Με βάση τις προβλέψεις της Κομισιόν, η συμμετοχή του φυσικού αερίου υποχωρεί σταδιακά ενώ το πετρέλαιο εξαλείφεται λόγω των διασυνδέσεων των νησιών
Το έτος 2030 η συμμετοχή του λιγνίτη στην παραγωγή ενέργειας στη χώρα μας θα περιοριστεί κατά 50% σε σχέση με το 2020 και από 20.000 GWh θα μειωθεί στις 10.000 GWh, ενώ το 2050 ο λιγνίτης θα απουσιάζει πλήρως από το ελληνικό ενεργειακό μείγμα.
Αυτό προβλέπει το σενάριο αναφοράς της Κομισιόν για τις τάσεις στην ενέργεια, ενώ βάσει του ίδιου σεναρίου η συμμετοχή του φυσικού αερίου υποχωρεί σταδιακά από το 2020 έως το 2030, αλλά διατηρεί τη συμμετοχή του στο ενεργειακό μείγμα μέχρι και το 2050, μεταξύ των 10.000 και 12.000 GWh.
Σε άλλο σημείο της ομιλίας του και με αφορμή την πρόσφατη ενεργειακή κρίση ο κ. Καλλιτσάντσης σημείωσε πως είχε πολύ μεγάλη επίπτωση το γεγονός ότι παρατηρούνται σημαντικές αποκλίσεις- μεταξύ της δηλωθείσας διαθέσιμης ισχύος των λιγνιτικών μονάδων και της παραγωγής τους σε πραγματικό χρόνο.
Ετσι άφησε σαφείς αιχμές για την έλλειψη αποτελεσματικής λειτουργίας της αγοράς, της ύπαρξης δηλαδή στρεβλώσεων, που όπως σημείωσε αυτές δημιούργησαν το πρόβλημα στην ενεργειακή κρίση και όχι το μείγμα του καυσίμου.
Οι Ανανεώσιμες Πηγές
Από την άλλη, οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας τριπλασιάζουν τη συμμετοχή τους μεταξύ του 2020 και του 2050, ενώ το πετρέλαιο πρακτικά εξαλείφεται ως το 2030, προφανώς εν όψει των διασυνδέσεων των νησιών.
Τα στοιχεία αυτά παρουσίασε ο πρόεδρος της ΕΛΛΑΚΤΩΡ Αναστάσιος Καλλιτσάντσης μιλώντας πρόσφατα σε ενεργειακό συνέδριο, ο οποίος σημείωσε παράλληλα πως το κόστος των ρύπων βαίνει αυξανόμενο και το 2030 θα κινείται πάνω από τα 30 ευρώ ανά τόνο.
Βάσει αυτών των στοιχείων, το ετήσιο κόστος των δικαιωμάτων εκπομπής CO2 υπολογίζεται σε περίπου 700 εκατ. εάν το 2030 η συμμετοχή του λιγνίτη στο ενεργειακό μείγμα της Ελλάδας είναι της τάξης του 30%.
Στη περίπτωση δε που η συμμετοχή του λιγνίτη διατηρηθεί στα σημερινά επίπεδα του 25%, τότε το ετήσιο κόστος για την αγορά δικαιωμάτων ρύπων φθάνει τα 600 εκατ. ευρώ.
Κερδίζουν έδαφος οι Μονάδες Φυσικού Αερίου
Όπως σημείωσε ο κ. Καλλιτσάντσης οι επιλογές ως προς τη διαμόρφωση του ενεργειακού μείγματος έχουν οικονομικές επιπτώσεις, οι όποιες πρέπει να ληφθούν υπ όψιν για την κατάρτιση του μακροχρόνιου ενεργειακού σχεδιασμού της χώρας.
Όπως είπε στη ομιλία του ο κ. Καλλιτσάντσης στο βασικό σενάριο της Κομισιόν το ετήσιο κόστος μόνο για την αγορά δικαιωμάτων ρύπων των λιγνιτικών μονάδων αγγίζει τα 400 εκατ. ευρώ, ενώ με τα ίδια δεδομένα, το ετήσιο κόστος για αγορά δικαιωμάτων για μονάδες φυσικού αερίου, με βαθμό συμμετοχής στο ενεργειακό μείγμα το 2030, παρόμοιο με τον σημερινό, κινείται οριακά πάνω από τα 100 εκατ. ευρώ.
Σύμφωνα με τον κ. Καλλιτσάντση ασφάλεια εφοδιασμού στον ηλεκτρισμό δίνουν κυρίως οι μονάδες φυσικού αερίου, ιδιωτικές και της ΔΕΗ, αφού στις ώρες της πολύ υψηλής ζήτησης οι μονάδες αυτές καλύπτουν τουλάχιστον το 50% της ζήτησης.
Σε άλλο σημείο της ομιλίας του και με αφορμή την πρόσφατη ενεργειακή κρίση ο κ. Καλλιτσάντσης σημείωσε πως είχε πολύ μεγάλη επίπτωση το γεγονός ότι παρατηρούνται σημαντικές αποκλίσεις- μεταξύ της δηλωθείσας διαθέσιμης ισχύος των λιγνιτικών μονάδων και της παραγωγής τους σε πραγματικό χρόνο και κατέληξε:
«Επειδή ακόμα δεν έχουμε κατορθώσει να διαμορφώσουμε ολοκληρωμένη αγορά, τις ώρες της ενεργειακής κρίσης στην Ελλάδα αντί να μπορούμε να κάνουμε εισαγωγές, βλέπαμε εξαγωγές.
Αν λειτουργούσε πραγματικά η αγορά στην Ελλάδα με μία αυξημένη τιμή σε σχέση πχ με την Ουγγαρία για λίγες μόνο ώρες, θα είχαμε κατορθώσει να εξασφαλίσουμε την απαραίτητη ισχύ μέσω του διασυνοριακού εμπορίου με πολύ πιο φθηνό τρόπο από ό,τι συνέβη εν τέλει.
Και αυτό είναι που αποδεικνύει πως η ενεργειακή κρίση του χειμώνα ήταν πρόβλημα αγοράς κι όχι καυσίμου και ενεργειακού μείγματος».
www.worldenergynews.gr
Αυτό προβλέπει το σενάριο αναφοράς της Κομισιόν για τις τάσεις στην ενέργεια, ενώ βάσει του ίδιου σεναρίου η συμμετοχή του φυσικού αερίου υποχωρεί σταδιακά από το 2020 έως το 2030, αλλά διατηρεί τη συμμετοχή του στο ενεργειακό μείγμα μέχρι και το 2050, μεταξύ των 10.000 και 12.000 GWh.
Σε άλλο σημείο της ομιλίας του και με αφορμή την πρόσφατη ενεργειακή κρίση ο κ. Καλλιτσάντσης σημείωσε πως είχε πολύ μεγάλη επίπτωση το γεγονός ότι παρατηρούνται σημαντικές αποκλίσεις- μεταξύ της δηλωθείσας διαθέσιμης ισχύος των λιγνιτικών μονάδων και της παραγωγής τους σε πραγματικό χρόνο.
Ετσι άφησε σαφείς αιχμές για την έλλειψη αποτελεσματικής λειτουργίας της αγοράς, της ύπαρξης δηλαδή στρεβλώσεων, που όπως σημείωσε αυτές δημιούργησαν το πρόβλημα στην ενεργειακή κρίση και όχι το μείγμα του καυσίμου.
Οι Ανανεώσιμες Πηγές
Από την άλλη, οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας τριπλασιάζουν τη συμμετοχή τους μεταξύ του 2020 και του 2050, ενώ το πετρέλαιο πρακτικά εξαλείφεται ως το 2030, προφανώς εν όψει των διασυνδέσεων των νησιών.
Τα στοιχεία αυτά παρουσίασε ο πρόεδρος της ΕΛΛΑΚΤΩΡ Αναστάσιος Καλλιτσάντσης μιλώντας πρόσφατα σε ενεργειακό συνέδριο, ο οποίος σημείωσε παράλληλα πως το κόστος των ρύπων βαίνει αυξανόμενο και το 2030 θα κινείται πάνω από τα 30 ευρώ ανά τόνο.
Βάσει αυτών των στοιχείων, το ετήσιο κόστος των δικαιωμάτων εκπομπής CO2 υπολογίζεται σε περίπου 700 εκατ. εάν το 2030 η συμμετοχή του λιγνίτη στο ενεργειακό μείγμα της Ελλάδας είναι της τάξης του 30%.
Στη περίπτωση δε που η συμμετοχή του λιγνίτη διατηρηθεί στα σημερινά επίπεδα του 25%, τότε το ετήσιο κόστος για την αγορά δικαιωμάτων ρύπων φθάνει τα 600 εκατ. ευρώ.
Κερδίζουν έδαφος οι Μονάδες Φυσικού Αερίου
Όπως σημείωσε ο κ. Καλλιτσάντσης οι επιλογές ως προς τη διαμόρφωση του ενεργειακού μείγματος έχουν οικονομικές επιπτώσεις, οι όποιες πρέπει να ληφθούν υπ όψιν για την κατάρτιση του μακροχρόνιου ενεργειακού σχεδιασμού της χώρας.
Όπως είπε στη ομιλία του ο κ. Καλλιτσάντσης στο βασικό σενάριο της Κομισιόν το ετήσιο κόστος μόνο για την αγορά δικαιωμάτων ρύπων των λιγνιτικών μονάδων αγγίζει τα 400 εκατ. ευρώ, ενώ με τα ίδια δεδομένα, το ετήσιο κόστος για αγορά δικαιωμάτων για μονάδες φυσικού αερίου, με βαθμό συμμετοχής στο ενεργειακό μείγμα το 2030, παρόμοιο με τον σημερινό, κινείται οριακά πάνω από τα 100 εκατ. ευρώ.
Σύμφωνα με τον κ. Καλλιτσάντση ασφάλεια εφοδιασμού στον ηλεκτρισμό δίνουν κυρίως οι μονάδες φυσικού αερίου, ιδιωτικές και της ΔΕΗ, αφού στις ώρες της πολύ υψηλής ζήτησης οι μονάδες αυτές καλύπτουν τουλάχιστον το 50% της ζήτησης.
Σε άλλο σημείο της ομιλίας του και με αφορμή την πρόσφατη ενεργειακή κρίση ο κ. Καλλιτσάντσης σημείωσε πως είχε πολύ μεγάλη επίπτωση το γεγονός ότι παρατηρούνται σημαντικές αποκλίσεις- μεταξύ της δηλωθείσας διαθέσιμης ισχύος των λιγνιτικών μονάδων και της παραγωγής τους σε πραγματικό χρόνο και κατέληξε:
«Επειδή ακόμα δεν έχουμε κατορθώσει να διαμορφώσουμε ολοκληρωμένη αγορά, τις ώρες της ενεργειακής κρίσης στην Ελλάδα αντί να μπορούμε να κάνουμε εισαγωγές, βλέπαμε εξαγωγές.
Αν λειτουργούσε πραγματικά η αγορά στην Ελλάδα με μία αυξημένη τιμή σε σχέση πχ με την Ουγγαρία για λίγες μόνο ώρες, θα είχαμε κατορθώσει να εξασφαλίσουμε την απαραίτητη ισχύ μέσω του διασυνοριακού εμπορίου με πολύ πιο φθηνό τρόπο από ό,τι συνέβη εν τέλει.
Και αυτό είναι που αποδεικνύει πως η ενεργειακή κρίση του χειμώνα ήταν πρόβλημα αγοράς κι όχι καυσίμου και ενεργειακού μείγματος».
www.worldenergynews.gr