Εάν βγούμε στις αγορές χωρίς πιστοληπτική γραμμή θα πιστωθεί ως μια επιτυχία της σημερινής κυβερνητικής πλειοψηφίας, εάν όχι θα καταγραφεί ως αποτυχία
Περί όνου σκιάς η όλη συζήτηση για την ανάγκη ή όχι πιστοληπτικής γραμμής μετά το τέλος του τρίτου προγράμματος στήριξης της ελληνικής οικονομίας.
Πολλές φορές η συζήτηση για τα οικονομικά θέματα γίνεται μόνο για λόγους εντυπώσεων αφού είτε η τελική απόφαση δεν περνά από το χέρι της ελληνικής κυβέρνησης, είτε διότι δεν υπάρχει ουσιαστικό διακύβευμα .
Ο θόρυβος για την καθαρή έξοδο στις αγορές μετά την λήξη του τρίτου μνημονίου έχει ξεκάθαρα κατά την προσωπική μας άποψη πολιτικό και μόνο υπόβαθρο.
Εάν βγούμε στις αγορές χωρίς πιστοληπτική γραμμή θα πιστωθεί ως μια επιτυχία της σημερινής κυβερνητικής πλειοψηφίας, εάν όχι θα καταγραφεί ως αποτυχία.
Στην ουσία αυτό είναι το διακύβευα, άκρως πολιτικό, και φυσικά επικοινωνιακό.
Το θέμα είναι να περάσει το μήνυμα ότι από τον Αύγουστο και μετά τελειώνουμε με τα μνημόνια οριστικά και αμετάκλητα, ότι μπορούμε να δανειζόμαστε εύκολα και απρόσκοπτα και κυρίως να αφεθεί προς αιώρηση ότι επιστρέφουμε στις καλές εποχές της ευμάρειας .
Εάν δούμε την ουσία του θέματος θα πρέπει να εστιάσουμε σε δυο κρίσιμους παράγοντες.
Καταρχάς την απόφαση για τον εάν απαιτηθεί πιστοληπτική γραμμή δεν θα την πάρει η ελληνική πλευρά αλλά οι πιστωτές της.
Με το σκεπτικό ότι θα απαιτηθεί η έγκριση από 16 κοινοβούλια, εφόσον έμμεσα η πιστοληπτική γραμμή συνιστά χρηματοδότηση, η απόφαση καθίσταται επισφαλής και άρα η όποια αναγκαιότητα της θα προσκρούει στο πολιτικό κόστος των πιστωτών μας .
Επιπλέον εάν λάβουμε υπόψη ότι οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας μέχρι και τα τέλη του 2019 θα προσεγγίζουν τα 17-18 δισ. € και ότι μέχρι τώρα πάνω από τα 2/3 έχουν εξασφαλιστεί τότε εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι η όποια πιστοληπτική γραμμή είναι άνευ ουσίας.
Δηλαδή για το επομένους 20 μήνες δεν έχουμε ανάγκη πιστοληπτικής γραμμής με την έννοια ότι δεν θα υπάρχει πίεση εξεύρεσης κεφαλαίων .
Αρά η παρούσα κυβερνητική πλειοψηφία ζητώντας την καθαρή έξοδο στις αγορές κινείται εκ του ασφαλούς έχοντας λάβει υπόψη τον πολιτικό της χρόνο ο οποίος υπό τις παρούσες συνθήκες δεν θα υπερβεί το 2019.
Το μεγάλο ζητούμενο της αναχρηματοδότησης του δημοσίου χρέους είναι το κόστος του.
Σήμερα καταγράφονται πέντε επιτόκια δανεισμού , του ESM στο ύψος του 0,89%, του EFSF στο ύψος του 2,5%, των GLF (διακρατικά δάνεια )στο ύψος του 0,65%, του ΔΝΤ στο ύψος τη 3,8% και των αγορών στο ύψος του 4,45%.
Βγαίνοντας στις αγορές όπως υπαγορεύει η κανονικότητα το κόστος θα είναι συνάρτηση της διεθνούς συγκυρίας, η οποία τείνει προς την αύξηση των επιτοκίων, και της τιμολόγησης του κινδύνου των πιστωτών από την αγορά ελληνικών ομολόγων.
Με πιστοληπτική ή όχι γραμμή οι αγορές κρίνουν και ανάλογα τιμολογούν.
Όποια παρέκκλιση θα τιμωρείται όπως διαπιστώθηκε και από την πρόσφατη έκδοση του 7ετους ομολόγου .
Η κανονικότητα δεν εντοπίζεται μόνο στο γεγονός της κάλυψης των αναγκών από τις διεθνείς αγορές σε αντίθεση με τα χρηματοδοτικά προγράμματα που επιβάλλουν τα μνημόνια αλλά από τα χαμηλά επιτόκια ένδειξη υγιούς και σταθερής οικονομίας η οποία έχει την έξωθεν καλή μαρτυρία .
Εάν θεωρούμε ότι η έξοδος από τα μνημόνια θα σημαίνει και την επιστροφή στη ‘κανονικότητα του παρελθόντος ’με την εκτόξευση των καταναλωτικών δαπανών τότε γρήγορα θα γίνει κατανοητό ότι στρουθοκαμηλίζουμε.
Εκείνο που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι ότι πέρα του επικοινωνιακού χαρακτήρα της ‘καθαρής εξόδου’ στις αγορές εκείνο που θα θωρακίσει την ελληνική οικονομία είναι η ανάπτυξη και η αύξηση της παραγωγής , είναι οι νέες θέσεις εργασίας όχι στον δημόσιο τομέα όπως ονειρεύονται οι κρατιστές αλλά στο ιδιωτικό τομέα όπου τα επιχειρηματικά λάθη δεν πληρώνονται από τους φορολογούμενους .
Με δεδομένο ότι από τα τρία υπόβαθρα ανάπτυξης το ένα η υποτίμηση δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί λόγω του ευρώ ενώ η εσωτερική έχει αποδώσει ότι μπορούσε, τα υπόλοιπα δυο οι εξαγωγές και οι επενδύσεις θα πρέπει να στηριχθούν μέσω της μείωσης της φορολογίας .
Εκείνο που δεν πρέπει να μας διαφεύγει είναι ότι η βασική αιτιολογική βάση των μνημονίων ήταν η μείωση του κόστους επιβάρυνσης εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους .
Εάν το τέλος των μνημονίων, και η με όποιο τρόπο έξοδος στις αγορές δεν θα οδηγήσει σε αποδεκτά επιτόκια δανεισμού τότε η επικοινωνιακή διαχείριση δεν θα μπορέσει να καλύψει ότι ο βασιλιάς συνεχίζει πάρα τις αιματηρές προσπάθειες τις τελευταίας 8ετιας να είναι γυμνός και έρμαιο των διαθέσεων αυτών που αποκαλούμε αγορές.
Οι τελευταίες αγωνιούν να βρουν ξανά μπροστά τους ένα από τα διαχρονικότερα θύματα τους.
www.worldenergynews.gr
Πολλές φορές η συζήτηση για τα οικονομικά θέματα γίνεται μόνο για λόγους εντυπώσεων αφού είτε η τελική απόφαση δεν περνά από το χέρι της ελληνικής κυβέρνησης, είτε διότι δεν υπάρχει ουσιαστικό διακύβευμα .
Ο θόρυβος για την καθαρή έξοδο στις αγορές μετά την λήξη του τρίτου μνημονίου έχει ξεκάθαρα κατά την προσωπική μας άποψη πολιτικό και μόνο υπόβαθρο.
Εάν βγούμε στις αγορές χωρίς πιστοληπτική γραμμή θα πιστωθεί ως μια επιτυχία της σημερινής κυβερνητικής πλειοψηφίας, εάν όχι θα καταγραφεί ως αποτυχία.
Στην ουσία αυτό είναι το διακύβευα, άκρως πολιτικό, και φυσικά επικοινωνιακό.
Το θέμα είναι να περάσει το μήνυμα ότι από τον Αύγουστο και μετά τελειώνουμε με τα μνημόνια οριστικά και αμετάκλητα, ότι μπορούμε να δανειζόμαστε εύκολα και απρόσκοπτα και κυρίως να αφεθεί προς αιώρηση ότι επιστρέφουμε στις καλές εποχές της ευμάρειας .
Εάν δούμε την ουσία του θέματος θα πρέπει να εστιάσουμε σε δυο κρίσιμους παράγοντες.
Καταρχάς την απόφαση για τον εάν απαιτηθεί πιστοληπτική γραμμή δεν θα την πάρει η ελληνική πλευρά αλλά οι πιστωτές της.
Με το σκεπτικό ότι θα απαιτηθεί η έγκριση από 16 κοινοβούλια, εφόσον έμμεσα η πιστοληπτική γραμμή συνιστά χρηματοδότηση, η απόφαση καθίσταται επισφαλής και άρα η όποια αναγκαιότητα της θα προσκρούει στο πολιτικό κόστος των πιστωτών μας .
Επιπλέον εάν λάβουμε υπόψη ότι οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας μέχρι και τα τέλη του 2019 θα προσεγγίζουν τα 17-18 δισ. € και ότι μέχρι τώρα πάνω από τα 2/3 έχουν εξασφαλιστεί τότε εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι η όποια πιστοληπτική γραμμή είναι άνευ ουσίας.
Δηλαδή για το επομένους 20 μήνες δεν έχουμε ανάγκη πιστοληπτικής γραμμής με την έννοια ότι δεν θα υπάρχει πίεση εξεύρεσης κεφαλαίων .
Αρά η παρούσα κυβερνητική πλειοψηφία ζητώντας την καθαρή έξοδο στις αγορές κινείται εκ του ασφαλούς έχοντας λάβει υπόψη τον πολιτικό της χρόνο ο οποίος υπό τις παρούσες συνθήκες δεν θα υπερβεί το 2019.
Το μεγάλο ζητούμενο της αναχρηματοδότησης του δημοσίου χρέους είναι το κόστος του.
Σήμερα καταγράφονται πέντε επιτόκια δανεισμού , του ESM στο ύψος του 0,89%, του EFSF στο ύψος του 2,5%, των GLF (διακρατικά δάνεια )στο ύψος του 0,65%, του ΔΝΤ στο ύψος τη 3,8% και των αγορών στο ύψος του 4,45%.
Βγαίνοντας στις αγορές όπως υπαγορεύει η κανονικότητα το κόστος θα είναι συνάρτηση της διεθνούς συγκυρίας, η οποία τείνει προς την αύξηση των επιτοκίων, και της τιμολόγησης του κινδύνου των πιστωτών από την αγορά ελληνικών ομολόγων.
Με πιστοληπτική ή όχι γραμμή οι αγορές κρίνουν και ανάλογα τιμολογούν.
Όποια παρέκκλιση θα τιμωρείται όπως διαπιστώθηκε και από την πρόσφατη έκδοση του 7ετους ομολόγου .
Η κανονικότητα δεν εντοπίζεται μόνο στο γεγονός της κάλυψης των αναγκών από τις διεθνείς αγορές σε αντίθεση με τα χρηματοδοτικά προγράμματα που επιβάλλουν τα μνημόνια αλλά από τα χαμηλά επιτόκια ένδειξη υγιούς και σταθερής οικονομίας η οποία έχει την έξωθεν καλή μαρτυρία .
Εάν θεωρούμε ότι η έξοδος από τα μνημόνια θα σημαίνει και την επιστροφή στη ‘κανονικότητα του παρελθόντος ’με την εκτόξευση των καταναλωτικών δαπανών τότε γρήγορα θα γίνει κατανοητό ότι στρουθοκαμηλίζουμε.
Εκείνο που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι ότι πέρα του επικοινωνιακού χαρακτήρα της ‘καθαρής εξόδου’ στις αγορές εκείνο που θα θωρακίσει την ελληνική οικονομία είναι η ανάπτυξη και η αύξηση της παραγωγής , είναι οι νέες θέσεις εργασίας όχι στον δημόσιο τομέα όπως ονειρεύονται οι κρατιστές αλλά στο ιδιωτικό τομέα όπου τα επιχειρηματικά λάθη δεν πληρώνονται από τους φορολογούμενους .
Με δεδομένο ότι από τα τρία υπόβαθρα ανάπτυξης το ένα η υποτίμηση δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί λόγω του ευρώ ενώ η εσωτερική έχει αποδώσει ότι μπορούσε, τα υπόλοιπα δυο οι εξαγωγές και οι επενδύσεις θα πρέπει να στηριχθούν μέσω της μείωσης της φορολογίας .
Εκείνο που δεν πρέπει να μας διαφεύγει είναι ότι η βασική αιτιολογική βάση των μνημονίων ήταν η μείωση του κόστους επιβάρυνσης εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους .
Εάν το τέλος των μνημονίων, και η με όποιο τρόπο έξοδος στις αγορές δεν θα οδηγήσει σε αποδεκτά επιτόκια δανεισμού τότε η επικοινωνιακή διαχείριση δεν θα μπορέσει να καλύψει ότι ο βασιλιάς συνεχίζει πάρα τις αιματηρές προσπάθειες τις τελευταίας 8ετιας να είναι γυμνός και έρμαιο των διαθέσεων αυτών που αποκαλούμε αγορές.
Οι τελευταίες αγωνιούν να βρουν ξανά μπροστά τους ένα από τα διαχρονικότερα θύματα τους.
www.worldenergynews.gr