Πως η κατάσταση ξέφυγε, οι προτεραιότητες για τις λύσεις και τα βασικά ερωτήματα - ζητήματα που προκύπτουν.Του Π.Μπουσμπουρέλη
Η ενεργειακή κρίση βαδίζει προς την κορύφωσή της και αποτελεί ένα ακόμα crash test για την Ευρώπη, τις οικονομίες και τις κοινωνίες της, που δεν έχουν προλάβει να συνέλθουν από το σοκ του COVID-19. Το γιατί η Ευρώπη βρέθηκε με ελλιπή αποθέματα και από την αγορά της έχουν λείψει 50 bcm, όπως αναφέρει η μελέτη του Oxford Institute είναι κάτι, που κανείς δεν θα περίμενε να φτάσουν οι τιμές πάνω από τα 100 ευρώ/MWh για να κινητοποιηθούν κυβερνήσεις και Κομισιόν. Η ενεργειακή ασφάλεια και η ενεργειακή επάρκεια είναι όροι που αποτελούν τα βασικά της ενεργειακής πολιτικής και από εκεί ξεκινά η διαχείριση και ο προγραμματισμός.
Σήμερα όμως είμαστε αντιμέτωποι με ένα κόστος ηλεκτρισμού και γενικότερα ενεργειακού, που έχει την αιτία του στην ανατροπή της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας κατά την φάση του COVID, αλλά και τα χαρακτηριστικά της κερδοσκοπίας, αφού οι παραγωγοί και εξαγωγείς φυσικού αερίου και LNG καταγράφουν ανεπανάληπτα κέρδη, όπως και traders των αγορών.
Δεν αλλάζει πολιτική η Ευρώπη
Το βέβαιον είναι ότι η Ευρώπη δεν θα αλλάξει την πολιτική της. Δεν θα ενθαρρύνει τις επενδύσεις σε έργα φυσικού αερίου, παρά το γεγονός ότι έχει το καύσιμο απόλυτη ανάγκη. Όσο και αν η IEA προβλέπει για το καύσιμο γέφυρα, ότι η ζήτηση θα βαίνει αυξανόμενη μέχρι το 2050. Όπως θα συμβαίνει και με το πετρέλαιο αλλά και με τις ΑΠΕ.
Η πολιτική πριμοδότησης στροφής στις ΑΠΕ με τα δικαιώματα των ρύπων να διαπραγματεύονται ψηλά θα συνεχιστεί, καθώς αυτά θα αποτελέσουν και την πηγή χρηματοδότησης για την αντιμετώπιση της κρίσης. Για τον λόγο αυτό και τα έσοδα του 1 δισ που έχει η ελληνική ενεργειακή αγορά και διαχειρίζεται ο ΔΑΠΕΕΠ είναι ο κύριος πυλώνας στήριξης του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης αλλά και του ΕΛΑΠΕ που αποτελεί τον λογαριασμό κλειδί για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς των ΑΠΕ.
Όσοι λοιπον επενδύουν σε μια συνολική επιβράδυνση της απολιγνιτοποίησης σε πανευρωπαϊκό επίπεδο δεν θα έχουν τύχη, άσχετα αν η ελληνική αγορά χρειάζεται στις έκτακτες περιπτώσεις ακόμα λιγνίτες για να καλύψει τις ανάγκες της σε περιόδους αιχμής και εσχάτως λόγω των ειδικών συνθηκών για να βελτιώσει το κόστος.
Οι σχέσεις με την Ρωσία στην μεγάλη εικόνα
Το πρόβλημα σε πρώτη φάση έχει να κάνει με την εξομάλυνση της σχέσης της Ευρώπης με την Ρωσία σε επίπεδο θεσμικό και πρακτικό. Οι Ρώσοι διαμέσου της Gazprom επανέλαβαν χθες 7/10, ότι επιθυμούν μακροπρόθεσμα συμβόλαια και όχι διαμόρφωση των τιμών στις αγορές.Το δεύτερο έχει να κάνει με την διαχείριση του Nord Stream, στον οποίο οι Ρώσοι θέλουν άμεση πρόσβαση και έλεγχο, στοιχείο που νομικά οι Ευρωπάιοι έχουν αμφισβητήσει. Το γεγονός ότι ο γενικός εισαγγελέας της ΕΕ γνωνομοδότησε επίσης, ότι η εταιρία που έχει τον αγωγό δικαιούται να αμφισβητήσει την Οδηγία που ζητά διάσπασή της για να μην συμπίπτουν παραγωγή και διαχείριση είναι ένα βήμα, που δείχνει άνοιγμα προς τα ρώσικα συμφέροντα.
Η μεγάλη εικόνα έχει να κάνει με την σχέση Ευρώπης και Ρωσίας άμεσα, καθώς οι Αμερικανοί εξαγωγείς είναι εκείνοι που απολαμβάνουν τους καρπούς μακροχρόνιων σχεδιασμών εξάγοντας στην Ασία και είναι αδύνατο να καλύψουν τις ανάγκες της ευρωπαϊκής πλευράς.
Οι προθέσεις των Ρώσων θα φανούν μέσα στο επόμενο δεκαήμερο και σίγουρα η πορεία των τιμών του φυσικού αερίου θα αποτελεί και την πυξίδα των εξελίξεων.
Με την εργαλειοθήκη της ΕΕ εγχωρίως αλλά και τεστ αντοχής
Στο εσωτερικό μέτωπο η κυβέρνηση αυξάνει τα κονδύλια τηρώντας το πλαίσιο της εργαλειοθήκης της Κομισιόν, χρηματοδώντας τους πιο ευάλωτους και λαμβάνοντας κονδύλια από τα έσοδα των δικαιωμάτων ρύπων. Οι δυνατότητες που δίνονται από την Κομισιόν έχουν να κάνουν και με αναβολή πληρωμής φόρων που συνδέονται με τα ενεργειακά τιμιλόγια, ενώ φέρνει στο επίκεντρο ενίσχυσης και τις μικρές επιχειρήσεις. Τα ποσά ανεβαίνουν στα 500 εκατ προς το παρόν αλλά η διάρκεια της κρίσης θα είναι αυτή που θα προσδιορίσει τα δεδομένα που θα διαμορφωθούν.
Μαγικές λύσεις είναι δύσκολο να υπάρξουν, με δεδομένο ότι η βασική ευρωπαϊκή γραμμή είναι ξεκάθαρο, ότι έχει να κάνει με την επιτάχυνση της στροφής στις ΑΠΕ. Ακόμα και αν υπάρξουν κάποιες προσαρμογές, λόγω του υψηλού κόστους που η ταχεία μετάβαση συνεπάγεται, η κεντρική πολιτική δεν θα αλλάξει. Με αυτά τα δεδομένα η πορεία θα συνεχιστεί, θα υποστηριχθεί από τα κονδύλια και τις πολιτικές της εξοικονόμησης με τις αναβαθμίσεις, που στόχο έχουν την μείωση κατανάλωσης ενέργειας. Ωστόσο αυτοί που δεν θα αντέξουν την παρατεταμένη κρίση, το πιθανότερο είναι να ακολουθήσουν λύσεις μέσω της αγοράς.
Αν η κρίση διαρκέσει θα δούμε εξαγορές κα συγχωνεύσεις στον κλάδο, ακόμα και πτωχεύσεις είτε απλές μεταφορές χαρτοφυλακίων πελατών και με την χρήση ακόμα της διαδικασίας του τελευταίου καταφυγίου στους ισχυρούς πόλους της αγοράς.
Ζητήματα που μένει να απαντηθούν σε μια κρίση που δεν θα τελειώσει γρήγορα, είναι τι θα γίνει με τις επιχειρήσεις που ανήκουν στην λεγόμενη Μέση Τάση και βλέπουν το κόστος τους να επιδεινώνεται περαιτέρω. Η κρίση δεν θα διαρκέσει για πάντα, αλλά οι επόμενοι μήνες και ιδιαίτερα το επερχόμενο α΄τρίμηνο του 2022, φαίνεται, ότι θα χρειασθούν μέτρα που θα καλύπτουν ανάγκες, που θα προκύπτουν. Αυτά έχουν να κάνουν με το οικονομικό κόστος που από κάπου θα πρέπει να εξισορροπηθεί και για αυτό έχει μεγάλη σημασία να δούμε τις επόμενες αποφάσεις της ΕΕ.
Δύο ζητήματα που αξίζει να επισημάνουμε έχουν να κάνουν με τα εξης:
Με δεδομένο ότι η ελληνική αγορά του χρηματιστηρίου ενέργειας κράτησε τις τιμές πολύ χαμηλότερα τις τελευταίες ημέρες σε σχέση με τις εκρήξεις που είδαμε σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, δίνεται απάντηση σε όσους διαμαρτύρονταν επί μήνες, για μια αγορά που η απελευθέρωση την οδήγησε στην κερδοσκοπία.
Οι ανάγκες του φυσικού αερίου επαναφέρουν το ζήτημα της έρευνας για τους υδρογονάνθρακες, οι οποίοι έχουν επί της ουσίας σταματήσει ή εισέλθει σε στασιμότητα. Μήπως θα πρέπει να εξεταστεί και πάλι η πολιτική των ερευνών στο κρητικό πέλαγος που έχει εγκαταλειφθεί από τα ΕΛΠΕ;
Το όλο ζήτημα πως θα επανεξεταστεί σε σχέση και με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και τα διακυβεύματα των γεωτρήσεων που προς το παρόν έχουν περιθωριοποιηθεί;
Π.Μπουσμπουρέλης
www.worldenergynews.gr
Σήμερα όμως είμαστε αντιμέτωποι με ένα κόστος ηλεκτρισμού και γενικότερα ενεργειακού, που έχει την αιτία του στην ανατροπή της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας κατά την φάση του COVID, αλλά και τα χαρακτηριστικά της κερδοσκοπίας, αφού οι παραγωγοί και εξαγωγείς φυσικού αερίου και LNG καταγράφουν ανεπανάληπτα κέρδη, όπως και traders των αγορών.
Δεν αλλάζει πολιτική η Ευρώπη
Το βέβαιον είναι ότι η Ευρώπη δεν θα αλλάξει την πολιτική της. Δεν θα ενθαρρύνει τις επενδύσεις σε έργα φυσικού αερίου, παρά το γεγονός ότι έχει το καύσιμο απόλυτη ανάγκη. Όσο και αν η IEA προβλέπει για το καύσιμο γέφυρα, ότι η ζήτηση θα βαίνει αυξανόμενη μέχρι το 2050. Όπως θα συμβαίνει και με το πετρέλαιο αλλά και με τις ΑΠΕ.
Η πολιτική πριμοδότησης στροφής στις ΑΠΕ με τα δικαιώματα των ρύπων να διαπραγματεύονται ψηλά θα συνεχιστεί, καθώς αυτά θα αποτελέσουν και την πηγή χρηματοδότησης για την αντιμετώπιση της κρίσης. Για τον λόγο αυτό και τα έσοδα του 1 δισ που έχει η ελληνική ενεργειακή αγορά και διαχειρίζεται ο ΔΑΠΕΕΠ είναι ο κύριος πυλώνας στήριξης του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης αλλά και του ΕΛΑΠΕ που αποτελεί τον λογαριασμό κλειδί για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς των ΑΠΕ.
Όσοι λοιπον επενδύουν σε μια συνολική επιβράδυνση της απολιγνιτοποίησης σε πανευρωπαϊκό επίπεδο δεν θα έχουν τύχη, άσχετα αν η ελληνική αγορά χρειάζεται στις έκτακτες περιπτώσεις ακόμα λιγνίτες για να καλύψει τις ανάγκες της σε περιόδους αιχμής και εσχάτως λόγω των ειδικών συνθηκών για να βελτιώσει το κόστος.
Οι σχέσεις με την Ρωσία στην μεγάλη εικόνα
Το πρόβλημα σε πρώτη φάση έχει να κάνει με την εξομάλυνση της σχέσης της Ευρώπης με την Ρωσία σε επίπεδο θεσμικό και πρακτικό. Οι Ρώσοι διαμέσου της Gazprom επανέλαβαν χθες 7/10, ότι επιθυμούν μακροπρόθεσμα συμβόλαια και όχι διαμόρφωση των τιμών στις αγορές.Το δεύτερο έχει να κάνει με την διαχείριση του Nord Stream, στον οποίο οι Ρώσοι θέλουν άμεση πρόσβαση και έλεγχο, στοιχείο που νομικά οι Ευρωπάιοι έχουν αμφισβητήσει. Το γεγονός ότι ο γενικός εισαγγελέας της ΕΕ γνωνομοδότησε επίσης, ότι η εταιρία που έχει τον αγωγό δικαιούται να αμφισβητήσει την Οδηγία που ζητά διάσπασή της για να μην συμπίπτουν παραγωγή και διαχείριση είναι ένα βήμα, που δείχνει άνοιγμα προς τα ρώσικα συμφέροντα.
Η μεγάλη εικόνα έχει να κάνει με την σχέση Ευρώπης και Ρωσίας άμεσα, καθώς οι Αμερικανοί εξαγωγείς είναι εκείνοι που απολαμβάνουν τους καρπούς μακροχρόνιων σχεδιασμών εξάγοντας στην Ασία και είναι αδύνατο να καλύψουν τις ανάγκες της ευρωπαϊκής πλευράς.
Οι προθέσεις των Ρώσων θα φανούν μέσα στο επόμενο δεκαήμερο και σίγουρα η πορεία των τιμών του φυσικού αερίου θα αποτελεί και την πυξίδα των εξελίξεων.
Με την εργαλειοθήκη της ΕΕ εγχωρίως αλλά και τεστ αντοχής
Στο εσωτερικό μέτωπο η κυβέρνηση αυξάνει τα κονδύλια τηρώντας το πλαίσιο της εργαλειοθήκης της Κομισιόν, χρηματοδώντας τους πιο ευάλωτους και λαμβάνοντας κονδύλια από τα έσοδα των δικαιωμάτων ρύπων. Οι δυνατότητες που δίνονται από την Κομισιόν έχουν να κάνουν και με αναβολή πληρωμής φόρων που συνδέονται με τα ενεργειακά τιμιλόγια, ενώ φέρνει στο επίκεντρο ενίσχυσης και τις μικρές επιχειρήσεις. Τα ποσά ανεβαίνουν στα 500 εκατ προς το παρόν αλλά η διάρκεια της κρίσης θα είναι αυτή που θα προσδιορίσει τα δεδομένα που θα διαμορφωθούν.
Μαγικές λύσεις είναι δύσκολο να υπάρξουν, με δεδομένο ότι η βασική ευρωπαϊκή γραμμή είναι ξεκάθαρο, ότι έχει να κάνει με την επιτάχυνση της στροφής στις ΑΠΕ. Ακόμα και αν υπάρξουν κάποιες προσαρμογές, λόγω του υψηλού κόστους που η ταχεία μετάβαση συνεπάγεται, η κεντρική πολιτική δεν θα αλλάξει. Με αυτά τα δεδομένα η πορεία θα συνεχιστεί, θα υποστηριχθεί από τα κονδύλια και τις πολιτικές της εξοικονόμησης με τις αναβαθμίσεις, που στόχο έχουν την μείωση κατανάλωσης ενέργειας. Ωστόσο αυτοί που δεν θα αντέξουν την παρατεταμένη κρίση, το πιθανότερο είναι να ακολουθήσουν λύσεις μέσω της αγοράς.
Αν η κρίση διαρκέσει θα δούμε εξαγορές κα συγχωνεύσεις στον κλάδο, ακόμα και πτωχεύσεις είτε απλές μεταφορές χαρτοφυλακίων πελατών και με την χρήση ακόμα της διαδικασίας του τελευταίου καταφυγίου στους ισχυρούς πόλους της αγοράς.
Ζητήματα που μένει να απαντηθούν σε μια κρίση που δεν θα τελειώσει γρήγορα, είναι τι θα γίνει με τις επιχειρήσεις που ανήκουν στην λεγόμενη Μέση Τάση και βλέπουν το κόστος τους να επιδεινώνεται περαιτέρω. Η κρίση δεν θα διαρκέσει για πάντα, αλλά οι επόμενοι μήνες και ιδιαίτερα το επερχόμενο α΄τρίμηνο του 2022, φαίνεται, ότι θα χρειασθούν μέτρα που θα καλύπτουν ανάγκες, που θα προκύπτουν. Αυτά έχουν να κάνουν με το οικονομικό κόστος που από κάπου θα πρέπει να εξισορροπηθεί και για αυτό έχει μεγάλη σημασία να δούμε τις επόμενες αποφάσεις της ΕΕ.
Δύο ζητήματα που αξίζει να επισημάνουμε έχουν να κάνουν με τα εξης:
Με δεδομένο ότι η ελληνική αγορά του χρηματιστηρίου ενέργειας κράτησε τις τιμές πολύ χαμηλότερα τις τελευταίες ημέρες σε σχέση με τις εκρήξεις που είδαμε σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, δίνεται απάντηση σε όσους διαμαρτύρονταν επί μήνες, για μια αγορά που η απελευθέρωση την οδήγησε στην κερδοσκοπία.
Οι ανάγκες του φυσικού αερίου επαναφέρουν το ζήτημα της έρευνας για τους υδρογονάνθρακες, οι οποίοι έχουν επί της ουσίας σταματήσει ή εισέλθει σε στασιμότητα. Μήπως θα πρέπει να εξεταστεί και πάλι η πολιτική των ερευνών στο κρητικό πέλαγος που έχει εγκαταλειφθεί από τα ΕΛΠΕ;
Το όλο ζήτημα πως θα επανεξεταστεί σε σχέση και με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και τα διακυβεύματα των γεωτρήσεων που προς το παρόν έχουν περιθωριοποιηθεί;
Π.Μπουσμπουρέλης
www.worldenergynews.gr