Από μικρό παιδί η ευσεβής γιαγιά του, του έμαθε τον 50ο Ψαλμό, το «ελέησόν με ο Θεός»· και όπως λέει χαρακτηριστικά ο Συναξαριστής του βίου του, όταν έφθανε στο σημείο του Ψαλμού «διδάξω ανόμους τας οδούς Σου» το επαναλάμβανε μόνος του πολλὲς φορές. Από μικρός έφτιαχνε τεχνητούς άμβωνες και μιλούσε για το Χριστό στα παιδιά της ηλικίας του.
Αφού τελείωσε το δημοτικό και το σχολαρχείο στην πατρίδα του, με την ευχή των γονέων του, παίρνει την απόφαση να ξενιτευθεί στην Κωνσταντινούπολη, καθώς η οικογένειά του αδυνατούσε να συντηρήσει όλα τα μέλη της, και η γενέτειρά του δεν είχε σχολείο μέσης εκπαίδευσης. Ηταν μόλις 14 ετών.
Τα πρώτα χρόνια της παραμονής του στη Κωνσταντινούπολη η ζωή για το μικρό Αναστάσιο ήταν σκληρή και δύσκολη. O Αναστάσιος βρήκε εργασία σε έναν έμπορο καπνών που δεν τον πλήρωνε όπως έπρεπε, έτσι είχε μείνει με τρύπια παπούτσια και άθλια ενδύματα. Αλλά είχε πολλή πίστη στο Θεό και η προσευχή του ήταν η μόνη παρηγοριά. Όταν παρατήρησε ότι ο εργοδότης του έγραφε επιστολές και έπαιρνε απαντήσεις, ο Αναστάσιος με το παιδιάστικο μυαλό και την άδολη καρδιά του, θέλησε να γράψει και αυτός μια επιστολή, γιατί είχε πολλά να πει.
Αλλά σε ποιον θα την έγραφε; Δεν γνώριζε κανένα και δεν θα μπορούσε να γράψει στη μητέρα του γιατί δεν ήθελε να την στενοχωρήσει. Και όμως αισθανόταν μεγάλη την ανάγκη να γράψει, ήθελε να γράψει για τις συνθήκες της εργασίας του και ότι χρειαζόταν χρήματα για να αγοράσει παπούτσια και ενδύματα. Η ελπίδα που είχε στο Θεό δεν τον εγκατέλειπε ποτέ και έτσι σκέφτηκε να γράψει μια επιστολή με παραλήπτη το Χριστό, να του αφηγηθεί τα προβληματά του. Πήρε το μολύβι του και έγραψε:
«Χριστούλη μου, δεν έχω παπούτσια και ρούχα. Στείλε μου τα Σε παρακαλώ. Ξέρεις πόσο Σε αγαπώ. Αναστάσιος».
Έκλεισε την επιστολή με εμπιστοσύνη και έγραψε στο φάκελο: «Προς Κύριον Ιησού Χριστό στον παράδεισο».
Στον δρόμο για το ταχυδρομείο συνάντησε τον ιδιοκτήτη ενός γειτονικού καταστήματος. Ο άνδρας τον συμπαθούσε ιδιαίτερα για τον καλό του χαρακτήρα και την αθωότητα του, γνωρίζοντας μάλιστα τι περνούσε αισθανόταν οίκτο γι' αυτόν. Όταν τον ρώτησε που πηγαίνει, ο Αναστάσιος μουρμούρισε κάτι και κούνησε την επιστολή που κρατούσε στο χέρι του. Ο έμπορος προσφέρθηκε να ταχυδρομήσει εκείνος την επιστολή και ο Αναστάσιος του την έδωσε. Ο έμπορος την πήρε και κτύπωντας ελαφρά τον Αναστάσιο στο κεφάλι του είπε να επιστρέψει πίσω και να μην ανυσηχεί.
Από περιέργεια ο έμπορός έριξε μιά ματιά στον παραλήπτη. Αμέσως η περιέργειά του οξύνθηκε, άνοιξε την επιστολή και την διάβασε. Συντετριμένος από συγκίνηση, πήρε κάποια χρήματα, από την τσέπη του και κατόπιν τα έβαλε σε έναν φάκελο και τα έστειλε ανώνυμα στο αγόρι. Ο Αναστάσιος γέμισε από χαρά όταν έλαβε την επιστολή και ευχαρίστησε θερμά τον Θεό.
Στην Χίο και από εκεί στην Αθήνα και την Αλεξάνδρεια
Το 1866, σε ηλικία είκοσι ετών ταξίδεψε στη Χίο, όπου διορίστηκε δάσκαλος στο χωριό Λιθί. Οι κάτοικοι του χωριού αναπολούν με ιερή νοσταλγία τα επτά και πλέον έτη που ο Άγιος βρισκόταν ασκητικά ανάμεσά τους. Τη 7η Νοεμβρίου 1876, ο Αναστάσιος εκάρη Μοναχός στην Ιερά Νέα Μονή της Χίου, λαμβάνοντας το όνομα Λάζαρος. Λίγο αργότερα, στις 15 Ιανουαρίου 1877 χειροτονείται διάκονος από τον Μητροπολίτη Χίου Γρηγόριο. Με την ευγενική χορηγία του ευκατάστατου προστάτου του Ιωάννη Χωρέμη, μεταβαίνει στην Αθήνα και ολοκληρώνει τις Γυμνασιακές του σπουδές.
Το 1882 εγγράφεται στην Ιερή επιστήμη της Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών όπου και αριστεύει. Την 23η Μαρτίου 1886 χειροτονείται πρεσβύτερος και του απονέμεται και το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτου στον Ιερό πατριαρχικό Ναό του Αγίου Σάββα στην Αλεξάνδρεια, από τον Πατριάρχη Σωφρόνιο τον Δ΄ (Πατριάρχευσε μεταξύ 1870 και 1899). Τρία χρόνια αργότερα στις 15 Ιανουαρίου 1889, ο Άγιός μας χειροτονείται Αρχιερέας, υπό τον τίτλο του Μητροπολίτου Πενταπόλεως.
Ο διωγμός
Από τη στιγμή εκείνη ξεκινά και ο διωγμός του. Ο μισόκαλλος διάβολος επιστρατεύει κάθε όπλο εναντίον του και με φθονερούς διαβολείς κατορθώνει να πείσει τον Πατριάρχη Σωφρόνιο να απολύσει τον Πενταπόλεως Νεκτάριο και να τον εκδιώξει από τα όρια του Πατριαρχείου (απολυτήριο στις 11 Ιουλίου 1890) [3]. Ο Άγιος αναχωρεί από την Αίγυπτο περίλυπος. Μεταβαίνει στην Αθήνα. Επί επτά ολόκληρους μήνες στερείται τα πάντα [4]. Όμως ελπίζει, αντιστέκεται, επιστρατεύει το περίσσευμα της θεοσδότου πίστεως και υπομένει Χριστομίμητα κάθε πειρασμό. Στις 15/2/1891 διορίζεται ιεροκήρυκας Ευβοίας και στις 19/8/1893 μετατίθεται στη θέση του ιεροκήρυκος της Ιεράς Μητροπόλεως Φθιώτιδος και Φωκίδος.
Η Ριζάρειος
Στις 3 Μαρτίου 1894 κλήθηκε να αναλάβει την διεύθυνση της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής. Η προσφορά του Αγίου και σ’ αυτόν τον τομέα είναι ανυπολόγιστη. Ο διάδοχός του στη Διεύθυνση της Σχολής, Αρχιεπίσκοπος μετέπειτα Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Αλλ’ ευτυχώς παρά τας διακυμάνσεις ταύτας, η Ριζάρειος Σχολή δια του διευθυντού Μητροπολίτου Πενταπόλεως Νεκταρίου, ένεκα του κύρους αυτού ως Ιεράρχου, επανεύρε την εσωτερικήν αυτής γαλήνην και δια του εκλεκτού αυτής διδακτικού προσωπικού εχώρησε προς τα πρόσω, μετά της συνήθους αυτής μεγάλης πνευματικής επιδόσεως. Ο διευθυντής απεκατέστησε τελείως τον εκκλησιαστικόν χαρακτήρα της εσωτερικής ζωής της Σχολής». Στη Ριζάρειο ο Άγιος παρέμεινε επί 14 χρόνια.
Το 1908 αποσύρθηκε από τη διεύθυνση της Ριζαρείου Σχολής και εγκαταστάθηκε αρχικά στο ανακαινισμένο – προϊόντος του χρόνου από το ίδιο – μοναστήρι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Αίγινα. Με τη συνοδεία αρκετών μοναζουσών, πνευματικών τέκνων του, ο Άγιος χαριτώνει και αγιάζει ολόκληρο το νησί της Αίγινας, «ιερουργών, γράφων, κηρύττων, εξομολογών, νουθετών» .
Ο θεολόγος Μανώλης Μελινός σημειώνει: « O Άγιος Νεκτάριος ούτε στην έρημο πήγε ούτε σε στύλο ανέβηκε, αλλά μέσα στον κόσμο και στην καθημερινότητα έφθασε σε μέγιστα μέτρα αγιότητος όπως οι μεγάλοι φωστήρες της Εκκλησίας. Όλη η ζωή του ήταν “έργω και λόγω” αδιάλειπτη δοξολογία προς τον “εν Τριάδι Θεώ” και ανύστακτη μέριμνα πώς να ωφελήσει ηθικά την ταλαίπωρη κοινωνία. Περπατούσε στη γη, αλλά ήταν ουρανοπολίτης. Φαινόταν άνθρωπος, αλλά ζούσε σαν άγγελος. Επικοινωνούσε με διαφόρους ανθρώπους αλλά η αναφορά του ήταν αδιάκοπη στον ουρανό ».
Στο τέλος της ζωής του διασύρθηκε κατηγορούμενος για ηθικό παράπτωμα εις βάρος πνευματικής θυγατέρας του Μοναχής. Ο Άγιος υπέμεινε θαυματουργικά. Όμως, ο “θεράπων ιατρός” χρόνος, κατά τον Iερό Χρυσόστομο, βεβαίωσε την φυσική ακεραιότητα της Μοναχής (μέσω γραπτής ιατρικής γνωματεύσεως) και επικύρωσε το αδέκαστο της ηθικής και πνευματικής φυσιογνωμίας του ιλαρού Γέροντα.
Η κοίμισις
Ό Άγιος Νεκτάριος κοιμήθηκε στην Αθήνα την 8η Νοεμβρίου 1920, (10.30μμ), στο Αρεταίειο νοσοκομείο, ύστερα από δίμηνη νοσηλεία. Υπέφερε από οξεία προστατίτιδα. Το Ιερό Σκήνωμα μεταφέρθηκε και ενταφιάστηκε στην Αίγινα στον ιερό περίβολο της Μονής της Αγίας Τριάδος, σύμφωνα με επιθυμία του ιδίου. Η συμμετοχή κλήρου και λαού υπήρξε κατακλυσμιαία .
Ακολούθησαν αρκετές ανακομιδές των Ιερών του λειψάνων, γεγονός που μεταλαμπάδευε την αγιότητα του γέροντα και διατυμπάνιζε σε όλο τον κόσμο πως «Ζεί Κύριος ο Θεός» και «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις Αυτού».
Το Νοέμβριο του 1961 έγινε η Ανακήρυξη του Αγίου. Οι καμπάνες του μοναστηριού χτυπούσαν πανηγυρικά αδιάκοπα. Οι πανηγυρικές εκδηλώσεις παρέμειναν παροιμιώδεις.
Σήμερα, η Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος Αιγίνης έχει την υψοποιό ευλογία να φυλάσσει ως πολύτιμο θησαυρό την Αγία Κάρα και τα Ιερά Λείψανα του Αγίου Πατρός ημών Νεκταρίου Πενταπόλεως του θαυματουργού. Επιπρόσθετα, στην ως άνω Ιερά Μονή, κάθε ευλαβής προσκυνητής δύναται να έρθει σε αγιαστική επαφή με προσωπικά αντικείμενα του Αγίου, να ενημερωθεί και να θαυμάσει το πλούσιο συγγραφικό του έργο και να προσκυνήσει ταπεινά τον τάφο του, ιερή πηγή θείας θαλπωρής και παραμυθίας.
www.worldenergynews.gr