Η Ελλάδα, στο διάστημα της πολυετούς ύφεσης, νοσεί, και το αδιέξοδο, στο οποίο έχει περιέλθει, αποδεικνύει ότι η εφαρμοζόμενη πολιτική των προηγουμένων χρόνων υπήρξε λανθασμένη
Στην αυγή του νέου έτους, το κρίσιμο πρόβλημα της στασιμότητας των επενδύσεων, που έχει ωθήσει σε ασθενείς ρυθμούς μεγέθυνσης και ιλιγγιώδη ποσοστά ανεργίας, εξακολουθεί να παραμένει δισεπίλυτο.
Κι ενώ η οικονομία μάχεται να εξέλθει από την παρατεταμένη κρίση, δεν προμηνύεται έξοδος της χώρας στις ξένες αγορές.
Μιας χώρας, που έφθασε στο σημείο να συμπεριφέρεται καταναλωτικά με ΑΕΠ 310 δισεκατομμυρίων ευρώ, τη στιγμή που η ίδια παραγωγική της ικανότητα δεν έτεινε ούτε στα 200 εκατομμύρια.
Είναι αληθές ότι, στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας, τα τεχνητά και αφύσικα προϊόντα της άρρωστης αυτής διόγκωσης επ’ ουδενί δεν ανταποκρίνονταν στο παραγωγικό της δυναμικό.
Όπως και ότι η εκτεταμένη αργούσα παραγωγική της δυναμικότητα ανέδειξε την ύπαρξη ανεπαρκούς συνολικής ζήτησης, δεδομένου ότι η εθνική παραγωγή περιορίστηκε, εξαιτίας της συρρίκνωσης των εισοδημάτων.
Η Ελλάδα, στο διάστημα της πολυετούς ύφεσης, νοσεί, και το αδιέξοδο, στο οποίο έχει περιέλθει, αποδεικνύει ότι η εφαρμοζόμενη πολιτική των προηγουμένων χρόνων υπήρξε λανθασμένη.
Το οικοδόμημα της ελληνικής οικονομίας πρέπει, κατά κοινή ομολογία, να ορθοποδήσει, με την πλάστιγγα να γείρει υπέρ των εξαγωγών. Υπό ποιες συνθήκες, όμως, μπορεί να αναστραφεί η πορεία και να επιτευχθεί η αριθμητική της ανάπτυξης, με τα αποθαρρυντικά σημερινά δεδομένα;
Με ισχνή παραγωγική βάση, περιοριστική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική, συνεχείς μειώσεις των πραγματικών μισθών, σοβαρή απομείωση πλούτου και αρνητικές προσδοκίες ως προς το οικονομικό κλίμα;
Μόνος ρεαλιστικός τρόπος για να δημιουργήσει η χώρα προϋποθέσεις ανάπτυξης είναι οι μεταρρυθμίσεις.
Γενναίες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα εστιάζουν σε στρατηγικές αλλαγές σε όλα αδιακρίτως τα επίπεδα της οικονομίας, με τη διαμόρφωση εθνικού σχεδίου ανάπτυξης πάνω σε στέρεες βάσεις.
Να συρρικνωθεί η ανεργία, να στηριχθούν οι ιδιωτικές επενδύσεις, να αναβαθμιστούν οι νοσούντες θεσμοί, να καμφθεί η γραφειοκρατία, να εισρεύσουν ξένα κεφάλαια, να γίνει φιλικότερο το προς το επιχειρείν περιβάλλον και να εξομαλυνθεί η χρηματοδότηση των επιχειρήσεων, με έμφαση στην ανταγωνιστικότητά τους.
Συγχρόνως, να αλλάξει η κλαδική σύνθεση, και ειδικότερα ο δημόσιος τομέας, το λιανεμπόριο, οι οικοδομές να έχουν μικρότερη συμμετοχή στο ΑΕΠ, σε σχέση με τα σημερινά νούμερα, ενώ οι παραγωγικοί κλάδοι, όπως οι νέες τεχνολογίες, να αποκτήσουν καθοριστικό ρόλο στην ανόρθωση των οικονομικών.
Προκειμένου η Ελλάδα να επιστρέψει στην προ κρίσης εποχή, χωρίς όμως κίνδυνο δομικής ανισορροπίας, είναι αναγκαίο οι μεταρρυθμίσεις να επιτευχθούν με αργά πλην σταθερά βήματα, με μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης ΑΕΠ στο 2.5% για διάστημα 20 ετών.
Να επανέλθει ο κατώτατος μισθός στα 750-800 ευρώ και, επιπλέον, να σταθεροποιηθεί η κατανάλωση στα 170 δισεκατομμύρια, σε σχέση με τα δεδομένα πριν την έναρξη της κρίσης.
Με τον πρώτο να λειτουργεί ανταγωνιστικά σε όρους αγοράς και τη δεύτερη να αντιστοιχεί σε ποσοστό 55% του ΑΕΠ, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες της ευρωζώνης, και όχι στο 75%, όπως εσφαλμένα συνέβαινε το 2008.
Παράλληλα, να μειωθούν οι εθνικές δαπάνες, χωρίς να επηρεαστεί η διεθνής κυριαρχία της χώρας, να καταργηθούν τα ανεδαφικά δημόσια προγράμματα και να εξαλειφθούν οι χρηματοδοτήσεις χωρίς αντικείμενο.
Σε επίπεδο φορολογίας, τέλος, να καταπολεμηθεί η φοροδιαφυγή: το κράτος να μην στοχεύει στην είσπραξη φόρων με επιβολή δυσβάσταχτου ΦΠΑ, που αποτελεί πρόβλημα για την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, να ελέγχει την αυτοαπασχόληση και να επενδύσει στην ενστάλλαξη φορολογικής συνείδησης στους πολίτες.
Γιατί η αδικία δημιουργεί πρόβλημα στην κοινωνική συνοχή, ενώ οδηγεί τους φτωχούς, σε μια προσπάθεια απαλλαγής από τους φόρους, να λειτουργούν στα πρότυπα των πλουσίων, που φοροδιαφεύγουν χωρίς επιπτώσεις.
Η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων, στη βάση μιας ορθολογικής και μακρόπνοης διαχείρισης, μπορεί να επαναφέρει την οικονομία στην πρότερη μορφή της μεταξύ 2035 και 2040.
Πέρα από κάθε μεταρρύθμιση, εντούτοις, απαιτείται αλλαγή νοοτροπίας του πολιτικού κόσμου, υπέρ των αναγκών του πολίτη και όχι των μικροκομματικών επιδιώξεων.
Στο πλαίσιο αυτής της οικονομικής εξυγίανσης, έχει μόνο νόημα η πίεση για στήριξη από τους εταίρους, ώστε το χρέος να καταστεί εν τέλει βιώσιμο και η οικονομία αρκούντως ανταγωνιστική.
Για να μπορεί να θεραπεύσει το φάρμακο τον ασθενή, και όχι να τον σκοτώσει.
Από την Βασιλική Μελέτη
Τραπεζικός, Υπ. Διδάκτωρ Παντείου Πανεπιστημίου,
Ms University of Strasbourg
www.worldenergynews.gr
Κι ενώ η οικονομία μάχεται να εξέλθει από την παρατεταμένη κρίση, δεν προμηνύεται έξοδος της χώρας στις ξένες αγορές.
Μιας χώρας, που έφθασε στο σημείο να συμπεριφέρεται καταναλωτικά με ΑΕΠ 310 δισεκατομμυρίων ευρώ, τη στιγμή που η ίδια παραγωγική της ικανότητα δεν έτεινε ούτε στα 200 εκατομμύρια.
Είναι αληθές ότι, στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας, τα τεχνητά και αφύσικα προϊόντα της άρρωστης αυτής διόγκωσης επ’ ουδενί δεν ανταποκρίνονταν στο παραγωγικό της δυναμικό.
Όπως και ότι η εκτεταμένη αργούσα παραγωγική της δυναμικότητα ανέδειξε την ύπαρξη ανεπαρκούς συνολικής ζήτησης, δεδομένου ότι η εθνική παραγωγή περιορίστηκε, εξαιτίας της συρρίκνωσης των εισοδημάτων.
Η Ελλάδα, στο διάστημα της πολυετούς ύφεσης, νοσεί, και το αδιέξοδο, στο οποίο έχει περιέλθει, αποδεικνύει ότι η εφαρμοζόμενη πολιτική των προηγουμένων χρόνων υπήρξε λανθασμένη.
Το οικοδόμημα της ελληνικής οικονομίας πρέπει, κατά κοινή ομολογία, να ορθοποδήσει, με την πλάστιγγα να γείρει υπέρ των εξαγωγών. Υπό ποιες συνθήκες, όμως, μπορεί να αναστραφεί η πορεία και να επιτευχθεί η αριθμητική της ανάπτυξης, με τα αποθαρρυντικά σημερινά δεδομένα;
Με ισχνή παραγωγική βάση, περιοριστική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική, συνεχείς μειώσεις των πραγματικών μισθών, σοβαρή απομείωση πλούτου και αρνητικές προσδοκίες ως προς το οικονομικό κλίμα;
Μόνος ρεαλιστικός τρόπος για να δημιουργήσει η χώρα προϋποθέσεις ανάπτυξης είναι οι μεταρρυθμίσεις.
Γενναίες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα εστιάζουν σε στρατηγικές αλλαγές σε όλα αδιακρίτως τα επίπεδα της οικονομίας, με τη διαμόρφωση εθνικού σχεδίου ανάπτυξης πάνω σε στέρεες βάσεις.
Να συρρικνωθεί η ανεργία, να στηριχθούν οι ιδιωτικές επενδύσεις, να αναβαθμιστούν οι νοσούντες θεσμοί, να καμφθεί η γραφειοκρατία, να εισρεύσουν ξένα κεφάλαια, να γίνει φιλικότερο το προς το επιχειρείν περιβάλλον και να εξομαλυνθεί η χρηματοδότηση των επιχειρήσεων, με έμφαση στην ανταγωνιστικότητά τους.
Συγχρόνως, να αλλάξει η κλαδική σύνθεση, και ειδικότερα ο δημόσιος τομέας, το λιανεμπόριο, οι οικοδομές να έχουν μικρότερη συμμετοχή στο ΑΕΠ, σε σχέση με τα σημερινά νούμερα, ενώ οι παραγωγικοί κλάδοι, όπως οι νέες τεχνολογίες, να αποκτήσουν καθοριστικό ρόλο στην ανόρθωση των οικονομικών.
Προκειμένου η Ελλάδα να επιστρέψει στην προ κρίσης εποχή, χωρίς όμως κίνδυνο δομικής ανισορροπίας, είναι αναγκαίο οι μεταρρυθμίσεις να επιτευχθούν με αργά πλην σταθερά βήματα, με μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης ΑΕΠ στο 2.5% για διάστημα 20 ετών.
Να επανέλθει ο κατώτατος μισθός στα 750-800 ευρώ και, επιπλέον, να σταθεροποιηθεί η κατανάλωση στα 170 δισεκατομμύρια, σε σχέση με τα δεδομένα πριν την έναρξη της κρίσης.
Με τον πρώτο να λειτουργεί ανταγωνιστικά σε όρους αγοράς και τη δεύτερη να αντιστοιχεί σε ποσοστό 55% του ΑΕΠ, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες της ευρωζώνης, και όχι στο 75%, όπως εσφαλμένα συνέβαινε το 2008.
Παράλληλα, να μειωθούν οι εθνικές δαπάνες, χωρίς να επηρεαστεί η διεθνής κυριαρχία της χώρας, να καταργηθούν τα ανεδαφικά δημόσια προγράμματα και να εξαλειφθούν οι χρηματοδοτήσεις χωρίς αντικείμενο.
Σε επίπεδο φορολογίας, τέλος, να καταπολεμηθεί η φοροδιαφυγή: το κράτος να μην στοχεύει στην είσπραξη φόρων με επιβολή δυσβάσταχτου ΦΠΑ, που αποτελεί πρόβλημα για την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, να ελέγχει την αυτοαπασχόληση και να επενδύσει στην ενστάλλαξη φορολογικής συνείδησης στους πολίτες.
Γιατί η αδικία δημιουργεί πρόβλημα στην κοινωνική συνοχή, ενώ οδηγεί τους φτωχούς, σε μια προσπάθεια απαλλαγής από τους φόρους, να λειτουργούν στα πρότυπα των πλουσίων, που φοροδιαφεύγουν χωρίς επιπτώσεις.
Η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων, στη βάση μιας ορθολογικής και μακρόπνοης διαχείρισης, μπορεί να επαναφέρει την οικονομία στην πρότερη μορφή της μεταξύ 2035 και 2040.
Πέρα από κάθε μεταρρύθμιση, εντούτοις, απαιτείται αλλαγή νοοτροπίας του πολιτικού κόσμου, υπέρ των αναγκών του πολίτη και όχι των μικροκομματικών επιδιώξεων.
Στο πλαίσιο αυτής της οικονομικής εξυγίανσης, έχει μόνο νόημα η πίεση για στήριξη από τους εταίρους, ώστε το χρέος να καταστεί εν τέλει βιώσιμο και η οικονομία αρκούντως ανταγωνιστική.
Για να μπορεί να θεραπεύσει το φάρμακο τον ασθενή, και όχι να τον σκοτώσει.
Από την Βασιλική Μελέτη
Τραπεζικός, Υπ. Διδάκτωρ Παντείου Πανεπιστημίου,
Ms University of Strasbourg
www.worldenergynews.gr