Εάν συμφωνηθεί μικρότερος στόχος πρωτογενούς πλεονάσματος, θα υπάρξει μια ουσιαστική δημοσιονομική ώθηση στην αύξηση του ΑΕΠ, πιθανώς ήδη από το 2ο τρίμηνο του 2020
Στο 2,5% αναβάθμισε η Citigroup την εκτίμησή της για την ανάπτυξη της Ελλάδας το 2020 και το 2021, από 2% προηγουμένως, ενώ ο αντίκτυπος της πιθανής μείωσης των στόχων του πρωτογενούς πλεονάσματος θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερος.
Ωστόσο, αναφορικά με την μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη η Citigroup εκτιμά ότι θα παραμείνει αδύναμη, καθώς είναι απίθανο να υπερβεί το 1% ετησίως, δεδομένων των αρνητικών δημογραφικών στοιχείων και των πολύ χαμηλών ποσοστών αποταμίευσης των νοικοκυριών.
Ειδικότερα, όπως αναφέρει η Citigroup, η νίκη της Νέας Δημοκρατίας στις γενικές εκλογές του 2019 σημαίνει ότι οι πολιτικοί κίνδυνοι στην Ελλάδα έχουν μειωθεί σημαντικά σε σχέση με μόλις πριν από λίγα χρόνια.
Μια συνέπεια της βελτιωμένης αξιοπιστίας στη νέα κυβέρνηση είναι ότι η Ελλάδα φαίνεται ότι είναι σε θέση να διαπραγματευτεί τη μείωση του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος (ύψους 3,5% του ΑΕΠ) με τους ευρωπαίους πιστωτές της για πρώτη φορά μετά τη λήξη της διάσωσης το 2018.
Οι συζητήσεις εστιάζουν σε ένα αισθητά μικρότερο στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 2,5% του ΑΕΠ.
Εάν συμφωνηθεί, θα υπάρξει μια ουσιαστική δημοσιονομική ώθηση στην αύξηση του ΑΕΠ, πιθανώς ήδη από το 2ο τρίμηνο του 2020, μετά από μια δεκαετία δημοσιονομικής συγκράτησης.
Η ανάπτυξη ενδέχεται να επιταχυνθεί σε ~2,5% σε πραγματικούς όρους.
Οι δαπάνες για τόκους ως ποσοστό του ΑΕΠ προβλέπεται να μειωθούν κατά περίπου 1% μεταξύ 2018 και του τέλους του χρονικού ορίζοντα πρόβλεψης, το 2024.
Έτσι, η Citigroup αναθεωρεί τις προβλέψεις της για το ΑΕΠ σε ~2,5% το 2020-2021, από ~2,0% προηγουμένως, ενώ ο αντίκτυπος της μείωσης των στόχων του πρωτογενούς πλεονάσματος θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερος από αυτό.
Η αλλαγή της κυβέρνησης έχει προκαλέσει σημαντική αύξηση της οικονομικής εμπιστοσύνης, η οποία, παράλληλα με τις καλύτερες από τις αναμενόμενες δημοσιονομικές επιδόσεις, θα συμβάλει στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των ξένων επενδυτών στην ελληνική οικονομία.
Αυτό είναι ένα ζωτικό στοιχείο για τη στήριξη της οικονομικής ανάπτυξης, καθώς η εγχώρια ρευστότητα παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα, καθώς ο τραπεζικός τομέας παραμένει προβληματικός.
Τα πρόσφατα κυβερνητικά σχέδια στήριξης των ελληνικών τραπεζών, προκειμένου να εκφορτώσουν τα μεγάλα αποθέματα μη εξυπηρετούμενων δανείων, θα πρέπει να διευκολύνουν την εγχώρια ρευστότητα προοδευτικά, εκτιμά η Citigroup.
Η ισχυρότερη ανάπτυξη μπορεί να προκαλέσει την ταχύτερη αναβάθμιση των αξιολογήσεων.
Η Citigroup αναμένει ότι η Ελλάδα θα καταστεί επιλέξιμη για το QE της ΕΚΤ μέχρι τα τέλη του 2020.
Αναφορικά με την μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη η Citigroup εκτιμά ότι θα παραμείνει αδύναμη, καθώς είναι απίθανο να υπερβεί το 1% ετησίως, δεδομένων των αρνητικών δημογραφικών στοιχείων και των πολύ χαμηλών ποσοστών αποταμίευσης των νοικοκυριών.
Παρά τις σημαντικές προσπάθειες μεταρρύθμισης και τη μεγάλη εσωτερική υποτίμηση, η ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών βελτιώθηκε λιγότερο από ό, τι σε άλλες περιφερειακές χώρες της ευρωζώνης.
Οι εσωτερικές αποταμιεύσεις εξακολουθούν να είναι ανεπαρκείς για την κάλυψη των επενδυτικών αναγκών της οικονομίας, αφού οι πραγματικές επενδύσεις μειώθηκαν κατά ~65% από το 2007.
Ο δρόμος προς την αειφόρο ανάπτυξη και η σταθερή μείωση του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ εξακολουθεί να είναι ανησυχητική.
Έτσι, οι προσπάθειες μεταρρυθμίσεων εξακολουθούν να είναι καθοριστικές για την χαλαρότερη δημοσιονομική πολιτική.
Η ικανότητα του νέου πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη, να υλοποιήσει τις δεσμεύσεις του για φορολογικές περικοπές εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την προθυμία του να αντιμετωπίσει άλλα πολιτικά δύσκολα εμπόδια, να εκκαθαρίσει τις τράπεζες από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, να επιταχύνει τις ιδιωτικοποιήσεις και τις μεταρρυθμίσεις μικρής κλίμακας που θα διευκολύνουν την επιχειρηματική δραστηριότητα.
Ένας άλλος γύρος περικοπών των συντάξεων μπορεί επίσης να καταστεί αναγκαίος για την ελευθέρωση κάποιου δημοσιονομικού χώρου.
Συνολικά, η Ελλάδα παραμένει σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από τις διακυμάνσεις της εμπιστοσύνης μεταξύ των ξένων επενδυτών, οι οποίοι αποτελούν ουσιαστικά τον κύριο χρηματοδοτικό δίαυλο για την οικονομία, καταλήγει η Citigroup.
www.worldenergynews.gr
Ωστόσο, αναφορικά με την μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη η Citigroup εκτιμά ότι θα παραμείνει αδύναμη, καθώς είναι απίθανο να υπερβεί το 1% ετησίως, δεδομένων των αρνητικών δημογραφικών στοιχείων και των πολύ χαμηλών ποσοστών αποταμίευσης των νοικοκυριών.
Ειδικότερα, όπως αναφέρει η Citigroup, η νίκη της Νέας Δημοκρατίας στις γενικές εκλογές του 2019 σημαίνει ότι οι πολιτικοί κίνδυνοι στην Ελλάδα έχουν μειωθεί σημαντικά σε σχέση με μόλις πριν από λίγα χρόνια.
Μια συνέπεια της βελτιωμένης αξιοπιστίας στη νέα κυβέρνηση είναι ότι η Ελλάδα φαίνεται ότι είναι σε θέση να διαπραγματευτεί τη μείωση του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος (ύψους 3,5% του ΑΕΠ) με τους ευρωπαίους πιστωτές της για πρώτη φορά μετά τη λήξη της διάσωσης το 2018.
Οι συζητήσεις εστιάζουν σε ένα αισθητά μικρότερο στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 2,5% του ΑΕΠ.
Εάν συμφωνηθεί, θα υπάρξει μια ουσιαστική δημοσιονομική ώθηση στην αύξηση του ΑΕΠ, πιθανώς ήδη από το 2ο τρίμηνο του 2020, μετά από μια δεκαετία δημοσιονομικής συγκράτησης.
Η ανάπτυξη ενδέχεται να επιταχυνθεί σε ~2,5% σε πραγματικούς όρους.
Οι δαπάνες για τόκους ως ποσοστό του ΑΕΠ προβλέπεται να μειωθούν κατά περίπου 1% μεταξύ 2018 και του τέλους του χρονικού ορίζοντα πρόβλεψης, το 2024.
Έτσι, η Citigroup αναθεωρεί τις προβλέψεις της για το ΑΕΠ σε ~2,5% το 2020-2021, από ~2,0% προηγουμένως, ενώ ο αντίκτυπος της μείωσης των στόχων του πρωτογενούς πλεονάσματος θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερος από αυτό.
Η αλλαγή της κυβέρνησης έχει προκαλέσει σημαντική αύξηση της οικονομικής εμπιστοσύνης, η οποία, παράλληλα με τις καλύτερες από τις αναμενόμενες δημοσιονομικές επιδόσεις, θα συμβάλει στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των ξένων επενδυτών στην ελληνική οικονομία.
Αυτό είναι ένα ζωτικό στοιχείο για τη στήριξη της οικονομικής ανάπτυξης, καθώς η εγχώρια ρευστότητα παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα, καθώς ο τραπεζικός τομέας παραμένει προβληματικός.
Τα πρόσφατα κυβερνητικά σχέδια στήριξης των ελληνικών τραπεζών, προκειμένου να εκφορτώσουν τα μεγάλα αποθέματα μη εξυπηρετούμενων δανείων, θα πρέπει να διευκολύνουν την εγχώρια ρευστότητα προοδευτικά, εκτιμά η Citigroup.
Η ισχυρότερη ανάπτυξη μπορεί να προκαλέσει την ταχύτερη αναβάθμιση των αξιολογήσεων.
Η Citigroup αναμένει ότι η Ελλάδα θα καταστεί επιλέξιμη για το QE της ΕΚΤ μέχρι τα τέλη του 2020.
Αναφορικά με την μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη η Citigroup εκτιμά ότι θα παραμείνει αδύναμη, καθώς είναι απίθανο να υπερβεί το 1% ετησίως, δεδομένων των αρνητικών δημογραφικών στοιχείων και των πολύ χαμηλών ποσοστών αποταμίευσης των νοικοκυριών.
Παρά τις σημαντικές προσπάθειες μεταρρύθμισης και τη μεγάλη εσωτερική υποτίμηση, η ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών βελτιώθηκε λιγότερο από ό, τι σε άλλες περιφερειακές χώρες της ευρωζώνης.
Οι εσωτερικές αποταμιεύσεις εξακολουθούν να είναι ανεπαρκείς για την κάλυψη των επενδυτικών αναγκών της οικονομίας, αφού οι πραγματικές επενδύσεις μειώθηκαν κατά ~65% από το 2007.
Ο δρόμος προς την αειφόρο ανάπτυξη και η σταθερή μείωση του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ εξακολουθεί να είναι ανησυχητική.
Έτσι, οι προσπάθειες μεταρρυθμίσεων εξακολουθούν να είναι καθοριστικές για την χαλαρότερη δημοσιονομική πολιτική.
Η ικανότητα του νέου πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη, να υλοποιήσει τις δεσμεύσεις του για φορολογικές περικοπές εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την προθυμία του να αντιμετωπίσει άλλα πολιτικά δύσκολα εμπόδια, να εκκαθαρίσει τις τράπεζες από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, να επιταχύνει τις ιδιωτικοποιήσεις και τις μεταρρυθμίσεις μικρής κλίμακας που θα διευκολύνουν την επιχειρηματική δραστηριότητα.
Ένας άλλος γύρος περικοπών των συντάξεων μπορεί επίσης να καταστεί αναγκαίος για την ελευθέρωση κάποιου δημοσιονομικού χώρου.
Συνολικά, η Ελλάδα παραμένει σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από τις διακυμάνσεις της εμπιστοσύνης μεταξύ των ξένων επενδυτών, οι οποίοι αποτελούν ουσιαστικά τον κύριο χρηματοδοτικό δίαυλο για την οικονομία, καταλήγει η Citigroup.
www.worldenergynews.gr