Τελευταία Νέα
Απόψεις

Λ. Τζούμης (Υποστράτηγος ε.α.): Ιστορικό ελληνοτουρκικών κρίσεων από το 1974 έως σήμερα

Λ. Τζούμης (Υποστράτηγος ε.α.): Ιστορικό ελληνοτουρκικών κρίσεων από το 1974 έως σήμερα
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις διανύουν τις τελευταίες δεκαετίες μια περίοδο διαρκών εντάσεων με το νομικό καθεστώς του Αιγαίου να βρίσκεται στο επίκεντρο των διαφορών των δύο κρατών.
Η διένεξη Ελλάδος Τουρκίας, παρουσιάζει δύο ιδιαίτερα σημαντικά και αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά.
Aφ’ ενός μεν τη διάρκεια, που διατηρεί τη διένεξη σε λανθάνουσα κατάσταση δια μέσου των αιώνων και αφ’ ετέρου το εύρος των παραγόντων που την επηρεάζουν.
Μια σύντομη ιστορική ανασκόπηση των κρίσεων ανάμεσα στις δύο χώρες, μας οδηγούν σε χρήσιμα συμπεράσματα που προκύπτουν μέσα από την αναδρομή αυτή.

Συνοπτική ιστορική ανασκόπηση ελληνοτουρκικών σχέσεων μέχρι το 1974

Το 1453 μ.χ. οι Τούρκοι λαός νομαδικός, προερχόμενος από τα βάθη της Ασίας, κατακτούν την πρωτεύουσα του ελληνοχριστιανικού Βυζαντίου, δημιουργώντας στη συνέχεια την Οθωμανική αυτοκρατορία. Το 1821 αρχίζει  ο εθνικός απελευθερωτικός αγώνας των Ελλήνων, που καταλήγει στην ίδρυση του ελληνικού κράτους. Από τα μέσα του 19ου αιώνα αναβιώνει το πολιτιστικό και εθνικό ιδεώδες της «Μεγάλης Ιδέας». Το όραμα αυτό, των Ελλήνων θέλει να συμπεριλάβει όσο γίνεται περισσότερες περιοχές με ελληνικό πληθυσμό και να τις συνενώσει σε ένα ισχυρό εθνικό κράτος.
Το 1897 κηρύσσεται από την Οθωμανική αυτοκρατορία εναντίον της Ελλάδας ο πόλεμος των τριάντα ημερών, ως απόρροια της τότε έκβασης του «κρητικού» προβλήματος. Η σημασία του πολέμου αυτού υπήρξε μεγάλη, παρότι κατέληξε σε ήττα της Ελλάδας και στην υποβολή της σε διεθνή οικονομικό έλεγχο ύστερα από απαίτηση της Γερμανίας. Η Ελλάδα τελικά δικαιώθηκε και παρά τη δεδομένη από τετραετίας, κήρυξη πτώχευσης του Χ. Τρικούπη παρέμεινε σθεναρά ανυποχώρητη στην απόφασή της για ενίσχυση του στρατού, μη φειδόμενη των όποιων οικονομικών συνεπειών.
Το αποτέλεσμα αυτής της απόφασης ήταν η άμεση προετοιμασία και ανταπόκρισή της Ελλάδας στους Βαλκανικούς πολέμους το 1912-1913, που αποτέλεσαν την κορύφωση της «Μεγάλης Ιδέας» και κατέληξαν νικηφόρα, με την προσάρτηση της Ηπείρου, της Μακεδονίας, της Κρήτης και των μεγάλων νησιών του Αιγαίου.
Το 1922 ο Κεμάλ, έδωσε τέλος στην ελληνική παρουσία στη Μ. Ασία. Με την ήττα των Ελλήνων και το διωγμό τους δόθηκε ένα τέλος στη «Μεγάλη Ιδέα». Μετά την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάννης το 1923 αρχίζει νέα περίοδος στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και Κεμάλ Ατατούρκ δημιουργούν την πολιτική άνοιξη στη σχέση των δύο χωρών και οι λαοί έζησαν για ένα διάστημα ειρηνικά. Μετά το θάνατο του Κεμάλ (1938) αρχίζουν οι κακοπιστίες και οι απροκάλυπτες απαιτήσεις της Τουρκίας πάνω στα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας μας. To 1942 κατά τη διάρκεια του Β΄ παγκοσμίου πολέμου η τουρκική κυβέρνηση επεφύλαξε ένα βαρύ πλήγμα για τον ελληνισμό της Τουρκίας. Τέθηκε σε εφαρμογή ο φόρος κεφαλαίου, με αποτέλεσμα την καταστροφή και εκτοπισμό σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας χιλιάδων Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, γιατί δεν είχαν να πληρώσουν τους παράλογους φόρους.
Το 1955 ο ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης πλήρωσε το τίμημα των Τουρκικών αντιδράσεων στον αγώνα των Ελληνοκυπρίων για ένωση με την Ελλάδα. Με αφορμή μια βομβιστική επίθεση στο πατρικό σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη, που αποδείχτηκε στην συνέχεια ότι ήταν σκηνοθετημένη προβοκάτσια ξεκίνησε το πογκρόμ της 6ης Σεπτεμβρίου του 1955. Με τη σιωπηρή καθοδήγηση της κυβέρνησης Μεντερές, ο καθοδηγούμενος τουρκικός όχλος προκάλεσε βίαια επεισόδια κατά των περιουσιών των Ελλήνων ομογενών και ήταν η αφετηρία διαρροής προς την Ελλάδα 80.000 Ελλήνων της Πόλης.
Το «κυπριακό» ήταν ένα πρόβλημα που δοκίμασε σκληρά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Από το Δεκ. του 1963, κυριαρχούσε στην Κύπρο μια εκρηκτική κατάσταση. Βίαιες αντιπαραθέσεις σημειώθηκαν ανάμεσα σε ελληνικές και τουρκικές παραστρατιωτικές οργανώσεις-ομάδες και επί δύο εβδομάδες στο νησί επικρατούσαν συνθήκες πολέμου. Σπινθήρας υπήρξε η πρόταση του αρχιεπισκόπου Μακαρίου για αναθεώρηση του συντάγματος της Κύπρου, γεγονός το οποίο η Τουρκία εξέλαβε ως πρόκληση. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η τουρκική κυβέρνηση, καταγγέλλει την ελληνοτουρκική συνθήκη του 1930 και έτσι ενταφιάζεται το εγχείρημα ειρήνευσης του Ατατούρκ και του Βενιζέλου.

Η κρίση του 1974

Σημαντικότατο σταθμό στην πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων αποτέλεσε το έτος 1973, κατά το οποίο η Τουρκία πρόβαλε για πρώτη φορά, κατά τρόπο άμεσο και οριστικό, τις διεκδικήσεις της στο Αιγαίο. Το ζήτημα ήταν κατ’ αρχήν οικονομικό διότι η οριοθέτηση και εκμετάλλευση της υφαλοκρηπίδας αφορούσε τη διαχείριση του ορυκτού πλούτου. Αλλά ήταν και στρατηγικό  καθόσον η περιοχή του Αιγαίου ήταν και είναι μία σπουδαία θαλάσσια εμπορικοστρατιωτική οδός με σημαντικούς στρατηγικούς πόρους και κατ’ επέκταση υψηλής στρατηγικής σημασίας χώρο. Η Τουρκία την 1η Νοεμβρίου 1973, χορήγησε επίσημα δικαιώματα έρευνας στην τουρκική εταιρία πετρελαίων και δημοσίευσε χάρτη ερευνών ο οποίος περιελάμβανε περιοχές της ελληνικής υφαλοκρηπίδας στις οποίες θα εκτελούσε έρευνες. Η Ελλάδα προέβη σε διάβημα διαμαρτυρίας και η Τουρκία σε απάντηση πρότεινε να πραγματοποιηθούν διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο χωρών, για επίλυση της διαφοράς της υφαλοκρηπίδας, την οποία αποδέχθηκε η Ελλάδα. Η Τουρκία στο μεταξύ είχε κλιμακώσει την ένταση με συνεχείς παραβιάσεις του εθνικού εναερίου χώρου και με εκμετάλλευση της ημερήσιας δγης της 25ης Μαρτίου, του Αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων, Στρατηγού Γρηγορίου Μπονάνου, όπου γινόταν μνεία των αγώνων του έθνους κατά του τουρκικού ζυγού. Οι Τούρκοι, παρερμηνεύοντας το περιεχόμενο της διαταγής αυτής, θεώρησαν ότι θιγόταν το Τουρκικό έθνος, με τη χρησιμοποίηση του χαρακτηρισμού «βάρβαροι». Με αφορμή λοιπόν την παρερμηνεία αυτή, ο τουρκικός τύπος άρχισε έντονη εκστρατεία κατά της Ελλάδας, με πληθώρα ανακριβειών, όπως π.χ ότι η Ελλάδα επιστρατευόταν κρυφά, ότι γίνονταν κινήσεις στρατευμάτων κ.λπ. Έτσι η πολεμική αυτή χροιά δεν άργησε να φανατίσει τα πλήθη, που με την καθοδήγηση των φοιτητικών συλλόγων προσέλαβε μεγάλες διαστάσεις. Εν τω μεταξύ η Τουρκία δήλωσε επίσημα ότι το σεισμογραφικό πλοίο «Chandarli» θα εκτελέσει έρευνες στο Αιγαίο. Η απόφαση αυτή υλοποιήθηκε με την έξοδο του πλοίου από τα στενά του Ελλησπόντου στις 29 Μαι. 1974, ημερομηνία σημαδιακή και για τα δύο κράτη αφού ήταν η ημερομηνία που έγινε η άλωση της Κωσταντινούπολης. Το πλοίο συνοδευόμενο από το σύνολο του τουρκικού πολεμικού ναυτικού (32 πολεμικές ναυτικές μονάδες), εξήλθε στο Αιγαίο. Με την ευκαιρία της συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλες, συναντήθηκαν οι πρωθυπουργοί της Ελλάδας και της Τουρκίας, Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος και Bulent Ecevit, στις 26 Ιουνίου 1974, αλλά η συνάντηση κατέληξε σε αποτυχία λόγω διαφωνιών.
Στις 15 Ιουλίου 1974, ενώ οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βρίσκονταν σε όξυνση, η ελληνοκυπριακή εθνοφρουρά, με τις ευλογίες του στρατιωτικού καθεστώτος των Αθηνών επιχείρησε πραξικόπημα κατά του προέδρου της Κύπρου αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Η ενέργεια αυτή έδωσε αφορμή στους Τούρκους, οι οποίοι χρόνια περίμεναν μια τέτοια ευκαιρία, να επέμβουν ενόπλως, επικαλούμενοι τη συνθήκη εγγύησης και με το πρόσχημα της προστασίας των Τουρκοκυπρίων. Τα ξημερώματα του Σαββάτου 20 Ιουλίου 1974, με συνδυασμένες επιχειρήσεις από αέρα και θάλασσα, τα τουρκικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στη Β. Κύπρο (Σχέδιο Αττίλας I ), την οποία και κατέλαβαν. Μπροστά σε αυτήν την κατάσταση, η Ελλάδα κήρυξε επιστράτευση. Με την παρέμβαση των ΗΠΑ και των άλλων δυτικών δυνάμεων, συνάφθηκε στις 22 Ιουλίου ανακωχή μεταξύ των εμπολέμων. Την επομένη, 23 Ιουλίου, τα στρατιωτικά καθεστώτα Ελλάδας και Κύπρου κατέρρεαν και επανέρχονταν η δημοκρατική διακυβέρνηση στις δύο χώρες στα πρόσωπα των Κ. Καραμανλή και Γ. Κληρίδη. Μετά από δύο γύρους άκαρπων συνομιλιών, οι Τούρκοι επαναλαμβάνουν τις πολεμικές επιχειρήσεις τους στις 15 Αυγούστου 1974 και καταλαμβάνουν ολόκληρη τη Β. Κύπρο (σχέδιο Αττίλας ΙΙ ).
Η Ελλάδα, εν μέσω σωρείας προβλημάτων και παλεύοντας να ισορροπήσει και να εδραιώσει τη δημοκρατία στο εσωτερικό της αντέδρασε και διαμαρτυρόμενη για την ύποπτη αμερικανική στάση, αποσύρει τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Λίγο αργότερα η Τουρκία εκδίδει τη ΝΟΤΑΜ 714, μονομερή και αντίθετη προς τις οδηγίες του ΙCΑΟ (Ιnternational Civil Αviation Οrganisation - Διεθνής Οργανισμός Πολιτικής Αεροπορίας),  ζητώντας από τα αεροσκάφη που πετούν στο ανατολικό Αιγαίο  να υποβάλουν σχέδιο πτήσεως στα κέντρα ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας της Κωνσταντινούπολης και της Άγκυρας και όχι στην Αθήνα όπως προέβλεπαν οι διεθνείς συνθήκες. Στις 27 Ιανουαρίου 1975 η ελληνική κυβέρνηση πρότεινε στην Τουρκία την παραπομπή της διαφοράς μεταξύ των δύο χωρών για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης. Η Τουρκία αρχικά απεδέχθη την πρόταση, αλλά στην συνέχεια υπαναχώρησε.

Η κρίση του 1976

Το 1975 για την αντιμετώπιση της «ελληνικής απειλής», η Τουρκία συγκροτεί την 4η Στρατιά με έδρα τη Σμύρνη και εφοδιάζεται με τεράστιο αριθμό αποβατικών σκαφών (Συνολική δύναμη 123.000 ανδρών και πάνω από 100 αποβατικά σκάφη). Οι προθέσεις της είναι πλέον σαφείς. Η Ελλάδα γρήγορα διαπίστωσε το πολιτικό λάθος και το προδιαγραφόμενο κόστος της αποχώρησής της από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Η Τουρκία, εκμεταλλευόμενη το γεγονός αυτό, τον Απρίλιο του 1975, αξίωσε από το ΝΑΤΟ τον επιχειρησιακό έλεγχο του Αιγαίου και αργότερα  με την υποβολή της  ελληνικής αίτησης επανένταξης, αντέδρασε  προβάλλοντας  βέτο  απαιτώντας την επαναδιαπραγμάτευση του καθεστώτος του FIR και του ελέγχου στο ΑΙΓΑΙΟ.  Στο μεταξύ η Τουρκία είχε προγραμματίσει μέσα στο Α΄ εξάμηνο του 1976 τριπλάσιες σε αριθμό ασκήσεις απ’ όσες έκανε όλο το 1975. Αποκορύφωμα των τουρκικών ασκήσεων ήταν τα αεροναυτικά γυμνάσια «GENDIZ 76» που άρχισαν στις 4 Ιουνίου και ήταν τα μεγαλύτερα απ’ όσα είχε κάνει ποτέ η Άγκυρα στο Αιγαίο. Η Ελλάδα δεν αδράνησε, θέτοντας τις ένοπλες δυνάμεις της σε αυξημένη ετοιμότητα και άρχισε εκτεταμένα αεροναυτικά γυμνάσια στο Αιγαίο. Η αντιπαράθεση των δύο πολεμικών μηχανών ήταν για μια ακόμη φορά πλήρης. Η Άγκυρα από τις 14 Μαρτίου είχε αναγγείλει ότι το τουρκικό ωκεανογραφικό σκάφος «SISMIK-I» θα έκανε έρευνες στην «αμφισβητούμενη» υφαλοκρηπίδα, αρχές του καλοκαιριού. Ύστερα από συνεχείς αναβολές, απέπλευσε στις 23 Ιουλίου απ’ το Βόσπορο. Στις 25 Ιουλίου το «SISMIK-Ι» βγήκε στο Αιγαίο και άρχισε τις έρευνες του πρώτα στα τουρκικά χωρικά ύδατα. Κατόπιν στις 6, 7 και 8 Αυγούστου συνέχισε τις έρευνές του στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Η Ελλάδα που παρακολουθούσε την κατάσταση με ψυχραιμία και ετοιμότητα, θέλοντας να αποφύγει με κάθε τρόπο τον πόλεμο, αποφάσισε να αντιδράσει άμεσα με ειρηνικές διαδικασίες και προσέφυγε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και στο διεθνές δικαστήριο. Ακολούθησε έντονη διπλωματική δραστηριότητα για την επίλυση του ζητήματος της υφαλοκρηπίδας και η σύρραξη αποφεύχθηκε την τελευταία στιγμή.

Η κρίση του 1987

Η ελληνοτουρκική κρίση του Μαρτίου 1987 ξεκίνησε με την απόφαση της κοινοπραξίας που εκμεταλλευόταν τα πετρέλαια της Θάσου, να προχωρήσει σε έρευνες για την ύπαρξη νέων κοιτασμάτων, ανατολικά της Θάσου, πέραν των 6 ν.μ. Οι έρευνες αυτές έρχονταν σε αντίθεση με το πρακτικό της Βέρνης, το οποίο είχαν υπογράψει η Ελλάδα και η Τουρκία το Νοε. του 1976. Η ελληνική πλευρά είχε διακηρύξει το 1982, ότι το πρωτόκολλο της Βέρνης είναι ανενεργό, επειδή οι διαπραγματεύσεις για την υφαλοκρηπίδα είχαν οδηγηθεί σε αδιέξοδο, λόγω της άρνησης της Τουρκίας να δεχθεί την προσφυγή στη Χάγη, για την επίλυση του νομικού αυτού θέματος. Η τουρκική θέση επί του θέματος, είναι ότι το πρωτόκολλο της Βέρνης δεσμεύει ακόμα τις δύο χώρες. Η κρίση ξεκινά στις 26 Μαρτίου 1987, με την απόφαση του εθνικού συμβουλίου ασφαλείας της Τουρκίας να στείλει το ερευνητικό σκάφος «Χώρα» στο Αιγαίο για έρευνες. Συγχρόνως οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις ετίθεντο σε επιφυλακή. Η Ελλάδα αποφάσισε να απαντήσει δυναμικά και να χτυπήσει το τουρκικό σκάφος, εάν αυτό επιχειρούσε να διεξάγει έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Διατάχθηκε γενική επιστράτευση, ενώ παράλληλα, αποφασίσθηκε να γίνει ενημέρωση όλων των διεθνών οργανισμών και της διεθνούς κοινής γνώμης για την κρισιμότητα της κατάστασης. Η ελληνική κυβέρνηση προχώρησε σε δύο σημαντικές κινήσεις οι οποίες κλιμάκωναν την κρίση και τόνιζαν την αποφασιστικότητα της ελληνικής πλευράς για την υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας. Συγκεκριμένα αποφασίσθηκε να κλείσει τη βάση των ΗΠΑ της Νέας Μάκρης βασιζόμενη στο άρθρο 7 της διμερούς συμφωνίας του 1983 και να σταλεί ο υπουργός εξωτερικών στη Σόφια για διαβουλεύσεις με τη βουλγαρική κυβέρνηση. Αυτή ήταν μία ενέργεια που προκάλεσε, όπως ήταν επόμενο, ανησυχία στους κύκλους του ΝΑΤΟ και απέβλεπε να δώσει υπόσταση στην απειλή που είχε επανειλημμένα διατυπώσει η Ελλάδα, ότι σε περίπτωση ελληνοτουρκικής σύγκρουσης, ολόκληρη η νοτιανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ θα κατέρρεε. Η αντίδραση της βουλγαρικής κυβέρνησης υπήρξε θετική. Ο πρόεδρος της Βουλγαρίας Τέοντορ Ζίβκωφ, εξέφρασε την υποστήριξή του στην ελληνική κυβέρνηση, αναφέροντας μάλιστα στον Έλληνα υπουργό, ότι η Ελλάδα θα μπορούσε, αν φυσικά το επιθυμούσε, να αποδεσμεύσει όσες στρατιωτικές μονάδες ήθελε από την ελληνοβουλγαρική μεθόριο. Προχωρώντας δε ακόμη περισσότερο ο Βούλγαρος πρόεδρος διέταξε τη μετακίνηση μιας μηχανοκίνητης ταξιαρχίας, από την ελληνοβουλγαρική μεθόριο στα σύνορα της Βουλγαρίας - Τουρκίας. Κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθεί με βεβαιότητα ότι η Βουλγαρία θα αναμειγνυόταν στρατιωτικά σε ενδεχόμενη ελληνοτουρκική διένεξη. Οι δύο αυτές κινήσεις της Ελλάδας επιτάχυναν τις εξελίξεις, κλιμακώνοντας συγχρόνως την κρίση. Οι ενέργειες αυτές έδειχναν ότι η Ελλάδα ήταν αποφασισμένη να πάρει πολύ μεγαλύτερο «ρίσκο» από την Τουρκία, η οποία   επιθυμούσε να κάμψει την Ελλάδα και να την οδηγήσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για το σύνολο των ζητημάτων που η ίδια έθετε στο Αιγαίο. Στις 27 Μαρτίου πραγματοποιήθηκε ενημέρωση της στρατιωτικής επιτροπής και του γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ Λόρδου Κάρινγκτον. Με τη μεσολάβηση αυτού πραγματοποιήθηκε συνάντηση του υπουργού εξωτερικών της Αγγλίας, σερ Τζέφρι Χάου, με τον Τούρκο πρωθυπουργό Τουργκούτ  Οζάλ που βρισκόταν εκείνες τις μέρες στο Λονδίνο προερχόμενος από τις ΗΠΑ, όπου είχε υποβληθεί σε εγχείρηση καρδιάς. Το ίδιο βράδυ, ο Τουργκούτ Οζάλ, σε συνέντευξή του στο B.B.C. μετέβαλε τη στάση του, δηλώνοντας ότι το τουρκικό ερευνητικό σκάφος δεν θα έβγαινε στο Αιγαίο την επόμενη για έρευνες στη διαφιλονικούμενη υφαλοκρηπίδα, εκτός εάν η Ελλάδα επιχειρούσε να αρχίσει εκείνη έρευνες. Στις 28 Μαρτίου 1987 το τουρκικό ερευνητικό σκάφος βγήκε στο Αιγαίο, παρέμεινε στα τουρκικά χωρικά ύδατα και η κρίση εκτονώθηκε. Ο χειρισμός της κρίσης ήταν πολύ καλός, με κορυφαίες ενέργειες το ταξίδι του Έλληνα υπουργού εξωτερικών στη Σόφια και το κλείσιμο της βάσης της Νέας Μάκρης. Η σθεναρή στάση της Ελλάδας κατέδειξε ότι το θέμα αποτελούσε μείζονος σημασίας συμφέροντος για τη χώρα και ενίσχυσε την αξιοπιστία του ελληνικού κράτους. Η σύγκρουση αυτή εξελίχθηκε σ’ έναν πόλεμο νεύρων και θέλησης. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς, ότι νίκησε αυτός που είχε το μεγαλύτερο συμφέρον στο αμφισβητούμενο θέμα.

Η κρίση των Ιμίων

Στις 16 Νοεμβρίου 1994, με την επικύρωση της νέας σύμβασης για το δίκαιο της θαλάσσης από το 60ο μέλος της, η Ελλάδα νομιμοποιείται και τυπικά να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ν.μ. Η προοπτική αυτή είχε ανησυχήσει ιδιαίτερα την Άγκυρα, η οποία ήδη από τα μέσα του 1994 είχε αρχίσει να αντιδρά με ρητορικές δηλώσεις Τούρκων επισήμων και απειλές για επαναφορά του casus belli. Η δραστηριότητα αυτή και τα διπλωματικά επεισόδια σχετικά με το δικαίωμα της Ελλάδας για επέκταση των χωρικών της υδάτων στα 12 ν.μ. κορυφώθηκαν στις 8 Ιουνίου 1995. Η τουρκική βουλή τότε εξουσιοδότησε την κυβέρνηση να λάβει οποιαδήποτε πρωτοβουλία, συμπεριλαμβανόμενης και της κήρυξης πολέμου, αν η Ελλάδα επεξέτεινε τα χωρικά της ύδατα. Η ένταση που συσσωρεύτηκε όλο αυτό το χρονικό διάστημα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις ξέσπασε τον Ιανουάριο του 1996 με την εμφάνιση μιας νέας μορφής τουρκικών διεκδικήσεων, που δεν σχετιζόταν πλέον με ζητήματα υφαλοκρηπίδας, αλλά έθεταν θέματα εδαφικής κυριαρχίας. Η χρονική τοποθέτηση της κρίσης και η πορεία κλιμάκωσής της επιλέχθηκαν από την Τουρκία με αρκετά έξυπνο τρόπο. Από τη μία πλευρά η ενδοκυβερνητική κρίση που είχε ξεσπάσει στην Ελλάδα λόγω της ασθένειας του πρωθυπουργού και της υπό σχηματισμό νέας κυβέρνησης και από την άλλη η αντίστοιχη κυβερνητική κρίση στην Τουρκία, λόγω της αδυναμίας της πρωθυπουργού Τανσού Τσιλέρ να σχηματίσει βιώσιμη κυβέρνηση, σχημάτιζαν ένα θολό πολιτικό τοπίο, το οποίο τελικώς εκλήθη να διαχειριστεί μια κρίση. Το χρονικό της κρίσης έχει ως ακολούθως:
Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 1995
Το τουρκικό εμπορικό πλοίο «Φιγκέν Ακάτ» προσαράζει στις βραχονησίδες Ίμια και επισήμως αναφέρεται ότι ο πλοίαρχος αρνείται να τον ρυμουλκήσουν ελληνικά σκάφη, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι βρίσκεται σε έδαφος της Τουρκίας. Οι ελληνικές αρχές επιμένουν αλλά το πλοίο οδηγείται τελικά σε τουρκικό λιμάνι, συνοδεία σκάφους της χώρας μας.
Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 1995
Ο έλληνας πρεσβευτής στην Άγκυρα προβαίνει σε διάβημα στο τουρκικό υπουργείο εξωτερικών. Του επιδίδεται ρηματική διακοίνωση στην οποία αναφέρεται ότι οι βραχονησίδες Ίμια είναι τουρκικές.
Τετάρτη 10 Ιανουαρίου 1996
Η Αθήνα αντιδρά με ρηματική διακοίνωση στην οποία γίνεται επίκληση των ιταλο-τουρκικών συμφωνιών, του 1932 και της συνθήκης ειρήνης των Παρισίων του 1947, βάσει των οποίων η Ίμια είναι ελληνική.
 Πέμπτη 25 Ιανουαρίου 1996
Ο δήμαρχος Καλύμνου μ’ έναν αστυνομικό και δύο ακόμα άτομα υψώνουν την ελληνική σημαία στην Ίμια.
Παρασκευή 26 Ιανουαρίου
Ο υπουργός εξωτερικών Θεόδωρος Πάγκαλος κάνει λόγο για ένα τυχαίο περιστατικό, προσθέτοντας ότι το θέμα έχει κλείσει και ότι κατά την εκτίμησή του δεν μπορεί να δημιουργηθεί ατμόσφαιρα κρίσης.
Σάββατο 27 Ιανουαρίου
Συνεργείο της εφημερίδας Χουριέτ με «ειδικούς» δημοσιογράφους της πηγαίνουν στη βραχονησίδα με ελικόπτερο κατεβάζουν την ελληνική σημαία και υψώνουν τουρκική, με παρούσες τις τηλεοπτικές κάμερες. Το γεγονός αυτό θεωρήθηκε από τη Ελλάδα πρόκληση και αποφασίστηκε η αλλαγή της σημαίας από ελληνικό πολεμικό περιπολικό.
Κυριακή 28 Ιανουαρίου
Το περιπολικό του πολεμικού ναυτικού «Παναγόπουλος» αποβιβάζει άγημα στην Ανατολική Ίμια που υψώνει και πάλι ελληνική σημαία.
Δευτέρα 29 Ιανουαρίου
Η Tansu Ciller δηλώνει ότι τα Ίμια είναι τουρκικά και καλεί την Ελλάδα σε διάλογο.
Τρίτη 30 Ιανουαρίου
Ώρα 00:30
Η πρωθυπουργός Τανσού Τσιλέρ συναντάται με τον Τούρκο πρόεδρο Ντεμιρέλ και αμέσως μετά ζητά διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα για το θέμα των βραχονησίδων.
Ώρα 03:45
Κινητικότητα σε τουρκικούς ναύσταθμους. Σκάφη αποπλέουν για την περιοχή της κρίσης. Η φρεγάτα «Yavuz» παραβιάζει τα εθνικά χωρικά ύδατα.
Ώρα 07:30
Δύο Τουρκικές φρεγάτες και αριθμός πλοίων διαφόρων τύπων καταφθάνουν κοντά στην Ίμια. Οι δύο φρεγάτες περιοδικά παραβιάζουν τα εθνικά χωρικά ύδατα.
Ώρα 10.00
Ο υπουργός εξωτερικών ενημερώνει τον πρόεδρο της δημοκρατίας Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο και κατόπιν τους πρεσβευτές των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ελληνικά μαχητικά αεροσκάφη αναχαιτίζουν στο Αιγαίο τουρκικά που παραβιάζουν τον εθνικό εναέριο χώρο.
Ώρα 11:00
Σύσκεψη στο γραφείο του πρωθυπουργού Κ. Σημίτη με τη συμμετοχή συναρμοδίων υπουργών και στρατιωτικών παραγόντων για εκτίμηση της γενικής κατάστασης. Μετά τη σύσκεψη κοινή συνέντευξη των υπουργών εθνικής άμυνας και εξωτερικών όπου δηλώνεται ότι δεν πρόκειται να υπάρξει διάλογος με την Τουρκία για τα κυριαρχικά μας δικαιώματα.
Ώρα 13:00
Μονάδες του ελληνικού στόλου αποπλέουν για το Αιγαίο σε μια άνευ προηγουμένου τηλεοπτική παρωδία. Επτά σκάφη διαφόρου εκτοπίσματος και δύναμης πυρός, τρία εξ αυτών πυραυλοφόρα, παρατάσσονται στην ευρύτερη περιοχή της ‘Ιμιας.
Ώρα 22:00
Οι πρώτες τηλεφωνικές επικοινωνίες των υπουργών εξωτερικών και άμυνας Πάγκαλου και Αρσένη με τους αμερικανούς ομολόγους τους και του πρωθυπουργού κ. Σημίτη με τον Αμερικανό πρόεδρο Μπιλ Κλίντον.
Ώρα 24:00
Η πρώτη συνεδρίαση του Κυβερνητικού Συμβουλίου Εξωτερικών και Άμυνας (ΚΥΣΕΑ), όχι στο κέντρο επιχειρήσεων, αλλά στη βουλή.
Τετάρτη 31 Ιανουαρίου
Ώρα 01:00
Πληροφορίες στο ΚΥΣΕΑ ότι δύο τουρκικά ελικόπτερα προσεγγίζουν τις βραχονησίδες της Ίμιας και ίσως επιχειρήσουν να αποβιβάσουν κομάντος.
Ώρα 01.30
Ο  υφυπουργός των ΗΠΑ Ρ. Χόλμπρουκ γνωστοποιεί στο Θ. Πάγκαλο ότι η Τουρκία περιμένει την ελληνική απάντηση για την πορεία διευθέτησης της κρίσης μέσα σε δύο ώρες. Οι Η.Π.Α. προτείνουν την ταυτόχρονη απόσυρση όλων των δυνάμεων και την επαναφορά των δύο επίμαχων βραχονησίδων στην προηγούμενη κατάσταση, χωρίς σημαίες και αγήματα.
Ώρα 02:00
Τα τουρκικά μέσα μαζικής ενημέρωσης μεταδίδουν ότι τούρκοι κομάντος αποβιβάσθηκαν στη δυτική Ίμια. Στο ΚΥΣΕΑ κερδίζει έδαφος η ιδέα της αποκλιμάκωσης της κρίσης.
Ώρα 03.30
Ο Ρ. Χόλμπρουκ ενημερώνει το Θ. Πάγκαλο ότι σύμφωνα με πληροφορίες των αμερικανικών δυνάμεων Τούρκοι κομάντος έχουν αποβιβασθεί στη διπλανή βραχονησίδα από αυτήν όπου βρίσκονται οι Έλληνες. Ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ ναύαρχος Χρήστος Λυμπέρης υποβάλλει παραίτηση η οποία δεν γίνεται αποδεκτή.
Ώρα 03:30
Εντολή του αρχηγού ΓΕΝ  Ι. Στάγκα για την απονήωση του μοιραίου ελικοπτέρου τύπου ΑΒ 212ASW από το κατάστρωμα της φρεγάτας «Ναυαρίνο» για να ερευνήσει για τούρκους κομάντος. Λίγα λεπτά αργότερα θα χαθεί στα νερά του Αιγαίου, με τους τρεις χειριστές, Χριστόδουλο Καραθανάση, Παναγιώτη Βλαχάκο και Έκτορα Γιαλοψό.
Ώρα 06:10
Οι υπουργοί Αρσένης και Θ. Πάγκαλος ανακοινώνουν αποκλιμάκωση με τη μεσολάβηση των ΗΠΑ και αποχώρηση των ναυτικών δυνάμεων.
Ώρα 06:30
Αρχίζει η απομάκρυνση των τουρκικών και ελληνικών πλοίων και των δύο αγημάτων από τις επίμαχες βραχονησίδες που μένουν χωρίς σημαίες.
Η κρίση των Ιμίων διαφοροποιείται από τις προηγούμενες διότι η Τουρκία έθεσε επίσημα για πρώτη φορά θέμα εδαφικής διεκδίκησης επί της ελληνικής επικράτειας με την αμφισβήτηση εθνικού χερσαίου χώρου. Αποτελεί ένα χαρακτηριστικό δείγμα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής και στάσης απέναντι στα προβλήματα του Αιγαίου, τα οποία η Άγκυρα επιχειρεί να συνδέσει με τα εσωτερικά της θέματα.

Tο θέμα των πυραύλων S 300 - Η «υπόθεση Otsalan»

Η συμφωνία για την αγορά των ρωσικών πυραύλων εδάφους - αέρος S-300, υπεγράφη στις 4 Ιαν. 1997, μεταξύ της κυπριακής και ρωσικής κυβέρνησης. Οι τουρκικές αντιδράσεις, ήταν έντονες και άμεσες, ενώ αρνητικές ήταν και οι αντιδράσεις των ΗΠΑ, της Βρετανίας και της Ιταλίας. Οι αντιδράσεις της Τουρκίας, εστιάστηκαν στον ισχυρισμό ότι η εγκατάσταση του οπλικού αυτού συστήματος στην Κύπρο, συνιστά απειλή όχι μόνο για την ασφάλεια της λεγόμενης «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου», αλλά και απειλή για την ασφάλεια της ίδιας της Τουρκίας, αποσιωπώντας το σαφή αμυντικό χαρακτήρα των S-300, οι οποίοι είναι πύραυλοι εδάφους-αέρος. Έτσι η Άγκυρα παρουσιάζοντας εσκεμμένα, την αύξηση της αποτρεπτικής ικανότητας της Αθήνας και της Λευκωσίας ως απειλή εναντίον της, τις κατηγόρησε για επιθετική συμπεριφορά. Επιπλέον οι τουρκικές αντιδράσεις, δεν άργησαν να μετατραπούν σε ευθείες απειλές για ένα νέο Αττίλα, απαιτώντας την οριστική ακύρωση της ρωσοκυπριακής συμφωνίας για τους S-300. Επίσης η Τουρκία δεν παρέλειψε να τονίσει ότι δεν είναι δυνατόν η Ελλάδα, κράτος μέλος του ΝΑΤΟ, να συνεργάζεται στον ευαίσθητο αυτόν τομέα με τη Ρωσία, υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα το γεγονός, ότι για το χειρισμό των ραντάρ του συστήματος, ήταν αναγκαία η παρουσία Ρώσων τεχνικών στο νησί. Η απάντηση της Αθήνας στις τουρκικές απειλές, ήταν κατ’ αρχήν ότι η συμφωνία για τους S-300 θα μπορούσε να ακυρωθεί ανά πάσα στιγμή, εάν η Άγκυρα δεχόταν συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα για την πλήρη αποστρατικοποίηση της Κύπρου ή στην περίπτωση που οι συνομιλίες προχωρούσαν τόσο, ώστε να οδηγούν σε τελική και κοινά αποδεκτή λύση του «κυπριακού» προβλήματος. Όμως ούτε και αυτή η πρόταση έγινε δεκτή από την Άγκυρα, ενώ απορρίφθηκε και από την Ουάσιγκτον, η οποία είχε προτείνει αρχικά μορατόριουμ πτήσεων στο Αιγαίο και την Κύπρο. Μέσα σ’ αυτό το αρνητικό κλίμα και δεδομένου ότι η ελληνική επιχειρηματολογία έπεσε στο κενό, η Αθήνα άρχισε να εξετάζει την πιθανότητα, να παραλάβει η ίδια τους πυραύλους και δήλωσε μάλιστα, ότι ενδεχόμενο τουρκικό πλήγμα κατά των πυραύλων αυτών, θα είχε ως αποτέλεσμα τη στρατιωτική απάντηση της Ελλάδας. Μετά από έντονη διπλωματική κινητικότητα για την άρση του αδιεξόδου, σχετικά με το θέμα της εγκατάστασης των S-300, στα τέλη Ιαν. 1999, η Αθήνα και η Λευκωσία ανακοινώνουν, ότι η εγκατάστασή τους θα γίνει στην Κρήτη και ότι θα συντονιστούν επιχειρησιακά, με τα υπόλοιπα συστήματα αεράμυνας, που διαθέτουν οι ένοπλες δυνάμεις. Η τουρκική αντίδραση στην ανακοίνωση αυτή, ήταν έντονη και προκλητική, ενώ εμφανείς ήταν οι απειλές, η αδιαλλαξία και η αλαζονεία. Η Τουρκία εξακολούθησε να τροφοδοτεί την ένταση γύρω από το θέμα, κυρίως σε επίπεδο δηλώσεων, ανακοινώσεων, αλλά και ενεργειών. Ενδεικτική ενέργεια αποτέλεσαν και οι συχνές παραβιάσεις και παραβάσεις εντός του ελληνικού FIR, στην εναέρια περιοχή της Κρήτης, από τουρκικά φωτογραφικά αεροσκάφη με συνοδεία μαχητικών.
Πριν προλάβει όμως να εκτονωθεί η ένταση από τη υπόθεση των πυραύλων S-300, δημιουργήθηκε ένα ακόμη  πρόβλημα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Στις 15 Φεβρουαρίου 1999 ο ηγέτης των Κούρδων Otsalan πέφτει τα χέρια της τουρκικής μυστικής υπηρεσίας ΜΙΤ, έξω από την κατοικία του Έλληνα πρεσβευτή στο Ναϊρόμπι (Κένυα). Είχε προηγηθεί η μεταφορά του εκεί από την Ελλάδα που είχε εισέλθει στις 29 Ιανουαρίου 1999, χωρίς τη νόμιμη άδεια. Η «υπόθεση Otsalan» είχε σημαντικό κόστος στις διεθνείς σχέσεις της Ελλάδας. Αρκετές δυτικές χώρες μεταξύ των οποίων και οι ΗΠΑ, θεωρούσαν την κουρδική οργάνωση PKK τρομοκρατική οργάνωση και τον Abdullah Otsalan τρομοκράτη. Έδωσε λοιπόν στην Τουρκία το δικαίωμα να παρουσιάσει στη διεθνή κοινότητα την Ελλάδα ως υποστηρίζουσα ένα αποσχιστικό τρομοκρατικό κίνημα με σκοπό το διαμελισμό της και να δημιουργήσει ένα ακόμα πρόβλημα στις διαταραγμένες ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Εκτιμήσεις – Συμπεράσματα

Απ’ ότι έχει διαφανεί στις μέχρι σήμερα σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας, η εξ Ανατολών απειλή ποτέ δεν έπαψε να υπάρχει για τη χώρα μας. Η βούληση της Άγκυρας να αλλάξει το status quo της περιοχής είναι δεδομένη, καθώς επίσης η προσπάθειά της είναι συνεχής να διατηρήσει ψηλά της στρατιωτική της ικανότητα για να μετουσιώσει την πολιτική της αυτή επιδίωξη σε πράξη όποτε της δοθεί ευκαιρία. Μέχρι στιγμής, οι τουρκικές επιδιώξεις υλοποιούνται μέσω διαδοχικών κρίσεων ποικίλης εντάσεως και μορφής. Η εφαρμοζόμενη τακτική από την πλευρά της Τουρκίας έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός συνολικού καταλόγου διμερών  διαφορών (γκρίζες ζώνες, υφαλοκρηπίδα, FIR,  χωρικά ύδατα, κ.λπ), με σκοπό την επίτευξη μικρών υποχωρήσεων από την πλευρά μας. Αυτό αποσκοπεί στη συρρίκνωση της αποτρεπτικής μας αξιοπιστίας και τη σταδιακή κάμψη της ελληνικής πολιτικής βούλησης. Η συνεχής υποχωρητικότητα από την πλευρά μας εξυπηρετεί την επίτευξη επιμέρους τουρκικών επιδιώξεων, οι οποίες μακροχρόνια θα ισοδυναμούν με μεγάλη νίκη ή εκπλήρωση του συνόλου των στόχων που έχει θέσει η γείτονα χώρα.
Η Τουρκία κατά καιρούς θέτει διάφορα θέματα, όπως αυτονομία της Θράκης, διεκδικεί την υφαλοκρηπίδα και τον έλεγχο του μισού Αιγαίου, κατέχει το 37% της Κύπρου και παραβιάζει σχεδόν καθημερινά τον εναέριο μας χώρο. Πρέπει λοιπόν εμείς να συνεχίσουμε μια προσπάθεια εξευμενισμού αυτής της εκκολαπτόμενης περιφερειακής ηγεμονικής δύναμης με υποχωρήσεις και παραχωρήσεις; Έχει αποδειχθεί ότι η στρατηγική του κατευνασμού ενθαρρύνει την αδιαλλαξία του αντιπάλου και οδηγεί σε πόλεμο. Η  Τουρκία σήμερα επιθυμεί να αρχίσουμε διαπραγματεύσεις για μια σειρά ζητημάτων στο Αιγαίο. ΟΙ διεθνείς οργανισμοί και το σύνολο σχεδόν των κρατών, θεωρούν ότι ο διάλογος είναι αναγκαίος και αναπόφευκτος. Οι υπερασπιστές της γραμμής αυτής αντιτείνουν: Αν δεν αρχίσουμε διαπραγματεύσεις, γεγονός που απαιτεί υποχωρήσεις, πως θα λύσουμε τις  διαφορές μας; Με πόλεμο; Το επιχείρημά τους  είναι, εκ πρώτης όψεως πειστικό. Ακόμη και θανάσιμοι ανταγωνιστές επιλύουν τις διαφορές τους με διαπραγματεύσεις.  Όμως οι διαπραγματεύσεις δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να κωδικοποιούν το συσχετισμό δυνάμεων. Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι αν θα ανοίξουμε διάλογο με την Τουρκία, αλλά κάτω από ποια σύγκριση δυνάμεων θα διεξαχθεί ο διάλογος. Από θέση ισχύος μπορεί κανείς να διαπραγματευθεί οτιδήποτε και να κερδίσει. Για το λόγο αυτό η ισορροπία ισχύος είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την έναρξη οποιοδήποτε διαλόγου και την εθνική μας κυριαρχία. Κεντρικός άξονας της στρατιωτικής μας στρατηγικής είναι η αποτροπή οποιασδήποτε στρατιωτικής απειλής, σε συνδυασμό με την πολιτική αποκλιμάκωσης των εντάσεων. Πρέπει λοιπόν να συνεχίσουμε την προσπάθεια δημιουργίας καλού κλίματος ανάμεσα στις δυο χώρες στο πλαίσιο των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, γεγονός που θα συμβάλλει στην δημιουργία ενός εποικοδομητικού διαλόγου. Αυτή η προσπάθεια όμως θα πρέπει όμως απαραίτητα να συνδυασθεί με τη διατήρηση και την επαύξηση της επιχειρησιακής ετοιμότητας και ικανότητας των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων για την υλοποίηση μιας αποτελεσματικής αποτρεπτικής πολιτικής.
Ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες της εθνικής ισχύος είναι η στρατιωτική ικανότητα που διαθέτει ένα κράτος. Οι συντελεστές που συνθέτουν τη στρατιωτική ισχύ ενός κράτους είναι πολλοί όπως : αριθμός και ποιότητα προσωπικού ενόπλων δυνάμεων, οπλικά συστήματα και μέσα, δομή δυνάμεων, οργάνωση, ηγεσία, διάταξη, ετοιμότητα, ηθικό, κ.λπ. Όπως είναι κατανοητό μια απλή καταγραφή αριθμών στους συντελεστές που προαναφέρθηκαν δεν είναι δυνατόν να αποτελεί ασφαλή μέθοδο εξαγωγής συμπερασμάτων, καθόσον κάποιοι από αυτούς δεν είναι ποσοτικά μετρήσιμοι και επίσης είναι δυνατόν μέρος αυτών να μην είναι δυνατόν να διατεθούν σε «τόπο» και «χρόνο». Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι οι συνεχείς μειώσεις του αμυντικού προϋπολογισμού των τελευταίων ετών επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τη στρατιωτική ισχύ. Θεωρώ όμως ότι ο σημαντικότερος παράγοντας στρατιωτικής ισχύος είναι το προσωπικό και οι σχετικοί με αυτό συντελεστές όπως η ποιότητα και το ηθικό που διαθέτει. Από τον ανθρώπινο παράγοντα εξαρτάται η αποτελεσματικότητα των οπλικών συστημάτων και η υλοποίηση μιας αξιόπιστης στρατηγικής εθνικής άμυνας. Για το λόγο αυτό η καλύτερη αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού των Ενόπλων Δυνάμεων, θα είναι να επιτρέψουν σ΄ αυτές να λειτουργήσουν ανεξάρτητες, χωρίς μικροκομματικές παρεμβάσεις που υπονομεύουν την αξιοκρατία και το ηθικό. Είναι απαραίτητο να γίνει κοινή συνείδηση ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις αποτελούν έναν από τους βασικούς πυλώνες ασφάλειας και σταθερότητας της πατρίδας μας και για το λόγο αυτό η διατήρηση και ανύψωση του αξιόμαχου των ενόπλων δυνάμεων προϋποθέτει την εμπέδωση του αισθήματος αξιοκρατίας και εμπιστοσύνης από τα στελέχη. Χαρακτηριστικό δείγμα αυτού αποτελεί μια αναδρομή στις κρίσεις των Αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων. Η πολιτεία με ενέργειες της επιτυγχάνει τον ευτελισμό της θεσμικής διαδικασίας των κρίσεων και καταδεικνύει την έλλειψη σεβασμού για τα στελέχη που την υπηρετούν. Το ζήτημα της θητείας, αποτελεί επίσης ένα ζήτημα παρεμβάσεων και μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων. Οι μειώσεις της θητείας των τελευταίων ετών σε συνδυασμό με την από ετών μηδενική πρόσληψη  επαγγελματιών οπλιτών, έχει ως αποτέλεσμα την υποστελέχωση των μονάδων Έβρου και νήσων, θέμα που επηρεάζει την ετοιμότητα και μαχητική ικανότητα σχηματισμών πρώτης γραμμής. Η διάρκεια της θητείας πρέπει να είναι συνάρτηση των αμυντικών αναγκών της χώρας και δεν θα πρέπει σε καμιά περίπτωση να εντάσσεται σε οποιεσδήποτε πολιτικές σκοπιμότητες. Το ζήτημα της ηθικής και υλικής απαξίωσης των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων θα πρέπει να αποτελέσει επίσης αντικείμενο αναθεώρησης πρακτικών και νοοτροπίας εκ μέρους της πολιτείας. Το θέμα των μεγάλων περικοπών σε μισθούς και συντάξεις που υπέστησαν τα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων λόγω μνημονιακών νόμων δεν θα πρέπει να ειδωθεί απλώς από την οικονομική, αλλά κυρίως από την ηθική του διάσταση. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η προάσπιση της ελευθερίας αποτελεί πρώτιστη προτεραιότητα  και τα οικονομικά θέματα που αφορούν στις ένοπλες δυνάμεις δεν αντιμετωπίζονται με καθαρά τεχνοκρατική αντίληψη. Είναι ψευδαίσθηση να θεωρείται ότι είναι δυνατόν να υλοποιηθεί οποιαδήποτε στρατηγική εθνικής άμυνας με ένοπλες δυνάμεις τα στελέχη των οποίων αισθάνονται ότι αποτελούν πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Θα πρέπει η πολιτεία να αποδώσει την τιμή που οφείλεται σ΄ εκείνους στους οποίους έχει αναθέσει την εθνική ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα της χώρας και να εκδηλώσει τις απαραίτητες ενέργειες ώστε να να διατηρήσει την αξιοπρέπεια το κύρος και το επίπεδο διαβίωσης των στελεχών στις ένοπλες δυνάμεις. Θα πρέπει να γίνει κατανοητό απ΄ όλους ότι η διατήρηση και επαύξηση της απαιτούμενης στρατιωτικής ισχύος δεν εξυπηρετεί απλά τα  εθνικά μας συμφέροντα αλλά  είναι κρίσιμη για την ίδια την εθνική μας επιβίωση. Γιατί σύμφωνα με τη θεωρία του πολιτικού ρεαλισμού όπως αυτή διατυπώθηκε από το Θουκυδίδη στο διάλογο Αθηναίων – Μηλίων το 416 π.χ. «O ισχυρός επιβάλλει ότι του επιτρέπει η δύναμη του και ο αδύνατος υποχωρεί, όσο του επιβάλλει η αδυναμία του».

* Οι θέσεις που εκφράζονται στο κείμενο είναι απολύτως προσωπικές.

www.worldenergynews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Δείτε επίσης