Η μονοπώληση του όρου «Μακεδονία» από ένα ανεξάρτητο κράτος, θα είχε ως αποτέλεσμα να στερήσει το ελληνικό έθνος από ένα ουσιαστικό συστατικό της εθνικής και πολιτιστικής κληρονομιάς και ταυτότητάς του
Μετά τις τελευταίες πολιτικές εξελίξεις στο εσωτερικό της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, με την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Ζόραν Ζάεφ, υπάρχει έντονη κινητικότητα για επίλυση της διαφοράς σχετικά με το θέμα της ονομασίας, που υπάρχει με τη χώρα μας.
Επιθυμία από πλευράς ΠΓΔΜ είναι το συντομότερο δυνατόν η επανεκκίνηση της διαδικασίας προσέγγισης με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ. Πιέσεις υπάρχουν και στις δύο χώρες να καταλήξουν σε συμφωνία εντός του πρώτου εξαμήνου του 2018, προκειμένου τον ερχόμενο Ιούλιο στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ, να ληφθεί απόφαση για την ένταξη της γειτονικής χώρας στις ευρωατλαντικές δομές, με σκοπό να αποκοπεί από την επιρροή της Μόσχας.
Όπως είναι γνωστό από το 2008 στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι, η Ελλάδα έθεσε βέτο στην είσοδο της ΠΓΔΜ, μέχρι να επιλυθεί μέσω διαπραγματεύσεων το θέμα της ονομασίας. Αποτελεί όμως η διευθέτηση της ονοματοδοσίας οριστική λύση στο πρόβλημα που υπάρχει με τη χώρα μας;
Μια σύντομη ιστορική ανασκόπηση μας υπενθυμίζει ότι το Σκοπιανό είναι ένα εθνικό θέμα που εμφανίσθηκε υπό τη σημερινή του μορφή μετά την αυτοανακήρυξη της ΠΓΔΜ σε ανεξάρτητο κράτος το 1991. Το νεοπαγές κράτος μετά την απόσχισή του από τη Γιουγκοσλαβία έθεσε ως στόχο τη διεθνή του αναγνώριση με την ονομασία «Μακεδονία».
Η υιοθέτηση του ονόματος αυτού αποτέλεσε ουσιαστικά προσπάθεια οικειοποίησης ενός ελληνικού ιστορικού ονόματος και μιας ονομασίας γεωγραφικού χώρου, που κατά το μεγαλύτερο μέρος βρίσκεται στην Ελλάδα, με σκοπό να προσδιοριστεί εθνικά ένας σλαβικός λαός. Στόχος της παραποίησης και της οικειοποίησης ελληνικών, ιστορικών και πολιτιστικών δεδομένων, ήταν να δοθεί ιστορική διάσταση αιώνων σε ένα έθνος που άρχισε να κατασκευάζεται μόλις το 1944.
Όπως είναι γνωστό το έτος αυτό ο Τίτο, μετονόμασε τη νότια επαρχία της Γιουγκοσλαβίας από «Vardaska Banovina» όπως ονομαζόταν πριν τον πόλεμο, σε «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας» και μετέπειτα Σοσιαλιστική. Αναγνώρισε τους Σλάβους κατοίκους της περιοχής ως «Μακεδόνες», δίνοντας εθνική σημασία στον όρο.
Η μονοπώληση του όρου «Μακεδονία» από ένα ανεξάρτητο κράτος, θα είχε ως αποτέλεσμα να στερήσει το ελληνικό έθνος από ένα ουσιαστικό συστατικό της εθνικής και πολιτιστικής κληρονομιάς και ταυτότητάς του. Όλα αυτά τα χρόνια η ΠΓΔΜ είχε επιδοθεί σε μια συστηματική προσπάθεια προώθησης της ιδέας της «Ενιαίας Μακεδονίας».
Στο πλαίσιο αυτό κυκλοφόρησαν κάθε είδους χάρτες, ημερολόγια, κ.λπ. που απεικόνιζαν ως «πατρώα γη» των «Μακεδόνων» της ΠΓΔΜ, μια περιοχή που εκτείνεται από το Κοσσυφοπέδιο έως το Αιγαίο Πέλαγος. Σε όλους αυτούς τους χάρτες, τα τοπωνύμια στην ελληνική Μακεδονία δίδονται με παλαιές ονομασίες της εποχής της τουρκοκρατίας. Πρόκειται για μια έμμεση αλλά σαφή αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας επί του χώρου αυτού.
Τον Αύγουστο 1992, η βουλή των Σκοπίων, προχώρησε σε μια επιπλέον προκλητική ενέργεια, υιοθετώντας ως έμβλημα της σημαίας του κράτους τον ήλιο της Βεργίνας, που είναι γνωστό ως το σύμβολο που βρέθηκε στις ανασκαφές στην ομώνυμη περιοχή, στη λάρνακα με τα οστά του βασιλιά Φιλίππου Β΄. Οι ενέργειες αυτές της ΠΓΔΜ υπονόμευαν όχι μόνο τη σχέση με τη χώρα μας, αλλά και την ιστορία και παράδοση ολόκληρης της Βαλκανικής. Μετά από πιέσεις που άσκησε η Ελλάδα αφαιρέθηκε από τη σημαία το αστέρι της Βεργίνας και το κοινοβούλιο της ΠΓΔΜ υιοθέτησε τροποποίηση του Συντάγματος απαλείφοντας από αυτό αριθμό αλυτρωτικών διατάξεων (εδαφικές διεκδικήσεις, πρόθεση για παρέμβαση στα εσωτερικά θέματα των γειτονικών χωρών, κ.λπ)
Η επίλυση του θέματος της ονομασίας ανάμεσα στις δύο χώρες αποτελεί ένα σημαντικό βήμα αλλά για την οριστική διευθέτηση του προβλήματος απαιτείται η εκπλήρωση συγκεκριμένων προϋποθέσεων. Σύμφωνα με πληροφορίες η ΠΓΔΜ επιθυμεί η κοινά αποδεκτή ονομασία να είναι μόνο για τους διεθνείς οργανισμούς κι όχι και για τις σχέσεις με τα άλλα κράτη. Το όνομα που θα επιλεγεί απαιτείται να είναι «erga omnes» δηλ. να χρησιμοποιείται έναντι πάντων, για κάθε χρήση, εσωτερική και διεθνή. Απαραίτητη επίσης προϋπόθεση είναι η οριστική εξάλειψη κάθε είδους αλυτρωτισμού που είχε αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια από την ΠΓΔΜ με την οικειοποίηση συμβόλων, παραχάραξη της ιστορίας και θέματα εθνικής ταυτότητας. Σύμφωνα με δηλώσεις κυβερνητικών αξιωματούχων της ΠΓΔΜ η «εθνική ταυτότητα» είναι εκτός διαπραγμάτευσης.
Πρόσφατα ο πρωθυπουργός των Σκοπίων, Ζόραν Ζάεφ, σε συνέντευξή του, ανέφερε: «Αφήνω στην άκρη τις αξιώσεις της χώρας σύμφωνα με τις οποίες είμαστε οι μοναδικοί κληρονόμοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η ιστορία δεν ανήκει μόνο σε εμάς, αλλά επίσης και στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες».
Οι δηλώσεις αυτές όπως είναι κατανοητό αφήνουν ανοιχτό το θέμα της εθνικής ταυτότητας, καθόσον σύμφωνα με τον πρωθυπουργό της ΠΓΔΜ, οι κάτοικοι της χώρας του είναι «Μακεδόνες», ανεξάρτητα αν αναγνωρίζει ότι μπορεί να υπάρχουν και άλλοι.
Η Ελλάδα θα πρέπει να καταστήσει σαφές σε όλους ότι δεν αναγνωρίζει ύπαρξη «μακεδονικού έθνους και μακεδονικής γλώσσας». Κρίνεται σκόπιμο να αναφερθεί ότι «Μακεδονία» και «Μακεδόνες» ως ιδιαίτερος εθνολογικός σχηματισμός δεν μνημονεύονται σε κανένα επίσημο κείμενο του πρόσφατου αλλά και του απώτερου παρελθόντος.
Η Συνθήκη του Βερολίνου και η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου αγνοούν τις έννοιες αυτές. Το «Μακεδονικό ζήτημα», ξεκίνησε στις αρχές του 20ου αιώνα για την εξυπηρέτηση των σχεδίων της Ρωσίας με σκοπό τη δημιουργία μιας μεγάλης Βουλγαρίας. Κατέληξε ως Γιουγκοσλαβική προσπάθεια μεταβάπτισης των νοτιοσλαβικών πληθυσμιακών και εδαφικών στοιχείων σε «Μακεδονικά», με σκοπό τη δημιουργία ενός νέου πολιτικού μορφώματος, εξαρτημένου απόλυτα από τη Γιουγκοσλαβία, που θα εξισορροπούσε τις Βουλγαρικές επιδιώξεις στην περιοχή.
Μέχρι το 1944, το «μακεδονικό ζήτημα» είχε καθαρά πολιτική- διπλωματική χροιά. Έπειτα όμως από την ίδρυση της «Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας» στο νότιο άκρο του ομοσπονδιακού γιουγκοσλαβικού κράτους, το πρόβλημα έλαβε και ιστορική διάσταση λόγω της εθνογένεσης του αυτοαποκληθέντος «μακεδονικού» έθνους, το οποίο, κατά τις πέντε τελευταίες δεκαετίες, προσπάθησε να «κατασκευάσει» όλα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ενός έθνους όπως γλώσσα, ιστορία, πολιτισμό και εκκλησιαστική υπαγωγή.
Επειδή κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τις μακροπρόθεσμες εξελίξεις στην περιοχή των Βαλκανίων, το θέμα της εθνικής ταυτότητας του κρατιδίου των Σκοπίων θα πρέπει να κλείσει οριστικά μαζί με την ονοματοδοσία, προκειμένου να αποκλεισθεί κάθε μελλοντική προσπάθεια από το γειτονικό κράτος εκμετάλλευσης μιας κατασκευαζόμενης μακεδονικής εθνικής ταυτότητας.
www.worldenergynews.gr
Επιθυμία από πλευράς ΠΓΔΜ είναι το συντομότερο δυνατόν η επανεκκίνηση της διαδικασίας προσέγγισης με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ. Πιέσεις υπάρχουν και στις δύο χώρες να καταλήξουν σε συμφωνία εντός του πρώτου εξαμήνου του 2018, προκειμένου τον ερχόμενο Ιούλιο στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ, να ληφθεί απόφαση για την ένταξη της γειτονικής χώρας στις ευρωατλαντικές δομές, με σκοπό να αποκοπεί από την επιρροή της Μόσχας.
Όπως είναι γνωστό από το 2008 στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι, η Ελλάδα έθεσε βέτο στην είσοδο της ΠΓΔΜ, μέχρι να επιλυθεί μέσω διαπραγματεύσεων το θέμα της ονομασίας. Αποτελεί όμως η διευθέτηση της ονοματοδοσίας οριστική λύση στο πρόβλημα που υπάρχει με τη χώρα μας;
Μια σύντομη ιστορική ανασκόπηση μας υπενθυμίζει ότι το Σκοπιανό είναι ένα εθνικό θέμα που εμφανίσθηκε υπό τη σημερινή του μορφή μετά την αυτοανακήρυξη της ΠΓΔΜ σε ανεξάρτητο κράτος το 1991. Το νεοπαγές κράτος μετά την απόσχισή του από τη Γιουγκοσλαβία έθεσε ως στόχο τη διεθνή του αναγνώριση με την ονομασία «Μακεδονία».
Η υιοθέτηση του ονόματος αυτού αποτέλεσε ουσιαστικά προσπάθεια οικειοποίησης ενός ελληνικού ιστορικού ονόματος και μιας ονομασίας γεωγραφικού χώρου, που κατά το μεγαλύτερο μέρος βρίσκεται στην Ελλάδα, με σκοπό να προσδιοριστεί εθνικά ένας σλαβικός λαός. Στόχος της παραποίησης και της οικειοποίησης ελληνικών, ιστορικών και πολιτιστικών δεδομένων, ήταν να δοθεί ιστορική διάσταση αιώνων σε ένα έθνος που άρχισε να κατασκευάζεται μόλις το 1944.
Όπως είναι γνωστό το έτος αυτό ο Τίτο, μετονόμασε τη νότια επαρχία της Γιουγκοσλαβίας από «Vardaska Banovina» όπως ονομαζόταν πριν τον πόλεμο, σε «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας» και μετέπειτα Σοσιαλιστική. Αναγνώρισε τους Σλάβους κατοίκους της περιοχής ως «Μακεδόνες», δίνοντας εθνική σημασία στον όρο.
Η μονοπώληση του όρου «Μακεδονία» από ένα ανεξάρτητο κράτος, θα είχε ως αποτέλεσμα να στερήσει το ελληνικό έθνος από ένα ουσιαστικό συστατικό της εθνικής και πολιτιστικής κληρονομιάς και ταυτότητάς του. Όλα αυτά τα χρόνια η ΠΓΔΜ είχε επιδοθεί σε μια συστηματική προσπάθεια προώθησης της ιδέας της «Ενιαίας Μακεδονίας».
Στο πλαίσιο αυτό κυκλοφόρησαν κάθε είδους χάρτες, ημερολόγια, κ.λπ. που απεικόνιζαν ως «πατρώα γη» των «Μακεδόνων» της ΠΓΔΜ, μια περιοχή που εκτείνεται από το Κοσσυφοπέδιο έως το Αιγαίο Πέλαγος. Σε όλους αυτούς τους χάρτες, τα τοπωνύμια στην ελληνική Μακεδονία δίδονται με παλαιές ονομασίες της εποχής της τουρκοκρατίας. Πρόκειται για μια έμμεση αλλά σαφή αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας επί του χώρου αυτού.
Τον Αύγουστο 1992, η βουλή των Σκοπίων, προχώρησε σε μια επιπλέον προκλητική ενέργεια, υιοθετώντας ως έμβλημα της σημαίας του κράτους τον ήλιο της Βεργίνας, που είναι γνωστό ως το σύμβολο που βρέθηκε στις ανασκαφές στην ομώνυμη περιοχή, στη λάρνακα με τα οστά του βασιλιά Φιλίππου Β΄. Οι ενέργειες αυτές της ΠΓΔΜ υπονόμευαν όχι μόνο τη σχέση με τη χώρα μας, αλλά και την ιστορία και παράδοση ολόκληρης της Βαλκανικής. Μετά από πιέσεις που άσκησε η Ελλάδα αφαιρέθηκε από τη σημαία το αστέρι της Βεργίνας και το κοινοβούλιο της ΠΓΔΜ υιοθέτησε τροποποίηση του Συντάγματος απαλείφοντας από αυτό αριθμό αλυτρωτικών διατάξεων (εδαφικές διεκδικήσεις, πρόθεση για παρέμβαση στα εσωτερικά θέματα των γειτονικών χωρών, κ.λπ)
Η επίλυση του θέματος της ονομασίας ανάμεσα στις δύο χώρες αποτελεί ένα σημαντικό βήμα αλλά για την οριστική διευθέτηση του προβλήματος απαιτείται η εκπλήρωση συγκεκριμένων προϋποθέσεων. Σύμφωνα με πληροφορίες η ΠΓΔΜ επιθυμεί η κοινά αποδεκτή ονομασία να είναι μόνο για τους διεθνείς οργανισμούς κι όχι και για τις σχέσεις με τα άλλα κράτη. Το όνομα που θα επιλεγεί απαιτείται να είναι «erga omnes» δηλ. να χρησιμοποιείται έναντι πάντων, για κάθε χρήση, εσωτερική και διεθνή. Απαραίτητη επίσης προϋπόθεση είναι η οριστική εξάλειψη κάθε είδους αλυτρωτισμού που είχε αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια από την ΠΓΔΜ με την οικειοποίηση συμβόλων, παραχάραξη της ιστορίας και θέματα εθνικής ταυτότητας. Σύμφωνα με δηλώσεις κυβερνητικών αξιωματούχων της ΠΓΔΜ η «εθνική ταυτότητα» είναι εκτός διαπραγμάτευσης.
Πρόσφατα ο πρωθυπουργός των Σκοπίων, Ζόραν Ζάεφ, σε συνέντευξή του, ανέφερε: «Αφήνω στην άκρη τις αξιώσεις της χώρας σύμφωνα με τις οποίες είμαστε οι μοναδικοί κληρονόμοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η ιστορία δεν ανήκει μόνο σε εμάς, αλλά επίσης και στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες».
Οι δηλώσεις αυτές όπως είναι κατανοητό αφήνουν ανοιχτό το θέμα της εθνικής ταυτότητας, καθόσον σύμφωνα με τον πρωθυπουργό της ΠΓΔΜ, οι κάτοικοι της χώρας του είναι «Μακεδόνες», ανεξάρτητα αν αναγνωρίζει ότι μπορεί να υπάρχουν και άλλοι.
Η Ελλάδα θα πρέπει να καταστήσει σαφές σε όλους ότι δεν αναγνωρίζει ύπαρξη «μακεδονικού έθνους και μακεδονικής γλώσσας». Κρίνεται σκόπιμο να αναφερθεί ότι «Μακεδονία» και «Μακεδόνες» ως ιδιαίτερος εθνολογικός σχηματισμός δεν μνημονεύονται σε κανένα επίσημο κείμενο του πρόσφατου αλλά και του απώτερου παρελθόντος.
Η Συνθήκη του Βερολίνου και η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου αγνοούν τις έννοιες αυτές. Το «Μακεδονικό ζήτημα», ξεκίνησε στις αρχές του 20ου αιώνα για την εξυπηρέτηση των σχεδίων της Ρωσίας με σκοπό τη δημιουργία μιας μεγάλης Βουλγαρίας. Κατέληξε ως Γιουγκοσλαβική προσπάθεια μεταβάπτισης των νοτιοσλαβικών πληθυσμιακών και εδαφικών στοιχείων σε «Μακεδονικά», με σκοπό τη δημιουργία ενός νέου πολιτικού μορφώματος, εξαρτημένου απόλυτα από τη Γιουγκοσλαβία, που θα εξισορροπούσε τις Βουλγαρικές επιδιώξεις στην περιοχή.
Μέχρι το 1944, το «μακεδονικό ζήτημα» είχε καθαρά πολιτική- διπλωματική χροιά. Έπειτα όμως από την ίδρυση της «Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας» στο νότιο άκρο του ομοσπονδιακού γιουγκοσλαβικού κράτους, το πρόβλημα έλαβε και ιστορική διάσταση λόγω της εθνογένεσης του αυτοαποκληθέντος «μακεδονικού» έθνους, το οποίο, κατά τις πέντε τελευταίες δεκαετίες, προσπάθησε να «κατασκευάσει» όλα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ενός έθνους όπως γλώσσα, ιστορία, πολιτισμό και εκκλησιαστική υπαγωγή.
Επειδή κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τις μακροπρόθεσμες εξελίξεις στην περιοχή των Βαλκανίων, το θέμα της εθνικής ταυτότητας του κρατιδίου των Σκοπίων θα πρέπει να κλείσει οριστικά μαζί με την ονοματοδοσία, προκειμένου να αποκλεισθεί κάθε μελλοντική προσπάθεια από το γειτονικό κράτος εκμετάλλευσης μιας κατασκευαζόμενης μακεδονικής εθνικής ταυτότητας.
www.worldenergynews.gr