Επικαιρότητα

Πατριάρχης Βαρθολομαίος: Η αποστολή και το έργο της Ορθόδοξης Εκκλησίας και Θεολογίας στον 21ο αιώνα

Πατριάρχης Βαρθολομαίος: Η αποστολή και το έργο της Ορθόδοξης Εκκλησίας και Θεολογίας στον 21ο αιώνα
Η ομιλία του Πατριάρχη κατά την έναρξη του μεγάλου Διεθνούς Συνεδρίου Ορθόδοξης Θεολογίας «Η Ορθόδοξη Θεολογία στον 21ο αιώνα. Προκλήσεις και Προοπτικές»
Ξεκίνησαν στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών την Κυριακή, 24 Νοεμβρίου 2024, οι εργασίες του μεγάλου Διεθνούς Συνεδρίου Ορθόδοξης Θεολογίας «Η Ορθόδοξη Θεολογία στον 21ο αιώνα. Προκλήσεις και Προοπτικές», το οποίο πραγματοποιείται κάθε 50 χρόνια. Η τελετή έναρξης πραγματοποιήθηκε παρουσία της Α.Ε. της Προέδρου της Δημοκρατίας Κατερίνας Σακελλαροπούλου, της Α.Θ.Π. του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικού Πατριάρχη, κ. Βαρθολομαίου Α΄ και του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, κ. Ιερώνυμου Β΄.

Κατά την τελετή έναρξης πραγματοποιήθηκε υποδοχή από τον Χορό Ψαλτών «Οι Μαΐστορες της Ψαλτικής Τέχνης» υπό τη χοραρχία του Καθηγητή του Τμήματος Μουσικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής, Αχιλλέα Γ. Χαλδαιάκη, μέλους του Συμβουλίου Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Προσφώνηση απηύθυνε ο Πρύτανης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Καθηγητής Γεράσιμος Σιάσος.

Ακολούθησε χαιρετισμός από τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος, κ. Ιερώνυμο Β΄ και εισαγωγική ομιλία από τον Κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής, Καθηγητή Εμμανουήλ Καραγεωργούδη με τίτλο «Η θεματολογία και στοχοθεσία του Διεθνούς Συνεδρίου: “Η Ορθόδοξη Θεολογία στον 21ο αιώνα. Προκλήσεις και προοπτικές”».

Η κεντρική ομιλία πραγματοποιήθηκε από την Αυτού Θειοτάτη Παναγιότητα, τον Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικό Πατριάρχη, κ. Βαρθολομαίο Α΄ με τίτλο: «Η αποστολή και το έργο της Ορθόδοξης Εκκλησίας και Θεολογίας στον 21ο αιώνα».

«Εξοχωτάτη κυρία Πρόεδρε της Ελληνικής Δημοκρατίας, Μακαριώτατε Αρχιεπίσκοπε Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Ιερώτατοι και Θεοφιλέστατοι εν Χριστώ αδελφοί Ιεράρχαι, εξοχώτατοι και εντιμότατοι εκπρόσωποι των Αρχών, ελλογιμώτατε κύριε Πρύτανι, εντιμολογιώτατοι ‘Αρχοντες Οφφικιάλιοι, ελλογιμώτατε κύριε Κοσμήτορ της Θεολογικής Σχολής, ελλογιμώτατοι πρόεδροι των δύο Τμημάτων, καθηγηταί και καθηγήτριαι, ελλογιμώτατοι σύνεδροι, προσφιλέστατα τέκνα εν Κυρίω φοιτηταί και φοιτήτριαι, εκλεκτοί παρόντες,

Εκφράζομεν τας ολοκαρδίους ευχαριστίας της ημών Μετριότητος προς τα Ελλογιμώτατα μέλη της Επιστημονικής και Οργανωτικής Επιτροπής του παρόντος Διεθνούς Συνεδρίου διά την ευγενή και τιμητικήν πρόσκλησιν να εκφωνήσωμεν την εισαγωγικήν ομιλίαν, δηλούντες και επαναλαμβάνοντες και ενώπιον υμών ότι η τιμή διαβαίνει επί την Μεγάλην Εκκλησίαν της Κωνσταντινουπόλεως, η οποία πολλά και ανεκτίμητα προσήνεγκεν εις την θεολογίαν, εν τη διπλή δεσμεύσει και αναφορά της ιεράς επιστήμης εις την Παράδοσιν των Αποστόλων και των Πατέρων και εις την μαρτυρίαν της ενώπιον των σημείων των καιρών περί της ελθούσης εν Χριστώ ελευθεροποιού χάριτος και της ελπίδος της αιωνίου Βασιλείας του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.

Ως είπομεν από του βήματος τούτου προ τριών ακριβώς ετών, την 23ην Νοεμβρίου 2021, εις το DNA της θεολογίας ανήκει η «συναφειακότης», ως η δυνατότης και ευκαιρία να διατυπώνη επικαίρως το μήνυμά της. Η συναφειακότης ούτε ακυρώνει τον διαχρονικόν χαρακτήρα του θεολογικού λόγου, ούτε σημαίνει συσχηματισμόν με τον κόσμον και άλλας αλλοτριωτικάς ταυτίσεις, κατά το λεχθέν υπό του πνευματικού ημών πατρός μακαριστού Μητροπολίτου Χαλκηδόνος Μελίτωνος, ότι «η αλήθεια δεν προδίδεται όταν ενσαρκούται εις κάθε ιστορικήν εποχήν. Προδίδεται όταν συντηρείται, ως εις μουσείον, εκ φόβου μη μολυνθή από την ιστορίαν».

Το ζητούμενον κατά ταύτα είναι ο ορθός τρόπος της συναφειακότητος. Η εκκλησιαστική θεολογία δεν είναι δυνατόν να αγνοή τας εμπειρίας των μελών της Εκκλησίας. Οι σύγχρονοι χριστιανοί δεν ζουν εις την εποχήν του Χριστού, ούτε εις την περίοδον της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ούτε εις την «εποχήν του Αντιχρίστου», αλλά εις μίαν συγκεκριμένην ιστορικήν στιγμήν, εις διαφορετικούς πολιτισμικούς χώρους, με απτά προβλήματα, με τας αντιφάσεις και τας προοπτικάς της εποχής μας. Προς αυτούς απευθύνονται η Εκκλησία και η θεολογία της, διά την μεταμόρφωσιν αυτού του κόσμου πρέπει να λειτουργήσουν.

Η θεολογία των Μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας

Πρότυπον θεολογικής εργασίας, ως προς την μεθοδολογίαν και τον ποιμαντικόν προσανατολισμόν, παραμένει η θεολογία των Μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας. Μία θεολογία υπαρξιακή και συγκεκριμένη, ποτέ άσαρκος και νοησιαρχική. Αυτή η εμπειρική, εκκλησιογενής και εκκλησιοτραφής θεολογία ήτο κατάθεσις ψυχής, συνέδεε την πίστιν με την ζωήν, την θεωρίαν με την πράξιν, χωρίς επιδεικτικήν σοφίαν και επιτηδευμένην ευγλωττίαν, ωμίλει δε πάντοτε εστραμμένη προς τον σύγχρονον άνθρωπον. Οι Πατέρες εκληροδότησαν εις ημάς την εμπειρίαν ότι πιστότης εις την Αλήθειαν και ανοικτοσύνη προς τον κόσμον και τον πολιτισμόν αλληλοπεριχωρούνται και αλληλοεμπλουτίζονται.

Εις την εποχήν μας βεβαίως η Εκκλησία και η θεολογία της ευρίσκονται αντιμέτωποι με νέας συνθήκας και πολλάς μεγάλας προκλήσεις. Και η συνάντησις με τον σύγχρονον κόσμον οφείλει όμως να εκτυλίσσεται εν πιστότητι προς τον «ουκ εκ του κόσμου» χαρακτήρα της Εκκλησίας και με γνώσιν και οξύ αισθητήριον διά τα νέα ιστορικά δεδομένα. Αποτελεί βασικήν αρχήν διά την θεολογίαν ότι δεν πρέπει να είναι αμυντική, ως να εστρέφοντο όλαι αι τρέχουσαι εξελίξεις εναντίον της Ορθοδοξίας. Επίσης, η θεολογία οφείλει να είναι επίκαιρος, συμφώνως προς την έννοιαν του «καιρού», αφού το παρόν, όπως έχει γραφή, δεν είναι μόνον χρονολογική έννοια, δεν σηματοδοτεί «απλώς την τρέχουσα επικαιρότητα, αλλά και τη σήμερα και μόνον σήμερα δεδομένη δυνατότητα, τον “καιρόν”».

Επιλεκτικώς αναφερόμεθα, επί της βάσεως αυτής, εις δύο συγχρόνους μεγάλας προκλήσεις διά την θεολογίαν: α) εις την θρησκειολογικήν πρόκλησιν, και β) εις την νέαν ανθρωπολογίαν εν συναρτήσει προς τον πολιτισμόν της νεωτερικότητος.


α) Η θρησκειολογική πρόκλησις

Εις την εποχήν μας, αι θρησκείαι ενεφανίσθησαν με δυναμισμόν εις το προσκήνιον της ιστορίας και διεκδικούν σημαντικόν ρόλον εις τα ανθρώπινα πράγματα και την ανάπτυξιν του πολιτισμού. Υποστηρίζεται ότι ουδεμία ανάλυσις της παγκοσμίου καταστάσεως, ουδείς σχε-διασμός του μέλλοντος του κόσμου μας είναι επαρκής, εάν δεν αναφέρωνται και εις τον ρόλον των θρησκειών. Ενώπιον της αναβιώσεως των μη χριστιανικών θρησκειών έχει μάλιστα τονισθή ότι η μεγαλυτέρα πρόκλησις διά τον Χριστιανισμόν δεν είναι πλέον η εκκοσμίκευσις, αλλά η παρουσία αυτών των θρησκειών και η συνάντησις με αυτάς. Ηχεί ο λόγος περί «συγκρούσεως των θρησκειών» ως πυρήνος της «συγκρούσεως των πολιτισμών», και γινόμεθα μάρτυρες βιαιοτήτων «εν ονόματι της θρησκείας».

Ταυτοχρόνως όμως προάγεται η διαθρησκειακή συνεργασία και τονίζεται ο ειρηνοποιητικός ρόλος των θρησκειών. «Καμμία ειρήνη των λαών, χωρίς ειρήνη των θρησκειών», είναι εν γνωστόν σύνθημα. Ζωτικής σημασίας διά το μέλλον της ανθρωπότητος είναι η σύμπραξις των θρησκειών ενώπιον των πλανητικών προβλημάτων, όπως το οικολογικόν, το μεταναστευτικόν, αι κοινωνικαί και πολιτικαί αντιπαραθέσεις, αι μεγάλαι φυσικαί καταστροφαί, ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός και άλλα. Εις το Μήνυμα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας (Κρήτη 2016) τονίζεται ότι «ο νηφάλιος διαθρησκειακός διάλογος συμβάλλει σημαντικά στην προώθηση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, της ειρήνης και της καταλλαγής. Το λάδι του θρησκευτικού βιώματος πρέπει να χρησιμοποιείται για να επουλώνει πληγές και όχι για να αναζωπυρώνει τη φωτιά των πολεμικών συρράξεων».

Διάστασιν της ισχυράς παρουσίας των μη χριστιανικών θρησκειών και των νέων προτύπων επιστημονικότητος αποτελεί η άποψις ότι, εις την λεγομένην εποχήν της «επιστροφής του Θεού», μόνον η θρησκειολογία δύναται να προσεγγίση με σύγχρονον και επιστημονικόν τρόπον το θρησκευτικόν φαινόμενον. Τα πλεονεκτήματα του θρησκειολόγου υποστηρίζεται ότι είναι η αντικειμενικότης, η απόστασις του παρατηρητού, η εμπειρική μέθοδος και άλλα. Επίσης, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η θρησκειολογική οπτική ανταποκρίνεται εις την ποικιλίαν των θρησκειών και εις την παγκοσμιότητα του θρησκευτικού φαινομένου. Εν τη εννοία ταύτη, θεωρείται ότι μόνον η θρησκειολογία έχει θέσιν εις το Πανεπιστήμιον και όχι η θεολογία, το έργον της οποίας φέρει την σφραγίδα της Εκκλησίας.

Ουδείς αμφιβάλλει περί της αναγκαιότητος της θρηκειολογικής ερεύνης, με πρώτον τον θεολόγον, ο οποίος ωφελείται από τα ευρήματά της. Όμως η θρησκειολογία δεν δύναται να υποκαταστήση την θεολογίαν. Το μέλλον ανήκει εις την δημιουργικήν συνεργασίαν θρησκειολογίας και θεολογίας, με καθωρισμένην επιστημονικώς την συνάφειαν και την οριοθέτησιν του αντικειμένου και της μεθοδολογίας των. Η σύνδεσις της θεολογίας με την Εκκλησίαν δεν μειώνει την επιστημονικότητά της, εφ᾽ όσον η θεολογία την θεματοποιεί αυτήν την σύνδεσιν, εν τη πεποιθήσει ότι δεν υπάρχει απροϋπόθετος επιστήμη. Αι τάσεις μονοπωλήσεως της επιστημονικής προσεγγίσεως της θρησκείας από την θρησκειολογίαν ελέγχονται ως αβάσιμοι και διά το γεγονός ότι η θρησκειολογική οπτική παραμένει εγκλωβισμένη εις την πολιτισμικήν θεώρησιν της θρησκείας. Εν τω πνεύματι τούτω, η θεολογία δεν πρέπει να αυτοπροσδιορίζεται ως «θρησκειολογία του Χριστιανισμού» διά να αποδεικνύη την επιστημονικότητά της.

β) Η πρόκλησις της νέας ανθρωπολογίας εν συναρτήσει προς τον πολιτισμόν της νεωτερικότητος

Ο 21ος αιών εχαρακτηρίσθη ως ο «αιών της ανθρωπολογίας» διά την Εκκλησίαν και την θεολογίαν. Ο μακαριστός Μητροπολίτης Διοκλείας Κάλλιστος Ware αναφέρει τέσσαρες λόγους διά την αναγκαίαν εστίασιν της θεολογίας εις το θέμα «ανθρωπολογία», μετ’ εμφάσεως εις το ανθρώπινον πρόσωπον ως σχεσιακής πραγματικότητος εν τη Εκκλησία: α) Ενώπιον της παγκοσμιοποιήσεως η οποία οδηγεί εις ομογενοποίησιν και απειλεί την προσωπικήν ετερότητα, καλείται η θεολογία να επιβεβαιώση την αξίαν του κάθε συγκεκριμενου ανθρώπου. β) Απέναντι εις την κυριαρχίαν της τεχνολογίας εις την ζωήν μας, οφείλομεν να αγωνισθώμεν, ώστε τα πρόσωπα «να μη επισκιαστούν και να καταποθούν από τις μηχανές». γ) Αι εξελίξεις εις την γενετικήν μηχανικήν και οι κλονισμοί των ανθρωπίνων σχέσεων καθιστούν αναγκαίαν την προσπάθειαν μιάς «θαρραλέας και επινοητικής αναζωογονήσεως της διδασκαλίας μας για το ανθρώπινο πρόσωπο», και δ) Τα αυτά ισχύουν και αναφορικώς προς το οικολογικόν πρόβλημα το οποίον είναι προιόν μιάς «ανθρωπολογικής κρίσης», της «έλλειψης μιάς θεολογίας του προσώπου».

Τα ανθρωπολογικά θέματα απασχολούν και επιβαρύνουν σήμερον και τας διαχριστιανικάς σχέσεις, ενώ οδηγούν και εις εντάσεις εντός των επί μέρους Εκκλησιών και Ομολογιών. Γίνεται δε λόγος περί της ανάγκης αναπτύξεως μιάς «οικουμενικώς αποδεκτής χριστιανικής ανθρωπολογίας».

Έχει καταστή πλέον σαφές ότι η απώθησις ή η λήθη του θείου προορισμού του ανθρώπου καταλήγει εις παραμόρφωσιν ή υποβιβασμόν της εικόνος του και εις εξασθένησιν της αισθήσεως διά το απαραβίαστον της αξίας του. Και ο σύγχρονος «homme augmenté», εν τη εννοία ενός «υπερανθρώπου» με εξαιρετικάς ικανότητας και ισχύν επί της κτίσεως και της ιστορικής εξελίξεως χάρις εις την επιστήμην και την τεχνολογίαν, είναι κατ’ ουσίαν ο «συρρικνωμένος άνθρωπος», εστερημένος των δημιουργικών υπαρκτικών δυνατοτήτων του.

Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας θεοκινήτως διεκήρυξεν ότι το δόγμα της Ενανθρωπήσεως του προαιωνίου Λόγου του Θεού είναι «ανεξάντλητος πηγή πάσης χριστιανικής προσπαθείας διά την περιφρούρησιν της αξίας και του μεγαλείου του ανθρώπου». Ο Μητροπολίτης Χαλκηδόνος Μελίτων είχεν υπογραμμίσει ότι ο όρος της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου «αποτελεί ένα αληθινόν “χάρτην ανθρωπίνων δικαιωμάτων”, διότι ενώνει τον Θεόν με την ανθρωπότητα, και εγκεντρίζει την ανθρωπότητα εις την θείαν ζωήν».

Εξ επόψεως χριστιανικής, ο άνθρωπος «δεν είναι πείραμα», αλλά «ένα ον ξεκάθαρα καθορισμένο ως προς την προέλευση και τον σκοπό του». Εις τον Χαλκηδόνιον όρον η αλήθεια διά τον άνθρωπον εύρε την ανυπέρβλητον και οριστικήν διατύπωσίν της. Εις την σύγχρονον συζήτησιν περί του ανθρώπου, εις μίαν εποχήν ανθρωπολογικής συγχύσεως, ο λόγος της θεολογίας περί της εν Χριστώ κατά χάριν θεώσεως του ανθρώπου δύναται να διαδραματίση σημαντικόν ρόλον, λειτουργών υπέρ του απολύτου σεβασμού της ιερότητος του ανθρωπίνου προσώπου.

Εν τη συναφεία ταύτη, επιθυμούμεν να αναφερθώμεν συντόμως εις την σχέσιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας και θεολογίας με τον Διαφωτισμόν και τον πολιτισμόν της νεωτερικότητος, θέμα, το οποίον μέχρι σήμερον αναμένει την ορθήν προσέγγισίν του, πέραν του εγκλωβισμού εις την άγονον διαλεκτικήν «ορθοδόξου φωτισμού» και δυτικού Διαφωτισμού». Ο διάλογος της Ορθοδοξίας με την νεωτερικότητα δεν πρέπει να είναι αμυντικός. Η ταύτισις του Διαφωτισμού με την αντιεκκλησιαστικήν του διάστασιν, με «φονταμενταλισμόν της νεωτερικότητος», καθώς και η απόδοσις των δεινών των δύο τελευταίων αιώνων εις τας επιρροάς του, οφείλουν οριστικώς να υπερβαθούν. Το ζητούμενον δεν είναι ούτε αστήρικτος συνολική απόρριψις ούτε άκριτος αποδοχή. Η κατάφασις των κατακτήσεων του νεωτερικού ηθικού ανθρωπισμού, εις τας οποίας ανήκουν τα δικαιώματα του ανθρώπου, με τον προσανατολισμόν των εις το τρίπτυχον «ελευθερία, ισότης, αδελφοσύνη», της βάσεως δηλονότι των συγχρόνων δημοκρατικών ανοικτών κοινωνιών, προφανώς δεν σημαίνει ότι αποδεχόμεθα τας ακραίας και περιστασιακάς εκφάνσεις του Διαφωτισμού. Η θεολογία ασκεί κριτικήν εις την μετατροπήν της ελευθερίας εις ασύδοτον αυτονομισμόν, των δικαιωμάτων του ανθρώπου εις δικαιωματισμόν, της ανθρωπιστικής κριτικής εις την θρησκείαν εις σύμπλεγμα αθείας. Όμως όλα αυτά είναι η εκπτωσις του νεωτερικού πολιτισμού και όχι η ουσία του. Επιμένομεν: Η νεωτερικότης δεν είναι αι αρνητικότητές της! Η Ορθόδοξος θεολογία είναι αδιανόητον να συμπλέη με τον αντιδιαφωτισμόν του μεταμοντερνισμού και την απόρριψιν των οικουμενικών αξιών εν ονόματι ενός ιδεολογικοποιημένου πλουραλισμού. Κατά τον μακαριστόν καθηγητήν Νικόλαον Ματσούκαν, η «οικουμενικότης και ο κοσμοπολιτισμός» είναι «ουσιαστικά χαρακτηριστικά της Ορθοδοξίας». Πολλά θα εξαρτηθούν εις το μέλλον διά την Ορθόδοξον θεολογίαν από την θαρραλέαν προβολήν των οικουμενικών της στοιχείων.

Εκλεκτή ομήγυρις,

Πορευόμεθα σήμερον με παρακαταθήκην όσα ανεδείχθησαν βασικοί άξονες της Ορθοδόξου θεολογίας κατά τον 20όν αιώνα: Πατερική θεολογία, Θεία Ευχαριστία, εκκλησιολογία, τριαδολογία, εσχατολογία, θεολογική ανθρωπολογία, ασκητική πνευματικότης, θεολογική οικολογία, κοινωνική διδασκαλία, διακονία, κοινή Ορθόδοξος μαρτυρία, διαχριστιανικοί διάλογοι, διαθρησκειακή συνεργασία, διάλογος με την επιστήμην και άλλα. Όλα αυτά θα παραμείνουν εις το κέντρον της θεολογικής εργασίας εις τον αιώνα μας.

Επιστήμη και τεχνολογία είναι η μεγάλη δύναμις η οποία αλλάζει ριζικώς την ζωήν μας. Ουδείς δύναται να αρνηθή τα ασύλληπτα ευεργετήματά της. Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Κρήτης απεκάλεσε την ικανότητα επιστημονικής ερεύνης του κόσμου «θεόσδοτον δώρον εις τον άνθρωπον», ανεφέρθη όμως και εις τους κινδύνους του επιστημονισμού διά τον άνθρωπον και το φυσικόν περιβάλλον. Εξ άλλου, το ανθρώπινον πρόσωπον είναι πάντοτε «περισσότερον από αυτό που δύναται να συλλάβη η επιστήμη». Είναι βέβαιον ότι, παρά τα «θαύματα» της επιστήμης, αι υπαρξιακαί αντιφάσεις του ανθρώπου και αι απορίαι της ελευθερίας του θα παραμείνουν. Ο άνθρωπος θα αναζητή νόημα ζωής και θα αφουγκράζεται την φωνήν του ουρανού. «Μεγάλη δύναμις» θα αναδεικνύεται και η θρησκευτική πίστις, εκπρόσωπος της «διαστάσεως του βάθους» των πραγμάτων και της προοπτικής της αιωνιότητος.

«Διαλεγομένη θεολογία»

Η μαρτυρία της χριστιανικής θεολογίας δίδεται σήμερον εις ένα κόσμον, η μεγάλη πλειονότης των κατοίκων του οποίου δεν ανήκει εις τον Χριστιανισμόν. Καθήκον της ιεράς επιστήμης παραμένει η αντίστασις εις τον θρησκευτικόν φονταμενταλισμόν και η προβολή των κοινών ανθρωπιστικών παραδοχών των θρησκειών. Η συνέχισις του ειλικρινούς θεολογικού διαλόγου με τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον είναι έκφρασις της δεσμεύσεώς μας εις τον αγώνα διά την υπέρβασιν της διασπάσεως του Χριστιανισμού. Το μέλλον ανήκει εις την «διαλεγομένην θεολογίαν». Ο ειλικρινής διάλογος θα συνεχίση να απελευθερώνη δημιουργικάς δυνάμεις εντός της Εκκλησίας και θα αναδεικνύη την εμβέλειαν των χριστιανικών αξιών και τα οικουμενικά στοιχεία της Ορθοδοξίας.

Ποτέ εις την ιστορικήν πορείαν της Εκκλησίας η εσωστρέφεια δεν εξέφραζε την αυθεντικότητα του χριστιανικού ήθους, και ποτέ δεν ωφέλησε την Εκκλησίαν και την αποστολήν της. Η κλειστότης και η αδιαφορία διά την ιστορίαν και τας περιπετείας της ανθρωπίνης ελευθερίας δεν είναι η θεολογικώς και εκκλησιαστικώς ορθή κατανόησις της θεανθρωπίνης ζωής της Εκκλησίας. Η εσωστρέφεια είναι απομάκρυνσις από τους Πατέρας και όχι επιστροφή εις αυτούς. Εξ άλλου, η τυφλή προσήλωσις εις το παρελθόν είναι ένδειξις θρησκειοποιήσεως της πίστεως. Η «θεολογία του γραφείου» παράγει πνευματικήν αλαζονείαν, βλέπει την χριστιανικήν παρακαταθήκην ως «μουσειακόν κειμήλιον» και λειτουργεί κατά του διαλόγου.

Η Εκκλησία έχει ανάγκην δυναμικών θεολόγων με αρίστην θεολογικήν κατάρτισιν και εκκλησιαστικόν ήθος, ευσεβών και ευφυών, ανθρώπων με ανοικτούς ορίζοντας, με καλλιέργειαν και παιδείαν, με βούλησιν διά προσφοράν, ανθρώπων που αφουγκράζονται τον παλμόν των συγχρόνων των και εκφράζουν επικαίρως το ευάγγελον μήνυμα της εν Χριστώ σωτηρίας, πάντοτε με αναφοράν προς τας κεντρικάς αναζητήσεις της ανθρωπίνης υπάρξεως, με αμετακίνητον την πεποίθησιν ότι ο άνθρωπος δεν ζη «επ’ άρτω μόνω» (Ματθ,δ΄, 4), ότι αναζητεί το «εν, ου εστι χρεία» (Λουκ. ι΄, 42), έσχατον σημείον αναφοράς επέκεινα της εγκοσμίου ευδαιμονίας και της ανθρωπίνης καταστάσεως, του πολιτισμού και της πολιτικής, της επιστημονικής γνώσεως και των τεχνολογικών εφαρμογών της, όλων αυτών που δεν καλύπτουν τα βαθύρριζα ερωτήματά του. Οι θεολόγοι μας καλούνται να αγωνισθούν, ώστε να παύση η, «έσωθεν» και «έξωθεν», ταύτισις της Ορθοδοξίας με ορθοδοξισμόν, συντηρη-τισμόν, εθνοφυλετισμόν και αδιαφορίαν διά την ιστορίαν και τον πολιτισμόν. Η Ορθόδοξος Εκκλησία, ο κατ’ εξοχήν χώρος της βιώσεως της «ευρυχωρίας της ελευθερίας» (π. Βασίλειος Γοντικάκης) και αναδείξεως της αληθείας του προσώπου, είναι αδιανόητον να συμβιβάζεται ή και να συμπράττη με ιδεολογίας, αι οποίαι απειλούν την ιερότητα του ανθρωπίνου προσώπου και την «αληθεστάτην ελευθερίαν» του.

Η αυθεντική θεολογία, η οποία εχαρακτηρίσθη ως «μία από τας ωραιοτέρας και συγκινητικωτέρας περιπετείας του ανθρωπίνου πνεύματος», ποτέ δεν είναι αμέτοχος πληροφόρησις περί του Θεού. Είναι αδύνατον να ομιλώμεν περί της θείας φιλανθρωπίας και συγκαταβάσεως και περί του ασβέστου πόθου του ανθρώπου διά την αιωνιότητα, και ο λόγος μας να μη γίνη ύμνος, δοξολογία, ποίημα. Εις την ζωήν της πίστεως και εις την γλώσσαν της Εκκλησίας δεν υπάρχει πεζότης. Το «εξεθαμβήθησαν» των Μυροφόρων ενώπιον του κενού τάφου του Ιησού Χριστού και του αγγέλου με «λευκήν στολήν» (βλ. Μαρκ. ιστ΄, 1-5), χαρακτηρίζει «το υπέρλογο, θεϊκό άγγιγμα, το ρίγος που οδηγεί τον άνθρωπο στα όριά του». Ο πιστός ευρίσκεται πάντοτε απέναντι εις το θαύμα, το μυστήριον του Θεού, το οποίον παραμένει απροσπέλαστον εις την ανθρωπίνην λογικήν.

Τα λειτουργικά και υμνολογικά κείμενα, η εκκλησιαστική μουσική, η ψαλτική τέχνη, αι ιεραί εικόνες, η ναοδομία, αποτυπώνουν αυτόν τον συγκλονισμόν απέναντι εις το μυστήριον και την γοητείαν που αυτό ασκεί εις τον άνθρωπον -mysterium tremendum et fascinans-, αποτελούν βαθυστόχαστον θεολογικήν γλώσσαν και εκφράζουν με αισθητικήν ευαισθησίαν τας υψηλάς αληθείας της πίστεώς μας. Η εκκλησιαστική τέχνη θα υπενθυμίζη εις το διηνεκές την διάστασιν του ουρανού και θα λειτουργή ως δύναμις αντιστάσεως απέναντι εις τας συρρικνωτικάς θεωρήσεις του ανθρώπου και την λήθην του Υπερβατικού. Θα διακηρύττη ότι το «ζώον λόγον έχον», αναζητεί «λόγον υπάρξεως», και ολοκληρούται ως «ζώον θεούμενον». Όλα αυτά είναι και παραμένουν αναπόσπαστον τμήμα της θεολογικής μαρτυρίας της Ορθοδοξίας και είναι βέβαιον ότι θα αποτελούν και εις το μέλλον πηγήν εμπνεύσεως και σημείον αναφοράς διά τα νέα σκιρτήματα της ψυχής και του πνεύματος του ανθρώπου.

Με αυτάς τας σκέψεις και τα αισθήματα, περαίνομεν τον λόγον, ευχαριστούντες άπαξ έτι διά την τιμητικήν πρόσκλησιν και συγχαίροντες τους οργανωτάς του παρόντος σπουδαίου Συνεδρίου. Βέβαιοι δε διά την επιτυχή ολοκλήρωσίν του, επικαλούμεθα επί πάντας υμάς την πλουσιόδωρον χάριν και το αμέτρητον έλεος του Θεού της σοφίας και της αγάπης.

Σας ευχαριστούμεν διά την προσοχήν σας!»

www.worldenergynews.gr







Ρoή Ειδήσεων

Δείτε επίσης