Αναλύσεις

Έκθεση - κόλαφος του DIW: Ελάχιστα βελτιώθηκαν οι επενδυτικές συνθήκες στην Ελλάδα - Αναμένεται ασθενής ανάπτυξη

tags :
Έκθεση - κόλαφος του DIW: Ελάχιστα βελτιώθηκαν οι επενδυτικές συνθήκες στην Ελλάδα - Αναμένεται ασθενής ανάπτυξη

Οι συνθήκες του επιχειρείν στην Ελλάδα έχουν βελτιωθεί ελάχιστα, διαπιστώνει νέα ανάλυση του Ινστιτούτου DIW, σχολιάζοντας ότι η προστιθέμενη αξία της ελληνικής οικονομίας είναι 38% χαμηλότερη από ό, τι το 2008.
Ειδικότερα, στην τελευταία 12σέλιδη ανάλυσή της υπό τον τίτλο "The Greek private sector remains full of untapped potential" (Οι δυνατότητες του ελληνικού ιδιωτικού τομέα παραμένουν αχρησιμοποίητες), που σας παρουσιάζει το www.bankingnews.gr, το DIW επισημαίνει ότι αν και οι επιχειρήσεις υψηλής ανάπτυξης είναι γεμάτες δυνατότητες, η ανάπτυξη της οικονομίας θα παραμείνει σε χαμηλά επίπεδα.
Ειδικότερα, η ονομαστική προστιθέμενη αξία των ιδιωτικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα έχει μειωθεί κατά 38% τα τελευταία δέκα χρόνια.
Οι μικρές επιχειρήσεις χτυπήθηκαν ιδιαίτερα σκληρά από την κρίση, ωστόσο παρά τις προσπάθειες για τη σταθεροποίηση του περιβάλλοντος, υπάρχουν μόνο αδύναμα σημάδια ανάκαμψης.
Οι μελλοντικές προοπτικές δεν είναι πολύ καλύτερες, καθώς οι προϋποθέσεις για επενδύσεις και οι επιχειρηματικές δραστηριότητες δεν έχουν αλλάξει επαρκώς μέσω της οκταετούς διαδικασίας μεταρρύθμισης.
Θεμελιώδη ζητήματα, όπως η υπερβολική γραφειοκρατία, οι ογκώδεις διοικητικές διαδικασίες, η αργή απονομή δικαιοσύνης, οι πολύπλοκοι φόροι και η ανεπαρκής μεταφορά γνώσης, παραμένουν άλυτα.
Η Ελλάδα δεν μπορεί να επιτύχει ισχυρή και βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη χωρίς να προχωρήσει στις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις. Όταν το τρίτο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής τελειώσει τον Αύγουστο, παραμένει ανοιχτό το ερώτημα εάν η κυβέρνηση ολοκληρώσει και εφαρμόσει περαιτέρω μεταρρυθμίσεις.



Υπό αυτό το πλαίσιο, το DIW εξετάζει σε ποιο βαθμό οι αμέτρητες μεταρρυθμίσεις επηρέασαν την ποιότητα της οικονομίας στην Ελλάδα και σε ποιο βαθμό αυτές συνέβαλαν στην περαιτέρω ανάπτυξη προς την κατεύθυνση της καινοτομίας.
Όπως αναφέρει το ινστιτούτο, η οικονομική κρίση στην Ελλάδα ήταν κυρίως μια διαρθρωτική κρίση.
Πριν από την κρίση, η πλειοψηφία των παικτών στην ελληνική οικονομία ήταν μικρές επιχειρήσεις, πράγμα που σημαίνει ότι δεν υπήρχαν πολλές μεγάλες παραγωγικές επιχειρήσεις που εξυπηρετούσαν τις διεθνείς αγορές.
Επίσης στον τομέα της μεταποίησης, η πλειονότητα των εργαζομένων εργάστηκε σε μικροεπιχειρήσεις με λιγότερους από 10 υπαλλήλους που δεν μπορούν να εκμεταλλευτούν το πλεονέκτημα των αυξανόμενων αποδόσεων στην κλίμακα.
Η οικονομική δραστηριότητα επικεντρώθηκε στον τουρισμό, το εμπόριο και τη βιομηχανία τροφίμων- τομείς με χαμηλή ένταση καινοτομίας και χαμηλή προστιθέμενη αξία.
Και οι δύο παράγοντες, ο κατακερματισμός και η χαμηλή ένταση καινοτομίας, οδήγησε σε ιδιαίτερα χαμηλό ποσοστό εξαγωγών περίπου 25% του ΑΕΠ.
Αυτό οφειλόταν εν μέρει στο γεγονός ότι μόνο κατά 18% του ΑΕΠ όλες οι εξαγωγές αποτελούσαν προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Η κακή οικονομική κατάσταση οφειλόταν επίσης στη γραφειοκρατία, τους αδιαφανείς και περίπλοκους κανονισμούς και τα αναποτελεσματικά δημόσια όργανα.
Οι καθημερινές δραστηριότητες των επιχειρήσεων χαρακτηρίζονται από επαχθείς υποχρεώσεις υποβολής εκθέσεων και γραφειοκρατικών εμποδίων.
Σύμφωνα με διεθνώς αναγνωρισμένους δείκτες η Ελλάδα κατατάσσεται στο κατώτατο σημείο σε σύγκριση με άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ, αποθαρρύνοντας καινοτόμους επιχειρηματίες και επενδυτές.
Η Ελλάδα επίσης υστερεί σε σχέση με την υποστήριξη της ανάπτυξης καινοτόμων προϊόντων και υπηρεσιών με υψηλό επίπεδο προστιθέμενης αξίας.
Οι δυσμενείς διαρθρωτικές συνθήκες στην Ελλάδα είχαν αρνητικό αντίκτυπο ακόμη και πριν από την κρίση.
Οι ροές μετανάστευσης από την Ελλάδα αποτελούν δείκτη της πρόωρης έναρξης της διαρθρωτικής κρίσης.
Ενώ έχει εργαζόμενους με υψηλά προσόντα, οι Έλληνες άρχισαν να μεταναστεύουν το 2010, ενώ οι καινοτόμοι είχαν ήδη ξεκινήσει από το 2003.1
Ήταν η εποχή που όλα τα σημάδια δείχνουν ότι η Ελλάδα, ήταν η χώρα που "εξήγαγε" τα ταλέντα της αντί της τεχνολογίας που θα μπορούσε να παράγει με τη βοήθεια αυτών των ταλαντούχων ανθρώπων.
Τα παραπάνω δείχνουν ότι μια διαρθρωτική κρίση υπήρχε πολύ νωρίτερα στην Ελλάδα, η οποία όμως "κρυβόταν" από μια εκτεταμένη δημοσιονομική πολιτική.
Η κρίση αυτή έγινε ορατή το 2008, όταν η χώρα είχε πρόβλημα τόσο δημόσιου χρέους όσο και ανταγωνιστικότητας.



Μετά από δέκα χρόνια και πολλές μεταρρυθμίσεις, η κρίση επηρεάζει δυσανάλογα τη βιομηχανική Ελλάδα

Ενώ η ονομαστική ακαθάριστη προστιθέμενη αξία των μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων στην ΕΕ είχε σχεδόν φθάσει στο επίπεδο πριν από την κρίση μέχρι το 2011, μετά από σύντομη συντριβή στο 2008/2009 και συνεχίζει να αυξάνεται από το 2014, η μείωση της προστιθέμενης αξίας άρχισε στην Ελλάδα το 2009/2010 και διήρκεσε μέχρι το 2014.
Υπήρξε μια σύντομη φάση ανάκαμψης, ενώ το 2015/2016 υπήρξε και πάλι πτώση.
Έκτοτε μια μικρή ανάπτυξη καταγράφεται και πάλι το 2017.
Σε σύγκριση με το 2008, η ονομαστική προστιθέμενη αξία της επιχειρηματικής οικονομίας στην Ελλάδα έχει μειωθεί σχεδόν 38% το 2017.
Στο χαμηλότερο σημείο της ανάπτυξης, το 2014, ήταν περίπου 42%.



Η οικονομία εξακολουθεί να είναι πολύ κατακερματισμένη

Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) διαδραματίζουν ιδιαίτερο ρόλο στην οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας.
Αυτοί αποτελούν τη δυνητική βασική πηγή της οικονομικής ανάπτυξης.
Διότι η μαζική κατάρρευση του εν λόγω τομέα είχε αρνητικές επιπτώσεις στην απασχόληση, η οποία υποχώρησε σταθερά.
Θα πρέπει να τονιστεί ότι μέχρι το 2014 κυρίως οι εργαζόμενοι σε μεσαίες επιχειρήσεις επηρεάστηκαν από απολύσεις, καθώς η απασχόληση μειώθηκε κατά 30%.
Επίσης, η επιχειρηματική οικονομία στην Ελλάδα είναι κάτω από το μέσο όρο της έντασης και της τεχνολογίας της γνώσης στην ΕΕ.
Η Ελλάδα θα πρέπει να αντιληφθεί ότι οι κλάδοι υψηλής τεχνολογίας στον τομέα της μεταποίησης, μπορεί να παίζουν μικρό ρόλο στην ελληνική οικονομία, αλλά επέζησαν καλύτερα από την κρίση σε σύγκριση με τομείς χαμηλής τεχνολογίας, με εξαίρεση την τουριστική βιομηχανία.



Η Ελλάδα δεν έχει φτάσει ακόμα στο σημείο καμπής

Μετά το πέρας των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής και της δημιουργίας πρωτογενών πλεονασμάτων στον κρατικό προϋπολογισμό, η ελληνική κυβέρνηση σχεδιάζει να στείλει ένα μήνυμα στις αγορές και στους επενδυτές ότι η μακροοικονομική αναταραχή των τελευταίων δέκα ετών δεν αποτελεί πλέον εμπόδιο στην ανάπτυξη.
Η ΕΕ και τα κράτη μέλη της υποστηρίζουν αυτό το μήνυμα ως πιστωτές της Ελλάδας με τη δημιουργία ενός "μαξιλαριού" ρευστότητας.



Ωστόσο, αναμένουν πολύ υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% του ΑΕΠ ετησίως έως το 2023 και 2,2% μέχρι το 2060.
Έτσι, η προσωρινή σταθεροποίηση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος είναι -όπως δείχνει το παρελθόν της Ελλάδας μέχρι το 2008- απαραίτητο, αλλά δεν αποτελεί επαρκή προϋπόθεση για την ανάπτυξη των υφιστάμενων εταιρειών ή τη δημιουργία καινοτόμων νεοϊδρυόμενων επιχειρήσεων, και συνεπώς την ανάπτυξη μιας ανταγωνιστικής οικονομίας.
Για να είναι οι επιχειρήσεις επικερδείς και να παραμείνουν καινοτόμες στην Ελλάδα, πρέπει να αναπτυχθούν και να αποκτήσουν πρόσβαση στις διεθνείς αγορές.
Για να γίνει αυτό πρέπει να δημιουργηθεί ένα θετικότερο επιχειρηματικό περιβάλλον.
Ένα τέτοιο περιβάλλον περιλαμβάνει βασικές πτυχές όπως η πολιτική σταθερότητα, η ομαλή και αποτελεσματική λειτουργία του νομικού και του δημόσιου τομέα, η αποτελεσματική ρύθμιση της αγοράς εργασίας και των κεφαλαιαγορών, ένα μέτριο επίπεδο φορολογίας, το οποίο να είναι και προβλέψιμο.



Η πολιτική σταθερότητα αποτελεί επίσης θεμελιώδη προϋπόθεση για την οικονομική ανάπτυξη.
Ωστόσο, υπάρχουν οι πολιτικές συνθήκες στην Ελλάδα που είναι πηγές αστάθειας.
Επίσης, στην Ελλάδα, επενδύσεις και έργα που ξεκίνησαν από προηγούμενες κυβερνήσεις συχνά παρεμποδίζονται, οι μεταρρυθμίσεις ανατρέπονται ή ακόμη και οδεύουν προς την αντίθετη κατεύθυνση από τον αρχικό στόχο τους.
Επιπλέον, οι τράπεζες βρίσκονται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης: έχουν ένα δυσανάλογα μεγάλο μερίδιο των μη εξυπηρετούμενων δανείων στα βιβλία τους.
Τον Μάρτιο του 2016, ήταν το 47%, ενώ μετά από διάφορα μέτρα, το ποσοστό αυτό μειώθηκε στο 43% στις αρχές του 2018.
Το φορολογικό σύστημα παρέμεινε επίσης αναξιόπιστο, αφού το καθεστώς, ο συντελεστής και οι βάσεις αλλάζουν συνεχώς, γεγονός που δυσχεραίνει τις επιχειρήσεις να σχεδιάσουν το μέλλον τους.
Επιπλέον, μετά τις πρόσφατες αυξήσεις στο ΦΠΑ, τα εταιρικά εισοδήματα και τους φόρους περιουσίας, η φορολογική επιβάρυνση στην Ελλάδα αποθαρρύνει έτσι τις μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν αρχίσει να μετακινούνται σε γειτονικές χώρες.
Επίσης, σε σύγκριση με άλλες χώρες, η ελληνική αγορά εργασίας θεωρείται τώρα μία από τις λιγότερο ρυθμισμένες στην Ευρώπη.
Ωστόσο, υπάρχει φόβος ότι τα μειονεκτήματα των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας θα αντισταθμιστούν με άλλα πλεονεκτήματα για τους υπαλλήλους.
Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η Ελλάδα στερείται ενός σύγχρονου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης που πληροί τα ευρωπαϊκά πρότυπα και περιλαμβάνει βοήθειες στο πλαίσιο της κοινωνικής πρόνοιας.



Κρίσιμη η στήριξη της καινοτομίας

Ένα σημαντικό ζήτημα για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας είναι σε ποιο βαθμό υποστηρίζονται οι καινοτόμες επιχειρήσεις.
Αυτό απαιτεί ένα ισχυρό εκπαιδευτικό σύστημα, πανεπιστήμια με προσανατολισμό στην έρευνα, καθώς και ένα ρυθμιστικό και νομικό περιβάλλον που υποστηρίζει τη μεταφορά της γνώσης μεταξύ ερευνητικών ιδρυμάτων και εταιρειών.
Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να τονιστεί ότι μια ευρεία προσέγγιση πολιτικής συναίνεσης θα πρέπει να υποστηρίζει επενδύσεις στην έρευνα και ανάπτυξη από όλους τους ενδιαφερόμενους, ανεξάρτητα από ποια κυβέρνηση είναι σήμερα στην εξουσία.
Μόνο κάτω από μια τέτοια συναίνεση μια οικονομία που μπορεί να γίνει ανταγωνιστικότερη λόγω των νέων τεχνολογιών και όχι μόνο λόγω του χαμηλού κόστους εργασίας.
Η Ελλάδα έχει βαθμολογία 69% στον ευρωπαϊκό πίνακα αποτελεσμάτων για την καινοτομία το 2018.



Συμπέρασμα

Η Ελλάδα έχει βιώσει τρία προγράμματα οικονομικής προσαρμογής κατά την περασμένη δεκαετία.
Ενώ προσπάθησε να βελτιωθεί, η ονομαστική ακαθάριστη προστιθέμενη αξία της οικονομίας των επιχειρήσεων έχει μειωθεί κατά 38%.
Η πολυετής διαδικασία μεταρρύθμισης συνδέθηκε με την προσδοκία ότι οι μεταρρυθμίσεις θα έχουν θετικό αντίκτυπο όχι μόνο στον εθνικό προϋπολογισμό αλλά και στη μελλοντική οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας.



Όμως η ανάκαμψη είναι, στην καλύτερη περίπτωση, αδύναμη.
Κάθε ελπίδα για την επίτευξη των προ της κρίσης επιπέδων είναι μικρή.
Δυστυχώς, η κυβέρνηση δεν "αγκαλιάζει" τις μεταρρυθμίσεις τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, ενώ δεν επιλέγει μεταρρυθμίσεις που επικεντρώνονται κυρίως στην απελευθέρωση των αγορών εργασίας, με σαφή στόχο τη δημιουργία ενός ελκυστικού επενδυτικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα.
Τα μοντέλα είναι εύκολο να βρεθούν: οι δημοκρατίες της Βαλτικής έχουν δείξει ότι είναι δυνατόν να πραγματοποιήσουν ριζικές διοικητικές μεταρρυθμίσεις που που επηρεάζουν γρήγορα και θετικά τις μακροπρόθεσμες οικονομικές διαδικασίες.
Η ενίσχυση της ιδιωτικής οικονομίας απαιτεί μείωση της γραφειοκρατίας,εφαρμογή αποτελεσματικών διοικητικών διαδικασιών, επιτάχυνση και ανάπτυξη ενός αξιόπιστου, αποτελεσματικού φορολογικού συστήματος με μέτριους φορολογικούς συντελεστές.
Την ίδια στιγμή, οι τράπεζες πρέπει να αντιμετωπίσουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Ωστόσο, η κοινωνική συνιστώσα δεν πρέπει να ξεχαστεί.
Καθώς οι συνθήκες εργασίας βελτιώνονται, ένα δίκτυο κοινωνικής ασφάλισης που να ανταποκρίνεται στα ευρωπαϊκά πρότυπα πρέπει να εφαρμοστούν.



www.bankingnews.gr

www.worldenergynews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Δείτε επίσης