Οι ΗΠΑ ενδέχεται να χάσουν το 10% του ΑΕΠ τους, αν δεν κάνουν σημαντικές αλλαγές στην πολιτική τους
Η κλιματική αλλαγή θα βλάψει τις οικονομίες των χωρών είτε αυτές είναι πλούσιες είτε φτωχές ως το 2100, αναφέρουν οικονομολόγοι σε νέα έκθεση που διαλύει τον μύθο ότι οι πιο φτωχές και ζεστές χώρες θα υποφέρουν περισσότερο από την υπερθέρμανση του πλανήτη.
Σύμφωνα με το Reuters, oι ερευνητές εξέτασαν στοιχεία περισσότερων από 50 ετών από 174 χώρες και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι συνεχείς αλλαγές της θερμοκρασίας πάνω ή κάτω από τα συνηθισμένα επίπεδα για κάθε χώρα επηρεάζουν την οικονομική ανάπτυξή τους, ανεξαρτήτως του πλούτου τους.
Οι ΗΠΑ ενδέχεται να χάσουν το 10% του ΑΕΠ τους, αν δεν κάνουν σημαντικές αλλαγές στην πολιτική τους.
«Στη Μεγάλη Βρετανία πριν μερικές ημέρες ζήσαμε την πιο ζεστή ημέρα που έχει καταγραφεί ποτέ και οι υποδομές αντιμετώπισαν πολλές δυσκολίες», σχολίασε ο δρ. Κάμιαρ Μοχάντες καθηγητής Οικονομίας στο πανεπιστήμιο Κέμπριτζ που συμμετείχε στη συγγραφή της έκθεσης.
«Τα τραίνα σταματούν να λειτουργούν, οι άνθρωποι δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν (τη ζέστη) και άρα η παραγωγικότητα και η οικονομική ανάπτυξη μειώνονται», πρόσθεσε.
Οι έρευνες συχνά επικεντρώνονταν στις βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις που θα έχει η κλιματική αλλαγή στις φτωχές και ζεστές χώρες.
Όμως αυτή η έκθεση αναφέρει ότι ο πλούτος και η πιο χαμηλή θερμοκρασία δεν προστατεύουν από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην οικονομία, αν δεν γίνουν σημαντικές αλλαγές στην πολιτική.
Στη περίπτωση που δεν υπάρξει καμία αλλαγή πολιτικής, και κατά συνέπεια δεν μειωθούν καθόλου τα αέρια που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου, η μέση παγκόσμια θερμοκρασία θα αυξηθεί κατά 4 βαθμούς Κελσίου ως το 2100.
Αυτό θα σημάνει απώλεια μεγαλύτερη του 7% για το παγκόσμιο ΑΕΠ, αναφέρει η έκθεση που δημοσιεύθηκε τη Δευτέρα από το αμερικανικό National Bureau of Economic Research.
Η Συμφωνία του Παρισιού για την Κλιματική Αλλαγή έχει στόχο να διατηρηθεί η αύξηση της θερμοκρασίας της Γης κάτω από τους 2 βαθμούς Κελσίου, με στόχο τον 1,5 βαθμό.
Όμως για αυτό απαιτείται δραστική μείωση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου.
Η έρευνα των οικονομολόγων βασίστηκε στις ΗΠΑ εξαιτίας του διαφορετικού κλίματος που έχουν διάφορες περιοχές της χώρας και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, αν αγνοηθούν οι στόχοι της Συμφωνίας του Παρισιού, οι επιπτώσεις στις βιομηχανίες --από τις κατασκευές ως τη γεωργία-- θα είναι σοβαρές και θα κοστίσουν περισσότερο από το 10% του ΑΕΠ της χώρας.
«Το μέσο αμερικανικό νοικοκυριό θα γίνει πιο φτωχό», τόνισε ο Μοχάντες και επεσήμανε ότι οι βιομηχανικές χώρες ενδέχεται να αντιμετωπίσουν αντίστοιχες επιπτώσεις.
Ο Καναδάς, όπου η άνοδος της θερμοκρασίας είναι δύο φορές πιο γρήγορη σε σχέση με τον υπόλοιπο πλανήτη, μπορεί να αναμένει μείωση 13% στο ΑΕΠ του, η Ελβετία 12% και η Ινδία 10%.
Όμως η τήρηση των στόχων της Συμφωνίας του Παρισιού ενδέχεται να περιορίσει την απώλεια του ΑΕΠ των ΗΠΑ κάτω από το 2%, υπογραμμίζεται στην έκθεση.
Σε αυτή επισημαίνεται επίσης ότι αν και κάποιες χώρες ίσως προσαρμοστούν στην κλιματική αλλαγή, είναι απίθανό να δράσουν εγκαίρως ώστε να αντιμετωπίσουν όλες τις αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία τους.
«Αν τηρήσουμε (τη Συμφωνία) του Παρισιού, οι απώλειες είναι σημαντικά μικρότερες. Δεν είναι πολύ αργά», υπογράμμισε ο Μοχάντες.
www.worldenergynews.gr
Σύμφωνα με το Reuters, oι ερευνητές εξέτασαν στοιχεία περισσότερων από 50 ετών από 174 χώρες και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι συνεχείς αλλαγές της θερμοκρασίας πάνω ή κάτω από τα συνηθισμένα επίπεδα για κάθε χώρα επηρεάζουν την οικονομική ανάπτυξή τους, ανεξαρτήτως του πλούτου τους.
Οι ΗΠΑ ενδέχεται να χάσουν το 10% του ΑΕΠ τους, αν δεν κάνουν σημαντικές αλλαγές στην πολιτική τους.
«Στη Μεγάλη Βρετανία πριν μερικές ημέρες ζήσαμε την πιο ζεστή ημέρα που έχει καταγραφεί ποτέ και οι υποδομές αντιμετώπισαν πολλές δυσκολίες», σχολίασε ο δρ. Κάμιαρ Μοχάντες καθηγητής Οικονομίας στο πανεπιστήμιο Κέμπριτζ που συμμετείχε στη συγγραφή της έκθεσης.
«Τα τραίνα σταματούν να λειτουργούν, οι άνθρωποι δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν (τη ζέστη) και άρα η παραγωγικότητα και η οικονομική ανάπτυξη μειώνονται», πρόσθεσε.
Οι έρευνες συχνά επικεντρώνονταν στις βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις που θα έχει η κλιματική αλλαγή στις φτωχές και ζεστές χώρες.
Όμως αυτή η έκθεση αναφέρει ότι ο πλούτος και η πιο χαμηλή θερμοκρασία δεν προστατεύουν από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην οικονομία, αν δεν γίνουν σημαντικές αλλαγές στην πολιτική.
Στη περίπτωση που δεν υπάρξει καμία αλλαγή πολιτικής, και κατά συνέπεια δεν μειωθούν καθόλου τα αέρια που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου, η μέση παγκόσμια θερμοκρασία θα αυξηθεί κατά 4 βαθμούς Κελσίου ως το 2100.
Αυτό θα σημάνει απώλεια μεγαλύτερη του 7% για το παγκόσμιο ΑΕΠ, αναφέρει η έκθεση που δημοσιεύθηκε τη Δευτέρα από το αμερικανικό National Bureau of Economic Research.
Η Συμφωνία του Παρισιού για την Κλιματική Αλλαγή έχει στόχο να διατηρηθεί η αύξηση της θερμοκρασίας της Γης κάτω από τους 2 βαθμούς Κελσίου, με στόχο τον 1,5 βαθμό.
Όμως για αυτό απαιτείται δραστική μείωση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου.
Η έρευνα των οικονομολόγων βασίστηκε στις ΗΠΑ εξαιτίας του διαφορετικού κλίματος που έχουν διάφορες περιοχές της χώρας και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, αν αγνοηθούν οι στόχοι της Συμφωνίας του Παρισιού, οι επιπτώσεις στις βιομηχανίες --από τις κατασκευές ως τη γεωργία-- θα είναι σοβαρές και θα κοστίσουν περισσότερο από το 10% του ΑΕΠ της χώρας.
«Το μέσο αμερικανικό νοικοκυριό θα γίνει πιο φτωχό», τόνισε ο Μοχάντες και επεσήμανε ότι οι βιομηχανικές χώρες ενδέχεται να αντιμετωπίσουν αντίστοιχες επιπτώσεις.
Ο Καναδάς, όπου η άνοδος της θερμοκρασίας είναι δύο φορές πιο γρήγορη σε σχέση με τον υπόλοιπο πλανήτη, μπορεί να αναμένει μείωση 13% στο ΑΕΠ του, η Ελβετία 12% και η Ινδία 10%.
Όμως η τήρηση των στόχων της Συμφωνίας του Παρισιού ενδέχεται να περιορίσει την απώλεια του ΑΕΠ των ΗΠΑ κάτω από το 2%, υπογραμμίζεται στην έκθεση.
Σε αυτή επισημαίνεται επίσης ότι αν και κάποιες χώρες ίσως προσαρμοστούν στην κλιματική αλλαγή, είναι απίθανό να δράσουν εγκαίρως ώστε να αντιμετωπίσουν όλες τις αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία τους.
«Αν τηρήσουμε (τη Συμφωνία) του Παρισιού, οι απώλειες είναι σημαντικά μικρότερες. Δεν είναι πολύ αργά», υπογράμμισε ο Μοχάντες.
www.worldenergynews.gr