Υπολογίζεται ότι στα τέλη του 2017 το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης θα ξεπεράσει τα 330 δις € , οπότε ο διαχωρισμός του κατά 50% θα προσδιορίσει το βιώσιμο τμήμα του στα 165 δις € .
H αποπληρωμή των χρεών είτε αναφερόμαστε στο ιδιωτικό είτε στο δημόσιο χρέος διέπεται από τις ίδιους κανόνες.
Στην ουσία οι βασικοί παράγοντες που καθορίζουν την αποπληρωμή τους είναι δυο , ο χρόνος ωρίμανσης και το κόστος όπως αυτό προσδιορίζεται από το επιτόκιο.
Μικρός χρόνος ωρίμανσης και υψηλό επιτόκιο προδιαγράφουν και υψηλή τοκοχρεολυτική δόση η οποία μπορεί να εξομαλυνθεί σε περιπτώσεις μεταβολής προς τα χείρω της οικονομικής καταστάσεις του δανειολήπτη με επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής και με μείωση του επιτοκίου.
Σε αυτό ακριβές το σημείο βρισκόμαστε αναφορικά με το δημόσιο χρέος , στο σημείο όπου η χώρα δεν μπορεί να αποπληρώσει ομαλά το χρέος της πάρα τις αιματηρές θυσίες που επιβάλει στους πολίτες της .
Για παράδειγμα κατά το 2017 η επιβάρυνση για τόκους θα είναι της τάξεως των 5,9 δις €, οπότε τουλάχιστον ανάλογο πρέπει να είναι και το πρωτογενές πλεόνασμα .
Με δεδομένο ότι ο προϋπολογισμός προβλέπει πλεόνασμα 3,7 δις € ή 2% του ΑΕΠ εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι θα απαιτηθεί νέος δανεισμός .
Το εντυπωσιακό είναι ότι το συγκεκριμένο πλεόνασμα διαμορφώνεται από επιπλέον φόρους 2,5 δις € και παρεμβάσεις σε συντάξεις και κοινωνικά επιδόματα 843 εκατ. € , δηλαδή συνολικά ομιλούμαι για νέα μέτρα 3,3 δις € .
Δηλαδή με βάση το σημερινό πλάνο αποπληρωμής , η χώρα δεν μπορεί με πρωτογενή πλεονάσματα της τάξεως του 2% να καλύπτει τόκους της τάξεως των 5,9 δις € .
Εάν δούμε τι συνέβαινε τα τελευταία 22 χρόνια , θα διαπιστώσουμε ότι μεταξύ του 1995 και του 2007 οι τόκοι που καταβάλλονταν ήταν περί τα 9 δις € , την περίοδο 2008-2012 εκτοξεύτηκαν στα 12 δις € με αποκορύφωμα τα 15,7 δις € του 2011 , για να περιοριστούν στα 5,5-6 δις € τα τελευταία τέσσερα χρόνια στα πλαίσια των διευθετήσεων που υπήρξαν με τους δανειστές .
Εξ αυτού του λόγου οι δανειστές προσδιόρισαν πρωτογενή πλεονάσματα της τάξεως του 3,5% κάτι που απεδέχθη η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ χωρίς προφανώς να αντιλαμβάνεται τον αντίκτυπο τους για την πραγματική οικονομία και δει την απαίτηση για επιπλέον μέτρα ύψους 5 δις € για το 2018.
Και όλα αυτά όταν για το 43% περίπου του δημοσίου χρέους ,για τα δάνεια του EFSF ύψους 142 δις € δεν έχει ξεκινήσει ακόμη η αποπληρωμή τους καθώς αυτή έχει προγραμματίσει για μετά το 2023.
Ανάλογη με τους τόκους είναι και η κατάσταση με τα χρεολύσια .
Το 2016 αποπληρώθηκαν χρεολύσια της τάξεως των 6,4 δις € τα λιγότερα των τελευταίων 22 ετών όταν την περίοδο της απόλυτης κρίσης 2007- 2015 ξεπερνούσαν τα 25 δις € με αποκορύφωμα το 2011 όταν αποπληρώθηκαν 28,9 δις € στα πλαίσια πάντα της ανακύκλωσης των χρεολυσίων μέσω νέων δανείων .
Πέρα από τα δάνεια του EFSF που χρεολυτικά ωριμάζουν μετά το 2023 και τα διμερή δάνεια GLF ύψους 53 δις € ωριμάζουν χρεολυτικά μετά το 2020 , οπότε για το 59 % του δημοσίου χρέους υπάρχει περίοδος χάριτος τουλάχιστον μέχρι το 2020 και για 43% μέχρι το 2023.
Όλα τα παραπάνω αποδεικνύουν το αδιέξοδο , και δείχνουν ότι η ριζική λύση είναι μια και μοναδική , η ονομαστική διαγραφή του 50% του σημερινού χρέους .
Μιλούμε για το ιδεατό δεδομένου όμως της άρνησης των πιστωτών για διαγραφή χρέους η πιο ενδεδειγμένη και άκρως ρεαλιστική λύση είναι το split balance , δηλαδή ο διαχωρισμός του χρέους σε αυτό που μπορεί να εξυπηρετηθεί και σε αυτό που δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί με βάση τις δυνατότητες της χώρας και πρέπει να παγώσει .
Υπολογίζεται ότι στα τέλη του 2017 το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης θα ξεπεράσει τα 330 δις € , οπότε ο διαχωρισμός του κατά 50% θα προσδιορίσει το βιώσιμο τμήμα του στα 165 δις € .
Στη υποθετική περίπτωση που θα καθοριστεί χρόνος ωρίμανσης τα 50 έτη και στην βάση σταθερού επιτοκίου της τάξεως του 1,6% η τοκοχρεολυτική εξυπηρέτηση θα ανέλθει στα 4,8 δις € ετησίως, και επαναλαμβάνουμε τοκοχρεολυτική διότι έχει μεγάλη σημασία εάν λάβουμε υπόψη την διαχρονική ανακύκλωση του .
Ένα τέτοιο προφίλ αποπληρωμής προϋποθέτει πρωτογενή πλεονάσματα της τάξεως του 2,5% επίπεδο απόλυτα υλοποιήσιμο για μια οικονομία με ΑΕΠ άνω των 200 δις € από το 2018 και μετά.
Για το υπόλοιπο και μη βιώσιμο τμήμα μια έντιμη συμφωνία θα ήταν να διαγράφεται το 20 % του εκάστοτε υπολοίπου του με την συμπλήρωση κάθε 10ετιας μέχρι την πλήρη διαγραφή του και εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που θα τεθούν για το βιώσιμο τμήμα .
Η αντιμετώπιση του δημοσίου χρέους θα πρέπει επιτέλους να ξεφύγει από τις γραφειοκρατικές τακτικές θεσμών που αρέσκονται στην διαιώνιση προβλημάτων και να επιλεγούν λύσεις ξεκάθαρες , βιώσιμες και ρεαλιστικές.
Μεσοβέζικες επιλογές με ταυτόχρονα παιχνίδια επίρριψης ευθυνών (blame game) και σκηνικά ρήξης τόσο από την πλευρά της πιο λαϊκίστικης κυβέρνησης που γνώρισε η Ελλάδα όσο και από τους δανειστές μας με την ελιτίστικη υπεροψία τους δεν προσδίδουν σοβαρότητα, συνθήκη ικανή για την οριστική αντιμετώπιση του ελληνικού χρέους.
www.worldenergynews.gr
Στην ουσία οι βασικοί παράγοντες που καθορίζουν την αποπληρωμή τους είναι δυο , ο χρόνος ωρίμανσης και το κόστος όπως αυτό προσδιορίζεται από το επιτόκιο.
Μικρός χρόνος ωρίμανσης και υψηλό επιτόκιο προδιαγράφουν και υψηλή τοκοχρεολυτική δόση η οποία μπορεί να εξομαλυνθεί σε περιπτώσεις μεταβολής προς τα χείρω της οικονομικής καταστάσεις του δανειολήπτη με επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής και με μείωση του επιτοκίου.
Σε αυτό ακριβές το σημείο βρισκόμαστε αναφορικά με το δημόσιο χρέος , στο σημείο όπου η χώρα δεν μπορεί να αποπληρώσει ομαλά το χρέος της πάρα τις αιματηρές θυσίες που επιβάλει στους πολίτες της .
Για παράδειγμα κατά το 2017 η επιβάρυνση για τόκους θα είναι της τάξεως των 5,9 δις €, οπότε τουλάχιστον ανάλογο πρέπει να είναι και το πρωτογενές πλεόνασμα .
Με δεδομένο ότι ο προϋπολογισμός προβλέπει πλεόνασμα 3,7 δις € ή 2% του ΑΕΠ εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι θα απαιτηθεί νέος δανεισμός .
Το εντυπωσιακό είναι ότι το συγκεκριμένο πλεόνασμα διαμορφώνεται από επιπλέον φόρους 2,5 δις € και παρεμβάσεις σε συντάξεις και κοινωνικά επιδόματα 843 εκατ. € , δηλαδή συνολικά ομιλούμαι για νέα μέτρα 3,3 δις € .
Δηλαδή με βάση το σημερινό πλάνο αποπληρωμής , η χώρα δεν μπορεί με πρωτογενή πλεονάσματα της τάξεως του 2% να καλύπτει τόκους της τάξεως των 5,9 δις € .
Εάν δούμε τι συνέβαινε τα τελευταία 22 χρόνια , θα διαπιστώσουμε ότι μεταξύ του 1995 και του 2007 οι τόκοι που καταβάλλονταν ήταν περί τα 9 δις € , την περίοδο 2008-2012 εκτοξεύτηκαν στα 12 δις € με αποκορύφωμα τα 15,7 δις € του 2011 , για να περιοριστούν στα 5,5-6 δις € τα τελευταία τέσσερα χρόνια στα πλαίσια των διευθετήσεων που υπήρξαν με τους δανειστές .
Εξ αυτού του λόγου οι δανειστές προσδιόρισαν πρωτογενή πλεονάσματα της τάξεως του 3,5% κάτι που απεδέχθη η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ χωρίς προφανώς να αντιλαμβάνεται τον αντίκτυπο τους για την πραγματική οικονομία και δει την απαίτηση για επιπλέον μέτρα ύψους 5 δις € για το 2018.
Και όλα αυτά όταν για το 43% περίπου του δημοσίου χρέους ,για τα δάνεια του EFSF ύψους 142 δις € δεν έχει ξεκινήσει ακόμη η αποπληρωμή τους καθώς αυτή έχει προγραμματίσει για μετά το 2023.
Ανάλογη με τους τόκους είναι και η κατάσταση με τα χρεολύσια .
Το 2016 αποπληρώθηκαν χρεολύσια της τάξεως των 6,4 δις € τα λιγότερα των τελευταίων 22 ετών όταν την περίοδο της απόλυτης κρίσης 2007- 2015 ξεπερνούσαν τα 25 δις € με αποκορύφωμα το 2011 όταν αποπληρώθηκαν 28,9 δις € στα πλαίσια πάντα της ανακύκλωσης των χρεολυσίων μέσω νέων δανείων .
Πέρα από τα δάνεια του EFSF που χρεολυτικά ωριμάζουν μετά το 2023 και τα διμερή δάνεια GLF ύψους 53 δις € ωριμάζουν χρεολυτικά μετά το 2020 , οπότε για το 59 % του δημοσίου χρέους υπάρχει περίοδος χάριτος τουλάχιστον μέχρι το 2020 και για 43% μέχρι το 2023.
Όλα τα παραπάνω αποδεικνύουν το αδιέξοδο , και δείχνουν ότι η ριζική λύση είναι μια και μοναδική , η ονομαστική διαγραφή του 50% του σημερινού χρέους .
Μιλούμε για το ιδεατό δεδομένου όμως της άρνησης των πιστωτών για διαγραφή χρέους η πιο ενδεδειγμένη και άκρως ρεαλιστική λύση είναι το split balance , δηλαδή ο διαχωρισμός του χρέους σε αυτό που μπορεί να εξυπηρετηθεί και σε αυτό που δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί με βάση τις δυνατότητες της χώρας και πρέπει να παγώσει .
Υπολογίζεται ότι στα τέλη του 2017 το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης θα ξεπεράσει τα 330 δις € , οπότε ο διαχωρισμός του κατά 50% θα προσδιορίσει το βιώσιμο τμήμα του στα 165 δις € .
Στη υποθετική περίπτωση που θα καθοριστεί χρόνος ωρίμανσης τα 50 έτη και στην βάση σταθερού επιτοκίου της τάξεως του 1,6% η τοκοχρεολυτική εξυπηρέτηση θα ανέλθει στα 4,8 δις € ετησίως, και επαναλαμβάνουμε τοκοχρεολυτική διότι έχει μεγάλη σημασία εάν λάβουμε υπόψη την διαχρονική ανακύκλωση του .
Ένα τέτοιο προφίλ αποπληρωμής προϋποθέτει πρωτογενή πλεονάσματα της τάξεως του 2,5% επίπεδο απόλυτα υλοποιήσιμο για μια οικονομία με ΑΕΠ άνω των 200 δις € από το 2018 και μετά.
Για το υπόλοιπο και μη βιώσιμο τμήμα μια έντιμη συμφωνία θα ήταν να διαγράφεται το 20 % του εκάστοτε υπολοίπου του με την συμπλήρωση κάθε 10ετιας μέχρι την πλήρη διαγραφή του και εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που θα τεθούν για το βιώσιμο τμήμα .
Η αντιμετώπιση του δημοσίου χρέους θα πρέπει επιτέλους να ξεφύγει από τις γραφειοκρατικές τακτικές θεσμών που αρέσκονται στην διαιώνιση προβλημάτων και να επιλεγούν λύσεις ξεκάθαρες , βιώσιμες και ρεαλιστικές.
Μεσοβέζικες επιλογές με ταυτόχρονα παιχνίδια επίρριψης ευθυνών (blame game) και σκηνικά ρήξης τόσο από την πλευρά της πιο λαϊκίστικης κυβέρνησης που γνώρισε η Ελλάδα όσο και από τους δανειστές μας με την ελιτίστικη υπεροψία τους δεν προσδίδουν σοβαρότητα, συνθήκη ικανή για την οριστική αντιμετώπιση του ελληνικού χρέους.
www.worldenergynews.gr