Τα τελευταία 10 χρόνια, οι ηλεκτρικές εταιρίες κοινής ωφέλειας σε ολόκληρο τον κόσμο απέδωσαν κατά μέσον όρο σωρευτικά στους μετόχους τους μόλις 1%.
Τα στοιχεία αυτά προέρχονται από μία νέα έκθεση της McKinsey, η οποία εξέτασε 50 δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η απόδοση του παγκόσμιου δείκτη της συνολικής εταιρικής απόδοσης έδειξε κέρδος 55% για την ίδια χρονική περίοδο.
Πολλές από τις εταιρίες που εξέτασε η McKinsey, έχουν καταγράψει σημαντικές απώλειες σε χρηματιστηριακή αξία. Η τιμή της μετοχής της βρετανικής Centric μειώθηκε κατά 50% τα τελευταία τέσσερα χρόνια.
Η γαλλική EDF έχει χάσει το 65% της αξίας της σε σχέση με την τιμή της αρχικής δημόσιας προσφοράς, το 2005.
Παρά την πρόσφατη ανάκαμψη, η γερμανική RWE αξίζει σήμερα λίγο πάνω από το 1/5 της μέγιστης αξίας που είχε καταγράψει πριν από 10 χρόνια.
Τι προκάλεσε όμως αυτή τη χρόνια χαμηλή απόδοση;
Φαίνεται ότι υπάρχουν δύο απαντήσεις.
Η πρώτη, όπως αναφέρει η McKinsey, είναι η αποτυχία των εταιρειών ηλεκτρισμού να προσαρμοστούν στην ταχέως μεταβαλλόμενη δομή της αγοράς. Η ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, η οποία υποστηρίχθηκε με επιδοτήσεις και προστατευόμενα μερίδια αγοράς, δεν άλλαξε μόνον το μείγμα καυσίμων αλλά ενεθάρρυνε και την αποκεντρωμένη παραγωγή. Το παλαιό μοντέλο ενός κεντρικού συστήματος ηλεκτροπαραγωγής μεγάλης κλίμακας, που απευθυνόταν σε παθητικούς καταναλωτές ηλεκτρισμού έχει απαξιωθεί.
Η στροφή στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας που παράγουν ηλεκτρισμό όταν ο άνεμος φυσάει και όταν ο ήλιος λάμπει άφησε πολλές εταιρίες με τα παλαιότερα, συμβατικά περιουσιακά τους στοιχεία, όπως μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με φυσικό αέριο, τα οποία χρειάζονται μεν για την επάρκεια προσφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά χρησιμοποιούνται σε κλάσμα του δυναμικού τους και έτσι καθίστανται αντιοικονομικές.
Οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας έχουν αρχίσει να αποδέχονται, συχνά απρόθυμα, ότι πρέπει να αλλάξουν τον τρόπο λειτουργίας τους.
Ορισμένες εγκατέλειψαν την παραγωγή ηλεκτρισμού και απλώς άρχισαν να εμπορεύονται την ενέργεια που παράγουν οι άλλοι. Άλλες στράφηκαν στη διαχείριση της διανομής ενέργειας. Και όλες, όπως η Centrica, δεν αυτοχαρακτηρίζονται πια ως επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας.
Το τοπίο είναι ρευστό για όλο τον κλάδο και μόνον οι εταιρίες που είναι ικανές να προσαρμοστούν θα επιβιώσουν.
Δεν αποκλείεται οι επενδυτές να εγκαταλείψουν τις παραδοσιακές εταιρίες ηλεκτρικής ενέργειας και να στραφούν σε νέους παίκτες, οι οποίοι θα εφαρμόσουν την τεχνολογία, ειδικά για τη διαχείριση δεδομένων, προκειμένου να δημιουργήσουν εντελώς διαφορετικά επιχειρηματικά μοντέλα.
Όπως έγινε με τα σούπερ μάρκετ, που άρχισαν να πωλούν καύσιμα στις εγκαταστάσεις τους μόνον και μόνον για να προσελκύσουν πελάτες στα καταστήματά τους, έτσι και η παροχή ηλεκτρισμού ή αερίου μπορεί να γίνουν το νέο προϊόν που θα προσελκύει τους καταναλωτές σε ένα ευρύτερο πακέτο αγαθών και υπηρεσιών.
Η άλλη μεγάλη πρόκληση, προέρχεται από τις κυβερνήσεις που στοχοποιούν τις εταιρίες ηλεκτρισμού, προκειμένου να κατηγορήσουν κάποιον για τις αποτυχίες της πολιτικής τους. Όπως συμβαίνει στη Βρετανία.
Παίρνοντας τη σκυτάλη από τους πολιτικούς, τα βρετανικά ταμπλόιντς παρουσίασαν τους ενεργειακούς προμηθευτές σαν το πρότυπο της εταιρικής απληστίας που αρμέγει τους καταναλωτές από μία σχεδόν μονοπωλιακή θέση.
Στη λογική αυτή αγνοούν για παράδειγμα ότι η τελευταία μεγάλη έκθεση της Επιτροπής Ανταγωνισμού εστίασε στη δομή των τιμολογίων και στην ανάγκη να γίνει ευκολότερη η αλλαγή προμηθευτή και όχι σε περιπτώσεις φιξαρίσματος τιμών. ¨Η ότι οι εταιρίες κοινής ωφέλειας πρέπει να χρηματοδοτήσουν τη συντήρηση του δικτύου και να επενδύσουν σε νέο δυναμικό παραγωγής.
Διαφεύγει επίσης ότι οι κυβερνήσεις έχουν προσθέσει στους λογαριασμούς των καταναλωτών το κόστος για τη μετάβαση στην οικονομία του χαμηλού άνθρακα, το οποίο θα έπρεπε να καλυφθεί μέσω της γενικής φορολόγησης.
Η εξουδετέρωση των εταιριών κοινής ωφελείας μπορεί να είναι μια βραχυπρόθεσμη νίκη για τους πολιτικούς, αλλά περιέχει πραγματικούς κινδύνους.
Για μία 100% ιδιωτική εταιρία δεν είναι βιώσιμο ένα σχήμα απόδοσης της τάξης του 1% για διάστημα 10 ετών.
Οι επενδυτές προσδοκούν και μπορούν να πετύχουν καλύτερες αποδόσεις από άλλες τοποθετήσεις των κεφαλαίων τους. Το ιδιωτικό κεφάλαιο θα αποσυρθεί από τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και η πτώση των αποτιμήσεων αρκετών εταιριών του κλάδου δείχνει ότι ήδη συμβαίνει αυτό.
Εφόσον οι ηλεκτρικές εταιρίες κοινής ωφέλειας είναι βασικές για τη λειτουργία μιας σύγχρονης οικονομίας και στο βαθμό που δεν θα μπορούν να προσελκύσουν ιδιωτικά κεφάλαια, τότε είναι αναγκαίο το κράτος να γίνει ιδιοκτήτης τους και να αναλάβει τον έλεγχο των βασικών δραστηριοτήτων τους.
Μία τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να ικανοποιήσει το κοινό κάποιων πολιτικών κομμάτων αλλά δεν είναι σίγουρο ότι θα βελτιώσει την απόδοση των εταιριών. Η ΕDF, για παράδειγμα, ελέγχεται από το γαλλικό δημόσιο αλλά οι αποδόσεις της δεν αποτελούν success strory.
H παροχή βασικών υπηρεσιών θα αποτελεί πάντα πεδίο ενδελεχών ρυθμιστικών κανόνων και αποφάσεων πολιτικής.
Η διασφάλιση του ενεργειακού εφοδιασμού αποτελεί στρατηγική αναγκαιότητα. Εάν τα φώτα σβήσουν τότε και οι πολιτικοί μπορεί να σβήσουν. Σε πολλές επιμέρους δραστηριότητες του τομέα, οι επιχειρήσεις κοινής ωφελείας είναι φυσικά μονοπώλια και πρέπει να ελέγχονται ως τέτοια. Σε μια ολόκληρη σειρά ζητημάτων, από την ασφάλεια της περιβαλλοντικής πολιτικής ως την προστασία των πιο ευπαθών ομάδων καταναλωτών θα δέχονται πάντα περιορισμούς.
Αλλά υπάρχει μία τεράστια διαφορά μεταξύ των σθεναρών ρυθμιστικών κανόνων και της εθνικοποίησης.
Η πρόκληση είναι να βρούμε μια καλύτερη λύση. Εάν θέλουμε μια ορθολογική αγορά ενεργειακού εφοδιασμού πρέπει να υπάρξει ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο για τον τομέα, με βάση τη διαφάνεια, τον ισχυρό ανταγωνισμό και την αναγνώριση της ανάγκης για μία «δίκαιη» απόδοση για τους επενδυτές.
Η διάρρηξη της εμπιστοσύνης στις επιχειρήσεις κοινής ωφελείας μπορεί να είναι καλή σε μια εποχή λαϊκισμού, αλλά δεν αποτελεί σωστή πολιτική.
www.worldenergynews.gr