Κατά τους επόμενους 11 μήνες, ο διάλογος μεταξύ των θεσμικών μας οργάνων θα είναι συχνός και βαθύς, ανέφερε η Lagarde
Πεπεισμένη ότι σύντομα τα ελληνικά ομόλογα θα ενταχθούν στο πρόγραμμα αγοράς τίτλων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, το QE, εμφανίστηκε η επικεφαλής της ΕΚΤ, Christine Lagarde.
Απαντώντας σε ερώτηση της οικονομικής επιτροπής του Ευρωκοινοβουλίου, η Lagarde εμφανίστηκε μάλιστα αρκετά βέβαια ότι τα ελληνικά ομόλογα θα είναι τελικά επιλέξιμα για το QE.
Αναφορικά με την οικονομία της Ευρωζώνης, η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, εκτίμησε ότι εξακολουθεί να χρειάζεται τη στήριξη από τη νομισματική μας πολιτική, η οποία παρέχει την ασπίδα για τις παγκόσμιες προκλήσεις.
Η Lagarde, καταθέτοντας στην Οικονομική Επιτροπή του Ευρωκοινοβουλίου σήμερα, 6 Φεβρουαρίου 2020, ανέπτυξε και τους λόγους της ανασκόπησηςς της στρατηγικής για τη νομισματική πολιτική.
Σύμφωνα με την ίδια, "έχουν περάσει περισσότερα από 16 χρόνια από την τελευταία αναθεώρηση της στρατηγικής της ΕΚΤ.
Και όπως συζητήσαμε τον Δεκέμβριο, από το 2003 η παγκόσμια οικονομία έχει υποστεί βαθιές διαρθρωτικές αλλαγές που έχουν μεταστρέψει το περιβάλλον στο οποίο λειτουργεί η νομισματική πολιτική.
Συγκεκριμένα, η μείωση της τάσης ανάπτυξης λόγω της επιβράδυνσης της αύξησης της παραγωγικότητας και της γήρανσης του πληθυσμού, αλλά και η κληρονομιά της χρηματοπιστωτικής κρίσης οδήγησαν σε μείωση των επιτοκίων.
Αυτό το χαμηλό επιτόκιο και το χαμηλό πληθωριστικό περιβάλλον μείωσαν σημαντικά την ευχέρεια της ΕΚΤ και άλλων κεντρικών τραπεζών παγκοσμίως να διευκολύνουν τη νομισματική πολιτική ενόψει μιας οικονομικής ύφεσης.
Και οι διαρθρωτικές προκλήσεις, όπως οι νέες απειλές για την περιβαλλοντική βιωσιμότητα, η ταχεία ψηφιοποίηση, η παγκοσμιοποίηση και οι εξελισσόμενες χρηματοπιστωτικές δομές, επηρέασαν επίσης την εξέλιξη των τιμών και συνεπώς το περιβάλλον που παρακολουθούν οι κεντρικές τράπεζες.
Και όλα αυτά πρέπει να λαμβάνονται πλέον υπόψη στις πολιτικές τους.
Υπό το φως αυτών των αλλαγών, είναι πλέον η κατάλληλη στιγμή να προβούμε σε μια στρατηγική επανεξέταση με ευρύ πεδίο προκειμένου να διασφαλίσουμε ότι θα συνεχίσουμε να εκπληρώνουμε την εντολή μας προς το συμφέρον των Ευρωπαίων.
Κατά τη διάρκεια της τελευταίας μου ακρόασης ενώπιον της επιτροπής αυτής, δεσμεύτηκα να ακούσω τις ανησυχίες των πολιτών και να κατανοήσω καλύτερα τις οικονομικές ανάγκες τους.
Αυτό το Κοινοβούλιο θα αποτελέσει το κύριο βήμα για αυτή την ακρόαση και για την εφαρμογή στην πράξη της αρχής της αμφίδρομης επικοινωνίας που περιέγραψα εδώ τον Δεκέμβριο", ανέφερε η Lagarde.
Η αναθεώρηση που μόλις ξεκινήσαμε θα είναι μια διεξοδική και έντονη διαδικασία.
Κατά τους επόμενους 11 μήνες, ο διάλογος μεταξύ των θεσμικών μας οργάνων θα είναι συχνός και βαθύς.
Οι τακτικές ακροάσεις του ECON θα αποτελέσουν τη ραχοκοκαλιά αυτής της συζήτησης, αλλά η συζήτησή μας δεν περιορίζεται μόνο σε αυτές τις ακροάσεις.
Στην πραγματικότητα, θα έχουμε περισσότερες ευκαιρίες να συνεχίσουμε σύντομα τον διάλογό μας, πρόσθεσε η Lagarde.
Η ίδια περιέγραψε και μια γενική εικόνα της τρέχουσας οικονομικής κατάστασης στη ζώνη του ευρώ.
"Σε γενικές γραμμές, σύμφωνα με τις προσδοκίες της ΕΚΤ, η οικονομία της ζώνης του ευρώ εξακολουθεί να αναπτύσσεται, μολονότι εξακολουθεί να έχει μέτρια δυναμική.
Η εγχώρια οικονομία παραμένει σχετικά ανθεκτική.
Η ιδιωτική κατανάλωση, για παράδειγμα, αυξήθηκε κατά 0,5% το τρίτο τρίμηνο του 2019, λόγω περαιτέρω βελτιώσεων στις συνθήκες της αγοράς εργασίας.
Το ποσοστό ανεργίας ανέρχεται στο 7,4%, είναι το χαμηλότερο από τον Ιούλιο του 2008.
Ο αριθμός των απασχολουμένων αυξάνεται και έχει αυξηθεί κατά περισσότερο από 11 εκατομμύρια από τα μέσα του 2013.
Οι περισσότερο εγχωρίως προσανατολισμένες υπηρεσίες και οι τομείς των κατασκευών συνεχίζουν να αποδίδουν καλά.
Ωστόσο, οι παγκόσμιοι παράγοντες επηρεάζουν την ανάπτυξη της ζώνης του ευρώ.
Βεβαίως, υπάρχουν προσωρινά σημάδια σταθεροποίησης.
Οι δείκτες εμφανίζονται λίγο πιο αισιόδοξοι, καθώς ο Δείκτης Διαχειριστών Προμηθειών για τις προσδοκίες των κατασκευαστικών επιχειρήσεων έχει αυξηθεί τους πέντε συνεχείς μήνες μέχρι τον Ιανουάριο στο υψηλότερο επίπεδο των 18 μηνών.
Επιπλέον, ενώ οι αβεβαιότητες γύρω από το παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον παραμένουν αυξημένες, οι σχέσεις που συνδέονται με τις εμπορικές εντάσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας υποχωρούν.
Άλλοι κίνδυνοι, ωστόσο, εξακολουθούν να παραμένουν ή -όπως και στην περίπτωση του κορωνοϊού- αποτελούν ανανεωμένη πηγή ανησυχίας.
Η συνολική μέτρια αύξηση των επιδόσεων καθυστερεί τη μετάβαση από τις μισθολογικές αυξήσεις στις τιμές και η εξέλιξη του πληθωρισμού παραμένει υποτονική.
Ο πληθωρισμός που μετρήθηκε από τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή διαμορφώθηκε στο 1,4% τον Ιανουάριο, σύμφωνα με τις προσδοκίες της ΕΚΤ.
Συνεπώς, η οικονομία της ζώνης του ευρώ εξακολουθεί να απαιτεί στήριξη από τη νομισματική μας πολιτική, η οποία παρέχει την ασπίδα για τις παγκόσμιες προκλήσεις.
Βλέπουμε ότι η ώθηση των πολιτικών μας μεταφέρεται στις συνθήκες χρηματοδότησης που είναι πιο σημαντικές για την πραγματική οικονομία.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, τα επιτόκια δανεισμού για τις επιχειρήσεις είναι σχεδόν 10 μονάδες βάσης χαμηλότερα από ό, τι ήταν πριν από ένα χρόνο, ενώ για τα νοικοκυριά το κόστος για την αγορά κατοικίας είναι σχεδόν 40 μονάδες βάσης χαμηλότερα και κοντά στα ιστορικά χαμηλά.
Αυτές οι ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης εξακολουθούν να στηρίζουν τις επιχειρηματικές επενδύσεις και τις καταναλωτικές και κατασκευαστικές δαπάνες στη ζώνη του ευρώ, αντισταθμίζοντας εν μέρει τις αρνητικές επιπτώσεις από τις υποτονικές εξελίξεις της παγκόσμιας ζήτησης.
Ταυτόχρονα, συνεχίζουμε να παρακολουθούμε εκ του σύνεγγυς τις πιθανές παρενέργειες των μέτρων μας.
Τα χαμηλά επιτόκια προσφέρουν πολλά οφέλη στην οικονομία της ζώνης του ευρώ.
Έτσι, το χαμηλό κόστος χρηματοδότησης φαίνεται να ενθάρρυνε επίσης περισσότερο το δανεισμό από επιχειρήσεις με υψηλή μόχλευση και μεγαλύτερη ανάληψη κινδύνων από μη τραπεζικά ιδρύματα, όπως τα επενδυτικά ταμεία, οι ασφαλιστικές εταιρείες και τα συνταξιοδοτικά ταμεία.
Επιπλέον, οι αγορές ακινήτων σε ορισμένες χώρες της ζώνης του ευρώ παρουσίασαν διαρκώς αυξανόμενες τιμές, αν και το περιβάλλον χαμηλού επιτοκίου είναι μόνο ένας από τους πολλούς παράγοντες που επηρεάζουν την επιλογή δανεισμού για αγορά κατοικίας.
Σε αυτό το περιβάλλον, οι αρχές θα πρέπει να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν στοχευμένα μακροπροληπτικά μέτρα για την αντιμετώπιση των συναφών κινδύνων για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Ταυτόχρονα, οι δημοσιονομικές και διαρθρωτικές πολιτικές διαδραματίζουν επίσης σημαντικό ρόλο σε ένα περιβάλλον χαμηλού επιτοκίου.
Μπορούν να ανυψώσουν τη δυναμική της ανάπτυξης και να ενισχύσουν το δυναμικό μέσω της αύξησης της παραγωγικότητας.
Αυτό, με τη σειρά του, θα υποστηρίξει την αποτελεσματικότητα των μέτρων μας και θα βοηθήσει επίσης τα επιτόκια να αυξηθούν εκ νέου εν ευθέτω χρόνω, ανέφερε η Lagarde.
www.worldenergynews.gr