H Barclays διαπιστώνει ότι όλη η προσοχή έχει στραφεί στο ελληνικό χρέος, δεδομένου του ότι η δεύτερη αξιολόγηση έχει τεχνικά κλείσει.
Καμία συμφωνία δεν θα υπάρξει για το ελληνικό χρέος πριν από τις γερμανικές εκλογές στις 24 Σεπτεμβρίου 2017, σύμφωνα με την Barclays, η οποία θεωρεί ότι η μη αποκατάσταση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους θα δυσκολέψει σημαντικά την απόφαση της ΕΚΤ να εντάξει στο πρόγραμμα αγοράς τίτλων τα ελληνικά ομόλογα.
Ειδικότερα, στη σημερινή 13σέλιδη ανάλυσή της υπό τον τίτλο "Greece: Debt is key but not the only concern" (Ελλάδα: Το χρέος είναι το κλειδί, αλλά δεν είναι η μόνη ανησυχία), που σας παρουσιάζει το www.bankingnews.gr, η Barclays, διαπιστώνει ότι όλη η προσοχή έχει στραφεί στο ελληνικό χρέος, δεδομένου του ότι η δεύτερη αξιολόγηση έχει τεχνικά κλείσει.
Άλλωστε, με την επικείμενη εκταμίευση της δόσης από τη μεριά των πιστωτών, η Ελλάδα δεν κινδυνεύει να χάσει τις πληρωμές των ομολόγων του Ιουλίου, δίνοντας της έτσι τη δυνατότητα να επικεντρωθεί στην ανάκαμψη της οικονομίας της, αναλώνοντας ίδια κεφάλαια.
Αν και το μεγαλύτερο μέρος του δημόσιου χρέους της Ελλάδας είναι με πολύ χαμηλά επιτόκια, τα αποτελέσματα των συνομιλιών για την ελάφρυνση του χρέους θα είναι κρίσιμα για την περαιτέρω ελάφρυνση του δημοσιονομικού φόρτου (παρά το γεγονός ότι ο τόκος είναι ήδη ένας από τους μικρότερους στην ευρωζώνη).
Αυτό θα βελτίωνε την αντίληψη των διεθνών επενδυτών για την ικανότητά της χώρας να εξοφλήσει το μελλοντικό χρέος και, συνεπώς, να αυξήσει τις προοπτικές για επενδυτικές ευκαιρίες που θα επιτρέψουν στην Ελλάδα να εξασφαλίσει τη βιωσιμότητα του χρέους της.
Τα σενάρια
Η Barclays επαναλαμβάνει τα σενάρια που είχε αναφέρει στις 5 Οκτωβρίου του 2016, όταν και είχε χαρακτηρίσει την προσπάθεια ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους ως μια "σισύφεια προσπάθεια".
Αναθεωρεί μόνο ελαφρώς τις συντηρητικές της υποθέσεις όσον αφορά στην ονομαστική και πραγματική ανάπτυξη, το πρωτογενές πλεόνασμα και το μέσο όρο των επιτοκίων έως το 2016, στο 1,3%, 2,6%, 1,5% και 4,1% αντίστοιχα.
Συνεχίζει δε να πιστεύει ότι αξίζει να καταβληθούν σημαντικές προσπάθειες για την επαναφορά του ελληνικού χρέους στην πορεία της βιωσιμότητας.
Η συμφωνία του Eurogroup του Μαΐου του 2016 περιγράφει τους διάφορους μοχλούς που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν προκειμένου να επιτευχθεί βιώσιμη πορεία.
Τώρα εναπόκειται στο ΔΝΤ και στους Ευρωπαίους (κυρίως γερμανούς) πιστωτές να καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με την εφαρμογή κάθε παραμέτρου - μαζί με τις οικονομικές τους υποθέσεις.
Δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι η τρέχουσα πορεία του ελληνικού δημόσιου χρέους χωρίς μεσοπρόθεσμη αναδιάρθρωση είναι πολύ απότομη.
Υπενθυμίζονται εδώ τα σενάρια:
Σενάριο 1: Καμία αλλαγή στη στρατηγική
Περίπου το 75% του ελληνικού χρέους βρίσκεται στην κατοχή του επίσημου τομέα.
Δεδομένων των ιδιαίτερα ευνοϊκών όρων (καμία πληρωμή τόκων σε EFSF / ESM πριν το 2023), το δημόσιο χρέος της Ελλάδας θα μειώνεται σταδιακά έως το 2030.
Από το 2030, η ανάγκη να μετακυληθούν εκδόσεις ομολόγων από το 2019 είναι πιθανό να εξισορροπήσει το απόθεμα του χρέους προς τον ιδιωτικό τομέα, έτσι ώστε ένα υποθετικό μέσο επιτόκιο της τάξεως του 5,4% θα σήμαινε την έναρξη μιας χιονοστιβάδας.
Σε αυτό το σενάριο οι χρηματοδοτικές ανάγκες θα υπερβούν ο 15% του ΑΕΠ από το 2024 και το 20% μόλις πέντε χρόνια αργότερα, επιβεβαιώνοντας τη μη βιώσιμη φύση του χρέους.
Σενάριο 2: Ιδιωτικοποιήσεις
Συνολικά, τα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις τα τελευταία πέντε χρόνια ανήλθαν στα 3 δισ. ευρώ.
Ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο ρυθμός θα αυξηθεί σε 1 δισ ετησίως, εκτιμά ότι τα έσοδα θα φτάσουν μόλις τα 25 δισ. μέχρι το 2040, έναντι της δέσμευσης για 50 δισ. στο τρίτο μνημόνιο.
Σε αυτό το σενάριο, η τάση του χρέους θα βελτιωθεί μόνο μέτρια σε σχέση με το Σενάριο 1, ενώ η δυναμική του ετήσιου κόστους εξυπηρέτησης θα συνεχίσει να ορίζει το χρέος ως μη βιώσιμο.
Σενάριο 3: Απλή αναδιάρθρωση
Σύμφωνα με αυτό το σενάριο θα υπάρξει επιμήκυνση των δανείων EFSF / ESM / GLF (από χώρες της ευρωζώνης) και καμία εξόφληση πριν από το 2041 σε συνδυασμό με την αναχρηματοδότηση από τον ESM που μειώνει στο μισό το επιτόκιο που καταβάλλεται στους επίσημους δανειστές από το 2018. Μια τέτοια στρατηγική θα βελτιώσει σημαντικά τη δυναμική και το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους της Ελλάδας, αποφεύγοντας το ονομαστικό haircut.
Ενα τέτοιο αποτέλεσμα θα μπορούσε να θεωρηθεί επαρκές για τους Ευρωπαίους πιστωτές και το ΔΝΤ, ώστε να συμφωνήσουν για τη συμμετοχή του Ταμείου στο τρίτο πρόγραμμα διάσωσης. Ωστόσο, σύμφωνα με την Barclays, ένα τέτοιο σενάριο δεν θα είναι πλήρως ικανοποιητικό για την Ελλάδα δεδομένου ότι το δημόσιο χρέος θα αρχίσει να αυξάνεται και πάλι περίπου το 2037 και το 156%, και το κόστος εξυπηρέτησης θα είναι πολύ κοντά ή θα ξεπερνά το 20% λίγο πριν το 2040.
Σενάριο 4: Ριζική αναδιάρθρωση
Αυτό είναι ίσως το πιο κοντινό σενάριο σε αυτό που πιστεύει η Barclays ότι η Ελλάδα πραγματικά χρειάζεται – ωστόσο είναι απίθανο να υλοποιηθεί.
Σε αυτό το σενάριο, εκτός από την επέκταση της ωρίμανσης των ομολόγων EFSF/ESM/GLF μέχρι το 2041, προϋποθέτει ότι τα δάνεια της ΕΚΤ και του ΔΝΤ θα μπορούσαν να μεταφερθούν στον ESM.
Επίσης, η Barclays υποθέτει ότι η Ελλάδα δεν θα πληρώσει κανένα τόκο για το χρέος μέχρι το 2040.
Αυτά τα μέτρα θα οδηγήσουν σε σημαντικά χαμηλότερο κόστος εξυπηρέτησης, το οποίο θα μείνει κάτω από το όριο του 20%, ενώ επίσης θα βελτιώσει σημαντικά τη δυναμική του χρέους.
Ένταξη στο QE: Πιθανόν πριν από το τέλος του έτους
Έχει τονιστεί πολλάκις ότι το μόνο στοιχείο που λείπει για την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα αγοράς τίτλων της ΕΚΤ είναι η εξασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους.
Τα απαραίτητα βήματα για να γίνει αυτό είναι τα ακόλουθα:
1) Σύγκλιση απόψεων μεταξύ της ΕΕ (κυρίως της Γερμανίας) και του ΔΝΤ για τους μεσοπρόθεσμους στόχους ανάπτυξης και πλεονασμάτων της Ελλάδας,
2) Αποσαφήνιση των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους
3) Επικαιροποίηση του DSA του ΔΝΤ
Ειδικά στο τελευταίο βήμα, η Barclays θεωρεί ότι αν και η χρηματοδοτική παρουσία του ΔΝΤ δεν είναι και τόσο απαραίτητη, η εμπλοκή του ως τεχνικός σύμβουλος στο ελληνικό πρόγραμμα είναι ένα σημαντικό μήνυμα για την αποδοχή της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.
Επίσης, πιθανόν να αφαιρέσει τη φράση "εξαιρετικά μη βιώσιμο" από τις εκθέσεις του για το ελληνικό χρέος.
Παρόλο που έχουν αρχίσει οι συνομιλίες για το χρέος, η Barclays θεωρεί ότι το χρονοδιάγραμμα οποιασδήποτε απόφασης θα προσδιοριστεί από δύο βασικές αλληλένδετες εξελίξεις: η ακρίβεια των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους συνεπάγεται ενδεχομένως αμφισβήτηση των τεχνικών συζητήσεων, οι οποίες περιλαμβάνουν και ένα σημαντικό πολιτικό κεφάλαιο.
Παρόλο που τα πράγματα θα μπορούσαν να προχωρήσουν προς τα εμπρός μετά τη συνάντηση του Eurogroup στις 15 Ιουνίου, η Barclays αμφιβάλλει ότι μια τελική απόφαση σχετικά με το ζήτημα του ελληνικού χρέους είναι πιθανό να ληφθεί πριν από τις γερμανικές εκλογές στις 24 Σεπτεμβρίου και τον επόμενο σχηματισμό κυβέρνησης.
Πιστεύει, ωστόσο, ότι η ΕΚΤ θα μπορούσε να δηλώσει ότι είναι έτοιμη να αγοράσει ελληνικά ομόλογα πριν από το τέλος του έτους.
Περί τα 5 δισ. ευρώ οι αγορές της ΕΚΤ στα ελληνικά ομόλογα
Θεωρητικά η ΕΚΤ θα μπορούσε να αγοράσει 4 δισ. ευρώ ελληνικών ομολόγων, δεδομένης της ποσόστωσης της Τράπεζας της Ελλάδος στην κεφαλαιακή της διάρθρωσης (2,0332%).
Μετά την κάλυψη του ομολόγου του Ιουλίου, η αγορά αυτή θα μπορούσε να αυξηθεί στα 5,7 δισ. ευρώ, με έναν μηνιαίο ρυθμό της τάξεως των 115 εκατ. ευρώ.
Διακοπή αγοράς ομολόγων κατά τις αξιολογήσεις
Η ΕΚΤ αναμένεται να διακόπτει τις αγορές ελληνικών ομολόγων κατά τη διάρκεια των αξιολογήσεων και εωσότου αυτές ολοκληρώνονται με επιτυχία.
Έτσι, οι μηνιαίες αγορές θα εξαρτώντας από την ικανότητα των ελληνικών αρχών να ικανοποιούν τα προαπαιτούμενα και να ολοκληρώνουν ομαλά τις φάσεις του προγράμματος.
Πηγή: www.bankingnews.gr
www.worldenergynews.gr
Ειδικότερα, στη σημερινή 13σέλιδη ανάλυσή της υπό τον τίτλο "Greece: Debt is key but not the only concern" (Ελλάδα: Το χρέος είναι το κλειδί, αλλά δεν είναι η μόνη ανησυχία), που σας παρουσιάζει το www.bankingnews.gr, η Barclays, διαπιστώνει ότι όλη η προσοχή έχει στραφεί στο ελληνικό χρέος, δεδομένου του ότι η δεύτερη αξιολόγηση έχει τεχνικά κλείσει.
Άλλωστε, με την επικείμενη εκταμίευση της δόσης από τη μεριά των πιστωτών, η Ελλάδα δεν κινδυνεύει να χάσει τις πληρωμές των ομολόγων του Ιουλίου, δίνοντας της έτσι τη δυνατότητα να επικεντρωθεί στην ανάκαμψη της οικονομίας της, αναλώνοντας ίδια κεφάλαια.
Αν και το μεγαλύτερο μέρος του δημόσιου χρέους της Ελλάδας είναι με πολύ χαμηλά επιτόκια, τα αποτελέσματα των συνομιλιών για την ελάφρυνση του χρέους θα είναι κρίσιμα για την περαιτέρω ελάφρυνση του δημοσιονομικού φόρτου (παρά το γεγονός ότι ο τόκος είναι ήδη ένας από τους μικρότερους στην ευρωζώνη).
Αυτό θα βελτίωνε την αντίληψη των διεθνών επενδυτών για την ικανότητά της χώρας να εξοφλήσει το μελλοντικό χρέος και, συνεπώς, να αυξήσει τις προοπτικές για επενδυτικές ευκαιρίες που θα επιτρέψουν στην Ελλάδα να εξασφαλίσει τη βιωσιμότητα του χρέους της.
Τα σενάρια
Η Barclays επαναλαμβάνει τα σενάρια που είχε αναφέρει στις 5 Οκτωβρίου του 2016, όταν και είχε χαρακτηρίσει την προσπάθεια ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους ως μια "σισύφεια προσπάθεια".
Αναθεωρεί μόνο ελαφρώς τις συντηρητικές της υποθέσεις όσον αφορά στην ονομαστική και πραγματική ανάπτυξη, το πρωτογενές πλεόνασμα και το μέσο όρο των επιτοκίων έως το 2016, στο 1,3%, 2,6%, 1,5% και 4,1% αντίστοιχα.
Συνεχίζει δε να πιστεύει ότι αξίζει να καταβληθούν σημαντικές προσπάθειες για την επαναφορά του ελληνικού χρέους στην πορεία της βιωσιμότητας.
Η συμφωνία του Eurogroup του Μαΐου του 2016 περιγράφει τους διάφορους μοχλούς που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν προκειμένου να επιτευχθεί βιώσιμη πορεία.
Τώρα εναπόκειται στο ΔΝΤ και στους Ευρωπαίους (κυρίως γερμανούς) πιστωτές να καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με την εφαρμογή κάθε παραμέτρου - μαζί με τις οικονομικές τους υποθέσεις.
Δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι η τρέχουσα πορεία του ελληνικού δημόσιου χρέους χωρίς μεσοπρόθεσμη αναδιάρθρωση είναι πολύ απότομη.
Υπενθυμίζονται εδώ τα σενάρια:
Σενάριο 1: Καμία αλλαγή στη στρατηγική
Περίπου το 75% του ελληνικού χρέους βρίσκεται στην κατοχή του επίσημου τομέα.
Δεδομένων των ιδιαίτερα ευνοϊκών όρων (καμία πληρωμή τόκων σε EFSF / ESM πριν το 2023), το δημόσιο χρέος της Ελλάδας θα μειώνεται σταδιακά έως το 2030.
Από το 2030, η ανάγκη να μετακυληθούν εκδόσεις ομολόγων από το 2019 είναι πιθανό να εξισορροπήσει το απόθεμα του χρέους προς τον ιδιωτικό τομέα, έτσι ώστε ένα υποθετικό μέσο επιτόκιο της τάξεως του 5,4% θα σήμαινε την έναρξη μιας χιονοστιβάδας.
Σε αυτό το σενάριο οι χρηματοδοτικές ανάγκες θα υπερβούν ο 15% του ΑΕΠ από το 2024 και το 20% μόλις πέντε χρόνια αργότερα, επιβεβαιώνοντας τη μη βιώσιμη φύση του χρέους.
Σενάριο 2: Ιδιωτικοποιήσεις
Συνολικά, τα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις τα τελευταία πέντε χρόνια ανήλθαν στα 3 δισ. ευρώ.
Ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο ρυθμός θα αυξηθεί σε 1 δισ ετησίως, εκτιμά ότι τα έσοδα θα φτάσουν μόλις τα 25 δισ. μέχρι το 2040, έναντι της δέσμευσης για 50 δισ. στο τρίτο μνημόνιο.
Σε αυτό το σενάριο, η τάση του χρέους θα βελτιωθεί μόνο μέτρια σε σχέση με το Σενάριο 1, ενώ η δυναμική του ετήσιου κόστους εξυπηρέτησης θα συνεχίσει να ορίζει το χρέος ως μη βιώσιμο.
Σενάριο 3: Απλή αναδιάρθρωση
Σύμφωνα με αυτό το σενάριο θα υπάρξει επιμήκυνση των δανείων EFSF / ESM / GLF (από χώρες της ευρωζώνης) και καμία εξόφληση πριν από το 2041 σε συνδυασμό με την αναχρηματοδότηση από τον ESM που μειώνει στο μισό το επιτόκιο που καταβάλλεται στους επίσημους δανειστές από το 2018. Μια τέτοια στρατηγική θα βελτιώσει σημαντικά τη δυναμική και το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους της Ελλάδας, αποφεύγοντας το ονομαστικό haircut.
Ενα τέτοιο αποτέλεσμα θα μπορούσε να θεωρηθεί επαρκές για τους Ευρωπαίους πιστωτές και το ΔΝΤ, ώστε να συμφωνήσουν για τη συμμετοχή του Ταμείου στο τρίτο πρόγραμμα διάσωσης. Ωστόσο, σύμφωνα με την Barclays, ένα τέτοιο σενάριο δεν θα είναι πλήρως ικανοποιητικό για την Ελλάδα δεδομένου ότι το δημόσιο χρέος θα αρχίσει να αυξάνεται και πάλι περίπου το 2037 και το 156%, και το κόστος εξυπηρέτησης θα είναι πολύ κοντά ή θα ξεπερνά το 20% λίγο πριν το 2040.
Σενάριο 4: Ριζική αναδιάρθρωση
Αυτό είναι ίσως το πιο κοντινό σενάριο σε αυτό που πιστεύει η Barclays ότι η Ελλάδα πραγματικά χρειάζεται – ωστόσο είναι απίθανο να υλοποιηθεί.
Σε αυτό το σενάριο, εκτός από την επέκταση της ωρίμανσης των ομολόγων EFSF/ESM/GLF μέχρι το 2041, προϋποθέτει ότι τα δάνεια της ΕΚΤ και του ΔΝΤ θα μπορούσαν να μεταφερθούν στον ESM.
Επίσης, η Barclays υποθέτει ότι η Ελλάδα δεν θα πληρώσει κανένα τόκο για το χρέος μέχρι το 2040.
Αυτά τα μέτρα θα οδηγήσουν σε σημαντικά χαμηλότερο κόστος εξυπηρέτησης, το οποίο θα μείνει κάτω από το όριο του 20%, ενώ επίσης θα βελτιώσει σημαντικά τη δυναμική του χρέους.
Ένταξη στο QE: Πιθανόν πριν από το τέλος του έτους
Έχει τονιστεί πολλάκις ότι το μόνο στοιχείο που λείπει για την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα αγοράς τίτλων της ΕΚΤ είναι η εξασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους.
Τα απαραίτητα βήματα για να γίνει αυτό είναι τα ακόλουθα:
1) Σύγκλιση απόψεων μεταξύ της ΕΕ (κυρίως της Γερμανίας) και του ΔΝΤ για τους μεσοπρόθεσμους στόχους ανάπτυξης και πλεονασμάτων της Ελλάδας,
2) Αποσαφήνιση των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους
3) Επικαιροποίηση του DSA του ΔΝΤ
Ειδικά στο τελευταίο βήμα, η Barclays θεωρεί ότι αν και η χρηματοδοτική παρουσία του ΔΝΤ δεν είναι και τόσο απαραίτητη, η εμπλοκή του ως τεχνικός σύμβουλος στο ελληνικό πρόγραμμα είναι ένα σημαντικό μήνυμα για την αποδοχή της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.
Επίσης, πιθανόν να αφαιρέσει τη φράση "εξαιρετικά μη βιώσιμο" από τις εκθέσεις του για το ελληνικό χρέος.
Παρόλο που έχουν αρχίσει οι συνομιλίες για το χρέος, η Barclays θεωρεί ότι το χρονοδιάγραμμα οποιασδήποτε απόφασης θα προσδιοριστεί από δύο βασικές αλληλένδετες εξελίξεις: η ακρίβεια των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους συνεπάγεται ενδεχομένως αμφισβήτηση των τεχνικών συζητήσεων, οι οποίες περιλαμβάνουν και ένα σημαντικό πολιτικό κεφάλαιο.
Παρόλο που τα πράγματα θα μπορούσαν να προχωρήσουν προς τα εμπρός μετά τη συνάντηση του Eurogroup στις 15 Ιουνίου, η Barclays αμφιβάλλει ότι μια τελική απόφαση σχετικά με το ζήτημα του ελληνικού χρέους είναι πιθανό να ληφθεί πριν από τις γερμανικές εκλογές στις 24 Σεπτεμβρίου και τον επόμενο σχηματισμό κυβέρνησης.
Πιστεύει, ωστόσο, ότι η ΕΚΤ θα μπορούσε να δηλώσει ότι είναι έτοιμη να αγοράσει ελληνικά ομόλογα πριν από το τέλος του έτους.
Περί τα 5 δισ. ευρώ οι αγορές της ΕΚΤ στα ελληνικά ομόλογα
Θεωρητικά η ΕΚΤ θα μπορούσε να αγοράσει 4 δισ. ευρώ ελληνικών ομολόγων, δεδομένης της ποσόστωσης της Τράπεζας της Ελλάδος στην κεφαλαιακή της διάρθρωσης (2,0332%).
Μετά την κάλυψη του ομολόγου του Ιουλίου, η αγορά αυτή θα μπορούσε να αυξηθεί στα 5,7 δισ. ευρώ, με έναν μηνιαίο ρυθμό της τάξεως των 115 εκατ. ευρώ.
Διακοπή αγοράς ομολόγων κατά τις αξιολογήσεις
Η ΕΚΤ αναμένεται να διακόπτει τις αγορές ελληνικών ομολόγων κατά τη διάρκεια των αξιολογήσεων και εωσότου αυτές ολοκληρώνονται με επιτυχία.
Έτσι, οι μηνιαίες αγορές θα εξαρτώντας από την ικανότητα των ελληνικών αρχών να ικανοποιούν τα προαπαιτούμενα και να ολοκληρώνουν ομαλά τις φάσεις του προγράμματος.
Πηγή: www.bankingnews.gr
www.worldenergynews.gr