Οι ετήσιες επενδύσεις σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο πρέπει να αυξηθούν κατά 28% για να φτάσουν τα 640 δισεκατομμύρια δολάρια έως το 2030 για να διασφαλιστεί επαρκής παγκόσμιος εφοδιασμός, σύμφωνα με μια νέα έκθεση που δημοσιεύτηκε από το Διεθνές Φόρουμ Ενέργειας (IEF) και την S&P Global Commodity Insights, που αναλύει την αγορά των commodities και της ενέργειας.
Οι κεφαλαιουχικές δαπάνες το 2022 αυξήθηκαν κατά 39% από το προηγούμενο έτος στα 499 δισεκατομμύρια δολάρια, το υψηλότερο επίπεδο από το 2014, αλλά οι γεωτρήσεις παρέμειναν κάτω από τα προ της πανδημίας επίπεδα καθώς ο πληθωρισμός κατέστρεψε τις δαπάνες, σύμφωνα με την έκθεση. Ο αριθμός των γεωτρήσεων αυξήθηκε κατά 22% το 2022, αλλά εξακολουθεί να είναι 10% κάτω από τα επίπεδα του 2019.
Από την πλευρά του, ο Joseph McMonigle, Γενικός Γραμματέας του IEF υπογράμμισε ότι «ενώ ενισχύουμε τις επενδύσεις στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και επιδιώκουμε την ενεργειακή μετάβαση, πρέπει επίσης να αυξήσουμε τις επενδύσεις σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο για να στηρίξουμε την παγκόσμια οικονομία και να προστατεύσουμε την ποιότητα ζωής για όλους».
Ο Daniel Yergin, Αντιπρόεδρος της S&P Global τόνισε ότι την ανάγκη συνύπαρξης ΑΠΕ, υδρογονανθράκων και τις τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών άνθρακα. Το ενεργειακό μέλλον πρέπει να είναι ασφαλές και προσιτό, καθώς και βιώσιμο.
Οι ανάγκες μέχρι το 2030
Σωρευτικά 4,9 τρισεκατομμύρια δολάρια θα χρειαστούν από τώρα μέχρι το 2030 για να καλυφθούν οι ανάγκες της αγοράς, ακόμη και αν επιβραδυνθεί η αύξηση της ζήτησης πετρελαίου και φυσικού αερίου, αναφέρει η έκθεση.
«Όπως είδαμε πέρυσι, οι υψηλές τιμές ενέργειας και η αστάθεια έχουν καταστροφικές συνέπειες για τα νοικοκυριά σε όλο τον κόσμο, πλήττοντας περισσότερο τους φτωχότερους ανθρώπους. Οι υποεπενδύσεις σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο απειλούν την ενεργειακή ασφάλεια και εμποδίζουν την πρόοδο στους κλιματικούς στόχους αυξάνοντας την εξάρτηση από περισσότερο άνθρακα» σημείωσε ο McMonigle.
Επιπλέον, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να βασίζουν τις πολιτικές σε ρεαλιστικές προοπτικές ενεργειακής ζήτησης και να διασφαλίζουν επαρκή και οικονομικά προσιτό ενεργειακό εφοδιασμό κατά τη διάρκεια της μετάβασης.
Τέλος, μέχρι στιγμής «δεν υπάρχουν βιώσιμες εναλλακτικές λύσεις για το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο για την τροφοδοσία της βαριάς βιομηχανίας, της παραγωγής τροφίμων ή των πλαστικών. Επομένως, η μετάβαση σε μια οικονομία ουδέτερη από εκπομπές άνθρακα είναι προκλητική και θα απαιτήσει χρόνο και καινοτομία. «Ακόμα κι αν επενδύουμε σε νέες τεχνολογίες για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, πρέπει επίσης να επενδύσουμε σε πετρέλαιο και αέριο κατά τη διάρκεια της μετάβασης» καταλήγει ο McMonigle.
www.worldenergynews.gr