Η ανάγκη για την ισχύ των μονάδων αερίου, σύμφωνα με την υφυπουργό Ενέργειας κυρία Αλεξάνδρα Σδούκου, θα επικαιροποιείται τακτικά, ανάλογα με τις σχετικές Μελέτες Επάρκειας Εφοδιασμού που θα γίνονται από τον ΑΔΜΗΕ
Την ανάγκη στήριξης των μονάδων φυσικού αερίου τα επόμενα έτη, έως το 2050, προδιαγράφει το νέο ΕΣΕΚ, το οποίο στην τελική του μορφή παρουσιάστηκε την περασμένη Παρασκευή από την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ). Ο σχεδιασμός ενός κατάλληλου εθνικού μηχανισμού αποζημίωσης μονάδων ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο κρίνεται από το ενεργειακό επιτελείο της κυβέρνησης ως απαραίτητος με δεδομένο ότι το 2050, το φυσικό αέριο θα αντιστοιχεί στο 9% της εγκατεστημένης ισχύος αλλά θα παράγει μόνο το 2,8% της ενέργειας, δηλαδή θα χρησιμοποιείται μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις.
Μάλιστα, το τελικό κείμενο του ΕΣΕΚ, το οποίο διαμορφώθηκε μετά τη δημόσια διαβούλευση, περιορίζει ακόμη περισσότερο τα μερίδια του φυσικού αερίου σε παραγωγή και ζήτηση, συγκριτικά με εκείνο που είχε δημοσιευτεί στις 22 Αυγούστου, του οποίου η διαβούλευση ολοκληρώθηκε πριν έναν μήνα. Ειδικότερα, η εγκατεστημένη ισχύς των μονάδων φυσικού αερίου από 7.045 MW το 2025 αυξάνεται σε 7.885 MW το 2030 ενώ, από το 2040 μειώνεται στα 6.300 MW (από 6.400 MW στο κείμενο που είχε τεθεί σε διαβούλευση) και διατηρείται η ίδια ισχύς και το 2050.
Σχετικά με τις παραγόμενες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας από τις συγκεκριμένες μονάδες από 18,8 TWh/έτος το 2022, σύμφωνα με το αναθεωρημένο πλέον ΕΣΕΚ, θα πέσουν στις 11,7 TWh/έτος από το 2025 (από 12,2 TWh/έτος που ανέφερε το draft της διαβούλευσης), στις 10,3 TWh/έτος από το 2030 (από 10,4 TWh/έτος στη διαβούλευση), στις 3,8 TWh/έτος από το 2040 (από 4,4 TWh/έτος) καταλήγοντας σε 3,8 TWh/έτος το 2050 (από 4,8 TWh/έτος) σε σύνολο παραγωγής, στα μέσα του αιώνα, τις 130,5 TWh/έτος.
Μέχρι το 2030 θα η απόφαση για την ανάπτυξη των εγχώριων κοιτασμάτων αερίου
Η ανάγκη για την ισχύ των μονάδων αερίου, σύμφωνα με την υφυπουργό Ενέργειας κυρία Αλεξάνδρα Σδούκου, θα επικαιροποιείται τακτικά, ανάλογα με τις σχετικές Μελέτες Επάρκειας Εφοδιασμού που θα γίνονται από τον ΑΔΜΗΕ, ενώ η ενέργεια που θα παράγεται από φυσικό αέριο μειώνεται δραστικά.
Επιπλέον, οι περαιτέρω επενδύσεις ανάπτυξης ή ενίσχυσης της μεταφορικής ικανότητας του Συστήματος Μεταφοράς δικαιολογούνται μόνο υπό το πρίσμα της επαύξησης της εξαγωγικής ικανότητας και στη βάση μεσομακροπρόθεσμης κάλυψης της περιφερειακής ζήτησης για αέριο καύσιμο, εφόσον καταγράφεται σχετική ζήτηση από την αγορά. Επίσης, κατά το πρώτο διάστημα έως το 2030 θα αποφασιστεί και η ανάπτυξη παραγωγής φυσικού αερίου από εγχώρια κοιτάσματα, εφόσον επιβεβαιωθεί τελικώς ότι αυτά είναι εμπορικώς εκμεταλλεύσιμα μετά και τις έρευνες που έχουν λάβει χώρα ή βρίσκονται σε εξέλιξη.
Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα αυξήσει την ασφάλεια τροφοδοσίας σε φυσικό αέριο για όλη την Ευρώπη καθ’ όλη την περίοδο της ενεργειακής μετάβασης και θα συνεισφέρει σε έσοδα προς το ελληνικό Δημόσιο, τα οποία μπορούν να αξιοποιηθούν εν μέρει για την υλοποίηση της ενεργειακής μετάβασης, ενώ παράλληλα επηρεάζει δραστικά τον σχεδιασμό και την υλοποίηση επενδύσεων σε νέες υποδομές και δίκτυα φυσικού αερίου.
Κατά την δεύτερη περίοδο, μετά το 2030 το ποσοστό συμμετοχής των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) στην ηλεκτροπαραγωγή θα αρχίσει να ξεπερνά το 75%, φτάνοντας πάνω από 99% στο τέλος της περιόδου.
Εκείνη την περίοδο οι μονάδες αερίου, παρότι θα επηρεάζονται και από το αυξημένο κόστος δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων, θα συνεχίσουν να διατηρούν μετρήσιμο ποσοστό στο συνολικό μείγμα.
Έτσι, σύμφωνα με τους μελετητές, καθίσταται φανερή η ανάγκη αναθεώρησης του μοντέλου της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας προκειμένου να είναι καλύτερα προσαρμοσμένο σε ένα σύστημα όπου το μεταβλητό κόστος παραγωγής (κόστος καυσίμου) επηρεάζει ελάχιστα το μεγαλύτερο μέρος της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας (που θα είναι από ΑΠΕ) ενώ αντίθετα παραμένει η ανάγκη για κατανεμόμενες μονάδες παραγωγής που θα εξασφαλίζουν τη σταθερότητα και την ασφαλή τροφοδοσία σε ακραίες συνθήκες.
Χαμηλότερο το κόστος παραγωγής λόγω των ΑΠΕ
Γι’ αυτό, εκτιμάται ότι θα χρειασθεί σχεδιασμός ενός κατάλληλου εθνικού μηχανισμού αποζημίωσης μονάδων ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο, δεδομένου ότι την περίοδο 2030 - 2040 εκτιμάται ακόμα μεγαλύτερη μείωση των ωρών λειτουργίας τους λόγω της ανάπτυξης εγκαταστάσεων αποθήκευσης ενέργειας. Σε κάθε περίπτωση, η παρουσία μονάδων ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο θα είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση σε όλα τα ενδεχόμενα της ευστάθειας και ασφάλειας τροφοδοσίας του ηλεκτρικού συστήματος σε όλη την περίοδο ενεργειακής μετάβασης μέχρι το έτος 2050.
Είναι δε ευνόητο ότι τα δίκτυα φυσικού αερίου θα παραμείνουν ενεργά για την τροφοδοσία (μεταξύ άλλων) των μονάδων, καθώς και για τη διακίνηση του βιομεθανίου. Παράλληλα, πετρελαϊκές μονάδες σε ψυχρή εφεδρεία θα χρειασθεί να παραμείνουν ενεργές και για τα νησιά για τις περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης (π.χ. λόγω βλάβης των ηλεκτρικών διασυνδέσεων).
Με τον μετασχηματισμό της αγοράς, στόχος είναι, μεταξύ άλλων, το χαμηλότερο κόστος παραγωγής λόγω αυξημένης διείσδυσης ΑΠΕ να αντανακλάται στο τελικό κόστος για τον καταναλωτή. Έτσι, κρίνονται αναγκαίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι κατάλληλες μεταρρυθμίσεις ώστε να διασφαλισθεί η μεταφορά του σταθερού κόστους των ΑΠΕ στον τελικό καταναλωτή σε όλες τις συνθήκες με ανασχεδιασμό του μοντέλου αγοράς.
Επίσης, η διαφαινόμενη προσδοκία μείωσης του κόστους παραγωγής του πράσινου υδρογόνου (λόγω βελτίωσης της αποδοτικότητας της τεχνολογίας και παράλληλης μείωσης των τιμών ρεύματος) ιδίως συγκρινόμενη και με την αύξηση των τιμών των δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων, θα επιτρέψει σε ποσότητες πράσινου υδρογόνου να εγχέονται στα δίκτυα φυσικού αερίου από το έτος 2035, εντός των ορίων που κατά περίπτωση θα ισχύουν για το διασυνοριακό εμπόριο αλλά και τις τεχνικές δυνατότητες των μονάδων καύσης.
www.worldenergynews.gr