Από το 2017 μέχρι σήμερα, ο ΟΠΕΚ και η Ρωσία βρίσκονται σε μία διαδικασία περιορισμού της αραγωγής τους προκειμένου να ισορροπήσουν την αγορά ενέργειας
Κατά τη διάρκεια των προηγούμενων ημερών ο Οργανισμός Πετρελαιοπαραγωγών Κρατών δημοσίευσε τη μηνιαία του έκθεση η οποία αφορά την κατάσταση που επικρατεί στην παγκόσμια αγορά ενέργειας και τις εκτιμήσεις του για τη ζήτηση πετρελαίου το επόμενο διάστημα.
Ο ΟΠΕΚ προχώρησε σε σημαντική υποβάθμιση των προβλέψεών του για την ημερήσια ζήτηση πετρελαίου του 2020, τονίζοντας ότι η έξαρση του κορωνοϊού στην Κίνα αποτέλεσε «σημαντικό παράγοντα» για τη σχετική απόφαση.
Ειδικότερα, ο Οργανισμός εκτιμά ότι η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου θα αυξηθεί κατά 990 χιλ. βαρέλια ημερησίως το τρέχον έτος, έναντι των προηγούμενων εκτιμήσεων στα 1,22 εκατ. βαρέλια ημερησίως,την ίδια στιγμή που η Υπηρεσία Πληροφοριών Ενέργειας στις ΗΠΑ εκτιμά ότι η αύξηση της ημερήσιας ζήτησης θα διαμορφωθεί στα 1 εκατ. βαρέλια.
«Ο αντίκτυπος της έξαρσης του κορωνοϊού στην οικονομία της Κίνας έρχεται να προστεθεί στις αβεβαιότητες που αφορούν την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη το 2020 και κατά συνέπεια την παγκόσμια αύξηση της ζήτησης πετρελαίου το 2020», αναφέρει χαρακτηριστικά η έκθεση του ΟΠΕΚ.
«Είναι σαφές ότι οι τρέχουσες εξελίξεις στην Κίνα απαιτούν συνεχή παρακολούθηση και αξιολόγηση ώστε να εκτιμηθούν οι επιπτώσεις στην αγορά πετρελαίου το 2020», υπογραμμίζει ο Οργανισμός Πετρελαιοπαραγωγών Κρατών, λίγες ημέρες μετά τη συνάντηση που είχε η τεχνική επιτροπή των χωρών που συμμετέχουν στη συμφωνία για τις περικοπές.
Κατά την ολοκλήρωση της συνάντησης που είχε η τεχνική επιτροπή των ΟΠΕΚ+ (στις οποίες περιλαμβάνεται και η Ρωσία), προτάθηκε η επέκταση των περικοπών στην παραγωγή πετρελαίου μέχρι το τέλος του έτους, καθώς και η εμβάθυνση των περικοπών που βρίσκονται σε ισχύ, ώστε να περιοριστεί ο αντίκτυπος του ιού στην παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου.
«Η Κοινή Τεχνική Επιτροπή πρότεινε έναν επιπρόσθετο περιορισμό στην παραγωγή μέχρι το τέλος του δεύτερου τριμήνου του 2020», δήλωσε ο υπουργός Πετρελαίου της Αλγερίας και πρόεδρος του ΟΠΕΚ, Mohamed Arkab, μετά την ολοκλήρωση της συνάντησης.
«Η επιδημία του κορωνοϊού έχει αρνητικό αντίκτυπο στις οικονομικές δραστηριότητες, κυρίως στους τομείς μεταφορών, τουρισμού και βιομηχανίας», υπογράμμισε ο κ. Arkab, ο οποίος πρόσθεσε ότι αυτή η εξέλιξη επηρεάζει «ιδιαίτερα την Κίνα και σταδιακά την περιοχή της Ασίας και τον υπόλοιπο κόσμο».
Τον περασμένο Δεκέμβριο οι χώρες που συμμετέχουν στη συμφωνία του ΟΠΕΚ είχαν ανακοινώσει περαιτέρω εμβάθυνση των περικοπών κατά 500 χιλ. βαρέλια ημερησίως μέχρι τον Μάρτιο του τρέχοντος έτους, στα 1,7 εκατ. βαρέλια συνολικά.
Τότε η σχετική απόφαση είχε ληφθεί κυρίως εξαιτίας της χαμηλότερης ζήτησης πετρελαίου και της συνεχούς αύξησης στην παραγωγή αμερικανικού σχιστολιθικού, η οποία παραμένει σε ιστορικά υψηλά επίπεδα.
Σύμφωνα με αναφορές, η τεχνική επιτροπή των ΟΠΕΚ+ πρότεινε νέα μείωση της παραγωγής κατά 600 χιλ. βαρέλια ημερησίως, γεγονός που θα περιόριζε την παραγωγή των χωρών κατά 2,3 εκατ. βαρέλια ημερησίως συνολικά.
Από το 2017 μέχρι σήμερα, ο ΟΠΕΚ και η Ρωσία βρίσκονται ως επί το πλείστον σε μία διαδικασία περιορισμού της παραγωγής τους προκειμένου να μειώσουν τα παγκόσμια αποθέματα πετρελαίου και να ισορροπήσουν την αγορά ενέργειας, η οποία παρουσιάζει υπερπροσφορά.
Ωστόσο, σε αυτές τις αποφάσεις δεν καθίσταται δυνατό να ληφθούν υπόψιν οι αστάθμητοι παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη ζήτηση πετρελαίου, γεγονός που αναγκάζει τους ΟΠΕΚ+ να αναθεωρούν συνεχώς την πολιτική τους πριν την ολοκλήρωση της συμφωνίας.
Τόσο ο δυνητικός αντίκτυπος που θα μπορούσε να έχει βραχυπρόθεσμα ο κορωνοϊός στη ζήτηση πετρελαίου της Κίνας όσο και η απροσδόκητη επιβράδυνση στην οικονομία της Ινδίας αποτελούν δύο παράγοντες που επηρεάζουν άμεσα τις εξαγωγές του ΟΠΕΚ.
Η Κίνα και η Ινδία αποτελούν αντίστοιχα την δεύτερη και την τρίτη χώρα με τη μεγαλύτερη ζήτηση πετρελαίου παγκοσμίως, με τις χώρες των ΟΠΕΚ+ να καλύπτουν μεγάλο μέρος των ενεργειακών αναγκών τους.
Στην κορυφή της σχετικής λίστας βρίσκονται οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες τα τελευταία χρόνια παραμένουν σε συνεχή διαδικασία επίτευξης ενεργειακής ανεξαρτησίας, γεγονός που δικαιολογεί την διατήρηση της παραγωγής σχιστολιθικού πετρελαίου σε επίπεδα ρεκόρ.
Μάλιστα, η παραγωγή πετρελαίου στις ΗΠΑ έχει εμφανίσει ελάχιστα σημάδια κάμψης τους τελευταίους μήνες, περιορίζοντας όλο και περισσότερο το μερίδιο του ΟΠΕΚ στην παγκόσμια αγορά ενέργειας.
Παρά το γεγονός ότι οι αναλυτές προβλέπουν επιβράδυνση στην παραγωγή των ΗΠΑ το 2020, μία τέτοια εκτίμηση ενδέχεται να αποδειχθεί επισφαλής, καθώς οι αντίστοιχες προβλέψεις των προηγούμενων ετών δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ.
Εάν ο ΟΠΕΚ λάβει υπόψιν και τις τελευταίες εκτιμήσεις του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας, φαντάζει σχεδόν αδύνατο η συνεδρίαση του Μαρτίου να ολοκληρωθεί χωρίς να ανακοινωθεί κάποια αλλαγή στη συμφωνία για τις περικοπές.
Μέσω της μηνιαίας του έκθεσης, ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας εκτιμά ότι η παγκόσμιας ζήτηση πετρελαίου θα είναι μειωμένη κατά 435 χιλ. βαρέλια ημερησίως το πρώτο τρίμηνο του 2020, σε ετήσια βάση, γεγονός που, εάν επιβεβαιωθεί, θα αποτελέσει την πρώτη ετήσια πτώση των τελευταίων δέκα ετών.
Για το σύνολο του 2020, ο IEA προβλέπει ότι η αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης θα διαμορφωθεί στα 825 χιλ. βαρέλια ημερησίως, έναντι των προηγούμενων εκτιμήσεων στα 1,19 εκατ. βαρέλια ημερησίως, αγγίζοντας τα χαμηλότερα επίπεδα από το 2011.
«Πριν εμφανιστεί ο Covid-19, η αγορά εμφανιζόταν ήδη ανήσυχη, καθώς αναμένει αύξηση της προσφοράς κατά 1 εκατ. βαρέλια ημερησίως το 2020, εξαιτίας της συνεχιζόμενης επέκτασης στην παραγωγή των ΗΠΑ, της Βραζιλίας, του Καναδά και της Νορβηγίας», αναφέρει μεταξύ άλλων η έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας.
«Τώρα που οι προοπτικές ζήτησης έχουν αποδυναμωθεί, οι τιμές πετρελαίου κινούνται σημαντικά χαμηλότερα», πρόσθεσε ο ΙΕΑ, αναφερόμενος στην πτώση άνω του 20% που έχουν σημειώσει οι τιμές του «μαύρου χρυσού» κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε εβδομάδων.
Η επόμενη συνεδρίαση των χωρών που συμμετέχουν στη συμφωνία είναι προγραμματισμένη για τις 5 Μαρτίου, ωστόσο ο ΟΠΕΚ εμφανίζεται διατεθειμένος να πραγματοποιήσει τη συνάντηση νωρίτερα, και συγκεκριμένα εντός του τρέχοντος μήνα, προκειμένου να ληφθούν όσο το δυνατόν ταχύτερα οι
αποφάσεις για την πορεία των περικοπών.
Η Ρωσία από την άλλη πλευρά δείχνει να υιοθετεί μία στάση αναμονής απέναντι στις εξελίξεις, καθώς ακόμα δεν έχει συμφωνήσει στην πρόταση της τεχνικής επιτροπής για την περαιτέρω εμβάθυνση των περικοπών.
Όπως δήλωσε ο Ρώσος υπουργός Ενέργειας, Alexander Novak, προκειμένου η Μόσχα να λάβει μία τέτοια απόφαση θα πρέπει να έχει περάσει το απαραίτητο χρονικό διάστημα ώστε να αξιολογηθεί όσο το δυνατόν καλύτερα ο αντίκτυπος του ιού στην αγορά πετρελαίου.
Παράλληλα, ο κ. Novak διατύπωσε τη θέση ότι η πτώση της παγκόσμιας ζήτησης πετρελαίου δεν πρόκειται να ξεπεράσει τα 200 χιλ. βαρέλια ημερησίως, γεγονός που αποτελεί μία πιο «αισιόδοξη» προσέγγιση σε σχέση με αυτήν του ΟΠΕΚ.
Δεδομένου ότι η Ρωσία παραμένει ένα από τα βασικότερα μέλη της συμφωνίας, ο ΟΠΕΚ θα μπορούσε να διατηρήσει και αυτός μία στάση αναμονής μέχρι τις αρχές Μαρτίου, αναζητώντας ενδεχομένως περισσότερα κοινά σημεία επαφής με τη Μόσχα, τα οποία θα βοηθήσουν στη λήψη μίας ομόφωνης απόφασης μετά τη συνάντηση.
Το διάστημα των δυόμιση εβδομάδων που μεσολαβεί μέχρι τη συνάντηση άλλωστε είναι αρκετό προκειμένου οι δύο πλευρές να έχουν μία πιο ολοκληρωμένη εικόνα για τον βραχυπρόθεσμο αντίκτυπο του ιού στη ζήτηση πετρελαίου.
Μενέλαος Μπέλλος
www.bankingnews.gr
Ο ΟΠΕΚ προχώρησε σε σημαντική υποβάθμιση των προβλέψεών του για την ημερήσια ζήτηση πετρελαίου του 2020, τονίζοντας ότι η έξαρση του κορωνοϊού στην Κίνα αποτέλεσε «σημαντικό παράγοντα» για τη σχετική απόφαση.
Ειδικότερα, ο Οργανισμός εκτιμά ότι η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου θα αυξηθεί κατά 990 χιλ. βαρέλια ημερησίως το τρέχον έτος, έναντι των προηγούμενων εκτιμήσεων στα 1,22 εκατ. βαρέλια ημερησίως,την ίδια στιγμή που η Υπηρεσία Πληροφοριών Ενέργειας στις ΗΠΑ εκτιμά ότι η αύξηση της ημερήσιας ζήτησης θα διαμορφωθεί στα 1 εκατ. βαρέλια.
«Ο αντίκτυπος της έξαρσης του κορωνοϊού στην οικονομία της Κίνας έρχεται να προστεθεί στις αβεβαιότητες που αφορούν την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη το 2020 και κατά συνέπεια την παγκόσμια αύξηση της ζήτησης πετρελαίου το 2020», αναφέρει χαρακτηριστικά η έκθεση του ΟΠΕΚ.
«Είναι σαφές ότι οι τρέχουσες εξελίξεις στην Κίνα απαιτούν συνεχή παρακολούθηση και αξιολόγηση ώστε να εκτιμηθούν οι επιπτώσεις στην αγορά πετρελαίου το 2020», υπογραμμίζει ο Οργανισμός Πετρελαιοπαραγωγών Κρατών, λίγες ημέρες μετά τη συνάντηση που είχε η τεχνική επιτροπή των χωρών που συμμετέχουν στη συμφωνία για τις περικοπές.
Κατά την ολοκλήρωση της συνάντησης που είχε η τεχνική επιτροπή των ΟΠΕΚ+ (στις οποίες περιλαμβάνεται και η Ρωσία), προτάθηκε η επέκταση των περικοπών στην παραγωγή πετρελαίου μέχρι το τέλος του έτους, καθώς και η εμβάθυνση των περικοπών που βρίσκονται σε ισχύ, ώστε να περιοριστεί ο αντίκτυπος του ιού στην παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου.
«Η Κοινή Τεχνική Επιτροπή πρότεινε έναν επιπρόσθετο περιορισμό στην παραγωγή μέχρι το τέλος του δεύτερου τριμήνου του 2020», δήλωσε ο υπουργός Πετρελαίου της Αλγερίας και πρόεδρος του ΟΠΕΚ, Mohamed Arkab, μετά την ολοκλήρωση της συνάντησης.
«Η επιδημία του κορωνοϊού έχει αρνητικό αντίκτυπο στις οικονομικές δραστηριότητες, κυρίως στους τομείς μεταφορών, τουρισμού και βιομηχανίας», υπογράμμισε ο κ. Arkab, ο οποίος πρόσθεσε ότι αυτή η εξέλιξη επηρεάζει «ιδιαίτερα την Κίνα και σταδιακά την περιοχή της Ασίας και τον υπόλοιπο κόσμο».
Τον περασμένο Δεκέμβριο οι χώρες που συμμετέχουν στη συμφωνία του ΟΠΕΚ είχαν ανακοινώσει περαιτέρω εμβάθυνση των περικοπών κατά 500 χιλ. βαρέλια ημερησίως μέχρι τον Μάρτιο του τρέχοντος έτους, στα 1,7 εκατ. βαρέλια συνολικά.
Τότε η σχετική απόφαση είχε ληφθεί κυρίως εξαιτίας της χαμηλότερης ζήτησης πετρελαίου και της συνεχούς αύξησης στην παραγωγή αμερικανικού σχιστολιθικού, η οποία παραμένει σε ιστορικά υψηλά επίπεδα.
Σύμφωνα με αναφορές, η τεχνική επιτροπή των ΟΠΕΚ+ πρότεινε νέα μείωση της παραγωγής κατά 600 χιλ. βαρέλια ημερησίως, γεγονός που θα περιόριζε την παραγωγή των χωρών κατά 2,3 εκατ. βαρέλια ημερησίως συνολικά.
Από το 2017 μέχρι σήμερα, ο ΟΠΕΚ και η Ρωσία βρίσκονται ως επί το πλείστον σε μία διαδικασία περιορισμού της παραγωγής τους προκειμένου να μειώσουν τα παγκόσμια αποθέματα πετρελαίου και να ισορροπήσουν την αγορά ενέργειας, η οποία παρουσιάζει υπερπροσφορά.
Ωστόσο, σε αυτές τις αποφάσεις δεν καθίσταται δυνατό να ληφθούν υπόψιν οι αστάθμητοι παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη ζήτηση πετρελαίου, γεγονός που αναγκάζει τους ΟΠΕΚ+ να αναθεωρούν συνεχώς την πολιτική τους πριν την ολοκλήρωση της συμφωνίας.
Τόσο ο δυνητικός αντίκτυπος που θα μπορούσε να έχει βραχυπρόθεσμα ο κορωνοϊός στη ζήτηση πετρελαίου της Κίνας όσο και η απροσδόκητη επιβράδυνση στην οικονομία της Ινδίας αποτελούν δύο παράγοντες που επηρεάζουν άμεσα τις εξαγωγές του ΟΠΕΚ.
Η Κίνα και η Ινδία αποτελούν αντίστοιχα την δεύτερη και την τρίτη χώρα με τη μεγαλύτερη ζήτηση πετρελαίου παγκοσμίως, με τις χώρες των ΟΠΕΚ+ να καλύπτουν μεγάλο μέρος των ενεργειακών αναγκών τους.
Στην κορυφή της σχετικής λίστας βρίσκονται οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες τα τελευταία χρόνια παραμένουν σε συνεχή διαδικασία επίτευξης ενεργειακής ανεξαρτησίας, γεγονός που δικαιολογεί την διατήρηση της παραγωγής σχιστολιθικού πετρελαίου σε επίπεδα ρεκόρ.
Μάλιστα, η παραγωγή πετρελαίου στις ΗΠΑ έχει εμφανίσει ελάχιστα σημάδια κάμψης τους τελευταίους μήνες, περιορίζοντας όλο και περισσότερο το μερίδιο του ΟΠΕΚ στην παγκόσμια αγορά ενέργειας.
Παρά το γεγονός ότι οι αναλυτές προβλέπουν επιβράδυνση στην παραγωγή των ΗΠΑ το 2020, μία τέτοια εκτίμηση ενδέχεται να αποδειχθεί επισφαλής, καθώς οι αντίστοιχες προβλέψεις των προηγούμενων ετών δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ.
Εάν ο ΟΠΕΚ λάβει υπόψιν και τις τελευταίες εκτιμήσεις του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας, φαντάζει σχεδόν αδύνατο η συνεδρίαση του Μαρτίου να ολοκληρωθεί χωρίς να ανακοινωθεί κάποια αλλαγή στη συμφωνία για τις περικοπές.
Μέσω της μηνιαίας του έκθεσης, ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας εκτιμά ότι η παγκόσμιας ζήτηση πετρελαίου θα είναι μειωμένη κατά 435 χιλ. βαρέλια ημερησίως το πρώτο τρίμηνο του 2020, σε ετήσια βάση, γεγονός που, εάν επιβεβαιωθεί, θα αποτελέσει την πρώτη ετήσια πτώση των τελευταίων δέκα ετών.
Για το σύνολο του 2020, ο IEA προβλέπει ότι η αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης θα διαμορφωθεί στα 825 χιλ. βαρέλια ημερησίως, έναντι των προηγούμενων εκτιμήσεων στα 1,19 εκατ. βαρέλια ημερησίως, αγγίζοντας τα χαμηλότερα επίπεδα από το 2011.
«Πριν εμφανιστεί ο Covid-19, η αγορά εμφανιζόταν ήδη ανήσυχη, καθώς αναμένει αύξηση της προσφοράς κατά 1 εκατ. βαρέλια ημερησίως το 2020, εξαιτίας της συνεχιζόμενης επέκτασης στην παραγωγή των ΗΠΑ, της Βραζιλίας, του Καναδά και της Νορβηγίας», αναφέρει μεταξύ άλλων η έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας.
«Τώρα που οι προοπτικές ζήτησης έχουν αποδυναμωθεί, οι τιμές πετρελαίου κινούνται σημαντικά χαμηλότερα», πρόσθεσε ο ΙΕΑ, αναφερόμενος στην πτώση άνω του 20% που έχουν σημειώσει οι τιμές του «μαύρου χρυσού» κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε εβδομάδων.
Η επόμενη συνεδρίαση των χωρών που συμμετέχουν στη συμφωνία είναι προγραμματισμένη για τις 5 Μαρτίου, ωστόσο ο ΟΠΕΚ εμφανίζεται διατεθειμένος να πραγματοποιήσει τη συνάντηση νωρίτερα, και συγκεκριμένα εντός του τρέχοντος μήνα, προκειμένου να ληφθούν όσο το δυνατόν ταχύτερα οι
αποφάσεις για την πορεία των περικοπών.
Η Ρωσία από την άλλη πλευρά δείχνει να υιοθετεί μία στάση αναμονής απέναντι στις εξελίξεις, καθώς ακόμα δεν έχει συμφωνήσει στην πρόταση της τεχνικής επιτροπής για την περαιτέρω εμβάθυνση των περικοπών.
Όπως δήλωσε ο Ρώσος υπουργός Ενέργειας, Alexander Novak, προκειμένου η Μόσχα να λάβει μία τέτοια απόφαση θα πρέπει να έχει περάσει το απαραίτητο χρονικό διάστημα ώστε να αξιολογηθεί όσο το δυνατόν καλύτερα ο αντίκτυπος του ιού στην αγορά πετρελαίου.
Παράλληλα, ο κ. Novak διατύπωσε τη θέση ότι η πτώση της παγκόσμιας ζήτησης πετρελαίου δεν πρόκειται να ξεπεράσει τα 200 χιλ. βαρέλια ημερησίως, γεγονός που αποτελεί μία πιο «αισιόδοξη» προσέγγιση σε σχέση με αυτήν του ΟΠΕΚ.
Δεδομένου ότι η Ρωσία παραμένει ένα από τα βασικότερα μέλη της συμφωνίας, ο ΟΠΕΚ θα μπορούσε να διατηρήσει και αυτός μία στάση αναμονής μέχρι τις αρχές Μαρτίου, αναζητώντας ενδεχομένως περισσότερα κοινά σημεία επαφής με τη Μόσχα, τα οποία θα βοηθήσουν στη λήψη μίας ομόφωνης απόφασης μετά τη συνάντηση.
Το διάστημα των δυόμιση εβδομάδων που μεσολαβεί μέχρι τη συνάντηση άλλωστε είναι αρκετό προκειμένου οι δύο πλευρές να έχουν μία πιο ολοκληρωμένη εικόνα για τον βραχυπρόθεσμο αντίκτυπο του ιού στη ζήτηση πετρελαίου.
Μενέλαος Μπέλλος
www.bankingnews.gr