Το έλλειμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είναι στο στόχαστρο της ΕΚΤ για την Ελλάδα, όπως αναφέρει έκθεσή της:
Νέο ηχηρό κώδωνα για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας έκρουσε με ανάλυσή της η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Στο στόχαστρο τίθεται το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, η εκροή κεφαλαίων, το υψηλό δημόσιο χρέος που δεν έχει μειωθεί (με όρους κεντρικής διοίκησης έχει αυξηθεί) και η χαμηλή παραγωγικότητα.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την ΕΚΤ, πολλές χώρες της ζώνης του ευρώ αντιμετώπισαν δημοσιονομικά προβλήματα και οικονομικές πιέσεις κατά τα χρόνια της κρίσης, ιδιαίτερα την περίοδο από το 2010 έως το 2012.
Σύμφωνα με την ΕΚΤ, «οι τέσσερις χώρες βίωσαν σοβαρή οικονομική ύφεση με μαζικές απώλειες θέσεων εργασίας, ακόμη και σε σύγκριση με άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ».
Η κατάρρευση της οικονομικής παραγωγής (ΑΕΠ, Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) ξεκίνησε πολύ πριν συμφωνηθούν και εφαρμοστούν τα προγράμματα.
Και διήρκεσε μέχρι περίπου το 2012-13. Μετά από εκείνο το σημείο καμπής, τα πράγματα βελτιώθηκαν.
Κατά την τελευταία δεκαετία, και οι τέσσερις χώρες ανέκαμψαν εντυπωσιακά, ξεπερνώντας την υπόλοιπη ζώνη του ευρώ όσον αφορά την οικονομική παραγωγή και τη δημιουργία θέσεων εργασίας
Το Δημόσιο Χρέος
Τι συμβαίνει με το δημόσιο χρέος; Κατά τη διάρκεια της κρίσης, το δημόσιο χρέος εκτοξεύτηκε, φτάνοντας πάνω από το 100% του ΑΕΠ σε όλες τις χώρες των προγραμμάτων το 2013.
Ωστόσο, εκτός από την Ελλάδα, τα επίπεδα του χρέους άρχισαν να μειώνονται μετά την κρίση, με μοναδική διακοπή το ισχυρό σοκ της πανδημίας το 2020.
Έκτοτε, οι κρατικοί προϋπολογισμοί και στις τέσσερις χώρες έχουν βελτιωθεί.
Η Κύπρος, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία μάλιστα κατέγραψαν πλεονάσματα στους προϋπολογισμούς τους το 2023.
Αυτή η τάση αναμένεται να συνεχιστεί. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει ότι οι λόγοι δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ θα μειώνονται σταθερά την επόμενη δεκαετία.
Αυτό βοηθά την Ελλάδα, την Ιρλανδία, την Πορτογαλία και την Κύπρο να θεωρούνται πιο αξιόπιστοι δανειολήπτες στα μάτια των επενδυτών.
Αυτό έχει θετικά αποτελέσματα: αν και οι τέσσερις χώρες εξακολουθούν να πληρώνουν υψηλότερο επιτόκιο από τις δημοσιονομικά ισχυρότερες χώρες της ζώνης του ευρώ, τα ασφάλιστρα κινδύνου έχουν μειωθεί.
Οι εξωτερικές ανισορροπίες
Οι εξωτερικές ανισορροπίες έχουν μειωθεί. Για να εκτιμήσουμε τη σημασία αυτής της αλλαγής, ας θυμηθούμε την κατάσταση πριν και κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Και οι τέσσερις χώρες είχαν χάσει την ανταγωνιστικότητά τους σε τιμές και κόστος (Διάγραμμα 3, αριστερά) και παρουσίαζαν μεγάλα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, ιδίως η Ελλάδα και η Κύπρος (Διάγραμμα 3, δεξιά).
Οι πιστωτές ανησυχούσαν όλο και περισσότερο για τις εξωτερικές χρηματοδοτικές ανάγκες των τεσσάρων χωρών και άρχισαν να αποσύρουν τη χρηματοδότηση.
Σε απάντηση, η Ιρλανδία βελτίωσε την ανταγωνιστικότητά της ταχύτερα από τις άλλες τέσσερις χώρες χάρη στις ευέλικτες οικονομικές δομές της και τη γρήγορη προσαρμογή τιμών και μισθών.
Επίσης, στην Κύπρο και την Ελλάδα, οι κερδισμένες ανταγωνιστικές θέσεις έχουν ξεπεράσει αυτές των περισσότερων άλλων χωρών της ζώνης του ευρώ από το 2009.
Στην Πορτογαλία, όμως, οι βελτιώσεις ήταν πιο μέτριες και λιγότερο βιώσιμες.
Τα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών επίσης έχουν βελτιωθεί σημαντικά και είναι πλέον θετικά στην Ιρλανδία και την Πορτογαλία.
Στην Ελλάδα και την Κύπρο, ωστόσο, έχουν επιδεινωθεί ξανά τα τελευταία χρόνια, αυξάνοντας την ευαλωτότητα αυτών των οικονομιών σε πιθανές εκροές ιδιωτικών κεφαλαίων
Σύμφωνα με την κεντρική τράπεζα, η οικονομική κατάσταση της Ελλάδας, της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας και της Κύπρου έχει βελτιωθεί σημαντικά την τελευταία δεκαετία.
Τα μέτρα πολιτικής που εισήχθησαν κατά τη διάρκεια της κρίσης και μετά από αυτήν συνέβαλαν στη μείωση των ανισορροπιών και οδήγησαν σε μεγαλύτερη ανάπτυξη και ταχύτερη πτώση του δημόσιου χρέους σε σύγκριση με τις περισσότερες άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ.
Παρ' όλα αυτά, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στις τέσσερις χώρες και πέρα από αυτές αντιμετωπίζουν μεγάλες προκλήσεις.
Ειδικότερα, το δημόσιο χρέος παραμένει υψηλό, οι εξωτερικές υποχρεώσεις εξακολουθούν να είναι αυξημένες και η ανάπτυξη της παραγωγικότητας είναι χαμηλή.
Αυτές οι αδυναμίες διαφέρουν μεταξύ των χωρών και ενδέχεται να επιδεινωθούν εν μέσω νέων γεωπολιτικών προκλήσεων, γήρανσης του πληθυσμού και κλιματικής αλλαγής.
Συνεπώς, απαιτούνται σημαντικές διαρθρωτικές πολιτικές προσπάθειες για την περαιτέρω ενίσχυση της δυνητικής ανάπτυξης, τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους και την οικοδόμηση οικονομικής ανθεκτικότητας, καταλήγει η ΕΚΤ.
www.worldenergynews.gr