Άρθρο του προέδρου του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος, κ. Αθανάσιου Σαββάκη
Με αφορμή την επιτακτική αναζήτηση του νέου αναπτυξιακού μοντέλου της χώρας μας, θα πρέπει κατά τη γνώμη μου, να εξετάσουμε το θέμα της συσχέτισης της βιώσιμης παραγωγής και της πράσινης επιχειρηματικότητας.
Πολλά έχουν γραφεί για το θέμα, καθημερινά διαβάζουμε ακόμη περισσότερα, αλλά η προσέγγιση του θέματος δεν εύκολη.
Τα ζητήματα της πράσινης επιχειρηματικότητας είναι ιδιαίτερα σύνθετα και αρκετά δύσκολα για τις επιχειρήσεις.
Αν λοιπόν εξετάσουμε μόνον την πλευρά της πράσινης επιχειρηματικότητας που σχετίζεται με το περιβάλλον, θα λέγαμε ότι η προσαρμογή των επιχειρήσεων στο θέμα ούτε προφανής είναι, ούτε αυτόματη.
Συνεπώς θα πρέπει τόσο ως επιχειρήσεις, αλλά κυρίως ως πολιτεία να αποφασίσουμε με ποιους όρους και με ποιες προϋποθέσεις θα μετεξελιχθούν οι επιχειρήσεις μας σε πράσινες.
Στο πλαίσιο αυτό υπογραμμίζουμε το γεγονός ότι στην Ευρωπαϊκή Ένωση σήμερα υπάρχουν περί τα 600 και πλέον νομοθετήματα για το περιβάλλον και τα 150 από αυτά αφορούν άμεσα τη βιομηχανία.
Όλα αυτά συνθέτουν ένα πλαίσιο θεσμών και διαδικασιών, που είναι αδύνατον να αφομοιωθεί και να ενσωματωθεί στο σύνολό του στην καθημερινή πρακτική των μεταποιητικών επιχειρήσεων, ενώ είναι έντονα περιοριστικό, πολλές φορές αλληλοεπικαλυπτόμενο, και ως εκ τούτου, αντιαναπτυξιακό.
Οπότε, πως μπορούμε να μεταβούμε σε ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης, ειδικά στην Ελλάδα, όταν από μόνοι μας έχουμε θέσει πλήθος περιορισμών που στην ουσία τους αναιρούν αυτό το μοντέλο πριν ακόμη υιοθετηθεί;
Άρα, αν μιλήσουμε για την περιβαλλοντική πλευρά της πράσινης επιχειρηματικότητας πιο συγκεκριμένα, ουσιαστικά οι μόνες επιχειρήσεις οι οποίες έχουν τη δυνατότητα να συμμορφωθούν με τις επιταγές της κείμενης περιβαλλοντικής νομοθεσίας, ούτως ώστε να παράξουν πράσινα προϊόντα και να εφαρμόσουν πράσινες διαδικασίες παραγωγής είναι οι επιχειρήσεις ηγέτες (leaders) της αγοράς.
Οι πρωτοπόρες επιχειρήσεις των κλάδων της μεταποίησης είναι βέβαιο ότι θα ενσωματώσουν, αν δεν το έχουν κάνει ήδη, την πράσινη δραστηριοποίηση στην εταιρική τους στρατηγική.
Η πλειοψηφία των επιχειρήσεων, δηλαδή οι μεσαίες και οι μικρές, θα προσαρμοσθούν πολύ δυσκολότερα, αφού η διαδικασία της προσαρμογής αποτελεί μια επένδυση που στο ασταθές οικονομικό περιβάλλον στο οποίο συμμετέχουν φαντάζει πολύ δύσκολη.
Η επικινδυνότητα μιας τέτοιας επένδυσης για μια μικρομεσαία επιχείρηση είναι πολύ μεγάλη, και γι’ αυτό είτε υπάρχει διστακτικότητα είτε μετάθεσή της για την περίοδο μετά την κρίση.
Το επόμενο μεγάλο ζήτημα για την ανάπτυξη της χώρας και της ελληνικής περιφέρειας είναι αυτό της «πράσινης ενέργειας».
Και θα επιχειρήσω να το κάνω μέσω ενός παραδείγματος.
Θα αναφέρω το παράδειγμα της γεωθερμίας στη Θράκη.
Υπάρχουν στη Θράκη τρία γεωθερμικά πεδία, στο Δέλτα του ποταμού Έβρου, στο Δέλτα του Νέστου και στη Σαμοθράκη, που μαζί με αυτό της νότιας Χίου, μπορούν να φέρουν στη χώρα μας επενδύσεις άνω των 200 εκατ. ευρώ.
Για τις περιοχές αυτές έχει εκδηλωθεί κατά το πρόσφατο παρελθόν ενδιαφέρον από ξένες εταιρείες που προέρχονται από χώρες όπως ο Καναδάς, η Ιταλία, η Ισπανία κλπ, και οι οποίες έχουν ήδη εκδηλώσει το ενδιαφέρον τους για την αξιοποίηση της ελληνικής γεωθερμίας και για την έναρξη των σχετικών ερευνών.
Δυστυχώς στην Ελλάδα δεν υπάρχει το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο για τις αδειοδοτήσεις επιχειρηματικών δραστηριοτήτων περί την γεωθερμία.
Και πάλι βρίσκουμε το κράτος μπροστά μας.
Αντί να δημιουργεί το κατάλληλο περιβάλλον έτσι ώστε να δημιουργηθεί ανάπτυξη, δεν έχει αναπτύξει το κατάλληλο ρυθμιστικό πλαίσιο που θα επιτρέψει να υλοποιηθούν τέτοιες επενδύσεις.
Αν σκεφθούμε ακόμη ότι αυτές οι επενδύσεις δημιουργούν συμπληρωματικές επενδυτικές δραστηριότητες, τότε αποτελεί επιτακτική ανάγκη η δημιουργία του σχετικού νομοθετικού πλαισίου το οποίο θα διευκολύνει τέτοιου είδους επενδύσεις.
www.worldenergynews.gr
Πολλά έχουν γραφεί για το θέμα, καθημερινά διαβάζουμε ακόμη περισσότερα, αλλά η προσέγγιση του θέματος δεν εύκολη.
Τα ζητήματα της πράσινης επιχειρηματικότητας είναι ιδιαίτερα σύνθετα και αρκετά δύσκολα για τις επιχειρήσεις.
Αν λοιπόν εξετάσουμε μόνον την πλευρά της πράσινης επιχειρηματικότητας που σχετίζεται με το περιβάλλον, θα λέγαμε ότι η προσαρμογή των επιχειρήσεων στο θέμα ούτε προφανής είναι, ούτε αυτόματη.
Συνεπώς θα πρέπει τόσο ως επιχειρήσεις, αλλά κυρίως ως πολιτεία να αποφασίσουμε με ποιους όρους και με ποιες προϋποθέσεις θα μετεξελιχθούν οι επιχειρήσεις μας σε πράσινες.
Στο πλαίσιο αυτό υπογραμμίζουμε το γεγονός ότι στην Ευρωπαϊκή Ένωση σήμερα υπάρχουν περί τα 600 και πλέον νομοθετήματα για το περιβάλλον και τα 150 από αυτά αφορούν άμεσα τη βιομηχανία.
Όλα αυτά συνθέτουν ένα πλαίσιο θεσμών και διαδικασιών, που είναι αδύνατον να αφομοιωθεί και να ενσωματωθεί στο σύνολό του στην καθημερινή πρακτική των μεταποιητικών επιχειρήσεων, ενώ είναι έντονα περιοριστικό, πολλές φορές αλληλοεπικαλυπτόμενο, και ως εκ τούτου, αντιαναπτυξιακό.
Οπότε, πως μπορούμε να μεταβούμε σε ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης, ειδικά στην Ελλάδα, όταν από μόνοι μας έχουμε θέσει πλήθος περιορισμών που στην ουσία τους αναιρούν αυτό το μοντέλο πριν ακόμη υιοθετηθεί;
Άρα, αν μιλήσουμε για την περιβαλλοντική πλευρά της πράσινης επιχειρηματικότητας πιο συγκεκριμένα, ουσιαστικά οι μόνες επιχειρήσεις οι οποίες έχουν τη δυνατότητα να συμμορφωθούν με τις επιταγές της κείμενης περιβαλλοντικής νομοθεσίας, ούτως ώστε να παράξουν πράσινα προϊόντα και να εφαρμόσουν πράσινες διαδικασίες παραγωγής είναι οι επιχειρήσεις ηγέτες (leaders) της αγοράς.
Οι πρωτοπόρες επιχειρήσεις των κλάδων της μεταποίησης είναι βέβαιο ότι θα ενσωματώσουν, αν δεν το έχουν κάνει ήδη, την πράσινη δραστηριοποίηση στην εταιρική τους στρατηγική.
Η πλειοψηφία των επιχειρήσεων, δηλαδή οι μεσαίες και οι μικρές, θα προσαρμοσθούν πολύ δυσκολότερα, αφού η διαδικασία της προσαρμογής αποτελεί μια επένδυση που στο ασταθές οικονομικό περιβάλλον στο οποίο συμμετέχουν φαντάζει πολύ δύσκολη.
Η επικινδυνότητα μιας τέτοιας επένδυσης για μια μικρομεσαία επιχείρηση είναι πολύ μεγάλη, και γι’ αυτό είτε υπάρχει διστακτικότητα είτε μετάθεσή της για την περίοδο μετά την κρίση.
Το επόμενο μεγάλο ζήτημα για την ανάπτυξη της χώρας και της ελληνικής περιφέρειας είναι αυτό της «πράσινης ενέργειας».
Και θα επιχειρήσω να το κάνω μέσω ενός παραδείγματος.
Θα αναφέρω το παράδειγμα της γεωθερμίας στη Θράκη.
Υπάρχουν στη Θράκη τρία γεωθερμικά πεδία, στο Δέλτα του ποταμού Έβρου, στο Δέλτα του Νέστου και στη Σαμοθράκη, που μαζί με αυτό της νότιας Χίου, μπορούν να φέρουν στη χώρα μας επενδύσεις άνω των 200 εκατ. ευρώ.
Για τις περιοχές αυτές έχει εκδηλωθεί κατά το πρόσφατο παρελθόν ενδιαφέρον από ξένες εταιρείες που προέρχονται από χώρες όπως ο Καναδάς, η Ιταλία, η Ισπανία κλπ, και οι οποίες έχουν ήδη εκδηλώσει το ενδιαφέρον τους για την αξιοποίηση της ελληνικής γεωθερμίας και για την έναρξη των σχετικών ερευνών.
Δυστυχώς στην Ελλάδα δεν υπάρχει το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο για τις αδειοδοτήσεις επιχειρηματικών δραστηριοτήτων περί την γεωθερμία.
Και πάλι βρίσκουμε το κράτος μπροστά μας.
Αντί να δημιουργεί το κατάλληλο περιβάλλον έτσι ώστε να δημιουργηθεί ανάπτυξη, δεν έχει αναπτύξει το κατάλληλο ρυθμιστικό πλαίσιο που θα επιτρέψει να υλοποιηθούν τέτοιες επενδύσεις.
Αν σκεφθούμε ακόμη ότι αυτές οι επενδύσεις δημιουργούν συμπληρωματικές επενδυτικές δραστηριότητες, τότε αποτελεί επιτακτική ανάγκη η δημιουργία του σχετικού νομοθετικού πλαισίου το οποίο θα διευκολύνει τέτοιου είδους επενδύσεις.
www.worldenergynews.gr