Ομιλία του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα κατά την αναγόρευσή του σε Επίτιμο Διδάκτορα του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πατρών
Είναι μεγάλη τιμή και χαρά η σημερινή αναγόρευσή μου σε Επίτιμο Διδάκτορα του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πατρών, ενός τμήματος που κατά τα χρόνια της λειτουργίας του καταβάλλει σημαντική και συστηματική προσπάθεια συνεισφοράς στην οικονομική επιστήμη, προώθησης της συνεργασίας και της εξωστρέφειας και προσαρμογής του προγράμματος σπουδών στις διεθνείς εξελίξεις του επιστημονικού πεδίου και των εκπαιδευτικών πρακτικών.
Ταυτόχρονα θα ήθελα να εξάρω συνολικά το Πανεπιστήμιο Πατρών, ένα Ίδρυμα Ανώτατης Εκπαίδευσης, διακεκριμένο και καταξιωμένο χάρη στην ακαδημαϊκή του έρευνα στους τομείς των θετικών επιστημών, της μηχανικής, της πληροφορικής, της γεωπονικής, των επιστημών υγείας αλλά και των ανθρωπιστικών, κοινωνικών και οικονομικών επιστημών. Ιδιαίτερη μνεία θα ήθελα να κάνω στο διεθνή προσανατολισμό του Πανεπιστημίου και στη συμμετοχή του σε προγράμματα, κοινοπραξίες και συμφωνίες με άλλα πανεπιστήμια, ερευνητικά ινστιτούτα και οργανισμούς του εξωτερικού, γεγονός που αποτελεί παράδειγμα εξωστρέφειας για τα ΑΕΙ της χώρας μας.
Η σημερινή μου ομιλία θα εστιάσει στο κρίσιμο θέμα της αλλαγής του κλίματος, ένα θέμα με το οποίο οι κεντρικές τράπεζες ασχολούμαστε ολοένα και περισσότερο τα τελευταία χρόνια, και, όπως με χαρά διαπιστώνω στο πλαίσιο των προγραμμάτων σπουδών του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών διδάσκονται σχετικά μαθήματα και έχουν εκπονηθεί αντίστοιχα μεταπτυχιακές διατριβές.
Η ανθρωπότητα αντιμετωπίζει σήμερα πολλαπλές, συχνά ταυτόχρονες, κρίσεις και προκλήσεις. Οι κρίσεις και οι προκλήσεις αυτές αφορούν ζητήματα γεωπολιτικά, ενεργειακά, κοινωνικά, και όλα, άμεσα ή έμμεσα, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή και ευρύτερα τη βιωσιμότητα. Προσεγγίζουμε κρίσιμα σημεία καμπής (tipping points) τα οποία, αν και όταν ξεπεραστούν, θα οδηγήσουν σε ακόμη μεγαλύτερες αλλαγές.
Ειδικότερα, η φύση βρίσκεται σε πρωτοφανή κίνδυνο, όπως αναγνωρίζεται από την επιστημονική κοινότητα, και τα ακραία καιρικά φαινόμενα έχουν γίνει πιο συχνά και πιο σφοδρά. Όλα τα παραπάνω έχουν ως επίπτωση τις αυξανόμενες απώλειες στο κεφάλαιο – ανθρώπινο, φυσικό και οικονομικό, κάτι που βιώνουμε και στην Ελλάδα, και μας οδηγούν στην επώδυνη διαπίστωση του πόσο άρρηκτα συνδεδεμένη με τη φύση είναι η ευημερία και, εν τέλει, η επιβίωσή μας.
Ι. Οι μακροοικονομικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής
Τόσο τα ακραία καιρικά φαινόμενα που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή, όσο και η πράσινη μετάβαση, έχουν σημαντικές μακροοικονομικές επιπτώσεις και δεν αποτελούν πρόβλημα κάποιου μακρινού μέλλοντος. Στόχος της νομισματικής πολιτικής είναι η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών μεσοπρόθεσμα, ωστόσο, η κλιματική αλλαγή επηρεάζει τόσο βραχυχρόνια, όσο και μακροχρόνια τον πληθωρισμό και την ανάπτυξη, καθιστώντας ολοένα και πιο δύσκολη τη σωστή αξιολόγηση των οικονομικών προοπτικών και ακολούθως τη χάραξη κατάλληλης νομισματικής πολιτικής από τις Κεντρικές Τράπεζες.
Σε γενικές γραμμές, αναμένουμε αύξηση της μεταβλητότητας των βασικών μακροοικονομικών μεγεθών, όπως ο πληθωρισμός και ο ρυθμός ανάπτυξης, κάτι που δημιουργεί μεγαλύτερη αβεβαιότητα στις προβλέψεις μας σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα και εντέλει στη χάραξη της νομισματικής πολιτικής. Η κατανόηση, λοιπόν, των μακροοικονομικών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής είναι απαραίτητη για να αξιολογήσουμε πώς θα επηρεαστεί ο μηχανισμός μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής και συνεπώς η επίτευξη του στόχου μας για σταθερότητα των τιμών.
Πιο αναλυτικά, οι επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα από τα πιο συχνά και πιο σφοδρά ακραία καιρικά φαινόμενα είναι άμεσες και δυσμενείς. Η ανάπτυξη πλήττεται βραχυχρόνια, καθώς προκαλούνται ζημίες στις υποδομές, στον κτιριακό εξοπλισμό και στο φυσικό κεφάλαιο των επιχειρήσεων. Επιπλέον, οι οικονομικές δραστηριότητες στις πληγείσες περιοχές διακόπτονται ή περιορίζονται για μεγάλο χρονικό διάστημα και σημειώνονται στρεβλώσεις στις εφοδιαστικές αλυσίδες.
Σύμφωνα με μελέτες, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ μειώνεται κατά περισσότερο από 0,5 ποσοστιαίες μονάδες από ακραία καιρικά φαινόμενα τη χρονιά που αυτά συμβαίνουν. Ακόμα κι αν σταδιακά η παραγωγή ανακάμπτει, η αυξημένη αβεβαιότητα επηρεάζει τις καταναλωτικές και επενδυτικές επιλογές, την παραγωγικότητα της εργασίας και την απασχόληση, με πιθανές αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα.
Παράλληλα, εάν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα μετριασμού του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής, θα συνεχίσουν να κλιμακώνονται οι χρόνιες επιπτώσεις, επιφέροντας επιπλέον ζημιές στην οικονομία, ενώ θα απαιτούνται ακόμα μεγαλύτερα κεφάλαια για επενδύσεις προσαρμογής. Όσον αφορά τον πληθωρισμό, πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι η υπερβολική άνοδος της θερμοκρασίας τους καλοκαιρινούς μήνες ασκεί ανοδικές πιέσεις στις τιμές των τροφίμων, ιδιαίτερα στις θερμότερες χώρες. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, με αυξημένη μεταβλητότητα και κινδύνους για τη διαμόρφωση των τιμών, η συγκράτηση των πληθωριστικών προσδοκιών κοντά στο στόχο μας γίνεται πιο δύσκολη.
Επιπρόσθετες επιπτώσεις στο προϊόν και τον πληθωρισμό αναμένονται και από την πράσινη μετάβαση. Μέτρα και πολιτικές προς καθαρές μηδενικές εκπομπές περιλαμβάνουν διαφορετικούς συνδυασμούς φορολογίας, επιδοτήσεων, κανονισμών κ.λπ. Για παράδειγμα, η τιμή του άνθρακα (είτε αυτή ορίζεται μέσω φόρου, είτε με άλλα μέσα) μπορεί να χρειαστεί να αυξηθεί σημαντικά. Αυτό μπορεί, ceteris paribus, να ωθήσει υψηλότερα τον πληθωρισμό, απαιτώντας μια πιο περιοριστική κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής για την επίτευξη του στόχου πληθωρισμού. Η επίδραση στον πληθωρισμό από τις επενδύσεις, σε νέες πιο πράσινες τεχνολογίες αλλά και από την υποβάθμιση του λιγότερο ενεργειακά αποδοτικού κεφαλαίου, είναι αβέβαιη. Ως αποτέλεσμα, υπάρχουν διαφορετικές και αμφίρροπες δυνάμεις στο μακροπρόθεσμο επιτόκιο ισορροπίας. Ο καθορισμός αξιόπιστων και αποτελεσματικών πολιτικών μετάβασης αλλά και προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή είναι ζωτικής σημασίας για τη μείωση της σχετικής αβεβαιότητας, αλλά και για την κατάλληλη και ομαλή προετοιμασία των οικονομικών παραγόντων.
Επιπλέον, η κλιματική αλλαγή αναμένεται να επηρεάσει δυσανάλογα διαφορετικές περιοχές και τομείς της οικονομίας, και άρα οι επιπτώσεις στον πληθωρισμό δεν θα είναι ίδιες σε όλες τις χώρες της ευρωζώνης, δημιουργώντας μια επιπλέον πρόκληση για την ομαλή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής. Η αύξηση της μεταβλητότητας των μακροοικονομικών μεγεθών, οδηγεί επίσης σε μεγαλύτερη αβεβαιότητα στις προβλέψεις μας σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα και ακολούθως στη χάραξη της νομισματικής πολιτικής.
Η κλιματική αλλαγή επηρεάζει το χρηματοπιστωτικό σύστημα, μέσω του κινδύνου από φυσικές καταστροφές αλλά και μέσω του κινδύνου μετάβασης. Μια άμεση επίπτωση προέρχεται από τις αποζημιώσεις που καταβάλουν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις μετά από φυσικές καταστροφές. Για παράδειγμα, οι αποζημιώσεις σχετικά με τις πρόσφατες πλημμύρες στη Θεσσαλία εκτιμάται ότι θα υπερβούν τα 350 εκατ. Ευρώ και το μεγαλύτερο μέρος τους αναμένεται να καλυφθεί από αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. Επιπλέον, η απομείωση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων των επιχειρήσεων που πλήττονται από φυσικές καταστροφές μπορεί να επιβαρύνει τους ισολογισμούς των τραπεζών, λόγω της χαμηλότερης αξίας των στοιχείων του ενεργητικού τους (όπως μετοχές και ομόλογα), της αύξησης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και της μείωσης της αξίας των ενεχύρων. Τα παραπάνω αυξάνουν τον κίνδυνο ρευστότητας και το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών, επηρεάζοντας τους όρους και τις ροές τραπεζικού δανεισμού προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.
Οι δράσεις για την αντιμετώπιση και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή μπορούν να αποτελέσουν όμως και μια ευκαιρία εάν αντιμετωπιστούν ως επενδύσεις που θα φέρουν νέες, πιο αποτελεσματικές και περισσότερο βιώσιμες μορφές ανάπτυξης, προς μια πιο ανθεκτική και πράσινη οικονομία. H χρηματοδότηση αυτών των επενδύσεων αποτελεί ευκαιρία και για το χρηματοπιστωτικό σύστημα και την αποδοτικότερη αξιοποίηση των αποταμιεύσεων των Ευρωπαίων πολιτών.
ΙΙ. Δράσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Τράπεζας της Ελλάδος
Είναι σαφές πως όλοι έχουμε ένα ρόλο να διαδραματίσουμε στην αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, ακόμα κι αν τον πρωταρχικό λόγο έχουν οι εκλεγμένες κυβερνήσεις, μέσω φόρων, επιδοτήσεων, κανονιστικών πράξεων και δημοσίων επενδύσεων. Οι κεντρικές τράπεζες μπορούν και έχουν ήδη αναλάβει ενεργό δράση – πάντα βέβαια εντός των ορίων της εντολής μας και προς όφελος των κοινωνιών. Και αυτό γιατί οι κίνδυνοι που σχετίζονται με το κλίμα αποτελούν πηγή αστάθειας και ευπάθειας για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, καθώς μπορούν να επηρεάσουν, όπως ανέφερα ήδη, τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής και να δημιουργήσουν κλυδωνισμούς στη σταθερότητα των τιμών. Έτσι, οι κεντρικές τράπεζες λαμβάνουν συγκεκριμένα μέτρα για την ίδια τη λειτουργία τους, την άσκηση της νομισματικής πολιτικής και βεβαίως τις εποπτικές τους αρμοδιότητες.
Το 2021, στο Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), συμφωνήσαμε σε ένα ολοκληρωμένο και φιλόδοξο σχέδιο δράσης για την περαιτέρω ενσωμάτωση παραμέτρων σχετικών με τη κλιματική αλλαγή στη στρατηγική νομισματικής πολιτικής μας και τη συστηματικότερη συνεκτίμηση των ζητημάτων βιωσιμότητας στις δράσεις μας. , Έκτοτε, σημειώνουμε πρόοδο στην εφαρμογή αυτού του σχεδίου – για παράδειγμα, η ΕΚΤ έχει αρχίσει να λαμβάνει υπόψη την κλιματική αλλαγή στις επανεπενδύσεις εταιρικών ομολόγων, επιδιώκοντας την αγορά τους από εκδότες που εμφανίζουν καλύτερες κλιματικές επιδόσεις, και στο πλαίσιο που διέπει τις εξασφαλίσεις, ενώ ενσωματώνει τα θέματα κλιματικής αλλαγής στις αναλύσεις της, στα υποδείγματα μακροοικονομικών προβλέψεων και στη διαχείριση κινδύνων.
Επιπλέον, εφαρμόζεται η κοινή στάση από τις Κεντρικές Τράπεζες του Ευρωσυστήματος – συμπεριλαμβανομένης και της Τράπεζας της Ελλάδος – για την εφαρμογή αρχών βιώσιμων και υπεύθυνων επενδύσεων στη διαχείριση των χαρτοφυλακίων που δεν σχετίζονται με τη νομισματική πολιτική και τη δημοσιοποίηση στοιχείων που αφορούν το κλιματικό αποτύπωμα αυτών, ήδη από τον Μάρτιο του 2023. Επιπρόσθετα, η ΕΚΤ αναμένεται να καθιερώσει τη δημοσιοποίηση στοιχείων για την κλιματική αλλαγή ως νέο κριτήριο επιλεξιμότητας για τις εξασφαλίσεις στις πράξεις νομισματικής πολιτικής. Στο πλαίσιο αυτό, διερευνά και τον καθορισμό ορίων στο μερίδιο περιουσιακών στοιχείων που εκδίδονται από οντότητες με υψηλό αποτύπωμα άνθρακα που οι τράπεζες μπορούν να δεσμεύουν ως εξασφαλίσεις για τις πράξεις νομισματικής πολιτικής. ,
Επιπλέον, οι κεντρικές τράπεζες και οι εποπτικές αρχές έχουν αναλάβει πρωτοβουλίες για την εκτίμηση και ποσοτικοποίηση των κινδύνων από την κλιματική αλλαγή και την ενσωμάτωσή τους στα συστήματα διαχείρισης κινδύνων των τραπεζών, των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και άλλων εταιριών του χρηματοπιστωτικού τομέα σε μικρο και μακρο-προληπτικό επίπεδο. Για παράδειγμα, ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός της ΕΚΤ έχει διενεργήσει ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων για την εκτίμηση των χρηματοοικονομικών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στις σημαντικές τράπεζες στη ζώνη του ευρώ, ενώ ενθαρρύνει τις τράπεζες να ενσωματώσουν την αξιολόγηση των κλιματικών κινδύνων στις πιστοδοτικές διαδικασίες τους και στην εν γένει αξιολόγηση του πιστωτικού κινδύνου. Επίσης, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου χαρακτηρίζει τον κλιματικό κίνδυνο ως έναν από τους συστημικούς κινδύνους για το χρηματοπιστωτικό σύστημα και διερευνά τα κατάλληλα εργαλεία πολιτικής για την αντιμετώπισή του σε μακροπροληπτικό επίπεδο. Όλα αυτά τα μέτρα συνάδουν με τον πρωταρχικό στόχο του Ευρωσυστήματος για τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών, ενώ ταυτόχρονα στηρίζουν τις ευρωπαϊκές πολιτικές για τη πράσινη μετάβαση.
Στην Τράπεζα της Ελλάδος η κλιματική αλλαγή και η βιωσιμότητα ήταν πάντα ψηλά στην ατζέντα μας. Ξεκινήσαμε να ασχολούμαστε με αυτά τα ζητήματα το 2009, όταν συστήσαμε μια διεπιστημονική επιτροπή, την Επιτροπή Μελέτης των Επιπτώσεων της Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ). Έκτοτε, εργαζόμαστε συστηματικά στην έρευνα, συμβάλλοντας και στη χάραξη πολιτικής, ώστε να περιοριστούν οι δυσμενείς επιπτώσεις της αλλαγής του κλίματος και να διευκολυνθεί η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή. Επιπλέον, τον Ιούνιο του 2021 δημιουργήσαμε το Κέντρο Κλιματικής Αλλαγής και Βιωσιμότητας της Τράπεζας της Ελλάδος, με κύριο σκοπό τον συντονισμό των σχετικών δραστηριοτήτων μας, ενώ τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, στο πλαίσιο της Διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (COP26), δημοσιεύσαμε τη δέσμευσή μας να συμβάλουμε, στο πλαίσιο της εντολής μας, στην εφαρμογή της Συμφωνίας των Παρισίων, με σχετικές ενέργειες και αντίστοιχο σχέδιο δράσης για τα πεδία που δραστηριοποιούμαστε. ,
Επίσης, προάγουμε συστηματικά τη συνεργασία και τον συνεχή διάλογο με τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και τα ενδιαφερόμενα μέρη – για παράδειγμα η Τράπεζα της Ελλάδος συμμετέχει στην ανάπτυξη σχετικών μελετών υπό τον συντονισμό του Υπουργείου Οικονομικών και του Υπουργείου Ενέργειας και Περιβάλλοντος. Μάλιστα, τις επόμενες ημέρες θα δημοσιοποιήσουμε τα πρώτα – ενδιάμεσα – αποτελέσματα των μελετών που γίνονται στο πλαίσιο των εργασιών της ΕΜΕΚΑ και του έργου Life AdaptivGreece για την υλοποίηση της Εθνικής Στρατηγικής Προσαρμογής. Σε συνεργασία με την Ακαδημία Αθηνών θα παρουσιάσουμε επικαιροποιημένα στοιχεία προβλέψεων για την εξέλιξη της μεταβολής του κλίματος, ενώ οι πρώτοι τομείς για τους οποίους θα ανακοινώσουμε αποτελέσματα είναι οι τομείς της γεωργίας και των μεταφορών. Παράλληλα με τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, θα παρουσιάσουμε στοιχεία και για την τρωτότητα, μια έννοια πολυδιάστατη που ενσωματώνει φυσικούς και κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες, καθώς ο αποτελεσματικός σχεδιασμός εθνικής πολιτικής προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή δημιουργεί ανάγκες εκτίμησής της σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο.
ΙΙΙ. Νέες προκλήσεις
Στο Ευρωσύστημα έχουμε δεσμευτεί να κάνουμε τακτική ανασκόπηση της αποτελεσματικότητας των ενεργειών μας για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής – και εάν χρειάζεται να προσαρμόζουμε ανάλογα τις δράσεις μας. Καθώς η θεματική του κλίματος και της βιωσιμότητας είναι σχετικά νέα, παράλληλα με τα σημαντικά βήματα προόδου που έχουμε κάνει, υπάρχουν ακόμα νέες, σημαντικές προκλήσεις μπροστά μας.
Μία τέτοια πρόκληση αποτελεί και η ενσωμάτωση κλιματικών παραμέτρων στις αγορές κρατικών τίτλων των χαρτοφυλακίων νομισματικής πολιτικής, με παρόμοια λογική όπως για τις αγορές εταιρικών ομολόγων. Μετά την πανδημία, το ύψος των υπερεθνικών πράσινων ομολόγων που έχουν εκδοθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αυξηθεί σημαντικά. Επομένως, θα μπορούσαν ενδεχομένως στο μέλλον τα πράσινα ομόλογα να αποτελούν τα βασικά στοιχεία ενός χαρτοφυλακίου ομολόγων του Ευρωσυστήματος.
Επιπλέον, άλλα εργαλεία νομισματικής πολιτικής που δυνητικά μπορούν να εξεταστούν, στο πλαίσιο μιας πιο πράσινης νομισματικής πολιτικής, είναι οι στοχευμένες πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (targeted longer-term refinancing operations) για την αύξηση της πράσινης χρηματοδότησης ή τη μείωση των κινδύνων από δραστηριότητες που δεν συμβάλουν στην πράσινη μετάβαση.
Μια άλλη μεγάλη πρόκληση αποτελεί η ενσωμάτωση των κλιματικών παραμέτρων στην οικονομική μας ανάλυση. Η αβεβαιότητα σε συνδυασμό με τις μη γραμμικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής χρειάζονται βελτιωμένη μακροοικονομική ανάλυση και ενσωμάτωση στα μακροοικονομικά μας μοντέλα ώστε οι προβλέψεις μας για τον πληθωρισμό και την ανάπτυξη να είναι πιο ακριβείς. Αυτό θα βοηθήσει στην καλύτερη εκτίμηση των κινδύνων αλλά και των ευκαιριών που δημιουργεί η αλλαγή του κλίματος και η πράσινη μετάβαση.
Με την περαιτέρω ανάλυση θα κατανοήσουμε καλύτερα τις επιδράσεις των παραγόντων αυτών στον μηχανισμό μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής και θα μπορούμε να λαμβάνουμε τεκμηριωμένες αποφάσεις πολιτικής. Και βέβαια, εκτός από την κλιματική αλλαγή, υπάρχουν και άλλοι κρίσιμοι παράγοντες που σχετίζονται με το περιβάλλον, όπως η απώλεια της βιοποικιλότητας, που πιθανώς να αποτελέσουν σταδιακά νέα πεδία ανάλυσης και αντίστοιχα συμπερίληψης στο εύρος των δράσεών μας.
Κλείνοντας αυτήν την ομιλία, θα αναφέρω τη δήλωση του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, κατά την έναρξη της Διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή στο Ντουμπάι: «τα ζωτικά σημεία της Γης εξασθενούν […] ενώ για να αποφευχθεί η καταστροφή της χρειαζόμαστε συνεργασία και πολιτική βούληση». Η τρέχουσα συγκυρία, αυτή των πολλαπλών κρίσεων, χρειάζεται ακριβώς αυτό, διεθνή συνεργασία και ισχυρή πολιτική δέσμευση, συντονισμένες ενέργειες με παρακολούθηση και αξιολόγηση, διακυβέρνηση χωρίς αποκλεισμούς, ενεργό συμμετοχή της κοινωνίας, και βέβαια πρόσβαση σε επαρκείς χρηματοδοτικούς πόρους, με έμφαση στις πιο ευάλωτες περιφέρειες και κοινωνικές ομάδες.
Σας ευχαριστώ.
www.worldenergynews.gr