Η απάντηση της Επιτροπής Ανταγωνισμού στην τέταρτη επιστολή των βιομηχανικών συνδέσμων Ελλάδας Βουλγαρίας και Ρουμανίας για την λήψη μέτρων
Εμμένει η γραφειοκρατία των Βρυξελλών στην αρνητική στάση της απέναντι στο αίτημα, τόσο των κυβερνήσεων όσο και των συνδέσμων της ενεργοβόρου βιομηχανίας των χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, να ληφθούν έκτακτα μέτρα για την αντιμετώπιση των εκρήξεων που παρουσιάζουν οι τιμές του ρεύματος στην περιοχή.
Αυτό προκύπτει από την απάντηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανταγωνισμού στο αίτημα των τριών βιομηχανικών συνδέσμων της Ελλάδας (ΕΒΙΚΕΝ), της Βουλγαρίας (BFIEC) και της Ρουμανίας (ACCER), να ληφθούν έκτακτα μέτρα όπως η επανενεργοποίηση του μηχανισμού TCTF που είχε χρησιμοποιηθεί κατά τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης, για να αμβλυνθούν οι επιπτώσεις στις βιομηχανίες των τριών χωρών λόγω της εκρηκτικής ανόδου των τιμών τόσο το περασμένο καλοκαίρι όσο και τον Νοέμβριο.
Οι υπηρεσίες των Βρυξελλών παρά το γεγονός ότι παραδέχονται την ύπαρξη του προβλήματος, το αποδίδουν στις ανεπαρκείς διασυνδέσεις και τη μη ολοκλήρωση της αγοράς, υποβαθμίζουν τις αυξημένες εξαγωγές προς την Ουκρανία ως αιτία του προβλήματος και περιορίζονται να δηλώσουν ότι θα ενημερώσουν σχετικά το Συμβούλιο Υπουργών Ενέργειας στις 16 Δεκεμβρίου.
Κίνδυνος στρέβλωσης της αγοράς
Σε ότι αφορά ειδικά τον μηχανισμό TCTF οι υπηρεσίες των Βρυξελλών δηλώνουν ότι δεν μπορεί να αποτελεί μόνιμη λύση λόγω του κινδύνου στρέβλωσης της ενιαίας αγοράς και επαναλαμβάνουν τις θεωρητικές τοποθετήσεις περί της ανάγκης προώθησης διαρθρωτικών μέτρων μείωσης της εξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα και βελτιώσεις της ενεργειακής απόδοσης και της ευελιξίας του συστήματος.
Στην τέταρτη κατά σειρά επιστολή των τριών Συνδέσμων απαντά η κα. Stina Solwarta, επικεφαλής του γραφείου της Επιτρόπου Ανταγωνισμού, με δική της επιστολή που έχει χθεσινή ημερομηνία και στην οποία αναφέρονται τα εξής:
«Είμαστε ενήμεροι για τις τελευταίες εξελίξεις στις αγορές ηλεκτρισμού της περιοχής και τις ακραίες τιμές που παρατηρήθηκαν το καλοκαίρι και τον Νοέμβριο, καθώς και για τις συνέπειες που οι υψηλές τιμές ηλεκτρισμού μπορεί να έχουν στην ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας και ειδικά των βιομηχανιών έντασης ενέργειας».
«Με βάση τις προκαταρκτικές αξιολογήσεις, βλέπουμε πολλούς παράγοντες πίσω από την άνοδο των τιμών, όπως: το δομικό έλλειμμα ευέλικτων λύσεων που χρειάζονται για την κάλυψη των αιχμών της ζήτησης στην περιοχή, την ανεπαρκή ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς όσον αφορά στις φυσικές διασυνδέσεις μεταξύ της Νότιας-Ανατολικής Ευρώπης και της Κεντρικής Ευρώπης και το μη βέλτιστο δυναμικό μεταφοράς, που να μπορεί να γίνεται αποτελεσματικά διαθέσιμο για το διασυνοριακό εμπόριο. Η αναστροφή των εμπορικών ροών μεταξύ της ΕΕ και της Ουκρανίας ως αποτέλεσμα της καταστροφής της ενεργειακής υποδομής της χώρας εξ αιτίας του επιθετικού πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, δεν φαίνεται να έχει τη πιο σημαντική επίδραση στις τιμές».
«Τις προηγούμενες εβδομάδες οι υπηρεσίες της Επιτροπής ανάλυσαν περαιτέρω την κατάσταση , σε μία σειρά τεχνικών συναντήσεων με τις χώρες- μέλη της περιοχής. Το ζήτημα συζητήθηκε επίσης στη συμβούλιο των υπουργών Μεταφορών, Τηλεπικοινωνιών και Ενέργειας της 15ης Οκτωβρίου, κατά το οποίο οι χώρες μέλη ανέθεσαν στην Επιτροπή να διερευνήσει πιθανά μέτρα. Παρομοίως, το θέμα συζητήθηκε στην υπουργική συνάντηση της Βουδαπέστης στις 29 Οκτωβρίου στο πλαίσιο του High Level Group για την Ενεργειακή Διασυνδεσιμότητα Κεντρικής και Νότιο-Ανατολικής Ευρώπης».
Συνεχίζονται οι συνομιλίες
«Προκειμένου να εκπληρωθεί η εντολή του Συμβουλίου, τις επόμενες εβδομάδες η Επιτροπή θα συνεχίσει τις συζητήσεις με τις χώρες- μέλη που έχουν επηρεαστεί, για το ζήτημα των παραγόντων που προκαλούν την άνοδο των τιμών και για τις πιθανές λύσεις. Η Επιτροπή σκοπεύει να ενημερώσει τα κράτη-μέλη για το αποτέλεσμα αυτών των συζητήσεων στο Συμβούλιο των υπουργών Ενέργειας που σχεδιάζεται για τις 16 Δεκεμβρίου».
«Όσον αφορά στο TCTF, κατά τη διάρκεια της πιο οξείας φάσης της ενεργειακής κρίσης, η Επιτροπή χρησιμοποίησε την ευελιξία στους κανονισμούς για τις κρατικές ενισχύσεις, προκειμένου να επιτρέψει την άμεση στήριξη της βιομηχανίας, ως αντιστάθμισμα των αυξήσεων του ενεργειακού κόστους. Αυτό όμως δεν μπορεί να αποτελεί μόνιμη λύση λόγω του κινδύνου στρέβλωσης της ενιαίας αγοράς. Αυτός είναι και ο λόγος που οι προβλέψεις που έχουν ενσωματωθεί στο τμήμα 2.4 του TCTF, επιτρέποντας την αποζημίωση για το υψηλό ενεργειακό κόστος, έληξαν στο τέλος Ιουνίου 2024. Τώρα πρέπει να εστιάσουμε στα διαρθρωτικά μέτρα μείωσης της εξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα, ιδιαίτερα σε επενδύσεις σε ΑΠΕ και άλλες τεχνολογίες ενέργειας χαμηλών ρύπων, καθώς και σε βελτιώσεις της ενεργειακής απόδοσης και της ευελιξίας του συστήματος».
Πάντως η επιστολή κλείνει με τη διαβεβαίωση ότι η νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα συνεχίσει ενεργά να εργάζεται για να αντιμετωπίσει τα ζητήματα αυτά, με τα οποία θα ασχοληθεί και στο πλαίσιο του επικείμενου έργου για το Πλάνο Δράσης Προσιτής Ενέργειας.
www.worldenergynews.gr