Σε αναβάθμιση των αξιολογήσεων της Ελλάδας προχώρησε ο αμερικανικός οίκος Fitch
Σε αναβάθμιση της μακροπρόθεσμης πιστοληπτικής ικανότητας για την Ελλάδα, από «Β-» σε «Β», προχώρησε σήμερα (16 Φεβρουαρίου 2018) ο αμερικανικός οίκος Fitch, διατηρώντας, μάλιστα, τις θετικές προοπτικές (outlook) και επιβεβαιώνοντας απόλυτα όσα είχε προβλέψει το bankingnews.
Η βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική ικανότητα παρέμεινε σε «Β».
Όπως αναφέρεται στην έκθεση, ο οίκος εκτιμά ότι η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους θα βελτιωθεί, υποστηριζόμενη από τη σταθερή αύξηση του ΑΕΠ, τους μειωμένους πολιτικούς κινδύνους, τα πρωτογενή πλεονάσματα και τα πρόσθετα φορολογικά μέτρα που θα θεσπιστούν μέχρι το 2020.
Οι προσδοκίες για ομαλή ολοκλήρωση της επόμενης αξιολόγησης του τρίτου δανειοδοτικού προγράμματος μειώνει τους κινδύνους για την υπονόμευση της οικονομικής ανάκαμψης από τη μικρότερη εμπιστοσύνη προς την κυβέρνηση, από τις καθυστερούμενες οφειλές στον ιδιωτικό τομέα, επισημαίνεται.
Το θετικό outlook πρόοδος αντικατοπτρίζει την προσδοκία της Fitch ότι η τέταρτη αξιολόγηση θα ολοκληρωθεί χωρίς να δημιουργηθεί αστάθεια, μέχρι τον Αύγουστο του 2018, με την Ευρωζώνη να χορηγεί η ουσιαστική ελάφρυνση χρέους εντός του 2018.
Η διάρθρωση του δημόσιου χρέους συνεπάγεται ότι το κόστος εξυπηρέτησης θα παραμείνει σε χαμηλά επίπεδα, παρά το υψηλό ποσό, με τη μέση ληκτότητα να διαμορφώνεται σε 18 χρόνια, μεταξύ των μεγαλύτερων εκ των κρατών που αξιολογεί η Fitch.
Το σύνολο των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους θα έχει ως στόχο τη διατήρηση των ακαθάριστων αναγκών χρηματοδότησης σε κάτω από 15% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα, και κάτω από το 20% του ΑΕΠ στη συνέχεια, όπως αναφερόταν στην ανακοίνωση της Eurogroup της 15ης Ιουνίου 2017.
«Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα τη μακροπρόθεσμη βελτίωση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους και την επιστροφή της εμπιστοσύνη από τις αγορές, γεγονός που θα συμβάλει στη στήριξη της πρόσβασης στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, μετά το πρόγραμμα.
Θεωρούμε ότι τόσο η Ελλάδα όσο και οι επίσημοι πιστωτές της χώρας, θα επιδιώξουν την υγιή έξοδο από το πρόγραμμα που χρηματοδότησε ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM) -ήτοι 86 δισ. ευρώ-, τον Αύγουστο του 2018, κάτι που εκτιμούμε ότι δεν συνεπάγεται προληπτική γραμμή πίστωσης, με τους σημαντικούς όρους όμως να παραμένουν.
Κατά την άποψή μας, ορισμένα μέτρα ελάφρυνσης χρέους ενδέχεται να υπόκεινται σε προϋποθέσεις που θα επικεντρώνονται στην εφαρμογή των φορολογικών μέτρων που έχουν θεσπιστεί, για να τεθούν σε ισχύ μετά τον Αύγουστο του 2018.
Οι Ευρωπαίοι εταίροι φαίνεται να μετατοπίζουν το επίκεντρο των μελλοντικών προϋποθέσεων της Ελλάδας από τους αυστηρούς δημοσιονομικούς στόχους προς τη σύνδεσή τους με τη μεσοπρόθεσμη αύξηση του ΑΕΠ», σχολιάζει ο οίκος, υπενθυμίζοντας πως το Eurogroup συμφώνησε να ξεκινήσει την τεχνική εργασία για έναν «μηχανισμό προσαρμογής στην ανάπτυξη», με σύνδεση των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους με τα πραγματικά αποτελέσματα ανάπτυξης, κατά την περίοδο μετά το πρόγραμμα.
Αυτό αποτελεί σημαντική εξέλιξη, καθώς αυξάνει την εμπιστοσύνη ότι το χρέος θα παραμείνει σε βιώσιμη πορεία ενόψει των δυσμενών συγκυριακών εξελίξεων, επισημαίνεται.
Ο οίκος σημειώνει πως, στις 8 Φεβρουαρίου 2018, η Ελλάδα εξέδωσε ένα νέο ομολόγου 7ετούς διάρκειας και ύψους 3 δισ. ευρώ, με απόδοση 3,5%.
«Το κόστος χρηματοδότησης υποχώρησε αισθητά από ένα χρόνο πριν, όταν η απόδοση των 10ετών ομολόγων ήταν πάνω από 7,0%.
Η βελτίωση της μακροοικονομικής εικόνας, η συνεχής συμμόρφωση με τους όρους του προγράμματος του ESM και οι προσδοκίες για την ομαλή ολοκλήρωση της αξιολόγησης υποστηρίζουν τις κυβερνητικές προσπάθειες για την αποκατάσταση της πρόσβασης στην αγορά.
Αναμένουμε από την κυβέρνηση να συνεχίσει να εκδίδει ομόλογα και να χρησιμοποιεί τα έσοδα για να εξομαλύνει περαιτέρω το προφίλ ωρίμανσης, αλλά και να δημιουργήσει ένα σημαντικό ταμειακό απόθεμα πριν από το τέλος του προγράμματος ESM».
Η Fitch εκτιμά ότι το πολιτικό σκηνικό έχει καταστεί πιο σταθερό και ο κίνδυνος μιας μελλοντικής κυβέρνησης που παραβιάζει τις προϋποθέσεις του Μνημονίου, είναι πιο περιορισμένη.
Η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα θέσπισε μια δέσμη πολιτικά δύσκολων μέτρων την περίοδο 2015-2017 και εκτιμάται ότι θα ήταν πολιτικά δύσκολο για την ίδια κυβέρνηση να σταματήσει αυτή τη διαδικασία, μόλις ολοκληρωθεί το πρόγραμμα.
Το κύριο κόμμα της αντιπολίτευσης, η Νέα Δημοκρατία, έχει λιγότερη ιδεολογική αντίθεση στα μέτρα του προγράμματος του ESM και είναι έντονα φιλοευρωπαϊκή, σχολιάζεται.
Ο οίκος υπογραμμίζει πως οι αξιολογήσεις της χώρας βασίζονται σε υψηλά επίπεδα κατά κεφαλήν εισόδημα.
Αν και η χρηματοπιστωτική κρίση και η ύφεση, έδειξαν τις ελλείψεις στην αποτελεσματικότητα των ελληνικών κυβερνήσεων, πιέζοντας την πολιτική και κοινωνική σταθερότητα, η διακυβέρνηση εξακολουθεί να είναι σημαντικά ισχυρότερη από ό,τι στα κράτη με παρόμοιες αξιολογήσεις.
Η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε για τρία συνεχόμενα τρίμηνα, για πρώτη φορά από το 2006, οδηγούμενη κυρίως από τις εξαγωγές, μετά και τη συρρίκνωση της ιδιωτικής κατανάλωσης.
Η βελτίωση της εξωτερικής ανταγωνιστικότητας σε συνδυασμό με τη σταθερή εξωτερική ζήτηση, στήριξε την ανάπτυξη των εξαγωγών.
Η Fitch αναμένει οικονομική ανάπτυξη 2,1% το 2018 και 2,6% το 2019, κάνοντας λόγο για απορρόφηση της επενδυτικής ζήτησης, μείωση του ποσοστού ανεργίας και συνεχιζόμενη εκκαθάριση των καθυστερούμενων οφειλών, παράγοντες που θα στηρίξουν την εγχώρια ζήτηση.
Επίσης, τα δημόσια οικονομικά βελτιώνονται.
Το 2017 η Ελλάδα σημείωσε πρωτογενές πλεόνασμα 1,90% του ΑΕΠ, πάνω από το στόχο του προγράμματος του ESM, ήτοι 1,75%, λόγω υψηλότερων εσόδων από τον προϋπολογισμό και του περιορισμού των δαπανών.
Ο οίκος αναμένει από την κυβέρνηση να καταγράψει ένα μέσο πρωτογενές πλεόνασμα 3,4% του ΑΕΠ κατά τη διάρκεια της περιόδου 2018-2022.
«Αν υποθέσουμε ότι ο ρυθμός αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ θα είναι 3,9%, το ακαθάριστο χρέος του ευρύτερου δημόσιου τομέα προβλέπεται να μειωθεί στο 151% του ΑΕΠ μέχρι το 2022.
Αναμένουμε τα πρωτογενή πλεονάσματα να αρχίσουν να συρρικνώνονται κάτω του 3,5% από ΑΕΠ (ο επίσημος στόχος του ESM μέχρι το 2022)».
Τράπεζες
Σε ό,τι αφορά στον τραπεζικό κλάδο, σημειώνεται πως αντιμετωπίζει προκλήσεις.
Βασική πρόκληση αποτελεί η αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs), τα οποία παραμένουν επίμονα υψηλά, στο 50% επί του συνόλου των ακαθάριστων δανείων, στα τέλη Σεπτεμβρίου του 2017.
Οι ελληνικές τράπεζες δεσμεύτηκαν για φιλόδοξα σχέδια μείωσης των NPLs μέχρι το τέλος του 2019 και έχουν επιτύχει τους ενδιάμεσους στόχους τους.
«Αναμένουμε ότι η ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού θα συνεχίσει να βελτιώνεται, αλλά εκτιμούμε ότι οι κίνδυνοι εκτέλεσης των προγραμμάτων εξακολουθούν να είναι σημαντικοί».
Η εμπιστοσύνη των καταθετών βελτιώνεται σταδιακά, με τις καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα να αυξάνονται κατά 5,9 δισ. ευρώ (5%) κατά τους έξι μήνες έως το τέλος Δεκεμβρίου 2017, αντικατοπτρίζοντας τη μειωμένη αβεβαιότητα μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και την έντονη τουριστική περίοδο.
Η αύξηση των καταθέσεων θα συνεχιστεί, καθώς η εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα θα ενισχυθεί, αν και η επιστροφή των καταθέσεων θα εξακολουθήσει να παρεμποδίζεται από τη μεγάλη δημοσιονομική επιβάρυνση, επισημαίνεται.
Οι ελληνικές τράπεζες θα υποβληθούν σε «stress tests» πριν από την ολοκλήρωση του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής της Ελλάδας.
Με βάση την εκτίμηση της ΕΚΤ το 2015, οι ελληνικές τράπεζες έχουν ανακεφαλαιοποιηθεί και έχουν σημειώσει πρόοδο.
Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας CET1 ήταν -κατά μέσο όρο- 4% υψηλότεροι στο τέλος Σεπτεμβρίου 2017, σε σύγκριση με πριν την τελευταία ανακεφαλαιοποίηση.
www.worldenergynews.gr
Η βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική ικανότητα παρέμεινε σε «Β».
Όπως αναφέρεται στην έκθεση, ο οίκος εκτιμά ότι η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους θα βελτιωθεί, υποστηριζόμενη από τη σταθερή αύξηση του ΑΕΠ, τους μειωμένους πολιτικούς κινδύνους, τα πρωτογενή πλεονάσματα και τα πρόσθετα φορολογικά μέτρα που θα θεσπιστούν μέχρι το 2020.
Οι προσδοκίες για ομαλή ολοκλήρωση της επόμενης αξιολόγησης του τρίτου δανειοδοτικού προγράμματος μειώνει τους κινδύνους για την υπονόμευση της οικονομικής ανάκαμψης από τη μικρότερη εμπιστοσύνη προς την κυβέρνηση, από τις καθυστερούμενες οφειλές στον ιδιωτικό τομέα, επισημαίνεται.
Το θετικό outlook πρόοδος αντικατοπτρίζει την προσδοκία της Fitch ότι η τέταρτη αξιολόγηση θα ολοκληρωθεί χωρίς να δημιουργηθεί αστάθεια, μέχρι τον Αύγουστο του 2018, με την Ευρωζώνη να χορηγεί η ουσιαστική ελάφρυνση χρέους εντός του 2018.
Η διάρθρωση του δημόσιου χρέους συνεπάγεται ότι το κόστος εξυπηρέτησης θα παραμείνει σε χαμηλά επίπεδα, παρά το υψηλό ποσό, με τη μέση ληκτότητα να διαμορφώνεται σε 18 χρόνια, μεταξύ των μεγαλύτερων εκ των κρατών που αξιολογεί η Fitch.
Το σύνολο των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους θα έχει ως στόχο τη διατήρηση των ακαθάριστων αναγκών χρηματοδότησης σε κάτω από 15% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα, και κάτω από το 20% του ΑΕΠ στη συνέχεια, όπως αναφερόταν στην ανακοίνωση της Eurogroup της 15ης Ιουνίου 2017.
«Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα τη μακροπρόθεσμη βελτίωση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους και την επιστροφή της εμπιστοσύνη από τις αγορές, γεγονός που θα συμβάλει στη στήριξη της πρόσβασης στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, μετά το πρόγραμμα.
Θεωρούμε ότι τόσο η Ελλάδα όσο και οι επίσημοι πιστωτές της χώρας, θα επιδιώξουν την υγιή έξοδο από το πρόγραμμα που χρηματοδότησε ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM) -ήτοι 86 δισ. ευρώ-, τον Αύγουστο του 2018, κάτι που εκτιμούμε ότι δεν συνεπάγεται προληπτική γραμμή πίστωσης, με τους σημαντικούς όρους όμως να παραμένουν.
Κατά την άποψή μας, ορισμένα μέτρα ελάφρυνσης χρέους ενδέχεται να υπόκεινται σε προϋποθέσεις που θα επικεντρώνονται στην εφαρμογή των φορολογικών μέτρων που έχουν θεσπιστεί, για να τεθούν σε ισχύ μετά τον Αύγουστο του 2018.
Οι Ευρωπαίοι εταίροι φαίνεται να μετατοπίζουν το επίκεντρο των μελλοντικών προϋποθέσεων της Ελλάδας από τους αυστηρούς δημοσιονομικούς στόχους προς τη σύνδεσή τους με τη μεσοπρόθεσμη αύξηση του ΑΕΠ», σχολιάζει ο οίκος, υπενθυμίζοντας πως το Eurogroup συμφώνησε να ξεκινήσει την τεχνική εργασία για έναν «μηχανισμό προσαρμογής στην ανάπτυξη», με σύνδεση των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους με τα πραγματικά αποτελέσματα ανάπτυξης, κατά την περίοδο μετά το πρόγραμμα.
Αυτό αποτελεί σημαντική εξέλιξη, καθώς αυξάνει την εμπιστοσύνη ότι το χρέος θα παραμείνει σε βιώσιμη πορεία ενόψει των δυσμενών συγκυριακών εξελίξεων, επισημαίνεται.
Ο οίκος σημειώνει πως, στις 8 Φεβρουαρίου 2018, η Ελλάδα εξέδωσε ένα νέο ομολόγου 7ετούς διάρκειας και ύψους 3 δισ. ευρώ, με απόδοση 3,5%.
«Το κόστος χρηματοδότησης υποχώρησε αισθητά από ένα χρόνο πριν, όταν η απόδοση των 10ετών ομολόγων ήταν πάνω από 7,0%.
Η βελτίωση της μακροοικονομικής εικόνας, η συνεχής συμμόρφωση με τους όρους του προγράμματος του ESM και οι προσδοκίες για την ομαλή ολοκλήρωση της αξιολόγησης υποστηρίζουν τις κυβερνητικές προσπάθειες για την αποκατάσταση της πρόσβασης στην αγορά.
Αναμένουμε από την κυβέρνηση να συνεχίσει να εκδίδει ομόλογα και να χρησιμοποιεί τα έσοδα για να εξομαλύνει περαιτέρω το προφίλ ωρίμανσης, αλλά και να δημιουργήσει ένα σημαντικό ταμειακό απόθεμα πριν από το τέλος του προγράμματος ESM».
Η Fitch εκτιμά ότι το πολιτικό σκηνικό έχει καταστεί πιο σταθερό και ο κίνδυνος μιας μελλοντικής κυβέρνησης που παραβιάζει τις προϋποθέσεις του Μνημονίου, είναι πιο περιορισμένη.
Η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα θέσπισε μια δέσμη πολιτικά δύσκολων μέτρων την περίοδο 2015-2017 και εκτιμάται ότι θα ήταν πολιτικά δύσκολο για την ίδια κυβέρνηση να σταματήσει αυτή τη διαδικασία, μόλις ολοκληρωθεί το πρόγραμμα.
Το κύριο κόμμα της αντιπολίτευσης, η Νέα Δημοκρατία, έχει λιγότερη ιδεολογική αντίθεση στα μέτρα του προγράμματος του ESM και είναι έντονα φιλοευρωπαϊκή, σχολιάζεται.
Ο οίκος υπογραμμίζει πως οι αξιολογήσεις της χώρας βασίζονται σε υψηλά επίπεδα κατά κεφαλήν εισόδημα.
Αν και η χρηματοπιστωτική κρίση και η ύφεση, έδειξαν τις ελλείψεις στην αποτελεσματικότητα των ελληνικών κυβερνήσεων, πιέζοντας την πολιτική και κοινωνική σταθερότητα, η διακυβέρνηση εξακολουθεί να είναι σημαντικά ισχυρότερη από ό,τι στα κράτη με παρόμοιες αξιολογήσεις.
Η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε για τρία συνεχόμενα τρίμηνα, για πρώτη φορά από το 2006, οδηγούμενη κυρίως από τις εξαγωγές, μετά και τη συρρίκνωση της ιδιωτικής κατανάλωσης.
Η βελτίωση της εξωτερικής ανταγωνιστικότητας σε συνδυασμό με τη σταθερή εξωτερική ζήτηση, στήριξε την ανάπτυξη των εξαγωγών.
Η Fitch αναμένει οικονομική ανάπτυξη 2,1% το 2018 και 2,6% το 2019, κάνοντας λόγο για απορρόφηση της επενδυτικής ζήτησης, μείωση του ποσοστού ανεργίας και συνεχιζόμενη εκκαθάριση των καθυστερούμενων οφειλών, παράγοντες που θα στηρίξουν την εγχώρια ζήτηση.
Επίσης, τα δημόσια οικονομικά βελτιώνονται.
Το 2017 η Ελλάδα σημείωσε πρωτογενές πλεόνασμα 1,90% του ΑΕΠ, πάνω από το στόχο του προγράμματος του ESM, ήτοι 1,75%, λόγω υψηλότερων εσόδων από τον προϋπολογισμό και του περιορισμού των δαπανών.
Ο οίκος αναμένει από την κυβέρνηση να καταγράψει ένα μέσο πρωτογενές πλεόνασμα 3,4% του ΑΕΠ κατά τη διάρκεια της περιόδου 2018-2022.
«Αν υποθέσουμε ότι ο ρυθμός αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ θα είναι 3,9%, το ακαθάριστο χρέος του ευρύτερου δημόσιου τομέα προβλέπεται να μειωθεί στο 151% του ΑΕΠ μέχρι το 2022.
Αναμένουμε τα πρωτογενή πλεονάσματα να αρχίσουν να συρρικνώνονται κάτω του 3,5% από ΑΕΠ (ο επίσημος στόχος του ESM μέχρι το 2022)».
Τράπεζες
Σε ό,τι αφορά στον τραπεζικό κλάδο, σημειώνεται πως αντιμετωπίζει προκλήσεις.
Βασική πρόκληση αποτελεί η αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs), τα οποία παραμένουν επίμονα υψηλά, στο 50% επί του συνόλου των ακαθάριστων δανείων, στα τέλη Σεπτεμβρίου του 2017.
Οι ελληνικές τράπεζες δεσμεύτηκαν για φιλόδοξα σχέδια μείωσης των NPLs μέχρι το τέλος του 2019 και έχουν επιτύχει τους ενδιάμεσους στόχους τους.
«Αναμένουμε ότι η ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού θα συνεχίσει να βελτιώνεται, αλλά εκτιμούμε ότι οι κίνδυνοι εκτέλεσης των προγραμμάτων εξακολουθούν να είναι σημαντικοί».
Η εμπιστοσύνη των καταθετών βελτιώνεται σταδιακά, με τις καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα να αυξάνονται κατά 5,9 δισ. ευρώ (5%) κατά τους έξι μήνες έως το τέλος Δεκεμβρίου 2017, αντικατοπτρίζοντας τη μειωμένη αβεβαιότητα μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και την έντονη τουριστική περίοδο.
Η αύξηση των καταθέσεων θα συνεχιστεί, καθώς η εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα θα ενισχυθεί, αν και η επιστροφή των καταθέσεων θα εξακολουθήσει να παρεμποδίζεται από τη μεγάλη δημοσιονομική επιβάρυνση, επισημαίνεται.
Οι ελληνικές τράπεζες θα υποβληθούν σε «stress tests» πριν από την ολοκλήρωση του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής της Ελλάδας.
Με βάση την εκτίμηση της ΕΚΤ το 2015, οι ελληνικές τράπεζες έχουν ανακεφαλαιοποιηθεί και έχουν σημειώσει πρόοδο.
Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας CET1 ήταν -κατά μέσο όρο- 4% υψηλότεροι στο τέλος Σεπτεμβρίου 2017, σε σύγκριση με πριν την τελευταία ανακεφαλαιοποίηση.
www.worldenergynews.gr