Σε 2000-3000 MW υπολογίζονται οι ανάγκες αποθηκευτικής ισχύος για το ελληνικό διασυνδεδεμένο σύστημα προκειμένου να υποστηριχθεί ο στόχος της διείσδυσης των ΑΠΕ σε ποσοστό 60% επί της ετήσιας τελικής ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας.
Με βάση αυτό το δεδομένο και σύμφωνα με τις πλέον πρόσφατες μελέτες οι ανάγκες για εγκατάσταση νέας αποθηκευτικής ισχύος, πέραν των ήδη υφιστάμενων σταθμών αντλησιοταμίευσης, υπολογίζεται σε 1.500-2.000 MW.
Προκειμένου δε τα αποθηκευτικά συστήματα που θα εγκατασταθούν να είναι βιώσιμα, εκτιμάται ότι απαιτείται χρηματοδότηση τους σε ποσοστό άνω του 70% του πλήρους κόστους των σταθμών.
Στα συμπεράσματα αυτά κατέληξε η ειδική επιστημονική ομάδα που συγκροτήθηκε από τον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστα Σκρέκα προκειμένου να μελετήσει πλήρως και σε όλες του τις διαστάσεις το ζήτημα της αποθήκευσης ενέργειας και να εισηγηθεί τις νομοθετικές και άλλες κανονιστικές παρεμβάσεις που απαιτούνται προκειμένου το εγχείρημα της αποθήκευσης ενέργειας να λάβει σάρκα και οστά.
Η Ομάδα Διαχείρισης Έργου που λειτούργησε υπό τον καθηγητή του ΕΜΠ Σταύρο Παπαθανασίου και στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι του ΥΠΕΝ, της ΡΑΕ, του ΕΧΕ, του ΔΕΔΔΗΕ, του ΑΔΜΗΕ, του ΚΑΠΕ και του ΔΑΠΕΕΠ, έχει παραδώσει ήδη τη μελέτη της στον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστα Σκρέκα προτείνοντας μεταξύ άλλων, αναλυτικά το χρονοδιάγραμμα των δράσεων όλων των εμπλεκόμενων φορέων με στόχο νέα έργα αποθήκευσης να ενταχθούν στο ελληνικό σύστημα το 2025.
Έτσι έως τον ερχόμενο Οκτώβριο θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί το νομοθετικό πλαίσιο για την αποθήκευση ενώ το σχήμα στήριξης των επενδύσεων αλλά και η διενέργεια διαγωνισμού για την ενίσχυση τους θα πρέπει να ξεκινήσει τον Σεπτέμβριο του 2022.
Η μελέτη προβλέπει ότι οι ανάγκες νέας αποθηκευτικής ισχύος ανέρχονται σε περίπου 1.500-2.000 MW, εκ των οποίων τα 2/3 δηλαδή περίπου 1.400 MW θα αφορούν σε έργα μεγάλης διάρκειας αποθήκευσης, της τάξης των 6h και κατά το 1/3, δηλαδή περίπου 700 MW σε σταθμούς μικρής διάρκειας αποθήκευσης (της τάξης των 2h) και υψηλής ευελιξίας.
Όπως επισημαίνεται στη μελέτη οι εγκαταστάσεις αποθήκευσης, παρά τα οφέλη που δημιουργούν, δεν αποκομίζουν επαρκή έσοδα από τη συμμετοχή τους στις ανταγωνιστικές αγορές, ώστε να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα τωνεπενδύσεων και αυτό συμβαίνει όχι μόνο για την ελληνική αγορά, αλλά και διεθνώς.
Το μέγεθος του χρηματοδοτικού κενού εξαρτάται από τις συνθήκες αγοράς, τη διείσδυση ΑΠΕ, το κόστος συμβατικής παραγωγής και στην ελληνική αγορά, το κενό αυτό μπορεί να φθάσει ή και ξεπεράσει το 70% του πλήρους κόστους των σταθμών.
Τρεις Μηχανισμοί για την ενίσχυση σταθμών αποθήκευσης
Έτσι οι κύριες εναλλακτικές επιλογές για τη χορήγηση ενίσχυσης σε αποθηκευτικούς σταθμούς στην ελληνική αγορά, πέραν της χορήγησης ενίσχυσης σε μεμονωμένα έργα, είναι:
1. Συμμετοχή στον μηχανισμό επάρκειας ισχύος του συστήματος, με αμοιβή ανάλογη της συνεισφοράς τους (Capacity Remuneration Mechanisms – CRM). Η συμμετοχή των αποθηκευτικών σταθμών στο Μηχανισμό που ήδη μελετάται να δημιουργηθεί στην ελληνική αγορά, θα γίνει μέσω διακριτής ποσόστωσης ισχύος και όχι σε άμεσο ανταγωνισμό με θερμικές μονάδες.
2. Επενδυτική ενίσχυση, μέσω της σχετικής δράσης που έχει συμπεριληφθεί στο Ταμείο Ανάκαμψης (RRF). Η ενίσχυση θα καλύπτει μέρος του ελλείμματος βιωσιμότητας των έργων αποθήκευσης, ώστε να εξασφαλιστεί η υλοποίηση της ισχύος εκείνης που κρίνεται αναγκαία για τη στήριξη των στόχων διείσδυσης ΑΠΕ του ενεργειακού σχεδιασμού της χώρας σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, π.χ. 2030-2035.
3. Καθιέρωση ιδιαίτερου μηχανισμού ενίσχυσης της αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας, σε αναγνώριση της ευχέρειάς της να παράσχει υπηρεσίες που καμία άλλη τεχνολογία δεν μπορεί, λόγω δυνατότητας απορρόφησης ενέργειας, στον οποίο θα συμμετέχουν μόνο αποθηκευτικοί σταθμοί, με ανταγωνιστικό τρόπο και χωρίς διακρίσεις τεχνολογιών.
Τι ισχύει για μονάδες που συμμετέχουν στις αγορές για την ανάκτηση
Ωστόσο η ίδια η μελέτη επισημαίνει ότι για μονάδες αποθήκευσης που συμμετέχουν στις αγορές, ενίσχυση υπό μορφή εγγυημένων τιμών ενέργειας δεν είναι αποδεκτή, αφήνοντας ως επιλογές την επενδυτική ενίσχυση (investment aid) και τη λειτουργική ενίσχυση με τη μορφή αμοιβής ισχύος.
Η ενίσχυση μπορεί να παρέχεται ως επιδότηση κεφαλαίου ή μέσω φοροαπαλλαγών και άλλων επενδυτικών κινήτρων.
Το ύψος της παρεχόμενης ενίσχυσης μέσω των σχημάτων και μηχανισμών ενίσχυσης προσδιορίζεται από το χρηματοδοτικό κενό των έργων, μετά από συνεκτίμηση των εσόδων από τις αγορές, από διμερή συμβόλαια με άλλους συμμετέχοντες και από την παροχή αμειβόμενων υπηρεσιών στους Διαχειριστές. Το μέρος του ελλείμματος βιωσιμότητας που καλύπτεται από τα σχήματα ενίσχυσης βασίζεται πάντοτε σε προσδοκία μελλοντικών εσόδων, τα οποία μπορεί να αποκλίνουν σημαντικά από τις αρχικές εκτιμήσεις.
Για τον λόγο αυτό, η μελέτη εισηγείται την υιοθέτηση σχήματος ελέγχου και αποφυγής της υπεραπόδοσης των έργων (clawback), καθώς και το σχεδιασμό μέτρων αναμόρφωσης των αγορών σε βάθος χρόνου.
Η επιλογή των έργων προς ενίσχυση θα γίνεται μέσω διαγωνιστικών διαδικασιών και να είναι ουδέτερη ως προς τις τεχνολογίες αποθήκευσης.
Σε ότι αφορά την ανάληψη του κόστους η μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αυτό θα πρέπει να αναλαμβάνεται από τους Προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας, και η ανάκτησή του θα πραγματοποιείται μέσω των ανταγωνιστικών χρεώσεων που αυτοί επιβάλλουν στους πελάτες τους.
Η εναλλακτική λύση της άμεσης μετακύλισης του κόστους στους Καταναλωτές, μέσω ρυθμιζόμενων χρεώσεων δεν συνιστά προτιμητέα επιλογή καθώς αποδυναμώνει το ανταγωνιστικό και μεγεθύνει το ρυθμιζόμενο σκέλος των χρεώσεων.
Διαβάστε εδώ αναλυτικά την έκθεση
www.worldenergynews.gr