Η Moody's δεν προχώρησε στην προγραμματισμένη επαναξιολόγηση/επιβεβαίωση της πιστοληπτικής ικανότητας για την Ελλάδα
Δεν προχώρησε εν τέλει -όπως αναμενόταν- σήμερα (30 Μαρτίου 2018) στην επαναξιολόγηση/επιβεβαίωση της πιστοληπτικής ικανότητας για την Ελλάδα ο αμερικανικός οίκος Moody's, καθώς, ήδη από την 21η Φεβρουαρίου 2018 είχε αναβαθμίσει έκτακτα τη χώρα μας.
Ειδικότερα, η Moody's είχε αναβαθμίσει τη μακροπρόθεσμη πιστοληπτική ικανότητα σε «Β3» από «Caa2», διατηρώντας τις θετικές προοπτικές (outlook).
Η βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική ικανότητα παρέμεινε στο Not Prime (NP).
Η αξιολόγηση της Ελλάδας ήταν προγραμματισμένη και στις 12 Οκτωβρίου 2017, ωστόσο τότε ο οίκος δεν προχώρησε σε καμία ενέργεια ενώ για το 2018 ήταν σχεδιασμένη για τις 30 Μαρτίου 2018.
Όπως αναφερόταν στην έκθεση, η Ελλάδα έχει επιτύχει σημαντικές δημοσιονομικές και θεσμικές βελτιώσεις στο πλαίσιο του τρέχοντος προγράμματος προσαρμογής, που θα διατηρηθούν κατά τα επόμενα χρόνια, σύμφωνα με όσα εκτιμά η Moody's.
Οι εν λόγω βελτιώσεις θα συμβάλουν στη στήριξη της ανάκαμψης τόσο της οικονομίας, όσο και του τραπεζικού τομέα.
Επίσης, ο οίκος εκτιμά πως Ελλάδα θα ολοκληρώσει με επιτυχία το τρίτο πρόγραμμα προσαρμογής και θα επιστρέψει δυναμικά στις διεθνείς κεφαλαιαγορές.
Η «καθαρή» έξοδος από το Μνημόνιο θα υποστηριχθεί βραχυπρόθεσμα από ένα σημαντικό αποθεματικό ταμειακών διαθεσίμων και, μεσοπρόθεσμα έως μακροπρόθεσμα, από την ισχυρή δέσμευση των πιστωτών της να προσφέρουν περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους.
Συνεπώς, ο κίνδυνος αφερεγγυότητας έχει μειωθεί σημαντικά.
Αν και η Ελλάδα βρισκόταν σε μια παρόμοια συγκυρία στα μέσα του 2014, η Moody's πιστεύει ότι ο κίνδυνος αντιστροφής και εκτροχιασμού της φορολογικής και οικονομικής προόδου που επιτεύχθηκε, είναι ουσιαστικά χαμηλότερος.
Η Moody's θα μπορούσε να αναβαθμίσει περαιτέρω τις αξιολογήσεις εάν οι μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν κατά τη διάρκεια του προγράμματος αποδώσουν περισσότερο από το αναμενόμενο, οδηγώντας σε σταθερή οικονομική ανάπτυξη και σε ταχύτερη μείωση του δείκτη δημόσιου χρέους, στο πλαίσιο ενός σταθερού πολιτικού περιβάλλοντος.
Η απόδοση της Ελλάδας στο πλαίσιο του τρέχοντος τρίτου προγράμματος προσαρμογής ξεπέρασε τις προσδοκίες και ήταν πολύ ισχυρότερη από ό,τι στα δύο προηγούμενα προγράμματα.
Συγκεκριμένα, η ελληνική κυβέρνηση κατάφερε να θέσει τα δημόσια οικονομικά της σε πιο βιώσιμη βάση, με πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 2% του ΑΕΠ και σχεδόν ισοσκελισμένους ισολογισμούς τη διετία 2016-2017.
Σημαντικό μέρος της βελτίωσης οφείλεται στα διαρθρωτικά μέτρα, που θα παράσχουν διαρκή δημοσιονομικά οφέλη, συμπεριλαμβανομένων των μεταρρυθμίσεων στο φορολογικό κομμάτι, στις συντάξεις και τις δαπάνες για την υγειονομική περίθαλψη, την αναδιάρθρωση των δημόσιων επιχειρήσεων.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι το σωρευτικό όφελος από τα διαρθρωτικά δημοσιονομικά μέτρα θα ανέλθει στο 4,5% περίπου του ΑΕΠ, έως τα τέλη του 2018, επισημαίνεται.
Επιπλέον, η ελληνική κυβέρνηση έχει θεσπίσει μια ενδεχόμενη δημοσιονομική δέσμη αυξήσεων φόρων και περικοπών δαπανών που θα ενεργοποιηθούν, εάν χρειαστεί, για την επίτευξη του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος (3,5% του ΑΕΠ), τα έτη 2019-2022.
Τα μέτρα αυτά υποστηρίζουν την άποψη του οίκου ότι οι στόχοι του προϋπολογισμού πιθανότατα θα επιτευχθούν, ακόμη και αν η οικονομική ανάπτυξη αποδειχθεί πιο συγκρατημένη από αυτήν που αναμένεται σήμερα.
Τα παραπάνω θα συρρικνώσουν τον δείκτη δημόσιου χρέους κατά περίπου 7% του ΑΕΠ εντός των επόμενων δύο ετών, σε μόλις πάνω από 174% του ΑΕΠ το 2019, από 181% το 2017.
Σημαντική πρόοδος σημειώθηκε, επίσης, σε σχέση με τους άλλους στόχους του προγράμματος: αντιμετωπίστηκαν οι βαθιές θεσμικές αδυναμίες της Ελλάδας στη δημόσια και φορολογική διοίκηση καθώς και το δικαστικό σύστημα, που συνέβαλαν στην κρίση, όπως αποδεικνύεται π.χ. με την ίδρυση ανεξάρτητων φορολογικών εσόδων και οντοτήτων ιδιωτικοποίησης και την αντικατάσταση των πολιτικά διορισμένων στα ανώτατα επίπεδα της δημόσιας διοίκησης.
Αυτές οι αλλαγές θεσμικής και διακυβέρνησης θα οδηγήσουν με την πάροδο του χρόνου στην ορατή βελτίωση των σημερινών, χαμηλών θεσμικών επιδόσεων της Ελλάδας.
Πηγή:www.bankingnews.gr
www.worldenergynews.gr
Ειδικότερα, η Moody's είχε αναβαθμίσει τη μακροπρόθεσμη πιστοληπτική ικανότητα σε «Β3» από «Caa2», διατηρώντας τις θετικές προοπτικές (outlook).
Η βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική ικανότητα παρέμεινε στο Not Prime (NP).
Η αξιολόγηση της Ελλάδας ήταν προγραμματισμένη και στις 12 Οκτωβρίου 2017, ωστόσο τότε ο οίκος δεν προχώρησε σε καμία ενέργεια ενώ για το 2018 ήταν σχεδιασμένη για τις 30 Μαρτίου 2018.
Όπως αναφερόταν στην έκθεση, η Ελλάδα έχει επιτύχει σημαντικές δημοσιονομικές και θεσμικές βελτιώσεις στο πλαίσιο του τρέχοντος προγράμματος προσαρμογής, που θα διατηρηθούν κατά τα επόμενα χρόνια, σύμφωνα με όσα εκτιμά η Moody's.
Οι εν λόγω βελτιώσεις θα συμβάλουν στη στήριξη της ανάκαμψης τόσο της οικονομίας, όσο και του τραπεζικού τομέα.
Επίσης, ο οίκος εκτιμά πως Ελλάδα θα ολοκληρώσει με επιτυχία το τρίτο πρόγραμμα προσαρμογής και θα επιστρέψει δυναμικά στις διεθνείς κεφαλαιαγορές.
Η «καθαρή» έξοδος από το Μνημόνιο θα υποστηριχθεί βραχυπρόθεσμα από ένα σημαντικό αποθεματικό ταμειακών διαθεσίμων και, μεσοπρόθεσμα έως μακροπρόθεσμα, από την ισχυρή δέσμευση των πιστωτών της να προσφέρουν περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους.
Συνεπώς, ο κίνδυνος αφερεγγυότητας έχει μειωθεί σημαντικά.
Αν και η Ελλάδα βρισκόταν σε μια παρόμοια συγκυρία στα μέσα του 2014, η Moody's πιστεύει ότι ο κίνδυνος αντιστροφής και εκτροχιασμού της φορολογικής και οικονομικής προόδου που επιτεύχθηκε, είναι ουσιαστικά χαμηλότερος.
Η Moody's θα μπορούσε να αναβαθμίσει περαιτέρω τις αξιολογήσεις εάν οι μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν κατά τη διάρκεια του προγράμματος αποδώσουν περισσότερο από το αναμενόμενο, οδηγώντας σε σταθερή οικονομική ανάπτυξη και σε ταχύτερη μείωση του δείκτη δημόσιου χρέους, στο πλαίσιο ενός σταθερού πολιτικού περιβάλλοντος.
Η απόδοση της Ελλάδας στο πλαίσιο του τρέχοντος τρίτου προγράμματος προσαρμογής ξεπέρασε τις προσδοκίες και ήταν πολύ ισχυρότερη από ό,τι στα δύο προηγούμενα προγράμματα.
Συγκεκριμένα, η ελληνική κυβέρνηση κατάφερε να θέσει τα δημόσια οικονομικά της σε πιο βιώσιμη βάση, με πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 2% του ΑΕΠ και σχεδόν ισοσκελισμένους ισολογισμούς τη διετία 2016-2017.
Σημαντικό μέρος της βελτίωσης οφείλεται στα διαρθρωτικά μέτρα, που θα παράσχουν διαρκή δημοσιονομικά οφέλη, συμπεριλαμβανομένων των μεταρρυθμίσεων στο φορολογικό κομμάτι, στις συντάξεις και τις δαπάνες για την υγειονομική περίθαλψη, την αναδιάρθρωση των δημόσιων επιχειρήσεων.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι το σωρευτικό όφελος από τα διαρθρωτικά δημοσιονομικά μέτρα θα ανέλθει στο 4,5% περίπου του ΑΕΠ, έως τα τέλη του 2018, επισημαίνεται.
Επιπλέον, η ελληνική κυβέρνηση έχει θεσπίσει μια ενδεχόμενη δημοσιονομική δέσμη αυξήσεων φόρων και περικοπών δαπανών που θα ενεργοποιηθούν, εάν χρειαστεί, για την επίτευξη του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος (3,5% του ΑΕΠ), τα έτη 2019-2022.
Τα μέτρα αυτά υποστηρίζουν την άποψη του οίκου ότι οι στόχοι του προϋπολογισμού πιθανότατα θα επιτευχθούν, ακόμη και αν η οικονομική ανάπτυξη αποδειχθεί πιο συγκρατημένη από αυτήν που αναμένεται σήμερα.
Τα παραπάνω θα συρρικνώσουν τον δείκτη δημόσιου χρέους κατά περίπου 7% του ΑΕΠ εντός των επόμενων δύο ετών, σε μόλις πάνω από 174% του ΑΕΠ το 2019, από 181% το 2017.
Σημαντική πρόοδος σημειώθηκε, επίσης, σε σχέση με τους άλλους στόχους του προγράμματος: αντιμετωπίστηκαν οι βαθιές θεσμικές αδυναμίες της Ελλάδας στη δημόσια και φορολογική διοίκηση καθώς και το δικαστικό σύστημα, που συνέβαλαν στην κρίση, όπως αποδεικνύεται π.χ. με την ίδρυση ανεξάρτητων φορολογικών εσόδων και οντοτήτων ιδιωτικοποίησης και την αντικατάσταση των πολιτικά διορισμένων στα ανώτατα επίπεδα της δημόσιας διοίκησης.
Αυτές οι αλλαγές θεσμικής και διακυβέρνησης θα οδηγήσουν με την πάροδο του χρόνου στην ορατή βελτίωση των σημερινών, χαμηλών θεσμικών επιδόσεων της Ελλάδας.
Πηγή:www.bankingnews.gr
www.worldenergynews.gr