Σύμφωνα με τη μελέτη του Μετσοβίου, τα έργα εξασφαλίζουν πολλαπλά οφέλη στο σύστημα, χωρίς η συμμετοχή στην αγορά να διασφαλίζει τη βιωσιμότητά τους
Πολλαπλά οφέλη στο ηλεκτρικό σύστημα, τα οποία δεν περιορίζονται στη μείωση των περικοπών της «πράσινης» ηλεκτροπαραγωγής, θα ανακύψουν από την εγκατάσταση συστημάτων κεντρικής αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας στο διασυνδεδεμένο σύστημα, σύμφωνα με τη σχετική μελέτη που εκπόνησε το ΕΜΠ για λογαριασμό της ΡΑΕ.
Παρουσιάζοντας σήμερα (15/05) τη μελέτη στην τηλε-ημερίδα της ΡΑΕ ο καθηγητής του ΕΜΠ, Σταύρος Παπαθανασίου, επισήμανε πως στην έρευνα του Μετσοβίου αποτιμώνται η συμβολή της κεντρικής αποθήκευσης στη μείωση κόστους παραγωγής, στην παροχή εφεδρειών και ευελιξίας, την ενσωμάτωση παραγωγής ΑΠΕ, καθώς και στην επάρκεια ισχύος του συστήματος. Μάλιστα, τα οφέλη αυτών των μονάδων στην πράξη θα είναι μεγαλύτερα απ' ό,τι προέκυψαν στη μελέτη, καθώς σε αυτήν δεν συνυπολογίσθηκε η αναμενόμενη θετική επίδραση που θα έχουν και στην ασφάλεια λειτουργίας του συστήματος.
Σύμφωνα με τον κ. Παπαθανασίου, η καλύτερη λύση κεντρικής αποθήκευσης είναι ο συνδυασμός αντλησιοταμιευτικών έργων και μπαταριών, καθώς κάθε μία τεχνολογία καλύπτει διαφορετικές ανάγκες. Ως αντλησιοταμιευτικά κεντρικής αποθήκευσης, ορίζονται οι σταθμοί μεγάλης ισχύος (100 MW) και χωρητικότητας (6 ώρες). Επίσης, τα κεντρικά συστήματα συσσωρευτών έχουν ισχύ από 10 έως 100 MW και χωρητικότητα έως 4 ώρες.
Όπως τόνισε, για τη συμμετοχή 60% ΑΠΕ στο μίγμα ηλεκτροπαραγωγής το 2030, όπως προβλέπει το ΕΣΕΚ, τα βέλτιστα οφέλη θα προκύψουν από συστήματα κεντρικής αποθήκευσης συνολικής ισχύος 1500-1750 MW. Από αυτά, τα 1000-1250 MW αφορούν αντλησιοταμευτικά έργα και τα 500 MW μπαταρίες.
Μάλιστα, όπως πρόσθεσε, τα συστήματα κεντρικής αποθήκευσης θα έχουν να παίξουν κεντρικό ρόλο και στην περίπτωση μικρότερης διείσδυσης των ΑΠΕ έως το 2030. Έτσι, με το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών στο 50%, η καλύτερη λύση θα ήταν κεντρική αποθήκευση συνολικής ισχύος 750-1000 MW, με τα 250 MW από μπαταρίες.
Με βάση τα πορίσματα της μελέτης, οι σχετικές λύσεις θα πρέπει να δρομολογηθούν άμεσα, καθώς εντός της επόμενης 5ετίας, θα προκύψουν άμεσες ανάγκες ισχύος στο εθνικό σύστημα. Παράλληλα, τα έργα αυτά έχουν ιδιαίτερα μεγάλο χρόνο ωρίμανσης, όπου ενδεικτικά στην αντλησιοταμίευση αγγίζει τα 5-10 έτη.
Την ίδια στιγμή, το όφελος για το σύστημα υπερκαλύπτει το κόστος ανάπτυξης αυτών των μονάδων, ήδη από διεισδύσεις των ΑΠΕ πολύ μικρότερες από τα επίπεδα που προβλέπονται το 2030. Σημαντικό είναι επίσης ότι πρόκειται για υποδομές με διαχρονικά αυξανόμενη αξία, κάτι που σημαίνει ότι δεν υπάρχει κίνδυνος να εξελιχθούν σε srtanded assets.
Παρά τα διαπιστωμένα οφέλη αυτών των λύσεων, σύμφωνα με τον κ. Παπαθανασίου, η συμμετοχή στην αγορά δεν διασφαλίζει τη βιωσιμότητα των έργων. Επομένως, με βάση τη μελέτη, είναι απαραίτητο να θεσπισθεί πλαίσιο στήριξης των σχετικών υποδομών. Επίσης, θα πρέπει να υπάρξει πρόβλεψη οι λύσεις αυτές να ενταχθούν στον Μόνιμο Μηχανισμό Αποζημίωσης Επάρκειας Ισχύος.
Κ.Δ.
www.worldenergynews.gr
Παρουσιάζοντας σήμερα (15/05) τη μελέτη στην τηλε-ημερίδα της ΡΑΕ ο καθηγητής του ΕΜΠ, Σταύρος Παπαθανασίου, επισήμανε πως στην έρευνα του Μετσοβίου αποτιμώνται η συμβολή της κεντρικής αποθήκευσης στη μείωση κόστους παραγωγής, στην παροχή εφεδρειών και ευελιξίας, την ενσωμάτωση παραγωγής ΑΠΕ, καθώς και στην επάρκεια ισχύος του συστήματος. Μάλιστα, τα οφέλη αυτών των μονάδων στην πράξη θα είναι μεγαλύτερα απ' ό,τι προέκυψαν στη μελέτη, καθώς σε αυτήν δεν συνυπολογίσθηκε η αναμενόμενη θετική επίδραση που θα έχουν και στην ασφάλεια λειτουργίας του συστήματος.
Σύμφωνα με τον κ. Παπαθανασίου, η καλύτερη λύση κεντρικής αποθήκευσης είναι ο συνδυασμός αντλησιοταμιευτικών έργων και μπαταριών, καθώς κάθε μία τεχνολογία καλύπτει διαφορετικές ανάγκες. Ως αντλησιοταμιευτικά κεντρικής αποθήκευσης, ορίζονται οι σταθμοί μεγάλης ισχύος (100 MW) και χωρητικότητας (6 ώρες). Επίσης, τα κεντρικά συστήματα συσσωρευτών έχουν ισχύ από 10 έως 100 MW και χωρητικότητα έως 4 ώρες.
Όπως τόνισε, για τη συμμετοχή 60% ΑΠΕ στο μίγμα ηλεκτροπαραγωγής το 2030, όπως προβλέπει το ΕΣΕΚ, τα βέλτιστα οφέλη θα προκύψουν από συστήματα κεντρικής αποθήκευσης συνολικής ισχύος 1500-1750 MW. Από αυτά, τα 1000-1250 MW αφορούν αντλησιοταμευτικά έργα και τα 500 MW μπαταρίες.
Μάλιστα, όπως πρόσθεσε, τα συστήματα κεντρικής αποθήκευσης θα έχουν να παίξουν κεντρικό ρόλο και στην περίπτωση μικρότερης διείσδυσης των ΑΠΕ έως το 2030. Έτσι, με το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών στο 50%, η καλύτερη λύση θα ήταν κεντρική αποθήκευση συνολικής ισχύος 750-1000 MW, με τα 250 MW από μπαταρίες.
Με βάση τα πορίσματα της μελέτης, οι σχετικές λύσεις θα πρέπει να δρομολογηθούν άμεσα, καθώς εντός της επόμενης 5ετίας, θα προκύψουν άμεσες ανάγκες ισχύος στο εθνικό σύστημα. Παράλληλα, τα έργα αυτά έχουν ιδιαίτερα μεγάλο χρόνο ωρίμανσης, όπου ενδεικτικά στην αντλησιοταμίευση αγγίζει τα 5-10 έτη.
Την ίδια στιγμή, το όφελος για το σύστημα υπερκαλύπτει το κόστος ανάπτυξης αυτών των μονάδων, ήδη από διεισδύσεις των ΑΠΕ πολύ μικρότερες από τα επίπεδα που προβλέπονται το 2030. Σημαντικό είναι επίσης ότι πρόκειται για υποδομές με διαχρονικά αυξανόμενη αξία, κάτι που σημαίνει ότι δεν υπάρχει κίνδυνος να εξελιχθούν σε srtanded assets.
Παρά τα διαπιστωμένα οφέλη αυτών των λύσεων, σύμφωνα με τον κ. Παπαθανασίου, η συμμετοχή στην αγορά δεν διασφαλίζει τη βιωσιμότητα των έργων. Επομένως, με βάση τη μελέτη, είναι απαραίτητο να θεσπισθεί πλαίσιο στήριξης των σχετικών υποδομών. Επίσης, θα πρέπει να υπάρξει πρόβλεψη οι λύσεις αυτές να ενταχθούν στον Μόνιμο Μηχανισμό Αποζημίωσης Επάρκειας Ισχύος.
Κ.Δ.
www.worldenergynews.gr