Η στρατηγική που ακολουθεί επί σειρά ετών η Ελλάδα όπως φαίνεται από τις κρίσεις που προαναφέρθηκαν στην άκρως εχθρική και επιθετική συμπεριφορά της Τουρκίας
Σύμφωνα με πρόσφατες δηλώσεις του Ερντογάν, το επόμενο διάστημα η Τουρκία είναι αποφασισμένη να αποστείλει στην N.Α. Μεσόγειο το γεωτρύπανο Deep Sea Metro II, για να προχωρήσει στις πρώτες του ερευνητικές γεωτρήσεις. Το σκάφος αυτό η Τουρκία το έχει ενοικιάσει ή αγοράσει από τη Νορβηγία και είναι το καλύτερο παγκοσμίως για έρευνες σε ανοιχτή θάλασσα και μεγάλα βάθη.
Από το χάρτη που εκδόθηκε σχετικά με τις περιοχές που θα πραγματοποιηθούν οι έρευνες, φαίνεται ότι αυτές περιλαμβάνουν μέρος της κυπριακής ΑΟΖ και της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, νότια της Ρόδου.
Αν η Τουρκία υλοποιήσει την εξαγγελία της, σημαίνει ουσιαστικά έμπρακτη αμφισβήτηση των εθνικών κυριαρχικών μας δικαιωμάτων.
Θα υπενθυμίσουμε ότι στο παρελθόν σε δυο περιπτώσεις σε ανάλογη έξοδο ερευνητικού σκάφους της Τουρκίας για έρευνες εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, φτάσαμε στα πρόθυρα πολεμικής σύρραξης και θα έπρεπε τουλάχιστον να είχαμε διδαχτεί από αυτές, προκειμένου να υπάρξει σχεδίαση κατάλληλης εθνικής στρατηγικής για την αντιμετώπιση της μακρόπνοης αναθεωρητικής τακτικής της Τουρκίας απέναντι στη χώρα μας.
Αν επιχειρήσουμε μια ιστορική αναδρομή στο παρελθόν, θα διαπιστώσουμε ότι μετά από κάθε ελληνοτουρκική κρίση είχαμε και μια εθνική υποχώρηση.
Στις 25 Ιουλίου 1976, το τουρκικό ωκεανογραφικό σκάφος «HORA» βγήκε στο Αιγαίο και άρχισε τις έρευνές του πρώτα στα τουρκικά χωρικά ύδατα. Κατόπιν στις 6, 7 και 8 Αυγούστου συνέχισε τις έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Η Ελλάδα που παρακολουθούσε την κατάσταση, θέλοντας να αποφύγει με κάθε τρόπο τον πόλεμο, αποφάσισε να αντιδράσει άμεσα με ειρηνικές διαδικασίες και προσέφυγε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και στο διεθνές δικαστήριο.
Υπήρξε έντονη διπλωματική δραστηριότητα για την επίλυση του ζητήματος της υφαλοκρηπίδας και η σύρραξη αποφεύχθηκε την τελευταία στιγμή.
Ακολούθησε το Πρωτόκολλο της Βέρνης το 1977, με το οποίο οι κυβερνήσεις Ελλάδας και Τουρκίας συμφώνησαν να απέχουν από έρευνες σε αμφισβητούμενες περιοχές, οι οποίες «θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις διαπραγματεύσεις για την υφαλοκρηπίδα».
Ουσιαστικά, από το πρωτόκολλο της Βέρνης και μετά, σταμάτησαν οι ενέργειες για έρευνα και εκμετάλλευση τυχόν ενεργειακών κοιτασμάτων πέραν των εθνικών χωρικών υδάτων.
Ωστόσο, η δέσμευση αυτή έγινε καθεστώς διαρκείας, αφού οι διαπραγματεύσεις είναι σε διαρκή εξέλιξη και το θέμα επίλυσης της υφαλοκρηπίδας παραμένει από τότε μετέωρο.
Η επόμενη κρίση έλαβε χώρα δέκα χρόνια μετά την υπογραφή του πρωτοκόλλου της Βέρνης. Στις 26 Μαρτίου 1987, το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας της Τουρκίας αποφάσισε να στείλει και πάλι στο Αιγαίο για έρευνες το ερευνητικό σκάφος «HORA», που είχε μετονομαστεί σε «SISMIK».
Η Ελλάδα αποφάσισε να χτυπήσει το τουρκικό ερευνητικό σκάφος, εάν επιχειρούσε να διεξάγει έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Διατάχθηκε γενική επιστράτευση, ενώ παράλληλα έγινε ενημέρωση όλων των διεθνών οργανισμών και της διεθνούς κοινής γνώμης για την κρισιμότητα της κατάστασης.
Παράλληλα έγιναν δύο κινήσεις που κατέστησαν αξιόπιστη την πρόθεση της Ελλάδας να προχωρήσει σε πόλεμο, με άμεσο κίνδυνο την κατάρρευση της Ν.Α. πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Οι κινήσεις αυτές ήταν η συνεργασία και οι επαφές της ελληνικής κυβέρνησης με τη βουλγαρική και το κλείσιμο της βάσης των ΗΠΑ της Ν. Μάκρης.
Η διαχείριση της κρίσης από ελληνικής πλευράς ήταν επιτυχής και η Τουρκία αναγκάστηκε να ακυρώσει την έξοδο του ερευνητικού σκάφους στο Αιγαίο.
Παρά το γεγονός αυτό και της επικράτησης στην κρίση που προηγήθηκε, τον επόμενο χρόνο στο Νταβός παρατηρούμε το διπλωματικό και πολιτικό παράδοξο μετά το τέλος της συνάντησης μεταξύ Ανδρέα Παπανδρέου και Τουργκούτ Οζάλ, να βρεθούμε σε δυσμενέστερη θέση για τα εθνικά μας συμφέροντά από αυτή που προσήλθαμε.
Η Ελλάδα δεσμεύτηκε ότι θα απέχει από οποιαδήποτε έρευνα στα διεθνή ύδατα του Αιγαίου, αν κάνει το ίδιο και η Τουρκία, μέχρις ότου λυθεί το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας.
Λίγους μήνες αργότερα ο Ανδρέας Παπανδρέου από το βήμα της βουλής θα κάνει την αυτοκριτική του με τη λατινική φράση «mea culpa» δηλ. (λάθος μου), για την εξαιρετικά ζημιογόνο για τα συμφέροντα της Ελλάδας δέσμευση.
Η επόμενη κρίση ήταν αυτή των Ιμίων το 1996 και το κυρίαρχο στοιχείο που προέκυψε από αυτή ήταν το έντονο αίσθημα εθνικής ταπείνωσης και η πίκρα για τους αξιωματικούς του πολεμικού μας ναυτικού, που χάθηκαν στα νερά του Αιγαίου.
Με την κρίση των Ιμίων και την κατάληψη ελληνικού εδάφους, τέθηκε ουσιαστικά σε εφαρμογή από την Τουρκία η θεωρία των γκρίζων ζωνών, που είχε αρχίσει από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 με δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων.
Τον επόμενο χρόνο, στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ που έγινε στη Μαδρίτη, ο Κ. Σημίτης υπέγραψε με τον Σ. Ντεμιρέλ συμφωνία, η οποία αναγνωρίζει για πρώτη φορά «νόμιμα και ζωτικά συμφέροντα» της Τουρκίας στο Αιγαίο.
Η στρατηγική που ακολουθεί επί σειρά ετών η Ελλάδα όπως φαίνεται από τις κρίσεις που προαναφέρθηκαν στην άκρως εχθρική και επιθετική συμπεριφορά της Τουρκίας, στηρίζεται σε ελλιπή κατανόηση που αναπόφευκτα οδηγεί σε μια αποσπασματική αντιμετώπιση και κατευναστικές συμπεριφορές που εκλαμβάνονται από την απέναντι πλευρά ως αδυναμία.
Ο κατευνασμός όμως είναι μια στρατηγική που μπορεί να εφαρμοσθεί μόνο βραχυχρόνια, κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες ισορροπίας ισχύος και υπάρχει σημαντικός κίνδυνος να αποθρασύνει τον αντίπαλο, οδηγώντας σε διαδοχικές υποχωρήσεις και τελικά σε πολεμική σύγκρουση.
www.worldenergynews.gr
Από το χάρτη που εκδόθηκε σχετικά με τις περιοχές που θα πραγματοποιηθούν οι έρευνες, φαίνεται ότι αυτές περιλαμβάνουν μέρος της κυπριακής ΑΟΖ και της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, νότια της Ρόδου.
Αν η Τουρκία υλοποιήσει την εξαγγελία της, σημαίνει ουσιαστικά έμπρακτη αμφισβήτηση των εθνικών κυριαρχικών μας δικαιωμάτων.
Θα υπενθυμίσουμε ότι στο παρελθόν σε δυο περιπτώσεις σε ανάλογη έξοδο ερευνητικού σκάφους της Τουρκίας για έρευνες εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, φτάσαμε στα πρόθυρα πολεμικής σύρραξης και θα έπρεπε τουλάχιστον να είχαμε διδαχτεί από αυτές, προκειμένου να υπάρξει σχεδίαση κατάλληλης εθνικής στρατηγικής για την αντιμετώπιση της μακρόπνοης αναθεωρητικής τακτικής της Τουρκίας απέναντι στη χώρα μας.
Αν επιχειρήσουμε μια ιστορική αναδρομή στο παρελθόν, θα διαπιστώσουμε ότι μετά από κάθε ελληνοτουρκική κρίση είχαμε και μια εθνική υποχώρηση.
Στις 25 Ιουλίου 1976, το τουρκικό ωκεανογραφικό σκάφος «HORA» βγήκε στο Αιγαίο και άρχισε τις έρευνές του πρώτα στα τουρκικά χωρικά ύδατα. Κατόπιν στις 6, 7 και 8 Αυγούστου συνέχισε τις έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Η Ελλάδα που παρακολουθούσε την κατάσταση, θέλοντας να αποφύγει με κάθε τρόπο τον πόλεμο, αποφάσισε να αντιδράσει άμεσα με ειρηνικές διαδικασίες και προσέφυγε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και στο διεθνές δικαστήριο.
Υπήρξε έντονη διπλωματική δραστηριότητα για την επίλυση του ζητήματος της υφαλοκρηπίδας και η σύρραξη αποφεύχθηκε την τελευταία στιγμή.
Ακολούθησε το Πρωτόκολλο της Βέρνης το 1977, με το οποίο οι κυβερνήσεις Ελλάδας και Τουρκίας συμφώνησαν να απέχουν από έρευνες σε αμφισβητούμενες περιοχές, οι οποίες «θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις διαπραγματεύσεις για την υφαλοκρηπίδα».
Ουσιαστικά, από το πρωτόκολλο της Βέρνης και μετά, σταμάτησαν οι ενέργειες για έρευνα και εκμετάλλευση τυχόν ενεργειακών κοιτασμάτων πέραν των εθνικών χωρικών υδάτων.
Ωστόσο, η δέσμευση αυτή έγινε καθεστώς διαρκείας, αφού οι διαπραγματεύσεις είναι σε διαρκή εξέλιξη και το θέμα επίλυσης της υφαλοκρηπίδας παραμένει από τότε μετέωρο.
Η επόμενη κρίση έλαβε χώρα δέκα χρόνια μετά την υπογραφή του πρωτοκόλλου της Βέρνης. Στις 26 Μαρτίου 1987, το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας της Τουρκίας αποφάσισε να στείλει και πάλι στο Αιγαίο για έρευνες το ερευνητικό σκάφος «HORA», που είχε μετονομαστεί σε «SISMIK».
Η Ελλάδα αποφάσισε να χτυπήσει το τουρκικό ερευνητικό σκάφος, εάν επιχειρούσε να διεξάγει έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Διατάχθηκε γενική επιστράτευση, ενώ παράλληλα έγινε ενημέρωση όλων των διεθνών οργανισμών και της διεθνούς κοινής γνώμης για την κρισιμότητα της κατάστασης.
Παράλληλα έγιναν δύο κινήσεις που κατέστησαν αξιόπιστη την πρόθεση της Ελλάδας να προχωρήσει σε πόλεμο, με άμεσο κίνδυνο την κατάρρευση της Ν.Α. πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Οι κινήσεις αυτές ήταν η συνεργασία και οι επαφές της ελληνικής κυβέρνησης με τη βουλγαρική και το κλείσιμο της βάσης των ΗΠΑ της Ν. Μάκρης.
Η διαχείριση της κρίσης από ελληνικής πλευράς ήταν επιτυχής και η Τουρκία αναγκάστηκε να ακυρώσει την έξοδο του ερευνητικού σκάφους στο Αιγαίο.
Παρά το γεγονός αυτό και της επικράτησης στην κρίση που προηγήθηκε, τον επόμενο χρόνο στο Νταβός παρατηρούμε το διπλωματικό και πολιτικό παράδοξο μετά το τέλος της συνάντησης μεταξύ Ανδρέα Παπανδρέου και Τουργκούτ Οζάλ, να βρεθούμε σε δυσμενέστερη θέση για τα εθνικά μας συμφέροντά από αυτή που προσήλθαμε.
Η Ελλάδα δεσμεύτηκε ότι θα απέχει από οποιαδήποτε έρευνα στα διεθνή ύδατα του Αιγαίου, αν κάνει το ίδιο και η Τουρκία, μέχρις ότου λυθεί το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας.
Λίγους μήνες αργότερα ο Ανδρέας Παπανδρέου από το βήμα της βουλής θα κάνει την αυτοκριτική του με τη λατινική φράση «mea culpa» δηλ. (λάθος μου), για την εξαιρετικά ζημιογόνο για τα συμφέροντα της Ελλάδας δέσμευση.
Η επόμενη κρίση ήταν αυτή των Ιμίων το 1996 και το κυρίαρχο στοιχείο που προέκυψε από αυτή ήταν το έντονο αίσθημα εθνικής ταπείνωσης και η πίκρα για τους αξιωματικούς του πολεμικού μας ναυτικού, που χάθηκαν στα νερά του Αιγαίου.
Με την κρίση των Ιμίων και την κατάληψη ελληνικού εδάφους, τέθηκε ουσιαστικά σε εφαρμογή από την Τουρκία η θεωρία των γκρίζων ζωνών, που είχε αρχίσει από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 με δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων.
Τον επόμενο χρόνο, στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ που έγινε στη Μαδρίτη, ο Κ. Σημίτης υπέγραψε με τον Σ. Ντεμιρέλ συμφωνία, η οποία αναγνωρίζει για πρώτη φορά «νόμιμα και ζωτικά συμφέροντα» της Τουρκίας στο Αιγαίο.
Η στρατηγική που ακολουθεί επί σειρά ετών η Ελλάδα όπως φαίνεται από τις κρίσεις που προαναφέρθηκαν στην άκρως εχθρική και επιθετική συμπεριφορά της Τουρκίας, στηρίζεται σε ελλιπή κατανόηση που αναπόφευκτα οδηγεί σε μια αποσπασματική αντιμετώπιση και κατευναστικές συμπεριφορές που εκλαμβάνονται από την απέναντι πλευρά ως αδυναμία.
Ο κατευνασμός όμως είναι μια στρατηγική που μπορεί να εφαρμοσθεί μόνο βραχυχρόνια, κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες ισορροπίας ισχύος και υπάρχει σημαντικός κίνδυνος να αποθρασύνει τον αντίπαλο, οδηγώντας σε διαδοχικές υποχωρήσεις και τελικά σε πολεμική σύγκρουση.
www.worldenergynews.gr