Η ονομασία της σημερινής Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας την εποχή του μεσοπολέμου ήταν «Βαρντάσκα Μπανόβινα» όπως αναφερόταν και στα σχολικά εγχειρίδια και χάρτες της γείτονος.
Μακεδονικό ζήτημα είναι η ονομασία με την οποία έγινε διεθνώς γνωστό το εθνικοχωροταξικό πρόβλημα που δημιουργήθηκε αμέσως μετά το Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-78, ο οποίος κατέληξε στη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου.
Η βασική διάταξη της Συνθήκης αυτής προέβλεπε τη δημιουργία της Μεγάλης Βουλγαρίας, η οποία θα περιελάμβανε, εκτός από τα εδάφη της σημερινής Βουλγαρίας, τη Μακεδονία και ένα μεγάλο μέρος της Θράκης.
Μέσα από αυτό το δημιούργημα του Τσάρου, η Ρωσία κατέβαινε ουσιαστικά στις θερμές θάλασσες και μπορούσε να απειλήσει την Κωνσταντινούπολη ανά πάσα στιγμή.
Υπό την απειλή ανατροπής της ευρωπαϊκής ισορροπίας οι άλλες δυνάμεις αντέδρασαν άμεσα και οργανώθηκε μια νέα διαπραγμάτευση.
Με το συνέδριο του Βερολίνου τον Ιούνιο του 1878 περιορίσθηκαν τα εδάφη της Βουλγαρίας τόσο νοτίως όσο και βορείως του Αίμου και η Μακεδονία επανήλθε στον οθωμανικό έλεγχο.
Η Συνθήκη του Βερολίνου και του Αγίου Στεφάνου αγνοούν τις έννοιες «Μακεδονία» και «Μακεδόνες».
Στην επίσημη τουρκική απογραφή του 1905, γίνεται λόγος για Έλληνες και Βουλγάρους κατοίκους μεγάλων διοικητικών περιφερειών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, (τα επονομαζόμενα βιλαέτια) Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου, όπου το ελληνικό στοιχείο πλειοψηφούσε, όχι όμως και για «Μακεδόνες», αφού κανένας από τους απογραφέντες δε δήλωσε τέτοια καταγωγή.
Όταν λοιπόν αναφερόμαστε στη Μακεδονία προσδιορίζουμε γεωγραφική περιοχή και όχι εθνολογική ή πολιτική διαίρεση.
Η γλωσσική σύνθεση όμως των χριστιανών κατοίκων της Μακε-δονίας (ελληνόφωνοι, σλαβόφωνοι, βλαχόφωνοι και αλβανόφω¬νοι) έθετε τις προϋποθέσεις για τη γένεση και την επέκταση των διαφόρων εθνικών ή άλλων, κυρίως προπαγανδιστικών, κινήσεων.
Το 1893 ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη από Βούλγαρους η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση με σκοπό το συντονισμό των προσπαθειών των χριστιανικών πληθυσμών της Μακεδονίας για την απελευθέρωσή τους από τον Οθωμανικό ζυγό.
Η οργάνωση αναφερόταν γενικά στα δικαιώματα του «Μακεδονικού λαού», αλλά στην πραγματικότητα αποσκοπούσε στον εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας και την απόσχισή της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως ενδιάμεσο στάδιο πριν την τελική ένωσή της με τη Βουλγαρία.
Η διαδικασία αυτή ήταν μεθοδική και περιελάμβανε την διαφοροποίηση της εθνικής συνείδησης του ντόπιου χριστιανικού πληθυσμού μέσω εκκλησιών που υπάγονταν στη Βουλγαρική Εξαρχεία, καθώς και την ίδρυση σχολείων για την εκμάθηση της βουλγαρικής γλώσσας. Ταυτόχρονα ένοπλες βουλγαρικές παραστρατιωτικές ομάδες ασκούν εκφοβισμό και προβαίνουν σε βιοπραγίες και δολοφονίες του ντόπιου ελληνικού πληθυσμιακού στοιχείου.
Τον Αυγ. 1903 στην εξέγερση του Ίλιντεν οι Βούλγαροι φέρεται ότι επαναστάτησαν κατά των Τούρκων στο Κρούσοβο, πόλη κοντά στο Μοναστήρι με συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού στοιχείου.
Στην πραγματικότητα όμως συνεργάσθηκαν με τους Τούρκους προκειμένου να προβούν στην εξόντωση του ελληνικού στοιχείου της περιοχής.
Η δημιουργηθείσα κατάσταση υπήρξε αφορμή για την αφύπνιση της Ελλάδας και την έναρξη της αντεπίθεσης με το Μακεδονικό αγώνα που διήρκησε περίπου 4 χρόνια (1904-1908), κατά τη διάρκεια του οποίου γράφτηκαν ηρωικές σελίδες απαράμιλλης δόξας (Παύλος Μελάς, Τέλλος Άγρας, κ.λπ).
«Μακεδονία» ως σλαβικό κράτος και «Μακεδονικό Έθνος» ως ιδιαίτερη εθνότητα ήταν έννοιες άγνωστες.
Η «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας» ιδρύθηκε από τον Τίτο κατά το τέλος της γερμανικής κατοχής και η ίδρυσή της αποτέλεσε προσπάθεια ηθελημένης πολιτικής, στόχος της οποίας ήταν μακροπρόθεσμα η επανασύσταση «Μακεδονικού» κράτους, υπό σλαβικό όμως μανδύα με απώτερο στόχο την αναζήτηση εξόδου από τη χώρα αυτή στο Αιγαίο.
Από τότε και σε όλη την μεταπολεμική περίοδο, ξεκίνησε μια άνευ προηγουμένου προπαγανδιστική δραστηριότητα από τους επίσημους και ανεπίσημους κύκλους των Σκοπίων τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.
Αυτή η πολιτική του αλυτρωτισμού διεξαγόταν είτε άμεσα με επίσημες δηλώσεις πολιτικών ηγετών και διακηρύξεις τοπικών κομμάτων, είτε έμμεσα με την κυκλοφορία χαρτών με ενιαία Μακεδονία αλλά και προκηρύξεων, ημερολογίων και γενικά δημοσιευμάτων με επιθετικό πνεύμα έναντι της Ελλάδος, που αμφισβητούν την πολιτιστική κληρονομιά και τα ελληνικά σύμβολα.
Εκμεταλλευόμενη κάθε ευκαιρία το γειτονικό κράτος μετέτρεψε τη χρήση του ονόματος «Μακεδονία» από γεωγραφικό προσδιορισμό σ’ εθνικό όρο, του οποίου το κύριο χαρακτηριστικό μάλιστα είναι η παρουσία εθνικών, γλωσσικών και θρησκευτικών μειονοτήτων που δεν ταυτίζονται απόλυτα με τον σλαβικό πολιτισμό και την «μακεδονική» αλυτρωτική ιδεολογία.
Η αναθέρμανση για επίλυση του θέματος της ονοματολογίας των Σκοπίων φέρνει στην επικαιρότητα τις θέσεις και τις «κόκκινες γραμμές» της ελληνικής πλευράς, για επίτευξη μιας λύσης που δεν θα πλήττει τα εθνικά συμφέροντα.
Βασικός στόχος πρέπει να είναι ότι η επίλυση θα απαγορεύει στη Σκοπιανή πλευρά των προκλήσεων εκείνων που φαίνεται να υποκρύπτουν διεκδικήσεις, είτε έναντι της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας μας, είτε της πληθυσμιακής μας γνησιότητας είτε της ιστορικής υπόστασης.
Πρέπει να δημιουργηθούν οι συνθήκες εκείνες προκειμένου οι σχέσεις των δύο χωρών να εξασφαλίζουν την καλή γειτονία και την αρμονική συμβίωση.
Αναφορικά με την ονοματολογία η επίλυση θα πρέπει να κινείται σε ρεαλιστικό πλαίσιο που να ικανοποιεί και τα δύο μέρη χωρίς να προσβάλλει την ιστορική πραγματικότητα και χωρίς να ευνοεί τα εις βάρος μας επεκτατικά σχέδια εκείνων που σκόπιμα καλλιέργησαν τον μύθο την ανεξάρτητης «Μεγάλης Μακεδονίας».
Πρέπει να επισημάνουμε ότι με την προπαγάνδα και την διδασκαλία στα σχολεία των Σκοπίων, δημιουργήθηκε ανάλογη συνείδηση στους κατοίκους της περιοχής.
Αν ερωτηθεί σήμερα ένας κάτοικος των Σκοπίων οποιασδήποτε ηλικίας, πώς λέγεται η χώρα του, θ’ απαντήσει τελείως αυθόρμητα: «Makedonija».
Σ’ αυτό το κλίμα η Ελλάδα θα πρέπει να συζητήσει με τα Σκόπια το θέμα της ονομασίας και η συζήτηση αυτή θα γίνει μέσα στα πλαίσια του διεθνούς ενδιαφέροντος για ένα δίκαιο διακανονισμό της διαφοράς.
Η ονομασία της σημερινής Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας την εποχή του μεσοπολέμου ήταν «Βαρντάσκα Μπανόβινα» όπως αναφερόταν και στα σχολικά εγχειρίδια και χάρτες της γείτονος.
Προτάσεις για μία σύνθετη ονομασία έχουν γίνει πολλές, όπως «Νέα Μακεδονία», «Μακεδονία του Βαρδάρη» ή μονολεκτικά και αμετάφραστα «Novamacedonia», «Σλαβομακεδονία», κ.α.
Οι ιδιαιτερότητες που πρέπει να μας απασχολήσουν στο θέμα της ονομασίας είναι:
- Να μην παραμείνει στα Σκόπια καμία δυνατότητα να συνεχίσουν την σοβινιστική προπαγάνδα τους σε βάρος της Ελλάδος και της ελληνικής Μακεδονίας με εκμετάλλευση της ονομασίας.
- Αν υιοθετηθεί σύνθετη ονομασία να είναι τέτοια, που ν’ αποτρέπεται ο κίνδυνος να εκπέσει, βαθμιαία και συν τω χρόνω, το όποιο συνθετικό και να παραμείνει και πάλι η σκέτη ονομασία “Μακεδονία”.
- Η ονομασία να έχει στοιχεία που θα την καταστήσουν εύκολα αποδεκτή και αφομοιώσιμη από τον πληθυσμό των Σκοπίων, που επί πενήντα χρόνια, αλλά και χωρίς υστεροβουλία, συνήθιζε να ονομάζει τον τόπο του Μακεδονία.
Με τις επισημάνσεις αυτές θα πρέπει ν’ αποκλεισθεί κάθε ονομασία με δύο χωριστές λέξεις που η μία να είναι «Μακεδονία» όπως το «Νέα Μακεδονία» η «Nova Macedonia». Το πρώτο συνθετικό θα εκπέσει οπωσδήποτε αμέσως και θα επικρατήσει το δεύτερο.
Όμως και οι σύνθετες λέξεις όπως «,Novamacedonia» παρουσιάζουν τον κίνδυνο έκπτωσης του πρώτου συνθετικού, αρχικά στην κοινή χρήση λόγω ευκολίας, και στην συνέχεια στα επίσημα κείμενα όταν δημιουργηθεί παράδοση.
Στις δύο ονομασίες που προαναφέρθηκαν όπως διαπιστώθηκε και σε επίσημες προτάσεις και συζητήσεις, υπάρχει και ένα πρόσθετο ελάττωμα:
Η λέξη Νέα ή New ή Nova όταν συνοδεύει την λέξη Μακεδονία ή Macedonia ή Makedonija επιτείνει την ιδέα ότι η Μακεδονία αυτή δεν διαφέρει από την αρχαία παρά μόνον κατά την εποχή.
Η «Αρχαία Μακεδονία» υπήρξε τα παλιά χρόνια, ο σημερινός της διάδοχος είναι η «Νέα Μακεδονία».
Με τις σκέψεις αυτές θα πρέπει τέλος να γίνει κατανοητό από την πλευρά των Σκοπίων ότι έχουμε όλη την ευχέρεια να τους παράσχουμε όλα τα κοινωνικά και οικονομικά πλεονεκτήματα, κάτι που δεν θα μπορούσαν ποτέ να κερδίσουν επιχειρώντας να τα αποκτήσουν εις βάρος μας με πλάγια μέσα.
Το χέρι φιλίας που τείνεται προς γειτονικούς λαούς, δεν αποτελεί εκδήλωση δειλίας ή υποχωρητικότητας, παρά δείγμα αυτοπεποίθησης. Οι εκδηλώσεις οργής και οι απειλές κατά γειτόνων και ισχυρών συμπαραστατών τους υποκρύπτουν έλλειψη επιχειρημάτων και ανεδαφικότητα.
Οι προτάσεις φιλίας και συνεργασίας εξασφαλίζουν την εξυπηρέτηση κοινών συμφερόντων και προκαλούν την γενικότερη εμπιστοσύνη και την ευρύτερη συμπαράσταση.
Ο Λάμρος Τζούμης είναι αντιστράτηγος ε.α.
www.worldenergynews.gr
Η βασική διάταξη της Συνθήκης αυτής προέβλεπε τη δημιουργία της Μεγάλης Βουλγαρίας, η οποία θα περιελάμβανε, εκτός από τα εδάφη της σημερινής Βουλγαρίας, τη Μακεδονία και ένα μεγάλο μέρος της Θράκης.
Μέσα από αυτό το δημιούργημα του Τσάρου, η Ρωσία κατέβαινε ουσιαστικά στις θερμές θάλασσες και μπορούσε να απειλήσει την Κωνσταντινούπολη ανά πάσα στιγμή.
Υπό την απειλή ανατροπής της ευρωπαϊκής ισορροπίας οι άλλες δυνάμεις αντέδρασαν άμεσα και οργανώθηκε μια νέα διαπραγμάτευση.
Με το συνέδριο του Βερολίνου τον Ιούνιο του 1878 περιορίσθηκαν τα εδάφη της Βουλγαρίας τόσο νοτίως όσο και βορείως του Αίμου και η Μακεδονία επανήλθε στον οθωμανικό έλεγχο.
Η Συνθήκη του Βερολίνου και του Αγίου Στεφάνου αγνοούν τις έννοιες «Μακεδονία» και «Μακεδόνες».
Στην επίσημη τουρκική απογραφή του 1905, γίνεται λόγος για Έλληνες και Βουλγάρους κατοίκους μεγάλων διοικητικών περιφερειών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, (τα επονομαζόμενα βιλαέτια) Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου, όπου το ελληνικό στοιχείο πλειοψηφούσε, όχι όμως και για «Μακεδόνες», αφού κανένας από τους απογραφέντες δε δήλωσε τέτοια καταγωγή.
Όταν λοιπόν αναφερόμαστε στη Μακεδονία προσδιορίζουμε γεωγραφική περιοχή και όχι εθνολογική ή πολιτική διαίρεση.
Η γλωσσική σύνθεση όμως των χριστιανών κατοίκων της Μακε-δονίας (ελληνόφωνοι, σλαβόφωνοι, βλαχόφωνοι και αλβανόφω¬νοι) έθετε τις προϋποθέσεις για τη γένεση και την επέκταση των διαφόρων εθνικών ή άλλων, κυρίως προπαγανδιστικών, κινήσεων.
Το 1893 ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη από Βούλγαρους η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση με σκοπό το συντονισμό των προσπαθειών των χριστιανικών πληθυσμών της Μακεδονίας για την απελευθέρωσή τους από τον Οθωμανικό ζυγό.
Η οργάνωση αναφερόταν γενικά στα δικαιώματα του «Μακεδονικού λαού», αλλά στην πραγματικότητα αποσκοπούσε στον εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας και την απόσχισή της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως ενδιάμεσο στάδιο πριν την τελική ένωσή της με τη Βουλγαρία.
Η διαδικασία αυτή ήταν μεθοδική και περιελάμβανε την διαφοροποίηση της εθνικής συνείδησης του ντόπιου χριστιανικού πληθυσμού μέσω εκκλησιών που υπάγονταν στη Βουλγαρική Εξαρχεία, καθώς και την ίδρυση σχολείων για την εκμάθηση της βουλγαρικής γλώσσας. Ταυτόχρονα ένοπλες βουλγαρικές παραστρατιωτικές ομάδες ασκούν εκφοβισμό και προβαίνουν σε βιοπραγίες και δολοφονίες του ντόπιου ελληνικού πληθυσμιακού στοιχείου.
Τον Αυγ. 1903 στην εξέγερση του Ίλιντεν οι Βούλγαροι φέρεται ότι επαναστάτησαν κατά των Τούρκων στο Κρούσοβο, πόλη κοντά στο Μοναστήρι με συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού στοιχείου.
Στην πραγματικότητα όμως συνεργάσθηκαν με τους Τούρκους προκειμένου να προβούν στην εξόντωση του ελληνικού στοιχείου της περιοχής.
Η δημιουργηθείσα κατάσταση υπήρξε αφορμή για την αφύπνιση της Ελλάδας και την έναρξη της αντεπίθεσης με το Μακεδονικό αγώνα που διήρκησε περίπου 4 χρόνια (1904-1908), κατά τη διάρκεια του οποίου γράφτηκαν ηρωικές σελίδες απαράμιλλης δόξας (Παύλος Μελάς, Τέλλος Άγρας, κ.λπ).
«Μακεδονία» ως σλαβικό κράτος και «Μακεδονικό Έθνος» ως ιδιαίτερη εθνότητα ήταν έννοιες άγνωστες.
Η «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας» ιδρύθηκε από τον Τίτο κατά το τέλος της γερμανικής κατοχής και η ίδρυσή της αποτέλεσε προσπάθεια ηθελημένης πολιτικής, στόχος της οποίας ήταν μακροπρόθεσμα η επανασύσταση «Μακεδονικού» κράτους, υπό σλαβικό όμως μανδύα με απώτερο στόχο την αναζήτηση εξόδου από τη χώρα αυτή στο Αιγαίο.
Από τότε και σε όλη την μεταπολεμική περίοδο, ξεκίνησε μια άνευ προηγουμένου προπαγανδιστική δραστηριότητα από τους επίσημους και ανεπίσημους κύκλους των Σκοπίων τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.
Αυτή η πολιτική του αλυτρωτισμού διεξαγόταν είτε άμεσα με επίσημες δηλώσεις πολιτικών ηγετών και διακηρύξεις τοπικών κομμάτων, είτε έμμεσα με την κυκλοφορία χαρτών με ενιαία Μακεδονία αλλά και προκηρύξεων, ημερολογίων και γενικά δημοσιευμάτων με επιθετικό πνεύμα έναντι της Ελλάδος, που αμφισβητούν την πολιτιστική κληρονομιά και τα ελληνικά σύμβολα.
Εκμεταλλευόμενη κάθε ευκαιρία το γειτονικό κράτος μετέτρεψε τη χρήση του ονόματος «Μακεδονία» από γεωγραφικό προσδιορισμό σ’ εθνικό όρο, του οποίου το κύριο χαρακτηριστικό μάλιστα είναι η παρουσία εθνικών, γλωσσικών και θρησκευτικών μειονοτήτων που δεν ταυτίζονται απόλυτα με τον σλαβικό πολιτισμό και την «μακεδονική» αλυτρωτική ιδεολογία.
Η αναθέρμανση για επίλυση του θέματος της ονοματολογίας των Σκοπίων φέρνει στην επικαιρότητα τις θέσεις και τις «κόκκινες γραμμές» της ελληνικής πλευράς, για επίτευξη μιας λύσης που δεν θα πλήττει τα εθνικά συμφέροντα.
Βασικός στόχος πρέπει να είναι ότι η επίλυση θα απαγορεύει στη Σκοπιανή πλευρά των προκλήσεων εκείνων που φαίνεται να υποκρύπτουν διεκδικήσεις, είτε έναντι της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας μας, είτε της πληθυσμιακής μας γνησιότητας είτε της ιστορικής υπόστασης.
Πρέπει να δημιουργηθούν οι συνθήκες εκείνες προκειμένου οι σχέσεις των δύο χωρών να εξασφαλίζουν την καλή γειτονία και την αρμονική συμβίωση.
Αναφορικά με την ονοματολογία η επίλυση θα πρέπει να κινείται σε ρεαλιστικό πλαίσιο που να ικανοποιεί και τα δύο μέρη χωρίς να προσβάλλει την ιστορική πραγματικότητα και χωρίς να ευνοεί τα εις βάρος μας επεκτατικά σχέδια εκείνων που σκόπιμα καλλιέργησαν τον μύθο την ανεξάρτητης «Μεγάλης Μακεδονίας».
Πρέπει να επισημάνουμε ότι με την προπαγάνδα και την διδασκαλία στα σχολεία των Σκοπίων, δημιουργήθηκε ανάλογη συνείδηση στους κατοίκους της περιοχής.
Αν ερωτηθεί σήμερα ένας κάτοικος των Σκοπίων οποιασδήποτε ηλικίας, πώς λέγεται η χώρα του, θ’ απαντήσει τελείως αυθόρμητα: «Makedonija».
Σ’ αυτό το κλίμα η Ελλάδα θα πρέπει να συζητήσει με τα Σκόπια το θέμα της ονομασίας και η συζήτηση αυτή θα γίνει μέσα στα πλαίσια του διεθνούς ενδιαφέροντος για ένα δίκαιο διακανονισμό της διαφοράς.
Η ονομασία της σημερινής Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας την εποχή του μεσοπολέμου ήταν «Βαρντάσκα Μπανόβινα» όπως αναφερόταν και στα σχολικά εγχειρίδια και χάρτες της γείτονος.
Προτάσεις για μία σύνθετη ονομασία έχουν γίνει πολλές, όπως «Νέα Μακεδονία», «Μακεδονία του Βαρδάρη» ή μονολεκτικά και αμετάφραστα «Novamacedonia», «Σλαβομακεδονία», κ.α.
Οι ιδιαιτερότητες που πρέπει να μας απασχολήσουν στο θέμα της ονομασίας είναι:
- Να μην παραμείνει στα Σκόπια καμία δυνατότητα να συνεχίσουν την σοβινιστική προπαγάνδα τους σε βάρος της Ελλάδος και της ελληνικής Μακεδονίας με εκμετάλλευση της ονομασίας.
- Αν υιοθετηθεί σύνθετη ονομασία να είναι τέτοια, που ν’ αποτρέπεται ο κίνδυνος να εκπέσει, βαθμιαία και συν τω χρόνω, το όποιο συνθετικό και να παραμείνει και πάλι η σκέτη ονομασία “Μακεδονία”.
- Η ονομασία να έχει στοιχεία που θα την καταστήσουν εύκολα αποδεκτή και αφομοιώσιμη από τον πληθυσμό των Σκοπίων, που επί πενήντα χρόνια, αλλά και χωρίς υστεροβουλία, συνήθιζε να ονομάζει τον τόπο του Μακεδονία.
Με τις επισημάνσεις αυτές θα πρέπει ν’ αποκλεισθεί κάθε ονομασία με δύο χωριστές λέξεις που η μία να είναι «Μακεδονία» όπως το «Νέα Μακεδονία» η «Nova Macedonia». Το πρώτο συνθετικό θα εκπέσει οπωσδήποτε αμέσως και θα επικρατήσει το δεύτερο.
Όμως και οι σύνθετες λέξεις όπως «,Novamacedonia» παρουσιάζουν τον κίνδυνο έκπτωσης του πρώτου συνθετικού, αρχικά στην κοινή χρήση λόγω ευκολίας, και στην συνέχεια στα επίσημα κείμενα όταν δημιουργηθεί παράδοση.
Στις δύο ονομασίες που προαναφέρθηκαν όπως διαπιστώθηκε και σε επίσημες προτάσεις και συζητήσεις, υπάρχει και ένα πρόσθετο ελάττωμα:
Η λέξη Νέα ή New ή Nova όταν συνοδεύει την λέξη Μακεδονία ή Macedonia ή Makedonija επιτείνει την ιδέα ότι η Μακεδονία αυτή δεν διαφέρει από την αρχαία παρά μόνον κατά την εποχή.
Η «Αρχαία Μακεδονία» υπήρξε τα παλιά χρόνια, ο σημερινός της διάδοχος είναι η «Νέα Μακεδονία».
Με τις σκέψεις αυτές θα πρέπει τέλος να γίνει κατανοητό από την πλευρά των Σκοπίων ότι έχουμε όλη την ευχέρεια να τους παράσχουμε όλα τα κοινωνικά και οικονομικά πλεονεκτήματα, κάτι που δεν θα μπορούσαν ποτέ να κερδίσουν επιχειρώντας να τα αποκτήσουν εις βάρος μας με πλάγια μέσα.
Το χέρι φιλίας που τείνεται προς γειτονικούς λαούς, δεν αποτελεί εκδήλωση δειλίας ή υποχωρητικότητας, παρά δείγμα αυτοπεποίθησης. Οι εκδηλώσεις οργής και οι απειλές κατά γειτόνων και ισχυρών συμπαραστατών τους υποκρύπτουν έλλειψη επιχειρημάτων και ανεδαφικότητα.
Οι προτάσεις φιλίας και συνεργασίας εξασφαλίζουν την εξυπηρέτηση κοινών συμφερόντων και προκαλούν την γενικότερη εμπιστοσύνη και την ευρύτερη συμπαράσταση.
Ο Λάμρος Τζούμης είναι αντιστράτηγος ε.α.
www.worldenergynews.gr