Η χώρα βρίσκεται εδώ και 9 μήνες στην καρδιά της ενεργειακής κρίσης, ενώ είναι ήδη βαθιά πληγωμένη από τις προηγούμενες συνεχόμενες κρίσεις, την οικονομική και την πανδημική.
Σε αυτή την κρίση, η μεγάλη εξάρτηση της χώρας από τα εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα και τις αλυσίδες υπερ κερδοσκοπίας που τα συνοδεύουν είναι η βασική αιτία που την καθιστούν τόσο ευάλωτη. Με βάση τα στοιχεία της Eurostat έχει 81.4% ενεργειακή εξάρτηση από εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα, όταν ο μέσος ευρωπαϊκός όρος είναι στο 58%. Η αύξηση της εξάρτησης είναι πολύ μεγάλη τις 2 τελευταίες δεκαετίες (20%), βρισκόμενη στις πιο υψηλές θέσεις της Ευρώπης, κάτω από 2 νησιά (την Μάλτα και την Κύπρο που είναι ηλεκτρικά απομονωμένες) και το πολύ πλούσιο Λουξεμβούργο.
Είναι χαρακτηριστικό πως περισσότερο από το 40% της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας το 2021 προήλθε από φυσικό αέριο, ποσοστό το οποίο έχει αυξηθεί κατά 2,5 φορές σε σχέση με μία δεκαετία πριν. Μάλιστα, το 2020, στην «καρδιά» της πανδημίας, η παραγωγή ηλεκτρισμού από φυσικό αέριο αυξήθηκε κατά 1/3 σε σχέση με το 2019. Επιπλέον, εν μέσω της ενεργειακής κρίσης, από τον Σεπτέμβρη του 2021 μέχρι και το τέλος του 2021, η χώρα μας ήταν το μοναδικό κράτος μέλος στην Ένωση, που αύξησε κατά 25% την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από φυσικό αέριο, με την ελληνική κοινωνία να πληρώνει βαρύ τίμημα.
Το παράδειγμα της Γερμανίας
Ακόμα και η Γερμανία, που είναι από τις χώρες που είναι πολύ εξαρτημένες ενεργειακά από την Ρωσία, δεν προσδέθηκε τόσο πολύ στο ρωσικό φυσικό αέριο. Συγκεκριμένα, την τελευταία δεκαετία, η Γερμανία μείωσε τους λιγνίτες, τον άνθρακα και τα πυρηνικά με ομαλό τρόπο και διπλασίασε τις ΑΠΕ, κρατώντας σταθερό το φυσικό αέριο. Επιπλέον, ο υπερ διπλασιασμός των ΑΠΕ έγινε με όρους ενεργειακής δημοκρατίας, με την παραγωγή καθαρής ενέργειας κατά βάση στα χέρια των πολιτών (πάνω από το 50% της εγκατεστημένης ισχύος ανήκει σε νοικοκυριά και αγρότες). Αυτή θα έπρεπε να είναι και η προσέγγιση της χώρας μας. Η επιτάχυνση της μετάβασης σε ΑΠΕ θα έπρεπε να έχει σα στόχο τη διάχυση τους στους πολίτες με την ενίσχυση ενεργειακών κοινοτήτων για αγρότες, κτηνοτρόφους και μεταποιητές καθώς και την εγκατάσταση φωτοβολταϊκών στις στέγες.
Οι προσπάθειες όμως μέχρι τώρα στην Ελλάδα κινούνται στην αντίθετη κατεύθυνση. Γίνονται με συγκεντρωτικό τρόπο, μέσω της προώθησης φαραωνικών έργων, με μονοπώλιο τεχνολογιών και επενδυτών, χωρίς τη συμμετοχή τοπικών κοινωνιών. Την ίδια ώρα, οι απλοί πολίτες είναι «αποκλεισμένοι», όχι μόνο από αυτές τις μεγάλες επενδύσεις στις ανανεώσιμες, αλλά και από τις μικρότερες, καθώς τα δίκτυα χαμηλής και μέσης τάσης είναι κορεσμένα σχεδόν σε όλη χώρα, αδυνατώντας να απορροφήσουν την παραγόμενη καθαρή ενέργεια.
Απουσιάζει η αποθήκευση
Το παλιό και ανεπαρκώς συντηρημένο δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας, με την απουσία αποθήκευσης, είναι ο μεγάλος ασθενής του ενεργειακού συστήματος. Σκοπίμως έχει αφεθεί έτσι όλα αυτά τα χρόνια, για να προχωράνε μόνο τα μεγάλα έργα. Για αυτό και δεν υπάρχει τέτοια μέριμνα ούτε στο Ταμείο Ανάκαμψης. Η αύξηση όμως του διαθέσιμου ηλεκτρικού χώρου, μέσα από τον εκσυγχρονισμό των δικτύων, και η δυνατότητα πρόσβασης σε αυτόν από όλους τους πολίτες, είναι θεμελιώδες ζήτημα ενεργειακής δημοκρατίας.
Η πορεία προς μία βιώσιμη, κλιματικά και περιβαλλοντικά προστατευτική οικονομία, δεν είναι μια ουδέτερη πορεία. Είναι ένας μετασχηματισμός που πρέπει να είναι ανθρωποκεντρικός. Η ενεργοποίηση του πολίτη πρέπει να γίνεται με όρους κλιματικής δημοκρατίας και κλιματικής δικαιοσύνης.
Κλιματική δημοκρατία σημαίνει πρώτα από όλα συμμετοχή των πολλών και όχι των λίγων, τόσο στην λήψη των αποφάσεων, όσο και στον έλεγχο. Σημαίνει αλληλεγγύη στις επόμενες γενιές, που πληρώνουν ήδη βαρύ τίμημα από τη ζημιά που έχουμε προξενήσει στο περιβάλλον, στο κλίμα, στην οικονομία. Για αυτό και η νέα γενιά, της κρίσης, είναι και η γενιά της ελπίδας για τις απαραίτητες ανατροπές που χρειάζονται και πρέπει να είναι στην πρώτη γραμμή.
Κλιματική δικαιοσύνη σημαίνει να φτάσουμε στην απανθρακοποίηση της οικονομίας με πρόνοιες για την κοινωνική συνοχή. Αντιμετωπίζοντας τις κοινωνικές ανισότητες που θα προκληθούν. Με ισορροπημένη βιώσιμη ανάπτυξη σε όλα τα γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας. Και όχι αφήνοντας τους ενεργειακούς, λιγνιτικούς μας Δήμους στο «έλεος της μετάβασης». Με όρους συνδιαμόρφωσης, ώστε η προσπάθεια που χτίζουμε να γίνει «κτήμα» όλων των πολιτών. Όσο καθυστερεί η πορεία της μετάβασης με ενεργητικές, ανθρωποκεντρικές πολιτικές, τόσο θα αυξάνεται ο λογαριασμός στην ελληνική κοινωνία και στις επόμενες γενιές.
*O Χάρης Δούκας είναι Αν. Καθηγητής ΕΜΠ, Γραμματέας Τομέα Ενέργειας ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής
www.worldenergynews.gr