Τη στιγμή που η ενεργειακή κρίση αναζωπυρώνεται λόγω των εξελίξεων στη Μέση Ανατολή και η εγχώρια βιομηχανία βρίσκεται αντιμέτωπη με τον κίνδυνο νέας ανόδου του ενεργειακού κόστους, η κυβέρνηση μοιάζει να μην συγκινείται για τις επιπτώσεις στις εξαγωγές και την ανταγωνιστικότητα της εγχώριας παραγωγής, αφού ανοιχτό παραμένει το ζήτημα της καταβολής στους δικαιούχους των χρημάτων που αντιστοιχούν ως «αντιστάθμιση» για το κόστος ρύπων.
Άλλωστε όπως ξεκαθάρισε πρόσφατα ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης απαντώντας στο αίτημα του προέδρου του ΣΕΒ Δημήτρη Παπαλεξόπουλου, επιθυμία του είναι να στηρίξει την εγχώρια παραγωγή αλλά «οι δημοσιονομικοί περιορισμοί είναι γνωστοί και σε μεγάλο βαθμό αδιαπραγμάτευτοι».
Οι οφειλές προς τις βαριές βιομηχανίες από την «αντιστάθμιση» φθάνουν στα 480 εκατ. ευρώ για τρία χρόνια (2021-2023) ενώ σε αυτά θα πρέπει να προστεθούν επιπλέον 120 εκατ ευρώ από επιστροφές ΕΤΜΕΑΡ.
Σε ότι αφορά ειδικά την αντιστάθμιση του κόστους των ρύπων, οι βαριές βιομηχανίες και κυρίως οι εξαγωγικές κινδυνεύουν να εγγράψουν ζημιές αφού όχι μόνον έχει καθυστερήσει η πληρωμή των σχετικών ποσών αλλά φαίνεται πως για το 2023 είναι πιθανόν να λογιστούν χαμηλότερα ποσά, από αυτά που θα έπρεπε να λάβουν για την κάλυψη της μεγάλης αύξησης του κόστους CO2.
Τι ζητά η βιομηχανία
Συγκεκριμένα η «αντιστάθμιση» που θα λάβουν για το 2023, προσδιορίζεται με βάση τη μέση τιμή των δικαιωμάτων εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα (EUA) του 2022, δηλαδή των 81 ευρώ/τόνο CO2.
Όμως το ποσοστό επί των συνολικών εσόδων από τις δημοπρασίες ρύπων, που θα δοθεί στις βιομηχανίες για την αντιστάθμιση, έχει προσδιοριστεί στο 11% με απόφαση του πρώην υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστα Σκρέκα αντί του 13,6% που είχε διατεθεί για τον ίδιο λόγο το 2020. Παράλληλα με απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στους δικαιούχους της αντιστάθμισης έχουν προστεθεί πλέον και τα διυλιστήρια. Έτσι η βιομηχανία προκειμένου να καλυφθεί το επιπλέον κόστος να ζητεί να λάβει το 17% των εσόδων από τις δημοπρασίες ρύπων.
Μάλιστα όπως αναφέρουν κύκλοι της βιομηχανίες, οι επιχειρήσεις και ειδικά οι εξαγωγικές είχαν ενσωματώσει στις τιμές διάθεσης των προϊόντων τους το κόστος ρύπων και το ποσό της «αντιστάθμισης» με βάση τα προηγούμενα δεδομένα, οπότε η διαφορά που προκύπτει φθάνει τα 95 εκατ. ευρώ και μπορεί να προκαλέσει ζημιές.
Σημειώνεται ότι τα έσοδα από τις δημοπρασίες ρύπων το 2023 θα φτάσουν στα 1,6 δισ. ευρώ, από τα οποία με ποσοστό κατανομής πχ 13,6%, όπως ήταν το 2020, θα πρέπει να επιστραφούν ως αντιστάθμιση στις βιομηχανίες 260 εκατ. ευρώ, ενώ με το 11% θα λάβουν μόνο 165 εκατ. ευρώ.
Εξάλλου ακόμα δεν έχουν καταβληθεί ποσά ύψους 110 εκατ. ευρώ για την αντιστάθμιση του 2021, 110 εκατ. ευρώ για την αντιστάθμιση του 2022 και βέβαια τα 260 εκατ. ευρώ που διεκδικεί η βιομηχανία για το 2023, έναντι των 165 εκατ. ευρώ που προέβλεπε η απόφαση Σκρέκα.
Το όριο του 11%
Ας σημειωθεί ότι το ύψος της αντιστάθμισης- μέτρο που προβλέπεται από την ΕΕ για τις επιλέξιμες, ενεργοβόρες βιομηχανίες που είναι εκτεθειμένες στον διεθνή ανταγωνισμό, υπολογίζεται με βάση τη συνολική κατανάλωση ενέργειας και το κόστος ρύπων της προηγούμενης χρονιάς.
Οι τιμές των ρύπων έχουν αυξηθεί κατακόρυφα από 25,2 ευρώ/τόνο CO2 το 2020 σε περίπου 81 ευρώ/τόνο κατά μέσον όρο το 2022
Εξάλλου από το 2021, που εγκρίθηκαν οι νέες Κατευθυντήριες Γραμμές της ΕΕ, που συνδέουν το ύψος της επιστροφής με την Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία κάθε εταιρίας, η αντιστάθμιση μπορεί να αυξηθεί έως 25%. Επιπλέον, με τον νέο κανονισμό έχουν ενταχθεί και τα διυλιστήρια στο μέτρο, πράγμα που σημαίνει ότι αν ισχύσει το όριο του 11% της κατανομής, κάθε εταιρία θα λάβει πολύ λιγότερα από αυτά που της αναλογούν και είχε προϋπολογίσει.
Γι ‘αυτό το λόγο η βιομηχανία ζητεί να αυξηθεί στο 17% το ποσοστό από τα έσοδα των δημοπρασιών ρύπων που θα δοθεί για την αντιστάθμιση, επισημαίνοντας ότι ποσά που δεν θα χρησιμοποιηθούν θα επιστρέψουν στο Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης.