής ηλεκτρισμού και θερμότητας, αλλά και της βιομηχανίας, ενώ την ίδια στιγμή την μείωση των εκπομπών ρύπων δεν φαίνεται αν βοηθάει ο τομέας των μεταφορών.
Με βάση τον εθνικό Κλιματικό Νόμο, η χώρα οφείλει ως το τέλος του 2024 να καταρτίσει προϋπολογισμούς άνθρακα για επτά τομείς της οικονομίας: 1) παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας & θερμότητας, 2) μεταφορές, 3) βιομηχανία, 4) κτίρια, 5) γεωργία και κτηνοτροφία, 6) απόβλητα και δραστηριότητες χρήσης γης, 7) αλλαγή χρήσεων γης & δασοπονίας (LULUCF).
Ενισχύοντας την κλιματική πολιτική της χώρας, οι προϋπολογισμοί άνθρακα θα ορίσουν τις μέγιστες ποσότητες εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου που επιτρέπεται να εκπέμψουν οι συγκεκριμένοι τομείς την πενταετία 2026-2030.
Με στόχο να συμβάλει στον δημόσιο διάλογο που προβλέπει και ο εθνικός Κλιματικός Νόμος, η ανάλυση που παρουσιάζεται στο ενημερωτικό σημείωμα με τίτλο «Τομεακοί προϋπολογισμοί άνθρακα & ΕΣΕΚ: η εθνική κλιματική πολιτική στο επίκεντρο» αναπτύσσει και εφαρμόζει μια μεθοδολογία υπολογισμού των επτά τομεακών προϋπολογισμών άνθρακα για την περίοδο 2026-2030. Η ανάλυση βασίζεται στις προβλέψεις της τελευταίας δημόσιας διαθέσιμης εκδοχής του ΕΣΕΚ που κατατέθηκε σε δημόσια διαβούλευση τον Αύγουστο 2024.
Τα βασικότερα ευρήματα της ανάλυσης
Αθροιστικά, την πενταετία 2026-2030 η Ελλάδα θα επιβαρύνει την ατμόσφαιρα με 257 εκατ. τόνους CO2eq μειώνοντας τις εκπομπές της κατά 145 εκατ. τόνους (-36%) συγκριτικά με την περίοδο 2018-2022.
Το 83% αυτής της μείωσης θα προέλθει από τους τομείς της παραγωγής ηλεκτρισμού & θερμότητας (-90 Mt CO2eq) και της βιομηχανίας (-31 Mt CO2eq) που ήταν οι πιο ρυπογόνοι την περίοδο 2018-2022.
Ο τομέας των κτιρίων θα συμβάλει λιγότερο στη μείωση αυτή με -11.7 Mt CO2eq. Ακόμα μικρότερες συνεισφορές θα έχουν οι τομείς της γεωργίας-κτηνοτροφίας (-7.5 Mt CO2eq) και των LULUCF (-6.3 Mt CO2eq), ενώ αμελητέα θα είναι η πρόοδος στον τομέα της διαχείρισης αποβλήτων (-1.1 Mt CO2eq).
Οπισθοδρόμηση θα σημειωθεί στον τομέα των μεταφορών (+3.1 Mt CO2eq), ο οποίος θα είναι με διαφορά ο πιο ρυπογόνος τομέας με 105 Mt CO2eq την πενταετία 2026-2030, κατέχοντας μερίδιο σχεδόν 41% του συνολικού προϋπολογισμού άνθρακα της χώρας.
«Οι μεταφορές αναδεικνύονται στον μεγάλο ασθενή της εθνικής κλιματικής πολιτικής. Είναι αναγκαίο να επανασχεδιαστούν τα σχετικά μέτρα και οι πολιτικές του ΕΣΕΚ ακολουθώντας το παράδειγμα χωρών όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, οι οποίες έθεσαν τον πήχη της κλιματικής φιλοδοξίας για τις μεταφορές πολύ ψηλότερα. Η ταχύτερη απανθρακοποίηση του τομέα των μεταφορών, όχι μόνο θα βελτιώσει τις κλιματικές επιδόσεις της χώρας, αλλά θα θωρακίσει αποτελεσματικότερα και τους πολίτες απέναντι στις οικονομικές συνέπειες του νέου
Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών για τα κτίρια και τις οδικές μεταφορές που έρχεται το 2027.», δήλωσε ο Νίκος Μάντζαρης, αναλυτής ενεργειακής πολιτικής και συνιδρυτής του Green Tank.
Τα συμπεράσματα
Ο προσδιορισμός των τομεακών προϋπολογισμών άνθρακα που έγινε στην παρούσα ανάλυση αναδεικνύει τη σημαντική κλιματική πρόοδο που προβλέπεται να κάνει η χώρα στο άμεσο μέλλον, σύμφωνα με την τελευταία δημόσια διαθέσιμη εκδοχή του ΕΣΕΚ.
Πρωταγωνιστικό ρόλο στην πρόοδο αυτή θα έχει ο τομέας της ηλεκτροπαραγωγής, η απανθρακοποίηση του οποίου θα συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτος είναι και ο περιορισμός του ανθρακικού αποτυπώματος της βιομηχανίας κατά 30%. Οι δεσμεύσεις βιωσιμότητας των μεγαλύτερων βιομηχανιών της χώρας, οι οποίες μεταφράζονται σε συγκεκριμένα έργα που θα ολοκληρωθούν ως το 2030, δείχνουν ότι η ελληνική βιομηχανία αντιλαμβάνεται πως το πρασίνισμα των βιομηχανικών διεργασιών αποτελεί το καλύτερο εχέγγυο για τη διασφάλιση της ανταγωνιστικότητάς της.
Η πρόοδος που αποτυπώνεται στη μείωση του συνολικού ανθρακικού αποτυπώματος της χώρας θα ήταν πολύ μεγαλύτερη αν τα μέτρα του ΕΣΕΚ για τον τομέα των μεταφορών δεν ήταν ανεπαρκή.
Εκτός από την πολύ αρνητική κλιματική επίδοση του τομέα αυτού την πενταετία 2026-2030, ο μη περιορισμός του ανθρακικού αποτυπώματος των μεταφορών θα έχει και μια εξίσου αρνητική κοινωνικοοικονομική διάσταση.
Πιο συγκεκριμένα, το 2027 θα ξεκινήσει η λειτουργία ενός νέου και διακριτού Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ-2), το οποίο θα αυξήσει το κόστος της χρήσης ορυκτών καυσίμων στους τομείς των κτιρίων και των οδικών μεταφορών.
Αν λοιπόν τα αμέσως επόμενα χρόνια δεν περιοριστεί πιο δραστικά η χρήση ορυκτών καυσίμων στις οδικές μεταφορές, τότε οι συνέπειες για τους πολίτες, και ευρύτερα για την εθνική οικονομία, μπορεί να είναι πολύ επιζήμιες ανάλογα με την εξέλιξη της τιμής του άνθρακα στο ΣΕΔΕ-2.
Για τους λόγους αυτούς, προτείνεται η επανεξέταση των μέτρων και των πολιτικών για τον τομέα των μεταφορών στη βάση μέτρων που θα εφαρμόσουν άλλα κράτη μέλη τα οποία έχουν θέσει πολύ υψηλότερα τον πήχη της κλιματικής φιλοδοξίας.
Για παράδειγμα, η Ισπανία σχεδιάζει να μειώσει τις εκπομπές των μεταφορών από 73.9 Mt CO2eq το 2020 σε 59.6 Mt CO2eq το 2030 (-19.3%) σε αντίθεση με την Ελλάδα που το 2030 σχεδιάζει να έχει 21.7% υψηλότερες εκπομπές συγκριτικά με αυτές του 2020 (από 16.1 Mt CO2eq το 2020 σε 19.6 Mt CO2eq το 2030).
Επίσης, η Πορτογαλία επιδιώκει τη μείωση των εκπομπών από τις μεταφορές κατά 40% το 2030 σε σχέση με το 2005, τη στιγμή που ο αντίστοιχος ελληνικός στόχος είναι 19%.
Προτείνεται επίσης η εξάλειψη της ρυπογόνου επιλογής της καύσης για τη διαχείριση αποβλήτων. Πρόκειται για μια ακριβή επιλογή που συνοδεύεται από εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, αλλά και άλλων αερίων, οι οποίες, αν δεν παρακολουθούνται συστηματικά και δεν περιορίζονται με τη χρήση των κατάλληλων αντιρρυπαντικών τεχνολογιών, μπορούν να αποβούν πολύ επιβλαβείς για την ανθρώπινη υγεία. Δεν είναι τυχαίο ότι στο σχετικό με τη διαχείριση αποβλήτων κομμάτι των κατευθυντήριων γραμμών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τα ΕΣΕΚ, η καύση δεν συμπεριλαμβάνεται ανάμεσα στα προτεινόμενα μέτρα και πολιτικές για τη μείωση των εκπομπών μεθανίου. Αντίθετα, εστιάζουν στη διαλογή στην πηγή και στην αναερόβια χώνευση με ανάκτηση βιοαερίου.
Επιπλέον, προτείνεται η εκπόνηση εθνικού σχεδίου για τον περιορισμό των εκπομπών μεθανίου από την κτηνοτροφία σε συνεργασία με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς. Τα παραπάνω θα βοηθήσουν τη χώρα, μεταξύ άλλων, να τηρήσει και τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει με την υπογραφή του Global Methane Pledge, το οποίο θέτει ως στόχο τη μείωση των παγκόσμιων εκπομπών μεθανίου κατά 30% το 2030 συγκριτικά με τα επίπεδα του 2020.
Τέλος, σε θεσμικό επίπεδο προτείνεται η τροποποίηση του άρθρου 7 του Κλιματικού Νόμου, προκειμένου οι εκπομπές κάθε τομέα τόσο στο έτος αφετηρίας όσο και στο καταληκτικό έτος κάθε πενταετίας να είναι αυτές που προβλέπονται από το τελευταίο διαθέσιμο ΕΣΕΚ.
www.worldenergynews.gr
Σύμφωνα πάντα με την ανάλυση, σημαντική είναι σε αυτή την κατεύθυνση η συμβολή της παραγωγής ηλεκτρισμού και θερμότητας, αλλά και της βιομηχανίας, ενώ την ίδια στιγμή την μείωση των εκπομπών ρύπων δεν φαίνεται αν βοηθάει ο τομέας των μεταφορών.
Με βάση τον εθνικό Κλιματικό Νόμο, η χώρα οφείλει ως το τέλος του 2024 να καταρτίσει προϋπολογισμούς άνθρακα για επτά τομείς της οικονομίας: 1) παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας & θερμότητας, 2) μεταφορές, 3) βιομηχανία, 4) κτίρια, 5) γεωργία και κτηνοτροφία, 6) απόβλητα και δραστηριότητες χρήσης γης, 7) αλλαγή χρήσεων γης & δασοπονίας (LULUCF).
Ενισχύοντας την κλιματική πολιτική της χώρας, οι προϋπολογισμοί άνθρακα θα ορίσουν τις μέγιστες ποσότητες εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου που επιτρέπεται να εκπέμψουν οι συγκεκριμένοι τομείς την πενταετία 2026-2030.
Με στόχο να συμβάλει στον δημόσιο διάλογο που προβλέπει και ο εθνικός Κλιματικός Νόμος, η ανάλυση που παρουσιάζεται στο ενημερωτικό σημείωμα με τίτλο «Τομεακοί προϋπολογισμοί άνθρακα & ΕΣΕΚ: η εθνική κλιματική πολιτική στο επίκεντρο» αναπτύσσει και εφαρμόζει μια μεθοδολογία υπολογισμού των επτά τομεακών προϋπολογισμών άνθρακα για την περίοδο 2026-2030. Η ανάλυση βασίζεται στις προβλέψεις της τελευταίας δημόσιας διαθέσιμης εκδοχής του ΕΣΕΚ που κατατέθηκε σε δημόσια διαβούλευση τον Αύγουστο 2024.
Τα βασικότερα ευρήματα της ανάλυσης
Αθροιστικά, την πενταετία 2026-2030 η Ελλάδα θα επιβαρύνει την ατμόσφαιρα με 257 εκατ. τόνους CO2eq μειώνοντας τις εκπομπές της κατά 145 εκατ. τόνους (-36%) συγκριτικά με την περίοδο 2018-2022.
Το 83% αυτής της μείωσης θα προέλθει από τους τομείς της παραγωγής ηλεκτρισμού & θερμότητας (-90 Mt CO2eq) και της βιομηχανίας (-31 Mt CO2eq) που ήταν οι πιο ρυπογόνοι την περίοδο 2018-2022.
Ο τομέας των κτιρίων θα συμβάλει λιγότερο στη μείωση αυτή με -11.7 Mt CO2eq. Ακόμα μικρότερες συνεισφορές θα έχουν οι τομείς της γεωργίας-κτηνοτροφίας (-7.5 Mt CO2eq) και των LULUCF (-6.3 Mt CO2eq), ενώ αμελητέα θα είναι η πρόοδος στον τομέα της διαχείρισης αποβλήτων (-1.1 Mt CO2eq).
Οπισθοδρόμηση θα σημειωθεί στον τομέα των μεταφορών (+3.1 Mt CO2eq), ο οποίος θα είναι με διαφορά ο πιο ρυπογόνος τομέας με 105 Mt CO2eq την πενταετία 2026-2030, κατέχοντας μερίδιο σχεδόν 41% του συνολικού προϋπολογισμού άνθρακα της χώρας.
«Οι μεταφορές αναδεικνύονται στον μεγάλο ασθενή της εθνικής κλιματικής πολιτικής. Είναι αναγκαίο να επανασχεδιαστούν τα σχετικά μέτρα και οι πολιτικές του ΕΣΕΚ ακολουθώντας το παράδειγμα χωρών όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, οι οποίες έθεσαν τον πήχη της κλιματικής φιλοδοξίας για τις μεταφορές πολύ ψηλότερα. Η ταχύτερη απανθρακοποίηση του τομέα των μεταφορών, όχι μόνο θα βελτιώσει τις κλιματικές επιδόσεις της χώρας, αλλά θα θωρακίσει αποτελεσματικότερα και τους πολίτες απέναντι στις οικονομικές συνέπειες του νέου
Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών για τα κτίρια και τις οδικές μεταφορές που έρχεται το 2027.», δήλωσε ο Νίκος Μάντζαρης, αναλυτής ενεργειακής πολιτικής και συνιδρυτής του Green Tank.
Τα συμπεράσματα
Ο προσδιορισμός των τομεακών προϋπολογισμών άνθρακα που έγινε στην παρούσα ανάλυση αναδεικνύει τη σημαντική κλιματική πρόοδο που προβλέπεται να κάνει η χώρα στο άμεσο μέλλον, σύμφωνα με την τελευταία δημόσια διαθέσιμη εκδοχή του ΕΣΕΚ.
Πρωταγωνιστικό ρόλο στην πρόοδο αυτή θα έχει ο τομέας της ηλεκτροπαραγωγής, η απανθρακοποίηση του οποίου θα συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτος είναι και ο περιορισμός του ανθρακικού αποτυπώματος της βιομηχανίας κατά 30%. Οι δεσμεύσεις βιωσιμότητας των μεγαλύτερων βιομηχανιών της χώρας, οι οποίες μεταφράζονται σε συγκεκριμένα έργα που θα ολοκληρωθούν ως το 2030, δείχνουν ότι η ελληνική βιομηχανία αντιλαμβάνεται πως το πρασίνισμα των βιομηχανικών διεργασιών αποτελεί το καλύτερο εχέγγυο για τη διασφάλιση της ανταγωνιστικότητάς της.
Η πρόοδος που αποτυπώνεται στη μείωση του συνολικού ανθρακικού αποτυπώματος της χώρας θα ήταν πολύ μεγαλύτερη αν τα μέτρα του ΕΣΕΚ για τον τομέα των μεταφορών δεν ήταν ανεπαρκή.
Εκτός από την πολύ αρνητική κλιματική επίδοση του τομέα αυτού την πενταετία 2026-2030, ο μη περιορισμός του ανθρακικού αποτυπώματος των μεταφορών θα έχει και μια εξίσου αρνητική κοινωνικοοικονομική διάσταση.
Πιο συγκεκριμένα, το 2027 θα ξεκινήσει η λειτουργία ενός νέου και διακριτού Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ-2), το οποίο θα αυξήσει το κόστος της χρήσης ορυκτών καυσίμων στους τομείς των κτιρίων και των οδικών μεταφορών.
Αν λοιπόν τα αμέσως επόμενα χρόνια δεν περιοριστεί πιο δραστικά η χρήση ορυκτών καυσίμων στις οδικές μεταφορές, τότε οι συνέπειες για τους πολίτες, και ευρύτερα για την εθνική οικονομία, μπορεί να είναι πολύ επιζήμιες ανάλογα με την εξέλιξη της τιμής του άνθρακα στο ΣΕΔΕ-2.
Για τους λόγους αυτούς, προτείνεται η επανεξέταση των μέτρων και των πολιτικών για τον τομέα των μεταφορών στη βάση μέτρων που θα εφαρμόσουν άλλα κράτη μέλη τα οποία έχουν θέσει πολύ υψηλότερα τον πήχη της κλιματικής φιλοδοξίας.
Για παράδειγμα, η Ισπανία σχεδιάζει να μειώσει τις εκπομπές των μεταφορών από 73.9 Mt CO2eq το 2020 σε 59.6 Mt CO2eq το 2030 (-19.3%) σε αντίθεση με την Ελλάδα που το 2030 σχεδιάζει να έχει 21.7% υψηλότερες εκπομπές συγκριτικά με αυτές του 2020 (από 16.1 Mt CO2eq το 2020 σε 19.6 Mt CO2eq το 2030).
Επίσης, η Πορτογαλία επιδιώκει τη μείωση των εκπομπών από τις μεταφορές κατά 40% το 2030 σε σχέση με το 2005, τη στιγμή που ο αντίστοιχος ελληνικός στόχος είναι 19%.
Προτείνεται επίσης η εξάλειψη της ρυπογόνου επιλογής της καύσης για τη διαχείριση αποβλήτων. Πρόκειται για μια ακριβή επιλογή που συνοδεύεται από εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, αλλά και άλλων αερίων, οι οποίες, αν δεν παρακολουθούνται συστηματικά και δεν περιορίζονται με τη χρήση των κατάλληλων αντιρρυπαντικών τεχνολογιών, μπορούν να αποβούν πολύ επιβλαβείς για την ανθρώπινη υγεία. Δεν είναι τυχαίο ότι στο σχετικό με τη διαχείριση αποβλήτων κομμάτι των κατευθυντήριων γραμμών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τα ΕΣΕΚ, η καύση δεν συμπεριλαμβάνεται ανάμεσα στα προτεινόμενα μέτρα και πολιτικές για τη μείωση των εκπομπών μεθανίου. Αντίθετα, εστιάζουν στη διαλογή στην πηγή και στην αναερόβια χώνευση με ανάκτηση βιοαερίου.
Επιπλέον, προτείνεται η εκπόνηση εθνικού σχεδίου για τον περιορισμό των εκπομπών μεθανίου από την κτηνοτροφία σε συνεργασία με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς. Τα παραπάνω θα βοηθήσουν τη χώρα, μεταξύ άλλων, να τηρήσει και τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει με την υπογραφή του Global Methane Pledge, το οποίο θέτει ως στόχο τη μείωση των παγκόσμιων εκπομπών μεθανίου κατά 30% το 2030 συγκριτικά με τα επίπεδα του 2020.
Τέλος, σε θεσμικό επίπεδο προτείνεται η τροποποίηση του άρθρου 7 του Κλιματικού Νόμου, προκειμένου οι εκπομπές κάθε τομέα τόσο στο έτος αφετηρίας όσο και στο καταληκτικό έτος κάθε πενταετίας να είναι αυτές που προβλέπονται από το τελευταίο διαθέσιμο ΕΣΕΚ.
www.worldenergynews.gr