Σύμφωνα με το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα, έως το 2030 αναμένεται να εγκατασταθούν νέες μονάδες αερίου 1,8 GW
Μαζί με τους πιο φιλόδοξους στόχους για τη βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας και τη μείωση των εθνικών εκπομπών, οι οποίες προβλέπεται να περικοπούν κατά 55% σε σχέση με τα επίπεδα του 2005, ρόλο καταλύτη στην ενεργειακή μετάβαση που περιγράφει η τελική εκδοχή του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) παίζει ο εμπροσθοβαρής «οδικός χάρτης» για απόσυρση του λιγνίτη από το εγχώριο μίγμα ηλεκτροπαραγωγής. Έτσι, το σχέδιο για απόσυρση όλων των υφιστάμενων μονάδων έως το 2023, και της αλλαγής καυσίμου της «Πτολεμαΐδα V» από τη ΔΕΗ το αργότερο έως το 2028, επηρεάζει μία μεγάλη σειρά παραμέτρων – από τον βαθμό χρήσης του φυσικού αερίου ως «καυσίμου γέφυρας», έως τη διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών σε τομείς όπως η θέρμανση-ψύξη και οι μεταφορές.
Σύμφωνα με το ΕΣΕΚ, ένα τμήμα της εγκατεστημένης θερμοηλεκτρικής ισχύος, που θα απολέσει το σύστημα από την απόσυρση των λιγνιτών, θα αντικατασταθεί από νέες μονάδες φυσικού αερίου συνολικής ισχύος 1,8 GW έως το 2030. Μάλιστα, τα πρώτα 826 GW αναμένεται να προστεθούν στο σύστημα στο τέταρτο τρίμηνο του 2021, όταν αναμένεται να τεθεί σε λειτουργία ο νέος σταθμός συνδυασμένου κύκλου (CCGT) της Mytilineos στο ενεργειακό κέντρο της εταιρείας, στον Άγιο Νικόλαο Βοιωτίας. Ο νέος σταθμός θα είναι η αποδοτικότερη μονάδα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, συμβάλλοντας τόσο στην επάρκεια όσο και στην ευελιξία του συστήματος – η οποία είναι απαραίτητη για να αντισταθμιστεί η ασυνεχής παραγωγή των ΑΠΕ.
«Στο κάδρο» και το υδρογόνο
Ανάλογα επενδυτικά σχέδια έχουν στα σκαριά σχεδόν όλοι οι μεγάλοι εγχώριοι ενεργειακοί Όμιλοι, με την Elpedison να αναμένεται έως το τέλος του έτους να λάβει την τελική επενδυτική απόφαση για τη νέα μονάδα CCGT ισχύος έως 830 MW, που προορίζει να εγκαταστήσει στον χώρο των διυλιστηρίων των ΕΛΠΕ στη Θεσσαλονίκη. Αξίζει να σημειωθεί ότι στις μελέτες και τους σχεδιασμούς της Elpedison, στην οποία συμμετέχουν τα ΕΛΠΕ με την Edison, είναι πολύ πιθανό να ενταχθεί και η δυνατότητα αξιοποίησης του υδρογόνου, σε συνδυασμό με την αποθήκευση της ενέργειας που θα παράγεται από τη μονάδα. Κάτι που θα άνοιγε τον δρόμο για ακόμη μικρότερη έκλυση ρύπων, στο πλαίσιο και των πολιτικών απανθρακοποίησης της οικονομίας που προωθεί η Ε.Ε.
Την ίδια στιγμή, σε εξέλιξη βρίσκεται η αδειοδοτική «ωρίμανση» της μονάδας του Ομίλου ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ στη ΒΙΠΕ Κομοτηνής, όπως καταδεικνύει η πρόσφατη έγκριση από το ΥΠΕΝ των περιβαλλοντικών όρων για το Κέντρο Υπερυψηλής Τάσης (ΚΥΤ) και των Διασυνδετικών Γραμμών Μεταφοράς 400kV, μέσω των οποίων η παραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια θα εγχέεται στο σύστημα. Η μονάδα θα έχει ισχύ 660 MW, ενώ ο προϋπολογισμός της επένδυσης θα ανέλθει στα 300 εκατ. ευρώ.
50% της προς απόσυρση λιγνιτικής ισχύος
Στη Βιομηχανική Περιοχή της Αλεξανδρούπολης προορίζει να εγκαταστήσει έναν ηλεκτροπαραγωγικό σταθμό φυσικού αερίου, ονομαστικής ισχύος 622 MW, και ο Όμιλος Κοπελούζου, μέσω της Damco Energy. Σύμφωνα με τον Όμιλο, πέρα από την απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, βασικό κίνητρο για την επένδυση αποτελεί το γεγονός ότι το φυσικό αέριο θα συνεχίζει να αποτελεί για μία και πλέον 10ετία το βασικό «αντίβαρο» στη στοχαστικότητα των ΑΠΕ, καθώς θα χρειαστεί ακόμη ένα σημαντικό χρονικό διάστημα, μέχρι να βρουν ευρεία εφαρμογή τα συστήματα αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας.
Αν και με όρους ονομαστικής ισχύος οι νέες μονάδες φυσικού αερίου θα αντικαταστήσουν περίπου το 50% των λιγνιτικών που θα αποσυρθούν, με δεδομένη την αύξηση της χρήσης της ηλεκτρικής ενέργειας, οι ΑΠΕ θα αναδειχθούν έως το τέλος της 10ετίας στο βασικό «καύσιμο» κάλυψης των εγχώριων αναγκών σε ρεύμα. Είναι ενδεικτικό ότι η συμμετοχή των ανανεώσιμων πηγών στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 35% έως το 2030, δηλαδή σε διπλάσιο περίπου ποσοστό από τα σημερινά επίπεδα του 18%, και η συμμετοχή τους στην ηλεκτροπαραγωγή θα ανέλθει στα επίπεδα του 61-64%.
Εκτός από τη μεταβολή του ενεργειακού μίγματος, ένα σημαντικό μέρος αυτών των «πράσινων» επενδύσεων προορίζεται παράλληλα να στηρίξει τις τοπικές οικονομίες της Δυτικής Μακεδονίας και της Μεγαλόπολης, κατά το μεταβατικό διάστημα ανάπτυξης σε αυτές τις περιοχές νέων επιχειρηματικών τομέων, οι οποίοι θα αντικαταστήσουν τις δραστηριότητες που σχετίζονται με τη λιγνιτική ηλεκτροπαραγωγή. Ενδεικτικό παράδειγμα οι περισσότερες από τις 350 άμεσες θέσεις εργασίας που θα δημιουργηθούν από την κατασκευή από την Juwi Hellas του φωτοβολταϊκού ισχύος 204 MW στην Κοζάνη, για λογαριασμό των ΕΛΠΕ.
Επίσης κατά την υλοποίηση της επένδυσης, ύψους 30 εκατ. ευρώ, έχει δοθεί ιδιαίτερη μέριμνα από τον Όμιλο των Ελληνικών Πετρελαίων, ώστε να είναι όσο το δυνατόν μεγαλύτερη η προστιθέμενη αξία για την περιοχή. Σε αυτό το πλαίσιο, η ελληνική συμμετοχή σε υλικά, εξοπλισμό και εργασία αναμένεται να ξεπεράσει το 35%.
Η ανάπτυξη νέων έργων ΑΠΕ αποτελεί επίσης βασικό «όχημα», μαζί με τις αποκαταστάσεις εδαφών των λιγνιτωρυχείων, ώστε η ΔΕΗ να συνεχίσει να είναι παρούσα στις λιγνιτικές περιοχές. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε σε πρόσφατο συνέδριο ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΗ, Γ.Στάσσης, η απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων δεν συνεπάγεται και απόσυρση της ΔΕΗ από Δυτική Μακεδονία και Μεγαλόπολη. Στον αντίποδα, η ΔΕΗ θα συνεχίσει να επενδύει στην ανάπτυξή τους, αλλάζοντας ωστόσο τον χαρακτήρα των δραστηριοτήτων της, σε ευθυγράμμιση με τους εθνικούς στόχους για την Ενέργεια και το Κλίμα.
Μάλιστα, η εταιρεία πρόκειται να εφαρμόσει «συμμετοχικό σχήμα» στους νέους φωτοβολταϊκούς σταθμούς που θα κατασκευάσει, ισχύος 2,5 GW. Συγκεκριμένα, το σχέδιό της είναι να δώσει τη δυνατότητα στους κατοίκους των περιοχών Δυτικής Μακεδονίας και Μεγαλόπολης να συμμετέχουν στα φωτοβολταϊκά πάρκα που θα αναπτύξει, καθώς ένα ποσοστό της τάξεως του 5% των μονάδων θα μετοχοποιηθεί σε μερίδια των 1000 ευρώ, ώστε να λάβουν μέρος στην επένδυση και την εκμετάλλευσή της.
Παράλληλα, με τη σύζευξη των ενεργειακών τομέων, το αποτύπωμα των ανανεώσιμων πηγών θα ενισχυθεί κατακόρυφα σε χρήσεις όπου μέχρι σήμερα έχουν πολύ μικρή παρουσία. Σε αυτό το πλαίσιο, το μερίδιο των ΑΠΕ για τις ανάγκες θέρμανσης και ψύξης προβλέπεται να ξεπεράσει το 40% έως το 2030 και στον τομέα των μεταφορών να προσεγγίσει το 19%, με την προώθηση της ηλεκτροκίνησης.
Σύμφωνα με το ΕΣΕΚ, ένα τμήμα της εγκατεστημένης θερμοηλεκτρικής ισχύος, που θα απολέσει το σύστημα από την απόσυρση των λιγνιτών, θα αντικατασταθεί από νέες μονάδες φυσικού αερίου συνολικής ισχύος 1,8 GW έως το 2030. Μάλιστα, τα πρώτα 826 GW αναμένεται να προστεθούν στο σύστημα στο τέταρτο τρίμηνο του 2021, όταν αναμένεται να τεθεί σε λειτουργία ο νέος σταθμός συνδυασμένου κύκλου (CCGT) της Mytilineos στο ενεργειακό κέντρο της εταιρείας, στον Άγιο Νικόλαο Βοιωτίας. Ο νέος σταθμός θα είναι η αποδοτικότερη μονάδα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, συμβάλλοντας τόσο στην επάρκεια όσο και στην ευελιξία του συστήματος – η οποία είναι απαραίτητη για να αντισταθμιστεί η ασυνεχής παραγωγή των ΑΠΕ.
«Στο κάδρο» και το υδρογόνο
Ανάλογα επενδυτικά σχέδια έχουν στα σκαριά σχεδόν όλοι οι μεγάλοι εγχώριοι ενεργειακοί Όμιλοι, με την Elpedison να αναμένεται έως το τέλος του έτους να λάβει την τελική επενδυτική απόφαση για τη νέα μονάδα CCGT ισχύος έως 830 MW, που προορίζει να εγκαταστήσει στον χώρο των διυλιστηρίων των ΕΛΠΕ στη Θεσσαλονίκη. Αξίζει να σημειωθεί ότι στις μελέτες και τους σχεδιασμούς της Elpedison, στην οποία συμμετέχουν τα ΕΛΠΕ με την Edison, είναι πολύ πιθανό να ενταχθεί και η δυνατότητα αξιοποίησης του υδρογόνου, σε συνδυασμό με την αποθήκευση της ενέργειας που θα παράγεται από τη μονάδα. Κάτι που θα άνοιγε τον δρόμο για ακόμη μικρότερη έκλυση ρύπων, στο πλαίσιο και των πολιτικών απανθρακοποίησης της οικονομίας που προωθεί η Ε.Ε.
Την ίδια στιγμή, σε εξέλιξη βρίσκεται η αδειοδοτική «ωρίμανση» της μονάδας του Ομίλου ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ στη ΒΙΠΕ Κομοτηνής, όπως καταδεικνύει η πρόσφατη έγκριση από το ΥΠΕΝ των περιβαλλοντικών όρων για το Κέντρο Υπερυψηλής Τάσης (ΚΥΤ) και των Διασυνδετικών Γραμμών Μεταφοράς 400kV, μέσω των οποίων η παραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια θα εγχέεται στο σύστημα. Η μονάδα θα έχει ισχύ 660 MW, ενώ ο προϋπολογισμός της επένδυσης θα ανέλθει στα 300 εκατ. ευρώ.
50% της προς απόσυρση λιγνιτικής ισχύος
Στη Βιομηχανική Περιοχή της Αλεξανδρούπολης προορίζει να εγκαταστήσει έναν ηλεκτροπαραγωγικό σταθμό φυσικού αερίου, ονομαστικής ισχύος 622 MW, και ο Όμιλος Κοπελούζου, μέσω της Damco Energy. Σύμφωνα με τον Όμιλο, πέρα από την απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, βασικό κίνητρο για την επένδυση αποτελεί το γεγονός ότι το φυσικό αέριο θα συνεχίζει να αποτελεί για μία και πλέον 10ετία το βασικό «αντίβαρο» στη στοχαστικότητα των ΑΠΕ, καθώς θα χρειαστεί ακόμη ένα σημαντικό χρονικό διάστημα, μέχρι να βρουν ευρεία εφαρμογή τα συστήματα αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας.
Αν και με όρους ονομαστικής ισχύος οι νέες μονάδες φυσικού αερίου θα αντικαταστήσουν περίπου το 50% των λιγνιτικών που θα αποσυρθούν, με δεδομένη την αύξηση της χρήσης της ηλεκτρικής ενέργειας, οι ΑΠΕ θα αναδειχθούν έως το τέλος της 10ετίας στο βασικό «καύσιμο» κάλυψης των εγχώριων αναγκών σε ρεύμα. Είναι ενδεικτικό ότι η συμμετοχή των ανανεώσιμων πηγών στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 35% έως το 2030, δηλαδή σε διπλάσιο περίπου ποσοστό από τα σημερινά επίπεδα του 18%, και η συμμετοχή τους στην ηλεκτροπαραγωγή θα ανέλθει στα επίπεδα του 61-64%.
Στήριξη των λιγνιτικών περιοχών με «πράσινες» επενδύσεις
Όπως είναι φυσικό, βασικό όχημα για την «πράσινη στροφή» του ενεργειακού μίγματος θα αποτελέσει η αιολική και η ηλιακή ενέργεια, με δεδομένο ότι οι τεχνολογίες αξιοποίησής τους είναι οι πιο ώριμες από άποψη απόδοσης και κόστους. Έτσι, έως το 2030 σχεδιάζεται να εγκατασταθούν νέα αιολικά και φωτοβολταϊκά πάρκα συνολικής ισχύος 8 GW.
Εκτός από τη μεταβολή του ενεργειακού μίγματος, ένα σημαντικό μέρος αυτών των «πράσινων» επενδύσεων προορίζεται παράλληλα να στηρίξει τις τοπικές οικονομίες της Δυτικής Μακεδονίας και της Μεγαλόπολης, κατά το μεταβατικό διάστημα ανάπτυξης σε αυτές τις περιοχές νέων επιχειρηματικών τομέων, οι οποίοι θα αντικαταστήσουν τις δραστηριότητες που σχετίζονται με τη λιγνιτική ηλεκτροπαραγωγή. Ενδεικτικό παράδειγμα οι περισσότερες από τις 350 άμεσες θέσεις εργασίας που θα δημιουργηθούν από την κατασκευή από την Juwi Hellas του φωτοβολταϊκού ισχύος 204 MW στην Κοζάνη, για λογαριασμό των ΕΛΠΕ.
Επίσης κατά την υλοποίηση της επένδυσης, ύψους 30 εκατ. ευρώ, έχει δοθεί ιδιαίτερη μέριμνα από τον Όμιλο των Ελληνικών Πετρελαίων, ώστε να είναι όσο το δυνατόν μεγαλύτερη η προστιθέμενη αξία για την περιοχή. Σε αυτό το πλαίσιο, η ελληνική συμμετοχή σε υλικά, εξοπλισμό και εργασία αναμένεται να ξεπεράσει το 35%.
Η ανάπτυξη νέων έργων ΑΠΕ αποτελεί επίσης βασικό «όχημα», μαζί με τις αποκαταστάσεις εδαφών των λιγνιτωρυχείων, ώστε η ΔΕΗ να συνεχίσει να είναι παρούσα στις λιγνιτικές περιοχές. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε σε πρόσφατο συνέδριο ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΗ, Γ.Στάσσης, η απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων δεν συνεπάγεται και απόσυρση της ΔΕΗ από Δυτική Μακεδονία και Μεγαλόπολη. Στον αντίποδα, η ΔΕΗ θα συνεχίσει να επενδύει στην ανάπτυξή τους, αλλάζοντας ωστόσο τον χαρακτήρα των δραστηριοτήτων της, σε ευθυγράμμιση με τους εθνικούς στόχους για την Ενέργεια και το Κλίμα.
Μάλιστα, η εταιρεία πρόκειται να εφαρμόσει «συμμετοχικό σχήμα» στους νέους φωτοβολταϊκούς σταθμούς που θα κατασκευάσει, ισχύος 2,5 GW. Συγκεκριμένα, το σχέδιό της είναι να δώσει τη δυνατότητα στους κατοίκους των περιοχών Δυτικής Μακεδονίας και Μεγαλόπολης να συμμετέχουν στα φωτοβολταϊκά πάρκα που θα αναπτύξει, καθώς ένα ποσοστό της τάξεως του 5% των μονάδων θα μετοχοποιηθεί σε μερίδια των 1000 ευρώ, ώστε να λάβουν μέρος στην επένδυση και την εκμετάλλευσή της.
Διεσπαρμένη «πράσινη» ηλεκτροπαραγωγή
Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό της νέας ισχύος ΑΠΕ θα αφορά εφαρμογές διεσπαρμένης παραγωγής, με «πράσινα» συστήματα σε κτίρια και συστήματα τα οποία θα λειτουργούν στο πλαίσιο αυτοπαραγωγής και ενεργειακού συμψηφισμού. Έτσι, σύμφωνα με το ΕΣΕΚ, έως το 2030 η εγκατεστημένη ισχύς τέτοιων εφαρμογών θα αγγίζει το 1 GW, ικανή να καλύψει τη μέση ηλεκτρική κατανάλωση τουλάχιστον 330.000 νοικοκυριών.
Παράλληλα, με τη σύζευξη των ενεργειακών τομέων, το αποτύπωμα των ανανεώσιμων πηγών θα ενισχυθεί κατακόρυφα σε χρήσεις όπου μέχρι σήμερα έχουν πολύ μικρή παρουσία. Σε αυτό το πλαίσιο, το μερίδιο των ΑΠΕ για τις ανάγκες θέρμανσης και ψύξης προβλέπεται να ξεπεράσει το 40% έως το 2030 και στον τομέα των μεταφορών να προσεγγίσει το 19%, με την προώθηση της ηλεκτροκίνησης.
Δεκέμβριος 2020 - www.worldenergynews.gr