Ωστόσο, οι διαφορές που καταγράφηκαν ανά περιοχές ήταν αισθητές. Ειδικότερα, η τιμή του συστήματος στο Nord Pool (συμμετέχουν χώρες του ευρωπαϊκού βορά -Νορβηγία, Σουηδία, Φινλανδία, Δανία, Γερμανία, Ην. Βασίλειο, Χώρες Βαλτικής) κινήθηκε το τρίμηνο Ιουλίου – Σεπτεμβρίου περίπου στα 16 € / MWh ενώ η Ιταλία (42,5 € / MWh) και η Ελλάδα (44,6 € / MWh) βρέθηκαν για άλλη μια φορά στο άλλο άκρο του …φάσματος καταγράφοντας τιμές τρεις φορές υψηλότερες. Ακολουθούν η Ρουμανία και η Ουγγαρία με περίπου 40 € / MWh.
Γενικότερα, οι τιμές, κατά μέσο όρο, το τρίτο τρίμηνο του 2020 κυμάνθηκαν στα 34 € / MWh, δηλαδή κατά 15% χαμηλότερες από ό,τι το ίδιο τρίμηνο του περασμένου έτους (European Power Benchmark).
Τα συγκεκριμένα στοιχεία για την ευρωπαϊκή αγορά ηλεκτρικής ενέργειας - με έμφαση στον αντίκτυπο της αύξησης των τιμών CO2 στο διασυνοριακό εμπόριο ηλεκτρικής ενέργειας – καταγράφει το Παρατηρητήριο Αγοράς Ενέργειας της Γενικής Διεύθυνσης Ενέργειας DG Energy στην τελευταία του έκθεση που δημοσιοποιήθηκε τον Ιανουάριο του 2021.
Το τρίτο τρίμηνο του 2020 η ευρωπαϊκή αγορά ηλεκτρικής ενέργειας επανήλθε σταδιακά σε μια κανονικότητα.
Η άρση των μέτρων σκληρού lockdown και η χαλάρωση των περιορισμών στην κοινωνική και οικονομική δραστηριότητα οδήγησαν στην ανάκαμψη της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας τον Σεπτέμβριο, σε επίπεδα προ πανδημίας. Ωστόσο, προς το τέλος του τρίτου τριμήνου του 2020, οπότε πλέον φαινόταν αναπόφευκτο το δεύτερο κύμα της πανδημίας η θετική εικόνα άρχισε και πάλι να …θολώνει.
Συνολικά, η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας στη ΕΕ ήταν 3% χαμηλότερη το τρίτο τρίμηνο του 2020 σε σύγκριση με το ίδιο τρίμηνο του προηγούμενου έτους, μια σημαντική βελτίωση σε σύγκριση με την ετήσια πτώση 11%, από το 2ο τρίμηνο του 2020 και έπειτα.
Ενδιαφέρον έχει τέλος η ειδική αναφορά στη ζήτηση για ηλεκτρικά οχήματα (ECVs), η οποία συνέχισε να αυξάνεται κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, καθώς τα κράτη μέλη επέκτειναν τις πολιτικές στήριξης με στόχο την παροχή κινήτρων για αγορές. Περισσότερα από 273.000 νέα ECVs καταγράφηκαν στην ΕΕ το τρίτο τρίμηνο του 2020, μια αύξηση 212% από έτος σε έτος, ποσοστό που αποτελεί ρεκόρ για τον κλάδο.
Mείωση μεριδίου πυρηνικής ενέργειας
Όσο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, αυτή επηρεάστηκε από τις σχετικά υψηλές τιμές του άνθρακα, την …αδύναμη ζήτηση, τη βελτιωμένη διαθεσιμότητα υδροηλεκτρικής ενέργειας και την αύξηση της παραγωγής ηλιακής ενέργειας. Όλα αυτά οδήγησαν στον περιορισμό της παραγωγής ενέργειας από μονάδες ορυκτών καυσίμων.
Ο μεγάλος χαμένος ωστόσο ήταν η πυρηνική ενέργεια εξαιτίας των εκτεταμένων διακοπών και των εργασιών συντήρησης σε Γαλλία και Βέλγιο καθώς και των εξαιρετικά χαμηλών τιμών στη Σουηδία συνθήκες που οδήγησαν ορισμένες μονάδες εκτός αγοράς.
Ως αποτέλεσμα, η πυρηνική παραγωγή μειώθηκε κατά 16% σε ένα έτος (-28 TWh) και το μερίδιό της στο ενεργειακό μείγμα (23%) έπεσε κάτω από εκείνο του φυσικού αερίου (24%).
Στο 37% το μερίδιο των ΑΠΕ μαζί με υδροηλεκτρικά
Επίσης, τα υψηλά επίπεδα των υδάτων στους ποταμούς και στους ταμιευτήρα σε Βαλκάνια, στη Γαλλία και στη Βόρεια Ευρώπη καθώς και η αυξανόμενη παραγωγή ηλιακής ενέργειας οδήγησαν τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) σε αυξημένη παραγωγή κατά 21 TWh σε ένα έτος, καταλαμβάνοντας μερίδιο 37% στο ενεργειακό μείγμα το τρίτο τρίμηνο του 2020, από 33% το ίδιο τρίμηνο του 2019.
Τα αυξανόμενα επίπεδα διείσδυσης των ΑΠΕ, όπως σημειώνεται στην έκθεση, έφεραν ανατροπές. Οι ωριαίες τιμές στην αγορά της επόμενης μέρας (day-ahead) αυξήθηκαν στα 189 € / MWh για την απογευματινή αιχμή οπότε η ηλιακή ακτινοβολία μειώνεται. Οι ενδοημερήσιες τιμές (Intraday prices) αυξήθηκαν ακόμη περισσότερο, καθώς η παραγωγή ενέργειας από τα αιολικά, τις βραδινές ώρες αιχμής παρέμεινε κάτω από τις προσδοκίες.
Ωστόσο, το …σήμα των υψηλών τιμών εξισορρόπησης, σε συνδυασμό με μια ταχεία διόρθωση των διασυνοριακών ροών, απέκλεισε την ανάγκη εξωτερικών παρεμβάσεων και απέδειξε την αποτελεσματικότητα των υφιστάμενων μηχανισμών της αγοράς.
Είναι κάτι που αναμένεται να δούμε πως θα λειτουργήσει και στην ελληνική αγορά.
Το CO2 συνεχίζει να επιβαρύνει
Η παραγωγή ενέργειας από …κάρβουνο υπέστη επίσης απώλειες, καθώς περιορίστηκε κατά 11% σε έναν χρόνο (-11 TWh) λόγω του αυξανόμενου κόστους του άνθρακα.
Αντίθετα, οι σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής με φυσικό αέριο κατόρθωσαν να διατηρήσουν την παραγωγή τους αμετάβλητη χάρη στη δυνατότητα συνεχούς εναλλαγής καυσίμου (άνθρακα-αερίου).
Σε κάθε περίπτωση, όπως αναφέρουν οι συντάκτες της έκθεσης, καθώς αναμένεται περαιτέρω διείσδυση ΑΠΕ τα επόμενα χρόνια αλλά και περιορισμός της ισχύος των συμβατικών σταθμών παραγωγής ενέργειας, παρόμοιες αυξήσεις τιμών και επεισόδια υψηλής μεταβλητότητας των τιμών θα μπορούσαν να γίνουν συχνότερα. Και αυτό προβάλλεται ως ευκαιρία για μεγάλης κλίμακας έργα αποθήκευσης ενέργειας και άλλες λύσεις που μπορούν να προσφέρουν ευελιξία.
Επίσης, τις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας διογκώνει το αυξανόμενο κόστος άνθρακα, ιδίως στα κράτη μέλη με σημαντική παρουσία άνθρακα στο ενεργειακό μείγμα.
Για παράδειγμα, η Γερμανία, η Ελλάδα, η Πολωνία και η Ρουμανία είδαν τις τιμές χονδρικής τους να αυξάνονται την περίοδο 2019-2020 σε σύγκριση με το διάστημα 2017-2018 όταν οι τιμές του CO2 ήταν πολύ χαμηλότερες.
Η πιο απότομη αύξηση παρατηρήθηκε στην Πολωνία όπου το μερίδιο του άνθρακα στο μείγμα (περίπου 75%) είναι το μεγαλύτερο.
Αύξηση παρατηρήθηκε και στην χώρα μας παρότι το σχέδιο απολιγνιτοποίησης και η εναλλαγή άνθρακα-αερίου τα τελευταία δύο χρόνια περιόρισε κάπως την επίδραση της αύξησης των τιμών του άνθρακα.
Ακόμη και η Γερμανία, παρουσίασε σχετική αύξηση παρά τη συνεχή αύξηση της διείσδυσης ΑΠΕ στο γερμανικό δίκτυο που το 2020 έφτασε σχεδόν το 50%.
Το ενεργειακό κόστος στην Ευρώπη
Σχετικά με τις τιμές λιανικής τον Σεπτέμβριο του 2020 στα 27 κράτη μέλη της ΕΕ για βιομηχανικούς πελάτες και νοικοκυριά, ο γενικός κανόνας είναι ότι όσο χαμηλότερη η κατανάλωση, τόσο υψηλότερη η τιμή ηλεκτρικής ενέργειας (ανά MWh που καταναλώνεται).
Ειδικότερα, οι μικρότεροι βιομηχανικοί καταναλωτές πληρώνουν τις υψηλότερες τιμές στη Γερμανία (20,1 c€ / kWh) και την Ιρλανδία (16,2 c€ / kWh) καθώς και στις Κάτω Χώρες και την Ιταλία (16,0 και 15,9 c € / kWh αντίστοιχα). Οι χαμηλότερες τιμές στην ίδια κατηγορία καταγράφηκαν στη Σουηδία (7,6 c € / kWh) και στη Δανία (8,0 c € / kWh).
Από την άλλη πλευρά του καταναλωτικού φάσματος, οι βιομηχανίες με μεγάλη ετήσια κατανάλωση, συμπεριλαμβανομένων των περισσότερων χρηστών υψηλής έντασης ενέργειας, πλήρωσαν τις υψηλότερες τιμές σε Γερμανία και Ολλανδία (12,0 c € / kWh και οι δύο), στη Σλοβακία (11,4 c € / kWh) και στη Μάλτα (10,8 c € / kWh). Η Σουηδία (4,6 c € / kWh) είχε μακράν τις χαμηλότερες τιμές, με τη Δανία και τη Φινλανδία (και οι δύο 5,0 c € / kWh) να ακολουθούν.
Σχετικά με την Ελλάδα, παρότι εμφανίζεται περίπου στον μέσο όρο της ΕΕ, παράγοντες της αγοράς επισημαίνουν ότι, η εικόνα για τη χώρα μας δεν είναι σωστή, με δεδομένο ότι η τιμή επιβαρύνεται με διάφορες άλλες χρεώσεις, όπως ΕΤΜΕΑΡ, τέλη δικτύου και λοιπές χρεώσεις με αποτέλεσμα το κόστος να μην είναι ανταγωνιστικό.
Σε σύγκριση με τον Σεπτέμβριο του 2019, η μέση εκτιμώμενη τιμή λιανικής ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ αυξήθηκε κατά 4% στα 7,7 c € / kWh.
www.worldenergynews.gr