Έχουμε εισέλθει σε μια νέα περίοδο υψηλών τιμών ενέργειας που θα διαρκέσει.
Η ενεργειακή κρίση που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη σχεδόν για ένα χρόνο βαθαίνει και αποκτά μόνιμα χαρακτηριστικά. Εκδηλώθηκε ως αποτέλεσμα της αναθέρμανσης της παγκόσμιας οικονομίας μετά την άρση των περιορισμών της πανδημίας του COVID, αλλά τα αίτια της πρέπει να αναζητηθούν στη μείωση των επενδύσεων στον τομέα των υδρογονανθράκων τα προηγούμενα χρόνια λόγω της κλιματικής κρίσης και εν όψει της μετάβασης στην πράσινη οικονομία.
Το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία που συνεχίζεται για περισσότερο από τρεις μήνες με απροσδιόριστο χρόνο εκτόνωσης, επιδείνωσε ακόμη περισσότερο τα πράγματα, διαψεύδοντας τις αρχικές εκτιμήσεις περί αποκλιμάκωσης της κρίσης μετά το πρώτο τρίμηνο του 2022.
Η χρήση του φυσικού αερίου από τη Ρωσία ως όπλο κατά της Δύσης αλλά και η απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να απεξαρτηθεί από το ρωσικό αέριο στρεφόμενη προς το LNG, αυξάνει τους κινδύνους και τις δυσμενείς προοπτικές.
Είναι βέβαιο ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα αντιμετωπίσει δυσκολίες στην αναπλήρωση των 130 δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων φυσικού αερίου που εισάγει από τη Ρωσία σε ετήσια βάση.
Όσο δε για το LNG το σύνολο της παγκόσμιας παραγωγής το 2021 ανήλθε σε 513 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα και η μερίδα του λέοντος κατέληξε στην Ασία, ενώ οι νέες μονάδες παραγωγής υγροποιημένου φυσικού αερίου διεθνώς θα είναι διαθέσιμες μετά το 2026. Ακόμη και εάν μεσοπρόθεσμα η Ε.Ε. εξασφαλίσει επάρκεια εφοδιασμού, αυτό θα γίνει σε πολύ υψηλότερα επίπεδα τιμών σε σχέση με το παρελθόν αφού θα κληθεί να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό από την Ασία.
Στην παρούσα φάση οι τιμές στα ναύλα για το φυσικό αέριο έχουν φτάσει σε υψηλά δεκαετίας και ο κρίσιμος παεράγοντας είναι αν η ζήτηση στον πυρήνα του καλοκαιριού υπερκεράσει και τελικά ανατρέψει τους ευρωπαϊκούς στόχους στην αποθήκευση.
Οι νέες συνθήκες θα έχουν διάρκεια
Οι υψηλές τιμές του φυσικού αερίου και συνακόλουθα του ηλεκτρισμού, αλλά και η κατακόρυφη άνοδος του πετρελαίου θα διατηρηθούν για μακρό χρόνο. Οι αναλυτές μιλούν για αστάθεια και αβεβαιότητα στις αγορές ενέργειας τουλάχιστον έως το 2026, καθώς η δομική πτώση της προσφοράς λόγω της απομόνωσης της Ρωσίας και της αποεπένδυσης από το πετρέλαιο θα είναι δύσκολο και χρονοβόρο για να διορθωθεί. Ήδη οι τιμές πετρελαίου έχουν καταγράψει άνοδο υψηλότερα από τα 120 δολ/βαρέλι, ευνοώντας μεν τα περιθώρια των διυλιστηρίων, αλλά αφήνοντας αμφιβολίες για την πορεία της ζήτησης.
Η πλήρης μετάβαση στην πράσινη ενέργεια που οι περισσότεροι ελπίζουν ότι θα οδηγήσει σε περιορισμό του ενεργειακού κόστους αργεί. Οι επενδύσεις που απαιτούνται τόσο για την παραγωγή ηλεκτρισμού από ΑΠΕ, όσο και κυρίως για την επίλυση των μεγάλων προβλημάτων της ανάπτυξης των δικτύων μεταφοράς της διεσπαρμένης παραγωγής, αλλά και της αποθήκευσης του ηλεκτρισμού, θα χρειαστούν τουλάχιστον μια δεκαετία και παρά πολλά κεφάλαια για να αποδώσουν.
Όσο δε για την αντικατάσταση του φυσικού αερίου από το υδρογόνο χαμηλού ανθρακικού αποτυπώματος που προωθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση, για να γίνει σε μεγάλη κλίμακα απαιτεί κρατική υποστήριξη λόγω της ανάγκης τεχνολογικής ωρίμανσης της αλυσίδας παραγωγής, την έλλειψη υποδομών αποθήκευσης και διανομής και της ανάγκης νέων επενδύσεων από τους τελικούς καταναλωτές για την χρήση του.
Όλα αυτά αυξάνουν το τελικό κόστος της ενέργειας, που δεν μπορεί παρά να μετακυληθεί στις τιμές που πληρώνουν οι καταναλωτές και η παραγωγή με τις πιέσεις στις κοινωνίες και τις οικονομίες να βαίνουν αυξανόμενες.
Όμως ακόμη και αν σταθεροποιηθούν οι διεθνείς τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου πρέπει πλέον να θεωρείται βέβαιο ότι αυτό θα συμβεί σε πολύ υψηλότερα επίπεδα από αυτά που γνωρίζαμε πριν το ξέσπασμα της πανδημίας το 2019.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μελέτη που δημοσιεύθηκε πρόσφατα διαπιστώνει ότι οι λογαριασμοί του φυσικού αερίου και του ηλεκτρικού στην Ευρώπη θα αυξηθούν από το 3,5% του μέσου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών το 2021 στο 4,5% το 2023 και το 4,8% το 2024.
H ενεργειακή κρίση που πλέον θυμίζει έντονα την αντίστοιχη της δεκαετίας του ΄70, αυξάνει το κόστος διαβίωσης των νοικοκυριών και το κόστος παραγωγής των επιχειρήσεων, ενώ ο πληθωρισμός αγγίζει διψήφια ποσοστά.
Η αύξηση των λογαριασμών της ενέργειας ωθεί τις κυβερνήσεις στη λήψη μέτρων για την άρση της πίεσης που νιώθουν τα νοικοκυριά, αλλά αυξάνει και την πιθανότητα επιβολής έκτακτων φόρων στις επιχειρήσεις κοινής ωφελείας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η ελληνική κυβέρνηση ήδη νομοθέτησε την επιβολή έκτακτης εισφοράς 90% στα επιπλέον έσοδα των καθετοποιημένων εταιριών ενέργειας, ενώ οι τιμές του ηλεκτρισμού βρίσκονται εδώ και μήνες στο επίκεντρο της εγχώριας πολιτικής αντιπαράθεσης. Οι επιδοτήσεις που επέβαλλε η κυβέρνηση ως μέσω για την αντιμετώπιση της κατάστασης δέχονται επικρίσεις, καθώς δεν απεδείχθησαν αρκετές για να καλύψουν το σπιράλ της ανόδου των τιμών, ενώ την ίδια ώρα εντείνονται οι ανησυχίες που προκαλούν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές ιδιαίτερα για τις επιχειρήσεις ενέργειας.
Έτσι αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον από την Κομισιόν η έγκριση του νέου Μηχανισμού, που σχεδίασε το ενεργειακό επιτελείο της κυβέρνησης, που στόχο έχει τον μεγαλύτερο και αποτελεσματικότερο περιορισμό της ανόδου των τιμών στο ηλεκτρικό ρεύμα για το σύνολο των καταναλωτών
Eπιμέλεια αφιερώματος: Πηνελόπη Μητρούλια
www.worldenergynews.gr