Αναβάθμιση των προοπτικών της Ελλάδας από τη Standard & Poor’s
Σε αναβάθμιση των προοπτικών (outlook) της Ελλάδας, από σταθερές σε θετικές, προχώρησε η Standard & Poor’s Global Ratings, επιβεβαιώνοντας σε «Β+» και «Β» τη μακροπρόθεσμη και βραχυπρόθεσμη -αντίστοιχα- πιστοληπτική ικανότητα.
Όπως σημειώνεται στην έκθεση του αμερικανικού οίκου, οι θετικές προοπτικές αντικατοπτρίζουν την πιθανότητα αναβάθμισης εάν η κυβέρνηση εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις για τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, οδηγώντας σε ισχυρότερη οικονομική ανάκαμψη.
Μια άλλη ενδεχόμενη ώθηση για αναβάθμιση θα ήταν η σημαντική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων του τραπεζικού συστήματος της χώρας, παράλληλα με την κατάργηση των capital controls.
Οι θετικές προοπτικές αντανακλούν την άποψη ότι η πολιτική προβλεψιμότητα βελτιώνεται, όπως και οι οικονομικές προοπτικές.
Κατά τη διάρκεια του 2016 και του 2017, η κυβέρνηση παρουσίασε πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα, ενώ η πολυετής ύφεση έληξε.
Ωστόσο, οι αναπτυξιακές πολιτικές παρά τα πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα θα είναι οι βασικοί καθοριστικοί παράγοντες της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του χρέους για την Ελλάδα, επισημαίνεται.
Κατά τα επόμενα τρία χρόνια, ο οίκος αναμένει την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ στο 2,0%-2,5%.
Βέβαια, για να υπάρξει δυνατότητα ισχυρότερων αποτελεσμάτων, η κυβέρνηση πρέπει κάνει περισσότερα για να βελτιώσει το επιχειρηματικό περιβάλλον, ώστε να προσελκύσει ισχυρότερες εισροές επενδύσεων από το εξωτερικό.
«Στο εγγύς μέλλον, υπάρχει αισιοδοξία.
Πιστεύουμε ότι οι προγραμματισμένες αυξήσεις στις δημόσιες δαπάνες για βασικά έργα υποδομής στις μεταφορές, συμπεριλαμβανομένων των λιμένων και των αεροδρομίων, θα μπορούσαν να συμβάλουν στην ισχυρότερη ανάπτυξη, ενισχύοντας τις ιδιωτικές επενδύσεις στους πιο ανταγωνιστικούς τομείς της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένου του τουρισμού, της ναυτιλίας και της εφοδιαστικής.
Άλλοι τομείς, όπως τα φαρμακευτικά προϊόντα και η μεταποίηση τροφίμων, στρέφονται όλο και περισσότερο προς τις εξαγωγικές αγορές, σε ετήσια αύξηση κατά 13,5% στις εξαγωγές σε ευρώ (εξαιρουμένης της αξίας των πλοίων) έναντι τριών συνεχών ετήσιων μειώσεων μεταξύ 2013 και 2016.
Εντούτοις, μακροπρόθεσμα, ελλείψει μεταρρυθμίσεων στο επιχειρηματικό περιβάλλον, η ικανότητα αύξησης του ΑΕΠ άνω του 3% σε διαρκή βάση φαίνεται να περιορίζεται, μεταξύ άλλων, από τον διοικητικό φόρτο και την αντιανταγωνιστική συμπεριφορά σε ολόκληρη την οικονομία, -ιδιαίτερα συγκεντρωμένοι στον τομέα των υπηρεσιών».
Χρέος
Όπως υπενθυμίζεται, τον περασμένο Ιούνιο, οι επίσημοι πιστωτές της Ελλάδας αποφάσισαν την ελάφρυνση του δημοσίου χρέους.
Η τελική εκταμίευση του προγράμματος θα παράσχει επίσης στην Ελλάδα ένα αρκετά μεγάλο αποθεματικό ταμειακών ροών, το οποίο, σύμφωνα με τον οίκο, θα καλύψει την εξυπηρέτηση του χρέους της κυβέρνησης έως το 2022.
Ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ θα μειωθεί από το 2019, χάρη στην οικονομική ανάπτυξη.
Παρόλα αυτά, λαμβάνοντας υπόψη τις προσδοκίες για ανάπτυξη και την παραδοχή μας ότι το πρωτογενές πλεόνασμα πιθανότατα θα εξαντληθεί γύρω στο 2% του ΑΕΠ έως το 2023, ο οίκος δεν αναμένει το ακαθάριστο χρέος της γενικής κυβέρνησης να μειωθεί κάτω από το 100% του ΑΕΠ μέχρι το 2030.
Πολιτική
Η Ελλάδα θα βγει από το πρόγραμμα ESM τον Αύγουστο του 2018, με βελτιωμένη πρόοδο στην ανάπτυξη και στην αγορά εργασίας, σχολιάζεται.
Η ενισχυμένη εποπτεία μετά το πρόγραμμα θα ενθαρρύνει τη μεταρρύθμιση, αν και σε μια λιγότερο φιλόδοξη κλίμακα από πριν.
«Οι συχνές αλλαγές πολιτικής, συμπεριλαμβανομένης της απόφασης για διεξαγωγή δημοψηφίσματος σχετικά με μια απελπιστικά αναγκαία γραμμή χρηματοδότησης της ΕΕ το 2015, αποθάρρυναν τις εισροές κεφαλαίων και προκάλεσαν μεγάλες εκροές καταθέσεων από τις τράπεζες.
Το κόστος αυτών των αποφάσεων ήταν μια περαιτέρω παράταση της ύφεσης της Ελλάδας το 2015, μεγαλύτερες κεφαλαιακές απαιτήσεις για τις τράπεζες και, κατά συνέπεια, ακόμη υψηλότερο απόθεμα δημόσιου χρέους».
Από το 2015, ωστόσο, η πολιτική αβεβαιότητα έχει υποχωρήσει.
Στις 20 Αυγούστου, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα εξέλθει από το τρίτο πρόγραμμα δανεισμού της, εποπτεύοντας μεγάλες δημοσιονομικές και εξωτερικές προσαρμογές.
Η επιτυχία της θέτει την ελληνική οικονομία καλά για μια κυκλική ανάκαμψη τα επόμενα χρόνια.
Επιχειρηματικό περιβάλλον
Μία από τις βασικές διαφορές μεταξύ της Ελλάδας και των κρατών με παρόμοια αξιολόγηση είναι ότι οι ελληνικές αρχές έχουν σημειώσει περιορισμένη πρόοδο στη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος.
Ενώ η αγορά εργασίας της είναι αναμφισβήτητα εξαιρετικά ευέλικτη, η Ελλάδα συγκρίνεται ελάχιστα με τους συνομηλίκους, εξαιτίας των πολλών εμποδίων που έχει για τον ανταγωνισμό στις αγορές προϊόντων και επαγγελματικών υπηρεσιών, παράλληλα με σχετικά αδύναμα δικαιώματα ιδιοκτησίας, πολύπλοκες διαδικασίες πτώχευσης, αναποτελεσματική δικαστική εξουσία και χαμηλή προβλεψιμότητα εκτέλεσης των συμβάσεων.
Ως εκ τούτου, οι καθαρές εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων έχουν μόλις βελτιωθεί πρόσφατα και ενδέχεται να μην επαρκούν για τη χρηματοδότηση ισχυρότερης οικονομικής ανάκαμψης. Ταυτόχρονα, μια ενδεχόμενη ανατροπή της μεταρρύθμισης του εργατικού δυναμικού, η οποία θα μπορούσε να επαναφέρει τις συλλογικές διαπραγματεύσεις μισθών σε εθνικό επίπεδο, θα μπορούσε να αποδυναμώσει την συνεχιζόμενη ανάκαμψη στην αγορά εργασίας, μειώνοντας την ευελιξία σε επίπεδο εταιρείας για την πλοήγηση σε μια δύσκολη οικονομική κατάσταση.
Οι οικονομικές προβλέψεις του οίκου:
Πηγή: www.bankingnews.gr
www.worldenergynews.gr