Η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας φέρεται να προσανατολίζεται στο ορισμό του ποσοστού στα επίπεδα του 80%, κάτι που προκαλεί τις έντονες αντιδράσεις των παραγόντων της αγοράς
Σε μία από τις βασικότερες ενστάσεις του κλάδου των ΑΠΕ, για τους διαγωνισμούς που θα διεξαχθούν την περίοδο 2018 -2020, αναδεικνύεται το ποσοστό του ανταγωνισμού με το οποίο θα ξεκινήσουν να «τρέχουν» οι ανταγωνιστικές διαδικασίες.
Όπως φάνηκε και από την παρουσίαση της ΡΑΕ για τη διενέργεια των διαγωνισμών μέσα στην τρέχουσα τριετία, η Ρυθμιστική Αρχή προσανατολίζεται στο ορισμό του ποσοστού στα επίπεδα του 80%.
Ωστόσο, αρκετοί παραγωγοί θεωρούν το νούμερο αυτό απαγορευτικά υψηλό.
Έτσι, υποστηρίζουν πως στην πράξη θα υπονομεύσει τους φιλόδοξους στόχους που έχουν τεθεί με χρονικό ορίζοντα το 2020, για την υλοποίηση νέων έργων συνολικής ισχύος 2,6 GW.
Το ποσοστό ανταγωνισμού αντιστοιχεί στον ελάχιστο βαθμό στον οποίο θα πρέπει να υπερβαίνει τη δημοπρατούμενη ισχύ η συνολική ισχύς των έργων που συμμετέχουν στη διαγωνιστική διαδικασία.
Έτσι, το 80% σημαίνει πως τα υποψήφια έργα θα πρέπει να έχουν τουλάχιστον 1,8 φορές μεγαλύτερη συνολική ισχύ από την προσφερόμενη.
Επομένως, αν για παράδειγμα σε έναν διαγωνισμό δημοπρατούνται έργα 300 MW, η συμμετοχή οφείλει να φθάνει τουλάχιστον τα 540 MW.
Στην περίπτωση που είναι μικρότερη, τότε θα μειώνεται η δημοπρατούμενη ισχύς, ώστε να διατηρείται η ίδια αναλογία.
Έτσι, π.χ. αν στον συγκεκριμένο διαγωνισμό πάρουν μέρος έργα συνολικής ισχύος 432 MW (και όχι 540), τότε δεν θα “βγουν” σε δημοπρασία 300 MW αλλά 240 MW, δηλαδή 60 MW λιγότερα ώστε να συνεχίσει να ισχύει ο κανόνας του 80%.
Πρόταση για ποσοστό 25 - 30%
Πιο πρόσφατη παρέμβαση για το θέμα έκανε χθες ο Σύλλογος Εταιριών Φωτοβολταϊκών, ο οποίος σε ανακοίνωσή του με προτάσεις για βελτιωτικές παρεμβάσεις στις διαγωνιστικές διαδικασίες, περιλαμβάνει και το ύψος του ποσοστού ανταγωνισμού, προτείνοντας να αναθεωρηθεί δραστικά προς τα κάτω.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, «δεδομένης της εμφανούς έλλειψης ώριμων αδειοδοτικά έργων, πιστεύουμε ότι η πρόταση αυτή είναι ανεδαφική και θα οδηγήσει σε συρρίκνωση το προσδοκώμενο αποτέλεσμα αλλά και τον ανταγωνισμό, όταν μάλιστα στον πρώτο πιλοτικό διαγωνισμό το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 40%. Προτείνουμε λοιπόν το ποσοστό αυτό να είναι της τάξης του 25%-30%».
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται η επιχειρηματολογία στελεχών από τον κλάδο των αιολικών, οι οποίοι επίσης υποστηρίζουν ότι το ποσοστό θα πρέπει να αναθεωρηθεί γύρω στα επίπεδα του πιλοτικού διαγωνισμού.
Η ένστασή τους εδράζεται και πάλι στο γεγονός ότι, με τους ρυθμούς που «τρέχουν» οι αδειοδοτικές διαδικασίες, τα έργα που έχουν οριστική προσφορά σύνδεσης, και θα αποκτήσουν έως το 2020, είναι απίθανο να υπερκαλύψουν κατά 1,8 φορές τα 2,6 GW που προγραμματίζεται να δημοπρατηθούν έως τότε.
Αν και το ακριβές ποσοστό του ανταγωνισμού για κάθε διαγωνισμό θα καθορίζεται από την προκήρυξη, θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο πως το νούμερο θα κινείται στα επίπεδα του 80%.
Ο λόγος γι’ αυτό, και ένα βασικό αντεπιχείρημα στην παραπάνω επιχειρηματολογία, είναι πως μόνο ο ισχυρός ανταγωνισμός θα οδηγήσει σε μείωση των τιμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ, το οποίο είναι πρώτιστο μέλημα ακόμη κι από τον στόχο των 2,6 GW.
Παράλληλα, το υψηλό ποσοστό έρχεται να καλύψει το γεγονός ότι δεν υπάρχει κάποια άλλη ασφαλιστικά δικλείδα, που να αποτρέπει ένα νομικό πρόσωπο ή έναν όμιλο να κατέβει σε έναν διαγωνισμό με περισσότερα από ένα έργα, χωρίς στην πραγματικότητα να επιδιώκει να τα υλοποιήσει όλα.
Σε μία τέτοια περίπτωση, θα μπορούσε να ικανοποιηθεί εύκολα ένα μικρό ποσοστό ανταγωνισμού (π.χ. 25% ή και 30%), παρόλο που η υπερκάλυψη δεν θα προερχόταν ουσιαστικά από συνδιεκδικητές, οι οποίοι θα είχαν το κίνητρο να προχωρήσουν σε οικονομικότερες προσφορές και έτσι να οδηγήσουν σε χαμηλότερες τιμές κάθε «πράσινης» κιλοβατώρας από καινούριες μονάδες ΑΠΕ.
www.worldenergynews.gr
Όπως φάνηκε και από την παρουσίαση της ΡΑΕ για τη διενέργεια των διαγωνισμών μέσα στην τρέχουσα τριετία, η Ρυθμιστική Αρχή προσανατολίζεται στο ορισμό του ποσοστού στα επίπεδα του 80%.
Ωστόσο, αρκετοί παραγωγοί θεωρούν το νούμερο αυτό απαγορευτικά υψηλό.
Έτσι, υποστηρίζουν πως στην πράξη θα υπονομεύσει τους φιλόδοξους στόχους που έχουν τεθεί με χρονικό ορίζοντα το 2020, για την υλοποίηση νέων έργων συνολικής ισχύος 2,6 GW.
Το ποσοστό ανταγωνισμού αντιστοιχεί στον ελάχιστο βαθμό στον οποίο θα πρέπει να υπερβαίνει τη δημοπρατούμενη ισχύ η συνολική ισχύς των έργων που συμμετέχουν στη διαγωνιστική διαδικασία.
Έτσι, το 80% σημαίνει πως τα υποψήφια έργα θα πρέπει να έχουν τουλάχιστον 1,8 φορές μεγαλύτερη συνολική ισχύ από την προσφερόμενη.
Επομένως, αν για παράδειγμα σε έναν διαγωνισμό δημοπρατούνται έργα 300 MW, η συμμετοχή οφείλει να φθάνει τουλάχιστον τα 540 MW.
Στην περίπτωση που είναι μικρότερη, τότε θα μειώνεται η δημοπρατούμενη ισχύς, ώστε να διατηρείται η ίδια αναλογία.
Έτσι, π.χ. αν στον συγκεκριμένο διαγωνισμό πάρουν μέρος έργα συνολικής ισχύος 432 MW (και όχι 540), τότε δεν θα “βγουν” σε δημοπρασία 300 MW αλλά 240 MW, δηλαδή 60 MW λιγότερα ώστε να συνεχίσει να ισχύει ο κανόνας του 80%.
Πρόταση για ποσοστό 25 - 30%
Πιο πρόσφατη παρέμβαση για το θέμα έκανε χθες ο Σύλλογος Εταιριών Φωτοβολταϊκών, ο οποίος σε ανακοίνωσή του με προτάσεις για βελτιωτικές παρεμβάσεις στις διαγωνιστικές διαδικασίες, περιλαμβάνει και το ύψος του ποσοστού ανταγωνισμού, προτείνοντας να αναθεωρηθεί δραστικά προς τα κάτω.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, «δεδομένης της εμφανούς έλλειψης ώριμων αδειοδοτικά έργων, πιστεύουμε ότι η πρόταση αυτή είναι ανεδαφική και θα οδηγήσει σε συρρίκνωση το προσδοκώμενο αποτέλεσμα αλλά και τον ανταγωνισμό, όταν μάλιστα στον πρώτο πιλοτικό διαγωνισμό το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 40%. Προτείνουμε λοιπόν το ποσοστό αυτό να είναι της τάξης του 25%-30%».
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται η επιχειρηματολογία στελεχών από τον κλάδο των αιολικών, οι οποίοι επίσης υποστηρίζουν ότι το ποσοστό θα πρέπει να αναθεωρηθεί γύρω στα επίπεδα του πιλοτικού διαγωνισμού.
Η ένστασή τους εδράζεται και πάλι στο γεγονός ότι, με τους ρυθμούς που «τρέχουν» οι αδειοδοτικές διαδικασίες, τα έργα που έχουν οριστική προσφορά σύνδεσης, και θα αποκτήσουν έως το 2020, είναι απίθανο να υπερκαλύψουν κατά 1,8 φορές τα 2,6 GW που προγραμματίζεται να δημοπρατηθούν έως τότε.
Αν και το ακριβές ποσοστό του ανταγωνισμού για κάθε διαγωνισμό θα καθορίζεται από την προκήρυξη, θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο πως το νούμερο θα κινείται στα επίπεδα του 80%.
Ο λόγος γι’ αυτό, και ένα βασικό αντεπιχείρημα στην παραπάνω επιχειρηματολογία, είναι πως μόνο ο ισχυρός ανταγωνισμός θα οδηγήσει σε μείωση των τιμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ, το οποίο είναι πρώτιστο μέλημα ακόμη κι από τον στόχο των 2,6 GW.
Παράλληλα, το υψηλό ποσοστό έρχεται να καλύψει το γεγονός ότι δεν υπάρχει κάποια άλλη ασφαλιστικά δικλείδα, που να αποτρέπει ένα νομικό πρόσωπο ή έναν όμιλο να κατέβει σε έναν διαγωνισμό με περισσότερα από ένα έργα, χωρίς στην πραγματικότητα να επιδιώκει να τα υλοποιήσει όλα.
Σε μία τέτοια περίπτωση, θα μπορούσε να ικανοποιηθεί εύκολα ένα μικρό ποσοστό ανταγωνισμού (π.χ. 25% ή και 30%), παρόλο που η υπερκάλυψη δεν θα προερχόταν ουσιαστικά από συνδιεκδικητές, οι οποίοι θα είχαν το κίνητρο να προχωρήσουν σε οικονομικότερες προσφορές και έτσι να οδηγήσουν σε χαμηλότερες τιμές κάθε «πράσινης» κιλοβατώρας από καινούριες μονάδες ΑΠΕ.
www.worldenergynews.gr