Η ενεργειακή μετάβαση οδήγησε σε τεράστιες ζημιές τις μεγάλες εταιρίες ενέργειας της Γερμανίας, συνέβαλε στη μείωση της απασχόλησης στον κλάδο, ενώ ταυτόχρονα αύξησε το κόστος του ηλεκτρικού που πληρώνουν οι καταναλωτές
Έντονη αμφισβήτηση καταγράφεται στη Γερμανία για το περίφημο πρόγραμμα της ενεργειακής μετάβασης, δηλαδή της στροφής της χώρας στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, που υιοθετήθηκε για πρώτη φορά πριν από 17 χρόνια και εντάθηκε μετά το πυρηνικό της Φουκουσίμα.
Η Γερμανία επί της ουσίας εφαρμόζει την ευρύτερη πολιτική που έχει χαραχθεί σε επίπεδο ΕΕ, για την ανάπτυξη των ΑΠΕ και τη μείωση των εκπομπών CO2, κατά το γερμανικό τρόπο, δηλαδή με απόλυτη προσήλωση.
Έτσι σήμερα πλέον το 32% της κατανάλωσης ενέργειας της χώρας καλύπτεται από ΑΠΕ, αλλά τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής έχουν αρχίσει να αμφισβητούνται εντόνως, καθώς τα στοιχεία δείχνουν πως δεν επιτυγχάνεται ο κεντρικός στόχος της μείωσης των εκπομπών CO2, ενώ την ίδια ώρα οι μεγάλες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας της χώρας RWE και η E.on κλυδωνίζονται.
Ο θόρυβος και η αμφισβήτηση εντάθηκε τις τελευταίες ημέρες μετά την έκδοση μελέτης της McKinsey για τις επιπτώσεις της ενεργειακής μετάβασης.
Χαρακτηριστικό είναι άρθρο της εφημερίδας Die Welt το οποίο παρουσιάζει τα αποτελέσματα της μελέτης της McKinsey, σημειώνοντας ότι «η ενεργειακή μετάβαση απειλεί να μετατραπεί σε οικονομική καταστροφή.»
«Αναταράξεις» και ανακατατάξεις
Την ίδια ώρα ένταση επικρατεί στο ενεργειακό τοπίο της Γερμανίας σε επίπεδο εταιριών.
Έτσι μετά τη διάσπαση των δύο μεγαλύτερων επιχειρήσεων ηλεκτρισμού της χώρας (RWE και E.on SA), για το 2017 προβλέπονται νέες συμφωνίες που θα επιφέρουν σημαντικές ανακατατάξεις.
Η Γαλλική Engie SA εξετάζει το ενδεχόμενο εξαγοράς της Innogy SE, ενώ η μητρική της RWE (κατέχει πλειοψηφικό πακέτο στην Innogy), αφήνει ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα, περιλαμβανομένων και δικών της εξαγορών.
Η ενεργειακή μετάβαση έχει αλλάξει τα πάντα στις ενεργειακές επιχειρήσεις της Γερμανίας, καθώς η μείωση των χονδρικών τιμών ρεύματος και η υπερπροσφορά ΑΠΕ έχουν προκαλέσει ρεκόρ ετήσιων ζημιών και οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις έχουν προχωρήσει σε απομείωση της αξίας των μονάδων τους περί τα 40 δισ. δολ. από το 2013.
Σημειώνεται ότι η RWE παρουσίασε πρόσφατα τις μεγαλύτερες ζημιές της από το 1949 και η E.on τα χειρότερα αποτελέσματα από ιδρύσεως της.
Μάλιστα η ΕΟΝ που βλέπει τη μετοχή της σε χαμηλά επταμήνου ύστερα από τη δημοσιοποίηση ετήσιων ζημιών - ρεκόρ σχεδιάζει να περικόψει περισσότερες από 1.000 θέσεις εργασίας μέσα στη Γερμανία μέχρι το τέλος του έτους.
Τα ευρήματα της μελέτης
Πρέπει να σημειωθεί ότι η McKinsey, με βάση 15 ποσοτικά κριτήρια, ελέγχει κάθε έξι μήνες, το εάν εξακολουθούν να είναι εφικτοί οι στόχοι της ενεργειακής μετάβασης, όπως αυτοί έχουν τεθεί σε πολιτικό επίπεδο.
Σύμφωνα λοιπόν με τα αποτελέσματα της τελευταίας μελέτης της McKinsey, σχεδόν όλοι οι δείκτες (11 από τους 15) έχουν επιδεινωθεί σε σχέση με το Φθινόπωρο του 2016.
Μάλιστα η Die Welt επισημαίνει ότι ενώ το κόστος της ενεργειακής μετάβασης συνεχίζει να αυξάνεται, ο αριθμός των θέσεων εργασίας στον τομέα των ΑΠΕ μειώνεται, ενώ βελτίωση καταγράφεται μόνο εκεί όπου υπάρχουν άμεσες επιδοτήσεις.
Σύμφωνα με την εφημερίδα η αυτοχρηματοδοτούμενη ανάπτυξη των ΑΠΕ, δεν προβλέπεται, παρά το γεγονός ότι έχουν περάσει 17 χρόνια από την έναρξη ισχύος του νόμου για την ενεργειακή μετάβαση, ενώ οι στόχοι που έχουν τεθεί γίνονται όλο και λιγότερο ρεαλιστικοί, με πρώτο τον στόχο της μείωσης των εκπομπών CO2.
Όπως αναφέρει η μελέτη «οι εκπομπές CO2 είναι πολύ πάνω από το όριο», καθώς το 2016 ανήλθαν σε περίπου σε 916 εκατ. τόνους, ελαφρώς αυξημένες σε σχέση με το προηγούμενο έτους και σαφώς εκτός στόχου που είναι τα 812 εκατ. τόνοι.
Ταυτόχρονα εκτός στόχων είναι και η κατανάλωση πρωτογενούς ενέργειας και ηλεκτρικού ρεύματος, αφού το 2016, δεν υποχώρησαν παρά τα προγράμματα ενεργειακής απόδοσης.
Συγκεκριμένα η κατανάλωση το 2016 ανήλθε σε 593 TWh, παραμένοντας στα ίδια επίπεδα με το προηγούμενο έτος.
Πτώση της απασχόλησης, αύξηση του κόστους της ενέργειας
Η Die Welt αναδεικνύει επίσης την αποτυχία του στόχου της αύξησης της απασχόλησης σημειώνοντας ότι για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά ο αριθμός των εργαζομένων στον τομέα των ΑΠΕ μειώθηκε από 355.400 σε 330.000.
Σύμφωνα με τη μελέτη τη μεγαλύτερη υποχώρηση κατέγραψαν οι κλάδοι των ανεμογεννητριών (μείον 8.000 εργαζόμενοι) και των φωτοβολταϊκών (μείον 7.000).
Ακόμη καθίσταται αμφισβητήσιμη και η υπόσχεση της γερμανικής κυβέρνησης ότι η ενεργειακή μετάβαση δεν θα κοστίσει θέσεις εργασίας στις ενεργοβόρες βιομηχανίες.
Σύμφωνα με την έρευνα της McKinsey, το 2016 για πρώτη φορά καταγράφηκε μείωση των θέσεων εργασίας στις βιομηχανίες εντάσεως ενέργειας.
Συγκεκριμένα τον Μάρτιο του 2016 καταγράφηκαν 15.000 εργαζόμενοι λιγότεροι σε σχέση με το προηγούμενο εξάμηνο
Τέλος, σε ότι αφορά το κόστος της ενέργειας η McKinsey σημειώνει ότι στο τέλος του 2016 αυξήθηκε για μια ακόμη φορά το τέλος που πληρώνουν οι Γερμανοί για τις ΑΠΕ μέσω των λογαριασμών του ηλεκτρικού ρεύματος.
Η αύξηση ήταν 8,3% και σύμφωνα με τη μελέτη η τάση είναι ανοδική.
Η όποια μείωση θα πρέπει να αναμένεται μετά το 2020 όταν οι παλαιότερες εγκαταστάσεις ΑΠΕ θα τεθούν εκτός των ειδικών τιμολογίων (feed-in tariff).
Στη μελέτη σημειώνεται ακόμη ότι την ίδια περίοδο, η μέση τιμή ρεύματος στην Ευρώπη μειώθηκε ελαφρώς και ότι η απόσταση των τιμών της Γερμανίας από τις άλλες χώρες συνεχίζει να διευρύνεται.
Σύμφωνα με την McKinsey οι τιμές ρεύματος που πληρώνουν τα γερμανικά νοικοκυριά είναι κατά 47,3% υψηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Ως εκ τούτου, το συνολικό ενεργειακό κόστος θα αυξηθεί κατά 14 δις ευρώ μέχρι το 2025 και θα φθάσει στα 77 δις ευρώ.
www.worldenergynews.gr
Η Γερμανία επί της ουσίας εφαρμόζει την ευρύτερη πολιτική που έχει χαραχθεί σε επίπεδο ΕΕ, για την ανάπτυξη των ΑΠΕ και τη μείωση των εκπομπών CO2, κατά το γερμανικό τρόπο, δηλαδή με απόλυτη προσήλωση.
Έτσι σήμερα πλέον το 32% της κατανάλωσης ενέργειας της χώρας καλύπτεται από ΑΠΕ, αλλά τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής έχουν αρχίσει να αμφισβητούνται εντόνως, καθώς τα στοιχεία δείχνουν πως δεν επιτυγχάνεται ο κεντρικός στόχος της μείωσης των εκπομπών CO2, ενώ την ίδια ώρα οι μεγάλες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας της χώρας RWE και η E.on κλυδωνίζονται.
Ο θόρυβος και η αμφισβήτηση εντάθηκε τις τελευταίες ημέρες μετά την έκδοση μελέτης της McKinsey για τις επιπτώσεις της ενεργειακής μετάβασης.
Χαρακτηριστικό είναι άρθρο της εφημερίδας Die Welt το οποίο παρουσιάζει τα αποτελέσματα της μελέτης της McKinsey, σημειώνοντας ότι «η ενεργειακή μετάβαση απειλεί να μετατραπεί σε οικονομική καταστροφή.»
«Αναταράξεις» και ανακατατάξεις
Την ίδια ώρα ένταση επικρατεί στο ενεργειακό τοπίο της Γερμανίας σε επίπεδο εταιριών.
Έτσι μετά τη διάσπαση των δύο μεγαλύτερων επιχειρήσεων ηλεκτρισμού της χώρας (RWE και E.on SA), για το 2017 προβλέπονται νέες συμφωνίες που θα επιφέρουν σημαντικές ανακατατάξεις.
Η Γαλλική Engie SA εξετάζει το ενδεχόμενο εξαγοράς της Innogy SE, ενώ η μητρική της RWE (κατέχει πλειοψηφικό πακέτο στην Innogy), αφήνει ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα, περιλαμβανομένων και δικών της εξαγορών.
Η ενεργειακή μετάβαση έχει αλλάξει τα πάντα στις ενεργειακές επιχειρήσεις της Γερμανίας, καθώς η μείωση των χονδρικών τιμών ρεύματος και η υπερπροσφορά ΑΠΕ έχουν προκαλέσει ρεκόρ ετήσιων ζημιών και οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις έχουν προχωρήσει σε απομείωση της αξίας των μονάδων τους περί τα 40 δισ. δολ. από το 2013.
Σημειώνεται ότι η RWE παρουσίασε πρόσφατα τις μεγαλύτερες ζημιές της από το 1949 και η E.on τα χειρότερα αποτελέσματα από ιδρύσεως της.
Μάλιστα η ΕΟΝ που βλέπει τη μετοχή της σε χαμηλά επταμήνου ύστερα από τη δημοσιοποίηση ετήσιων ζημιών - ρεκόρ σχεδιάζει να περικόψει περισσότερες από 1.000 θέσεις εργασίας μέσα στη Γερμανία μέχρι το τέλος του έτους.
Τα ευρήματα της μελέτης
Πρέπει να σημειωθεί ότι η McKinsey, με βάση 15 ποσοτικά κριτήρια, ελέγχει κάθε έξι μήνες, το εάν εξακολουθούν να είναι εφικτοί οι στόχοι της ενεργειακής μετάβασης, όπως αυτοί έχουν τεθεί σε πολιτικό επίπεδο.
Σύμφωνα λοιπόν με τα αποτελέσματα της τελευταίας μελέτης της McKinsey, σχεδόν όλοι οι δείκτες (11 από τους 15) έχουν επιδεινωθεί σε σχέση με το Φθινόπωρο του 2016.
Μάλιστα η Die Welt επισημαίνει ότι ενώ το κόστος της ενεργειακής μετάβασης συνεχίζει να αυξάνεται, ο αριθμός των θέσεων εργασίας στον τομέα των ΑΠΕ μειώνεται, ενώ βελτίωση καταγράφεται μόνο εκεί όπου υπάρχουν άμεσες επιδοτήσεις.
Σύμφωνα με την εφημερίδα η αυτοχρηματοδοτούμενη ανάπτυξη των ΑΠΕ, δεν προβλέπεται, παρά το γεγονός ότι έχουν περάσει 17 χρόνια από την έναρξη ισχύος του νόμου για την ενεργειακή μετάβαση, ενώ οι στόχοι που έχουν τεθεί γίνονται όλο και λιγότερο ρεαλιστικοί, με πρώτο τον στόχο της μείωσης των εκπομπών CO2.
Όπως αναφέρει η μελέτη «οι εκπομπές CO2 είναι πολύ πάνω από το όριο», καθώς το 2016 ανήλθαν σε περίπου σε 916 εκατ. τόνους, ελαφρώς αυξημένες σε σχέση με το προηγούμενο έτους και σαφώς εκτός στόχου που είναι τα 812 εκατ. τόνοι.
Ταυτόχρονα εκτός στόχων είναι και η κατανάλωση πρωτογενούς ενέργειας και ηλεκτρικού ρεύματος, αφού το 2016, δεν υποχώρησαν παρά τα προγράμματα ενεργειακής απόδοσης.
Συγκεκριμένα η κατανάλωση το 2016 ανήλθε σε 593 TWh, παραμένοντας στα ίδια επίπεδα με το προηγούμενο έτος.
Πτώση της απασχόλησης, αύξηση του κόστους της ενέργειας
Η Die Welt αναδεικνύει επίσης την αποτυχία του στόχου της αύξησης της απασχόλησης σημειώνοντας ότι για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά ο αριθμός των εργαζομένων στον τομέα των ΑΠΕ μειώθηκε από 355.400 σε 330.000.
Σύμφωνα με τη μελέτη τη μεγαλύτερη υποχώρηση κατέγραψαν οι κλάδοι των ανεμογεννητριών (μείον 8.000 εργαζόμενοι) και των φωτοβολταϊκών (μείον 7.000).
Ακόμη καθίσταται αμφισβητήσιμη και η υπόσχεση της γερμανικής κυβέρνησης ότι η ενεργειακή μετάβαση δεν θα κοστίσει θέσεις εργασίας στις ενεργοβόρες βιομηχανίες.
Σύμφωνα με την έρευνα της McKinsey, το 2016 για πρώτη φορά καταγράφηκε μείωση των θέσεων εργασίας στις βιομηχανίες εντάσεως ενέργειας.
Συγκεκριμένα τον Μάρτιο του 2016 καταγράφηκαν 15.000 εργαζόμενοι λιγότεροι σε σχέση με το προηγούμενο εξάμηνο
Τέλος, σε ότι αφορά το κόστος της ενέργειας η McKinsey σημειώνει ότι στο τέλος του 2016 αυξήθηκε για μια ακόμη φορά το τέλος που πληρώνουν οι Γερμανοί για τις ΑΠΕ μέσω των λογαριασμών του ηλεκτρικού ρεύματος.
Η αύξηση ήταν 8,3% και σύμφωνα με τη μελέτη η τάση είναι ανοδική.
Η όποια μείωση θα πρέπει να αναμένεται μετά το 2020 όταν οι παλαιότερες εγκαταστάσεις ΑΠΕ θα τεθούν εκτός των ειδικών τιμολογίων (feed-in tariff).
Στη μελέτη σημειώνεται ακόμη ότι την ίδια περίοδο, η μέση τιμή ρεύματος στην Ευρώπη μειώθηκε ελαφρώς και ότι η απόσταση των τιμών της Γερμανίας από τις άλλες χώρες συνεχίζει να διευρύνεται.
Σύμφωνα με την McKinsey οι τιμές ρεύματος που πληρώνουν τα γερμανικά νοικοκυριά είναι κατά 47,3% υψηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Ως εκ τούτου, το συνολικό ενεργειακό κόστος θα αυξηθεί κατά 14 δις ευρώ μέχρι το 2025 και θα φθάσει στα 77 δις ευρώ.
www.worldenergynews.gr