Στόχος της ανάλυσης του Green tank ήταν να διερευνήσει αν αυτή η συνολική ισχύς είναι η ελάχιστη αναγκαία για την ενεργειακή επάρκεια της χώρας ή αν θα οδηγήσει σε αχρείαστες και κοστοβόρες επιδοτήσεις μονάδων αερίου
Η ανάγκη για πλήρη απανθρακοποίηση της ηλεκτροπαραγωγής έχει ήδη αποτυπωθεί στα Εθνικά Σχέδια για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) διαφόρων κρατών μελών της ΕΕ που στοχεύουν να μηδενίσουν το ανθρακικό αποτύπωμα της ηλεκτροπαραγωγής τους ως το 2030 ή το 2035.
Αντίστοιχα στην Ελλάδα, το υπό αναθεώρηση ΕΣΕΚ θέτει φιλόδοξους στόχους για την επιτάχυνση των ΑΠΕ, καθώς και για νέες υποδομές αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτό σημαίνει ότι ο ρόλος των μονάδων αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή θα συρρικνώνεται διαρκώς, ακολουθώντας την πτωτική τροχιά του λιγνίτη.
Ωστόσο, αντίθετα με αυτήν την τάση, το υπό αναθεώρηση ΕΣΕΚ προβλέπει την προσθήκη δύο νέων μονάδων αερίου στον υφιστάμενο στόλο χωρίς καμία απόσυρση, ανεβάζοντας τη συνολική εγκατεστημένη ισχύ από 6.037 GW που είναι σήμερα στα 7.885 GW.
Στη δεδομένη συγκυρία, αυτό προκαλεί ερωτήματα για την οικονομική βιωσιμότητα των μονάδων αερίου που είναι πιθανό να εξαρτηθεί από επιδοτήσεις όπως οι μηχανισμοί διασφάλισης επάρκειας ισχύος, ανεβάζοντας το κόστος για τους καταναλωτές.
Ελλείψει επικαιροποιημένης μελέτης επάρκειας ισχύος, το Green Tank, στην ανάλυση με τίτλο «Πόση ισχύ μονάδων αερίου έχει ανάγκη η χώρα;», αξιοποίησε τα ωριαία δεδομένα του entso-e και υπολόγισε τη συνολική θερμική ισχύ από μονάδες αερίου και λιγνίτη που ήταν απαραίτητη για την κάλυψη των εγχώριων αναγκών σε ηλεκτρική ενέργεια από το 2019 έως και το πρώτο εξάμηνο του 2024.
Στόχος της ανάλυσης ήταν να διερευνήσει αν αυτή η συνολική ισχύς είναι η ελάχιστη αναγκαία για την ενεργειακή επάρκεια της χώρας ή αν θα οδηγήσει σε αχρείαστες και κοστοβόρες επιδοτήσεις μονάδων αερίου.
Από την επεξεργασία των δεδομένων προκύπτει ότι:
•Τον τελευταίο 1.5 χρόνο, η κάλυψη των εγχώριων αναγκών δεν απαίτησε ποτέ παραπάνω ισχύ θερμικών μονάδων από αυτή που μπορούν να προσφέρουν οι διαθέσιμες σήμερα μονάδες αερίου (6 GW). Τα τελευταία 3.5 χρόνια, δε, η κάλυψη της εγχώριας ζήτησης απαίτησε παραπάνω από 6 GW για μόλις 1 ώρα.
•Η μέγιστη ισχύς θερμικών μονάδων που απαιτείται για την κάλυψη των εγχώριων αναγκών μειώνεται διαρκώς (-27.6% σε σχέση με το 2019) και το πρώτο εξάμηνο του 2024 περιορίστηκε στα 5.1 GW, σχεδόν 2.8 GW χαμηλότερη από την ισχύ μονάδων αερίου που σχεδιάζεται να λειτουργεί το 2030 σύμφωνα με το ΕΣΕΚ.
•Μεταξύ 2019 και πρώτου εξαμήνου 2024, 5.86 ΤWh ενέργειας από θερμικές μονάδες παράχθηκαν σε ώρες κατά τις οποίες η χώρα ήταν καθαρός εξαγωγέας ηλεκτρισμού και επομένως θα μπορούσαν θεωρητικά να αποφευχθούν. Η ενέργεια αυτή εκτιμάται ότι ήταν υπεύθυνη για εκπομπές 3.56 Mt CO2.
•Αυξάνονται διαρκώς οι ώρες του χρόνου που η χώρα βασίζεται στις ΑΠΕ. Για 43, 105 και 119 ώρες το 2022, το 2023 και το πρώτο εξάμηνο του 2024 αντίστοιχα, οι καθαρές εξαγωγές ξεπέρασαν την παραγωγή από θερμικές μονάδες και επομένως οι εγχώριες ανάγκες θα μπορούσαν να καλυφθούν σχεδόν εξ ολοκλήρου από ΑΠΕ.
«Δεδομένης της περαιτέρω ανάπτυξης των ΑΠΕ και νέων υποδομών αποθήκευσης, αναμένεται ότι η μέγιστη απαιτούμενη ισχύς θερμικών μονάδων για την κάλυψη των εγχώριων αναγκών θα συνεχίσει την πτωτική της πορεία. Συνεπώς, είναι αναγκαίο να επανεξεταστεί η τιμή της συνολικής ισχύος μονάδων αερίου των 7.885 GW που αποτυπώνεται στο υπό αναθεώρηση ΕΣΕΚ για το 2030, καθώς και η πιθανή απόσυρση υφιστάμενων μονάδων αερίου. Για να ληφθούν πολιτικές αποφάσεις, η εκπόνηση επικαιροποιημένης μελέτης επάρκειας ισχύος θα πρέπει να αποτελέσει επείγουσα προτεραιότητα», δήλωσε ο Νίκος Μάντζαρης, αναλυτής ενεργειακής πολιτικής και συνιδρυτής του Green Tank.
Καθώς το μερίδιο των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) στην κάλυψη της ζήτησης υπερδιπλασιάστηκε τα τελευταία χρόνια – από 21.4% το 2019 σε 48.7% το πρώτο εξάμηνο του 2024 – η επιτάχυνση της «πράσινης» στροφής του ηλεκτρικού συστήματος της Ελλάδας είναι αναμφισβήτητη.
Δεδομένου ότι ο περιορισμός των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου αποτελεί πλέον όχι μόνο ευρωπαϊκή υποχρέωση, αλλά και εθνική νομική δέσμευση, η πορεία αυτή θα συνεχιστεί.
Σε αυτό άλλωστε συνηγορεί και το γεγονός ότι οι ώριμες τεχνολογίες ΑΠΕ – τα αιολικά και τα φωτοβολταϊκά – αποτελούν με διαφορά τις φθηνότερες τεχνολογίες ηλεκτροπαραγωγής.
Αυτό προκύπτει τόσο από συγκριτικές αναλύσεις του σταθμισμένου κόστους παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (LCOE) μεταξύ διαφορετικών τεχνολογιών ηλεκτροπαραγωγής, όσο και από πρόσφατη ανάλυση που συσχετίζει τις χαμηλότερες τιμές στη χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρισμού της Ελλάδας με υψηλά μερίδια ΑΠΕ και μικρή συμμετοχή θερμικών μονάδων.
Η συνεχής πρόοδος των ΑΠΕ επηρεάζει ήδη αρνητικά τα οικονομικά των θερμικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής του διασυνδεδεμένου συστήματος – αυτών, δηλαδή, που χρησιμοποιούν ως καύσιμο τον λιγνίτη ή το ορυκτό αέριο – καθώς περιορίζει τις ώρες λειτουργίας τους και, επομένως, τα έσοδά τους από την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.
Αυτή η επιδείνωση των οικονομικών των θερμικών μονάδων προβλέπεται να συνεχιστεί. Είναι χαρακτηριστικό ότι η τελευταία πανευρωπαϊκή μελέτη επάρκειας ισχύος του ευρωπαϊκού δικτύου διαχειριστών μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας entso-e, που έλαβε υπόψη τα προσχέδια Εθνικών Σχεδίων για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) τα οποία κατέθεσαν τα κράτη μέλη το 2023, έδειξε ότι ήδη από το 2025 θα απειληθεί η οικονομική βιωσιμότητα μονάδων αερίου συνολικής ισχύος μεταξύ 28.6 GW και 39 GW πανευρωπαϊκά, ενώ οι αντίστοιχες τιμές για το 2028 προβλέπεται να είναι 22.5 GW και 32.9 GW.
Η Ελλάδα συμπεριλαμβάνεται ανάμεσα στις εννέα χώρες της Ευρώπης με τη μεγαλύτερη ισχύ μονάδων αερίου που απειλούνται με απόσυρση λόγω επιδείνωσης των οικονομικών τους δεδομένων. Σύμφωνα με το πρώτο σενάριο που εξετάστηκε, το 2025, το 2028 και το 2030 οι συνθήκες της αγοράς πιθανότατα θα οδηγήσουν σε απόσυρση μονάδων αερίου στην Ελλάδα συνολικής ισχύος 1.36 GW, 1.41 GW και 3.73 GW αντίστοιχα, ενώ στο δεύτερο σενάριο υπάρχει μικρή διαφοροποίηση, καθώς η ισχύς μονάδων αερίου που απειλείται με απόσυρση το 2025, το 2028 και το 2030 είναι 1.31 GW, 1.40 GW και 3.50 GW αντίστοιχα.
Επιπλέον, η ΔΕΗ σχεδιάζει να αποσύρει μονάδες αερίου συνολικής ισχύος 1 GW ως το 2026, όπως αποτυπώνεται στο πλέον πρόσφατο τριετές επιχειρηματικό της σχέδιο για την περίοδο 2024-20267.
Ωστόσο, το σχέδιο του αναθεωρημένου ΕΣΕΚ που κατατέθηκε σε δημόσια διαβούλευση, δεν προβλέπει καμία απόσυρση μονάδων αερίου ως το 2030.
Αντίθετα, στον υφιστάμενο σήμερα στόλο των 6.037 GW προστίθενται δύο υπό κατασκευή νέες μονάδες αερίου 877 MW και 840 ΜW, με αποτέλεσμα η συνολική εγκατεστημένη ισχύς το 2030 να φτάνει τα 7.885 GW. Πρόκειται για μια αύξηση κατά μία νέα μονάδα και χωρίς καμία απόσυρση, συγκριτικά με το προηγούμενο ΕΣΕΚ του 2019 το οποίο προέβλεπε ένα στόλο μονάδων αερίου συνολικής ισχύος 6.9 GW.
Όπως αποτυπώνεται σε διάφορα δημοσιεύματα, μια πιθανή εξήγηση για την αύξηση της συνολικής ισχύος στο τρέχον σχέδιο ΕΣΕΚ είναι ότι αυτή κρίθηκε απαραίτητη για την ενεργειακή επάρκεια της χώρας.
Προς αυτή την ερμηνεία συνηγορεί σχετικό απόσπασμα που περιέχεται σε προηγούμενη συνεπτυγμένη εκδοχή του αναθεωρημένου ΕΣΕΚ που παρουσιάστηκε τον Αύγουστο 2023, πριν την επίσημη κατάθεση του προσχεδίου στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Εκεί, γίνεται αναφορά σε μια νεότερη μελέτη επάρκειας ισχύος του ΑΔΜΗΕ η οποία δείχνει πως «…η προσθήκη των τριών αυτών μονάδων σε συνδυασμό με τις υπάρχουσες μονάδες φυσικού αερίου, και με συνεισφορά μονάδων αποθήκευσης και απόκρισης ζήτησης με βάση συντηρητικές υποθέσεις, επαρκεί για την αξιόπιστη κάλυψη του ηλεκτρικού φορτίου υπό κάθε πιθανό κλιματικό σενάριο και με επαρκή εφεδρεία από το 2025 έως και το 2040».
Με άλλα λόγια, σύμφωνα με το συνεπτυγμένο σχέδιο ΕΣΕΚ, η ύπαρξη 7.885 GW μονάδων αερίου το 2030 είναι ικανή συνθήκη για την επάρκεια ισχύος της χώρας.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι και αναγκαία. Δεδομένου ότι η μελέτη επάρκειας ισχύος που αναφερόταν στο συνεπτυγμένο σχέδιο ΕΣΕΚ ουδέποτε δημοσιεύτηκε ώστε να γίνουν γνωστά τα αποτελέσματα και οι παραδοχές που τη συνόδευαν, το ερώτημα του πόση θερμική ισχύς είναι απαραίτητη ως το 2030 παραμένει ουσιαστικά αναπάντητο μέχρι και σήμερα.
www.worldenergynews.gr
Αντίστοιχα στην Ελλάδα, το υπό αναθεώρηση ΕΣΕΚ θέτει φιλόδοξους στόχους για την επιτάχυνση των ΑΠΕ, καθώς και για νέες υποδομές αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτό σημαίνει ότι ο ρόλος των μονάδων αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή θα συρρικνώνεται διαρκώς, ακολουθώντας την πτωτική τροχιά του λιγνίτη.
Ωστόσο, αντίθετα με αυτήν την τάση, το υπό αναθεώρηση ΕΣΕΚ προβλέπει την προσθήκη δύο νέων μονάδων αερίου στον υφιστάμενο στόλο χωρίς καμία απόσυρση, ανεβάζοντας τη συνολική εγκατεστημένη ισχύ από 6.037 GW που είναι σήμερα στα 7.885 GW.
Στη δεδομένη συγκυρία, αυτό προκαλεί ερωτήματα για την οικονομική βιωσιμότητα των μονάδων αερίου που είναι πιθανό να εξαρτηθεί από επιδοτήσεις όπως οι μηχανισμοί διασφάλισης επάρκειας ισχύος, ανεβάζοντας το κόστος για τους καταναλωτές.
Ελλείψει επικαιροποιημένης μελέτης επάρκειας ισχύος, το Green Tank, στην ανάλυση με τίτλο «Πόση ισχύ μονάδων αερίου έχει ανάγκη η χώρα;», αξιοποίησε τα ωριαία δεδομένα του entso-e και υπολόγισε τη συνολική θερμική ισχύ από μονάδες αερίου και λιγνίτη που ήταν απαραίτητη για την κάλυψη των εγχώριων αναγκών σε ηλεκτρική ενέργεια από το 2019 έως και το πρώτο εξάμηνο του 2024.
Στόχος της ανάλυσης ήταν να διερευνήσει αν αυτή η συνολική ισχύς είναι η ελάχιστη αναγκαία για την ενεργειακή επάρκεια της χώρας ή αν θα οδηγήσει σε αχρείαστες και κοστοβόρες επιδοτήσεις μονάδων αερίου.
Από την επεξεργασία των δεδομένων προκύπτει ότι:
•Τον τελευταίο 1.5 χρόνο, η κάλυψη των εγχώριων αναγκών δεν απαίτησε ποτέ παραπάνω ισχύ θερμικών μονάδων από αυτή που μπορούν να προσφέρουν οι διαθέσιμες σήμερα μονάδες αερίου (6 GW). Τα τελευταία 3.5 χρόνια, δε, η κάλυψη της εγχώριας ζήτησης απαίτησε παραπάνω από 6 GW για μόλις 1 ώρα.
•Η μέγιστη ισχύς θερμικών μονάδων που απαιτείται για την κάλυψη των εγχώριων αναγκών μειώνεται διαρκώς (-27.6% σε σχέση με το 2019) και το πρώτο εξάμηνο του 2024 περιορίστηκε στα 5.1 GW, σχεδόν 2.8 GW χαμηλότερη από την ισχύ μονάδων αερίου που σχεδιάζεται να λειτουργεί το 2030 σύμφωνα με το ΕΣΕΚ.
•Μεταξύ 2019 και πρώτου εξαμήνου 2024, 5.86 ΤWh ενέργειας από θερμικές μονάδες παράχθηκαν σε ώρες κατά τις οποίες η χώρα ήταν καθαρός εξαγωγέας ηλεκτρισμού και επομένως θα μπορούσαν θεωρητικά να αποφευχθούν. Η ενέργεια αυτή εκτιμάται ότι ήταν υπεύθυνη για εκπομπές 3.56 Mt CO2.
•Αυξάνονται διαρκώς οι ώρες του χρόνου που η χώρα βασίζεται στις ΑΠΕ. Για 43, 105 και 119 ώρες το 2022, το 2023 και το πρώτο εξάμηνο του 2024 αντίστοιχα, οι καθαρές εξαγωγές ξεπέρασαν την παραγωγή από θερμικές μονάδες και επομένως οι εγχώριες ανάγκες θα μπορούσαν να καλυφθούν σχεδόν εξ ολοκλήρου από ΑΠΕ.
«Δεδομένης της περαιτέρω ανάπτυξης των ΑΠΕ και νέων υποδομών αποθήκευσης, αναμένεται ότι η μέγιστη απαιτούμενη ισχύς θερμικών μονάδων για την κάλυψη των εγχώριων αναγκών θα συνεχίσει την πτωτική της πορεία. Συνεπώς, είναι αναγκαίο να επανεξεταστεί η τιμή της συνολικής ισχύος μονάδων αερίου των 7.885 GW που αποτυπώνεται στο υπό αναθεώρηση ΕΣΕΚ για το 2030, καθώς και η πιθανή απόσυρση υφιστάμενων μονάδων αερίου. Για να ληφθούν πολιτικές αποφάσεις, η εκπόνηση επικαιροποιημένης μελέτης επάρκειας ισχύος θα πρέπει να αποτελέσει επείγουσα προτεραιότητα», δήλωσε ο Νίκος Μάντζαρης, αναλυτής ενεργειακής πολιτικής και συνιδρυτής του Green Tank.
Καθώς το μερίδιο των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) στην κάλυψη της ζήτησης υπερδιπλασιάστηκε τα τελευταία χρόνια – από 21.4% το 2019 σε 48.7% το πρώτο εξάμηνο του 2024 – η επιτάχυνση της «πράσινης» στροφής του ηλεκτρικού συστήματος της Ελλάδας είναι αναμφισβήτητη.
Δεδομένου ότι ο περιορισμός των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου αποτελεί πλέον όχι μόνο ευρωπαϊκή υποχρέωση, αλλά και εθνική νομική δέσμευση, η πορεία αυτή θα συνεχιστεί.
Σε αυτό άλλωστε συνηγορεί και το γεγονός ότι οι ώριμες τεχνολογίες ΑΠΕ – τα αιολικά και τα φωτοβολταϊκά – αποτελούν με διαφορά τις φθηνότερες τεχνολογίες ηλεκτροπαραγωγής.
Αυτό προκύπτει τόσο από συγκριτικές αναλύσεις του σταθμισμένου κόστους παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (LCOE) μεταξύ διαφορετικών τεχνολογιών ηλεκτροπαραγωγής, όσο και από πρόσφατη ανάλυση που συσχετίζει τις χαμηλότερες τιμές στη χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρισμού της Ελλάδας με υψηλά μερίδια ΑΠΕ και μικρή συμμετοχή θερμικών μονάδων.
Η συνεχής πρόοδος των ΑΠΕ επηρεάζει ήδη αρνητικά τα οικονομικά των θερμικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής του διασυνδεδεμένου συστήματος – αυτών, δηλαδή, που χρησιμοποιούν ως καύσιμο τον λιγνίτη ή το ορυκτό αέριο – καθώς περιορίζει τις ώρες λειτουργίας τους και, επομένως, τα έσοδά τους από την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.
Αυτή η επιδείνωση των οικονομικών των θερμικών μονάδων προβλέπεται να συνεχιστεί. Είναι χαρακτηριστικό ότι η τελευταία πανευρωπαϊκή μελέτη επάρκειας ισχύος του ευρωπαϊκού δικτύου διαχειριστών μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας entso-e, που έλαβε υπόψη τα προσχέδια Εθνικών Σχεδίων για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) τα οποία κατέθεσαν τα κράτη μέλη το 2023, έδειξε ότι ήδη από το 2025 θα απειληθεί η οικονομική βιωσιμότητα μονάδων αερίου συνολικής ισχύος μεταξύ 28.6 GW και 39 GW πανευρωπαϊκά, ενώ οι αντίστοιχες τιμές για το 2028 προβλέπεται να είναι 22.5 GW και 32.9 GW.
Η Ελλάδα συμπεριλαμβάνεται ανάμεσα στις εννέα χώρες της Ευρώπης με τη μεγαλύτερη ισχύ μονάδων αερίου που απειλούνται με απόσυρση λόγω επιδείνωσης των οικονομικών τους δεδομένων. Σύμφωνα με το πρώτο σενάριο που εξετάστηκε, το 2025, το 2028 και το 2030 οι συνθήκες της αγοράς πιθανότατα θα οδηγήσουν σε απόσυρση μονάδων αερίου στην Ελλάδα συνολικής ισχύος 1.36 GW, 1.41 GW και 3.73 GW αντίστοιχα, ενώ στο δεύτερο σενάριο υπάρχει μικρή διαφοροποίηση, καθώς η ισχύς μονάδων αερίου που απειλείται με απόσυρση το 2025, το 2028 και το 2030 είναι 1.31 GW, 1.40 GW και 3.50 GW αντίστοιχα.
Επιπλέον, η ΔΕΗ σχεδιάζει να αποσύρει μονάδες αερίου συνολικής ισχύος 1 GW ως το 2026, όπως αποτυπώνεται στο πλέον πρόσφατο τριετές επιχειρηματικό της σχέδιο για την περίοδο 2024-20267.
Ωστόσο, το σχέδιο του αναθεωρημένου ΕΣΕΚ που κατατέθηκε σε δημόσια διαβούλευση, δεν προβλέπει καμία απόσυρση μονάδων αερίου ως το 2030.
Αντίθετα, στον υφιστάμενο σήμερα στόλο των 6.037 GW προστίθενται δύο υπό κατασκευή νέες μονάδες αερίου 877 MW και 840 ΜW, με αποτέλεσμα η συνολική εγκατεστημένη ισχύς το 2030 να φτάνει τα 7.885 GW. Πρόκειται για μια αύξηση κατά μία νέα μονάδα και χωρίς καμία απόσυρση, συγκριτικά με το προηγούμενο ΕΣΕΚ του 2019 το οποίο προέβλεπε ένα στόλο μονάδων αερίου συνολικής ισχύος 6.9 GW.
Όπως αποτυπώνεται σε διάφορα δημοσιεύματα, μια πιθανή εξήγηση για την αύξηση της συνολικής ισχύος στο τρέχον σχέδιο ΕΣΕΚ είναι ότι αυτή κρίθηκε απαραίτητη για την ενεργειακή επάρκεια της χώρας.
Προς αυτή την ερμηνεία συνηγορεί σχετικό απόσπασμα που περιέχεται σε προηγούμενη συνεπτυγμένη εκδοχή του αναθεωρημένου ΕΣΕΚ που παρουσιάστηκε τον Αύγουστο 2023, πριν την επίσημη κατάθεση του προσχεδίου στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Εκεί, γίνεται αναφορά σε μια νεότερη μελέτη επάρκειας ισχύος του ΑΔΜΗΕ η οποία δείχνει πως «…η προσθήκη των τριών αυτών μονάδων σε συνδυασμό με τις υπάρχουσες μονάδες φυσικού αερίου, και με συνεισφορά μονάδων αποθήκευσης και απόκρισης ζήτησης με βάση συντηρητικές υποθέσεις, επαρκεί για την αξιόπιστη κάλυψη του ηλεκτρικού φορτίου υπό κάθε πιθανό κλιματικό σενάριο και με επαρκή εφεδρεία από το 2025 έως και το 2040».
Με άλλα λόγια, σύμφωνα με το συνεπτυγμένο σχέδιο ΕΣΕΚ, η ύπαρξη 7.885 GW μονάδων αερίου το 2030 είναι ικανή συνθήκη για την επάρκεια ισχύος της χώρας.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι και αναγκαία. Δεδομένου ότι η μελέτη επάρκειας ισχύος που αναφερόταν στο συνεπτυγμένο σχέδιο ΕΣΕΚ ουδέποτε δημοσιεύτηκε ώστε να γίνουν γνωστά τα αποτελέσματα και οι παραδοχές που τη συνόδευαν, το ερώτημα του πόση θερμική ισχύς είναι απαραίτητη ως το 2030 παραμένει ουσιαστικά αναπάντητο μέχρι και σήμερα.
www.worldenergynews.gr