Η εκστρατεία παραπληροφόρησης κατά του μέτρου της διακοψιμότητας που έχουν ξεκινήσει μεμονωμένοι επιχειρηματικοί φορείς παραγωγών φωτοβολταϊκών θέτουν σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα εκατοντάδων επιχειρήσεων και χιλιάδων θέσεων εργασίας.
Είναι καιρός να συνειδητοποιήσουμε ότι η χώρα μας χρειάζεται σήμερα περισσότερο από ποτέ μια συντεταγμένη συλλογική προσπάθεια, τόσο από την πλευρά της Πολιτείας όσο και των επιχειρήσεων, για να βγει επιτέλους η οικονομία και η κοινωνία από την ύφεση και την κρίση.
Οι αποφάσεις για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους από την πλευρά των εταίρων/δανειστών είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για να μπορέσει, επιτέλους, η χώρα να γυρίσει σελίδα.
Η Ελλάδα χρειάζεται ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, ριζικά διαφορετικό απ εκείνο που μας χρεοκόπησε, ώστε να παραχθεί πλούτος όχι για τις τσέπες λίγων αλλά για τους πολλούς.
Η δική μας κρίση δεν ήταν απλώς δημοσιονομική.
Ήταν εξίσου και κρίση ανταγωνιστικότητας, με τα ελλείμματα στο εμπορικό ισοζύγιο να «ανταγωνίζονται» εκείνα στο δημοσιονομικό ισοζύγιο.
Κι αυτός ήταν ένας βασικός λόγος που μας εμπόδισε να βγούμε από την κρίση γρηγορότερα και με μικρότερο κόστος.
Οι μελέτες όλων των διεθνών οργανισμών έδειξαν ότι οι χώρες με ισχυρή και ανταγωνιστική βιομηχανία επλήγησαν λιγότερο και ανέκαμψαν ταχύτερα από την πρόσφατη διεθνή κρίση.
Όσοι παραμένουν δύσπιστοι ας ρίξουν μια ματιά στα στοιχεία και τις αναλύσεις για τα αποτελέσματα των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ αλλά και του πρόσφατου δημοψηφίσματος στη Μ. Βρετανία και θα κατανοήσουν καλύτερα τις οικονομικές αλλά και κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες της αποβιομηχάνισης..
Χρειάζεται επομένως στην Ελλάδα μια ριζική στροφή προς την παραγωγική και μεταποιητική βιομηχανία, που μπορεί να διασφαλίσει μια ισχυρή, βιώσιμη και ισόρροπη ανάπτυξη, να συμβάλλει καθοριστικά στην καταπολέμηση της ανεργίας και στην αναχαίτιση του καταστροφικού για τη χώρα κύματος φυγής στο εξωτερικό, κυρίως νέων και μορφωμένων ανθρώπων.
Στην Ευρώπη έχουν συνειδητοποιήσει εδώ και δυο χρόνια τις συνέπειες της αποβιομηχάνισης και σ αυτό το πλαίσιο ανακοίνωσαν την πρωτοβουλία «Για μια Ευρωπαϊκή Βιομηχανική Αναγέννηση».
Στόχος, να αντιστραφεί η βιομηχανική παρακμή και να αυξηθεί μέχρι το 2020 το μερίδιο της μεταποιητικής βιομηχανικής δραστηριότητας στο 20% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ από 15%, κατά μέσο όρο, που είναι σήμερα.
Το ερώτημα είναι: Μπορεί η Ελλάδα να συμμετάσχει ισότιμα και με αξιώσεις σ αυτή την προσπάθεια ή θα παραμείνει ουραγός, με την ελληνική βιομηχανία να παράγει το 8% του εγχώριου ΑΕΠ, δηλαδή κατά 50% λιγότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο;
H απάντηση είναι ξεκάθαρα ΝΑΙ.
Οι βιομηχανικές μας μονάδες συνέχισαν ακόμα και μέσα στην κρίση να επενδύουν στον εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεών τους με σκοπό την αύξηση της ενεργειακής τους αποδοτικότητας, τη συνέχιση της προσπάθειας βελτίωσης του περιβαλλοντικού τους αποτυπώματος τους αλλά και τη δημιουργία νέων καινοτόμων γραμμών παραγωγής, όπως π.χ. κατασκευή υποβρυχίων καλωδίων υψηλής τάσης και υποβρυχίων αγωγών μεταφοράς φυσικού αερίου, νέου διυλιστηρίου και πλείστα άλλα παραδείγματα.
Δεν χρειάζεται λοιπόν μεμψιμοιρία.
Οι ελληνικές βιομηχανικές μονάδες (εκείνες που άντεξαν) είναι σύγχρονες, εφάμιλλες και σε κάποιες περιπτώσεις καλύτερες από τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές.
Έχουν όλες τις προϋποθέσεις να αυξήσουν την παραγωγή τους, να επενδύσουν, να δώσουν δουλειές κι ελπίδα σε χιλιάδες μορφωμένους νέους ανθρώπους που αναζητούν τις τύχες τους στο εξωτερικό.
Η χώρα αιμορραγεί από τη λεγόμενη «φυγή εγκεφάλων» και μαζί αντιμετωπίζει τεράστιο δημογραφικό πρόβλημα, με τον πληθυσμό της να γηράσκει, αυξάνοντας τον αριθμό των συνταξιούχων που κανένα ασφαλιστικό δεν θα μπορεί να καλύψει με στοιχειώδη αξιοπρέπεια, όσο δεν παράγεται πλούτος και δεν δημιουργούνται νέες δουλειές.
Ένας κύριος παράγων, εκτός των άλλων σημαντικών, που επηρεάζει καθοριστικά την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής βιομηχανίας είναι το υψηλότερο κόστος ενέργειας έναντι των ευρωπαίων ανταγωνιστών της.
Πελατειακές λογικές, ιδεοληψίες και εδραιωμένα συμφέροντα αντιστέκονται σθεναρά σε κάθε απόπειρα να λειτουργήσουν και στη χώρα μας ανταγωνιστικές αγορές ενέργειας, να εφαρμοστούν οι ευρωπαϊκές οδηγίες και οι κατευθυντήριες γραμμές και να σταματήσουν ή έστω να περιοριστούν δραστικά οι επιδοτήσεις στο χώρο της ενέργειας.
Πρόσφατο χαρακτηριστικό παράδειγμα, η εκστρατεία παραπληροφόρησης κατά του μέτρου της διακοψιμότητας που έχουν ξεκινήσει μεμονωμένοι επιχειρηματικοί φορείς παραγωγών φωτοβολταϊκών, οι οποίοι, έχοντας εξασφαλίσει οι ίδιοι εγγυημένες υψηλές αμοιβές, θέτουν σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα εκατοντάδων επιχειρήσεων και χιλιάδων θέσεων εργασίας.
Αδιαφορούν ακόμα και για τις επιπτώσεις των ενεργειών τους στη συνολική και συλλογική προσπάθεια της χώρας για ανάκαμψη και ανάπτυξη αφού αποδεδειγμένα –με βάση στοιχεία και της ΕΛΣΤΑΤ και της EUROSTAT-η διακοψιμότητα συνέβαλε καθοριστικά στην αύξηση της μεταποιητικής παραγωγής και συνακόλουθα των εξαγωγών και της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της χώρας τους τελευταίους μήνες.
Είναι η ώρα να πούμε αλήθειες: Πόσες μόνιμες θέσεις εργασίας προσφέρουν τα μεγάλα ΦΒ; ποιες είναι οι αμοιβές που ισχύουν σε όλη την υπόλοιπη Eυρώπη;
Πόσα ΦΒ και πότε προέβλεπε ο ενεργειακός μας σχεδιασμός; Γιατί ολόκληρη η χώρα θα πρέπει να συνεχίζει να πληρώνει βαρύ τίμημα για μεμονωμένες λανθασμένες επιχειρηματικές επιλογές;
Αυτή είναι και η μεγάλη διαφορά και η ιδιαίτερη προστιθέμενη αξία της μεταποιητικής και βιομηχανικής δραστηριότητας: η ανάπτυξή τους επιστρέφει κέρδη στην οικονομία, στα δημόσια έσοδα και στην κοινωνία.
Τι περιμένει η βιομηχανία από την Πολιτεία;
Η απάντηση είναι πολύ απλή, τα όποια μέτρα εφαρμόζονται να έχουν βάθος χρόνου. Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το μέτρο της διακοψιμότητας που εφαρμόστηκε μόλις για 1,5 χρόνο και λήγει σε 9 μήνες, ενώ είχε εγκριθεί για 3 χρόνια.
Η πραγματικότητα είναι σκληρή.
Εάν η Πολιτεία δεν προωθήσει σήμερα αίτημα παράτασης μέχρι να εφαρμοστεί ο μόνιμος μηχανισμός επάρκειας ισχύος, τότε οι μηχανές θα φρενάρουν ξανά.
Δεν υπάρχει λοιπόν καμία λογική και καμία δικαιολογία για την ελληνική Πολιτεία και τις εκάστοτε κυβερνήσεις να μην συνειδητοποιούν ότι μια ισχυρή βιομηχανική βάση αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση για την βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα της χώρας.
Ας ξεκινήσουν απ΄αυτά που μπορούν και που οι αντίξοες σημερινές συνθήκες επιτρέπουν: τη συγκράτηση του ενεργειακού κόστους για τη βιομηχανία, όπως ακριβώς κάνουν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες που έχουν συνειδητοποιήσει την αξία της προστασίας της βιομηχανικής τους παραγωγής ώστε να είναι ανταγωνιστικές, να φέρνουν έσοδα στα δημόσια ταμεία και να δημιουργούν ποιοτικές δουλειές ιδιαίτερα για τους νέους.
Εμείς ως ΕΒΙΚΕΝ επιμένουμε.
Το διακύβευμα είναι η ίδια η έξοδος της χώρας από την ύφεση και την κρίση. Για να το πετύχουμε, η διατήρηση και η ενίσχυση του βιομηχανικού ιστού αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση.
* Ο κ. Αντώνης Κοντολέων είναι μέλος Δ.Σ. της Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας.
www.worldenergynews.gr
Οι αποφάσεις για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους από την πλευρά των εταίρων/δανειστών είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για να μπορέσει, επιτέλους, η χώρα να γυρίσει σελίδα.
Η Ελλάδα χρειάζεται ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, ριζικά διαφορετικό απ εκείνο που μας χρεοκόπησε, ώστε να παραχθεί πλούτος όχι για τις τσέπες λίγων αλλά για τους πολλούς.
Η δική μας κρίση δεν ήταν απλώς δημοσιονομική.
Ήταν εξίσου και κρίση ανταγωνιστικότητας, με τα ελλείμματα στο εμπορικό ισοζύγιο να «ανταγωνίζονται» εκείνα στο δημοσιονομικό ισοζύγιο.
Κι αυτός ήταν ένας βασικός λόγος που μας εμπόδισε να βγούμε από την κρίση γρηγορότερα και με μικρότερο κόστος.
Οι μελέτες όλων των διεθνών οργανισμών έδειξαν ότι οι χώρες με ισχυρή και ανταγωνιστική βιομηχανία επλήγησαν λιγότερο και ανέκαμψαν ταχύτερα από την πρόσφατη διεθνή κρίση.
Όσοι παραμένουν δύσπιστοι ας ρίξουν μια ματιά στα στοιχεία και τις αναλύσεις για τα αποτελέσματα των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ αλλά και του πρόσφατου δημοψηφίσματος στη Μ. Βρετανία και θα κατανοήσουν καλύτερα τις οικονομικές αλλά και κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες της αποβιομηχάνισης..
Χρειάζεται επομένως στην Ελλάδα μια ριζική στροφή προς την παραγωγική και μεταποιητική βιομηχανία, που μπορεί να διασφαλίσει μια ισχυρή, βιώσιμη και ισόρροπη ανάπτυξη, να συμβάλλει καθοριστικά στην καταπολέμηση της ανεργίας και στην αναχαίτιση του καταστροφικού για τη χώρα κύματος φυγής στο εξωτερικό, κυρίως νέων και μορφωμένων ανθρώπων.
Στην Ευρώπη έχουν συνειδητοποιήσει εδώ και δυο χρόνια τις συνέπειες της αποβιομηχάνισης και σ αυτό το πλαίσιο ανακοίνωσαν την πρωτοβουλία «Για μια Ευρωπαϊκή Βιομηχανική Αναγέννηση».
Στόχος, να αντιστραφεί η βιομηχανική παρακμή και να αυξηθεί μέχρι το 2020 το μερίδιο της μεταποιητικής βιομηχανικής δραστηριότητας στο 20% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ από 15%, κατά μέσο όρο, που είναι σήμερα.
Το ερώτημα είναι: Μπορεί η Ελλάδα να συμμετάσχει ισότιμα και με αξιώσεις σ αυτή την προσπάθεια ή θα παραμείνει ουραγός, με την ελληνική βιομηχανία να παράγει το 8% του εγχώριου ΑΕΠ, δηλαδή κατά 50% λιγότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο;
H απάντηση είναι ξεκάθαρα ΝΑΙ.
Οι βιομηχανικές μας μονάδες συνέχισαν ακόμα και μέσα στην κρίση να επενδύουν στον εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεών τους με σκοπό την αύξηση της ενεργειακής τους αποδοτικότητας, τη συνέχιση της προσπάθειας βελτίωσης του περιβαλλοντικού τους αποτυπώματος τους αλλά και τη δημιουργία νέων καινοτόμων γραμμών παραγωγής, όπως π.χ. κατασκευή υποβρυχίων καλωδίων υψηλής τάσης και υποβρυχίων αγωγών μεταφοράς φυσικού αερίου, νέου διυλιστηρίου και πλείστα άλλα παραδείγματα.
Δεν χρειάζεται λοιπόν μεμψιμοιρία.
Οι ελληνικές βιομηχανικές μονάδες (εκείνες που άντεξαν) είναι σύγχρονες, εφάμιλλες και σε κάποιες περιπτώσεις καλύτερες από τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές.
Έχουν όλες τις προϋποθέσεις να αυξήσουν την παραγωγή τους, να επενδύσουν, να δώσουν δουλειές κι ελπίδα σε χιλιάδες μορφωμένους νέους ανθρώπους που αναζητούν τις τύχες τους στο εξωτερικό.
Η χώρα αιμορραγεί από τη λεγόμενη «φυγή εγκεφάλων» και μαζί αντιμετωπίζει τεράστιο δημογραφικό πρόβλημα, με τον πληθυσμό της να γηράσκει, αυξάνοντας τον αριθμό των συνταξιούχων που κανένα ασφαλιστικό δεν θα μπορεί να καλύψει με στοιχειώδη αξιοπρέπεια, όσο δεν παράγεται πλούτος και δεν δημιουργούνται νέες δουλειές.
Ένας κύριος παράγων, εκτός των άλλων σημαντικών, που επηρεάζει καθοριστικά την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής βιομηχανίας είναι το υψηλότερο κόστος ενέργειας έναντι των ευρωπαίων ανταγωνιστών της.
Πελατειακές λογικές, ιδεοληψίες και εδραιωμένα συμφέροντα αντιστέκονται σθεναρά σε κάθε απόπειρα να λειτουργήσουν και στη χώρα μας ανταγωνιστικές αγορές ενέργειας, να εφαρμοστούν οι ευρωπαϊκές οδηγίες και οι κατευθυντήριες γραμμές και να σταματήσουν ή έστω να περιοριστούν δραστικά οι επιδοτήσεις στο χώρο της ενέργειας.
Πρόσφατο χαρακτηριστικό παράδειγμα, η εκστρατεία παραπληροφόρησης κατά του μέτρου της διακοψιμότητας που έχουν ξεκινήσει μεμονωμένοι επιχειρηματικοί φορείς παραγωγών φωτοβολταϊκών, οι οποίοι, έχοντας εξασφαλίσει οι ίδιοι εγγυημένες υψηλές αμοιβές, θέτουν σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα εκατοντάδων επιχειρήσεων και χιλιάδων θέσεων εργασίας.
Αδιαφορούν ακόμα και για τις επιπτώσεις των ενεργειών τους στη συνολική και συλλογική προσπάθεια της χώρας για ανάκαμψη και ανάπτυξη αφού αποδεδειγμένα –με βάση στοιχεία και της ΕΛΣΤΑΤ και της EUROSTAT-η διακοψιμότητα συνέβαλε καθοριστικά στην αύξηση της μεταποιητικής παραγωγής και συνακόλουθα των εξαγωγών και της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της χώρας τους τελευταίους μήνες.
Είναι η ώρα να πούμε αλήθειες: Πόσες μόνιμες θέσεις εργασίας προσφέρουν τα μεγάλα ΦΒ; ποιες είναι οι αμοιβές που ισχύουν σε όλη την υπόλοιπη Eυρώπη;
Πόσα ΦΒ και πότε προέβλεπε ο ενεργειακός μας σχεδιασμός; Γιατί ολόκληρη η χώρα θα πρέπει να συνεχίζει να πληρώνει βαρύ τίμημα για μεμονωμένες λανθασμένες επιχειρηματικές επιλογές;
Αυτή είναι και η μεγάλη διαφορά και η ιδιαίτερη προστιθέμενη αξία της μεταποιητικής και βιομηχανικής δραστηριότητας: η ανάπτυξή τους επιστρέφει κέρδη στην οικονομία, στα δημόσια έσοδα και στην κοινωνία.
Τι περιμένει η βιομηχανία από την Πολιτεία;
Η απάντηση είναι πολύ απλή, τα όποια μέτρα εφαρμόζονται να έχουν βάθος χρόνου. Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το μέτρο της διακοψιμότητας που εφαρμόστηκε μόλις για 1,5 χρόνο και λήγει σε 9 μήνες, ενώ είχε εγκριθεί για 3 χρόνια.
Η πραγματικότητα είναι σκληρή.
Εάν η Πολιτεία δεν προωθήσει σήμερα αίτημα παράτασης μέχρι να εφαρμοστεί ο μόνιμος μηχανισμός επάρκειας ισχύος, τότε οι μηχανές θα φρενάρουν ξανά.
Δεν υπάρχει λοιπόν καμία λογική και καμία δικαιολογία για την ελληνική Πολιτεία και τις εκάστοτε κυβερνήσεις να μην συνειδητοποιούν ότι μια ισχυρή βιομηχανική βάση αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση για την βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα της χώρας.
Ας ξεκινήσουν απ΄αυτά που μπορούν και που οι αντίξοες σημερινές συνθήκες επιτρέπουν: τη συγκράτηση του ενεργειακού κόστους για τη βιομηχανία, όπως ακριβώς κάνουν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες που έχουν συνειδητοποιήσει την αξία της προστασίας της βιομηχανικής τους παραγωγής ώστε να είναι ανταγωνιστικές, να φέρνουν έσοδα στα δημόσια ταμεία και να δημιουργούν ποιοτικές δουλειές ιδιαίτερα για τους νέους.
Εμείς ως ΕΒΙΚΕΝ επιμένουμε.
Το διακύβευμα είναι η ίδια η έξοδος της χώρας από την ύφεση και την κρίση. Για να το πετύχουμε, η διατήρηση και η ενίσχυση του βιομηχανικού ιστού αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση.
* Ο κ. Αντώνης Κοντολέων είναι μέλος Δ.Σ. της Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας.
www.worldenergynews.gr